ΑΠΕ για τις ανάγκες μας, όχι για εξαγωγή ενέργειας | Του Γιώργου Κανέλλη*
Η ομιλία της Γενικής Γραμματέως Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών κ. Αλεξάνδρα Σδούκου στο πρόσφατο συνέδριο του Economist, στο Λαγονήσι, στα μέσα Σεπτεμβρίου σχετικά με μέλλον της ενεργειακής παραγωγής στη χώρα είναι αξιοσημείωτη σε ότι αφορά το τι να κάνουμε αλλά και το τι είναι σημαντικό να αποφύγουμε στα πλαίσια της αξιοποίησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την υλοποίηση του νέου εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού.
Η κ. Σδούκου είπε στο συνέδριο, μεταξύ άλλων : «σήμερα έχουμε περίπου 10,5 GW από ΑΠΕ σε λειτουργία. Για την κάλυψη των στόχων του ΕΣΕΚ χρειαζόμαστε 19 GW έως το 2030. Πρέπει στη δεκαετία να προσθέσουμε 8,5 GW, μέσο όρο δηλαδή 850 MW ανά έτος. Αυτό αντιστοιχεί σε συνολικές επενδύσεις περίπου 9 δις. ευρώ για τη δεκαετία. Το επενδυτικό ενδιαφέρον υπάρχει και είναι έντονο. Είναι ενδεικτικό ότι αυτή τη στιγμή, έργα συνολικής ισχύος 26 GW ωριμάζουν, με περίπου 5 εξ’ αυτών να αφορούν εξαιρετικά ώριμα έργα. Έργα ισχύος ακόμα 35 GW έχουν αιτηθεί άδειας, ενώ υπάρχουν ακόμα 5 περίπου GW σε μικρά έργα που συνδέονται στο δίκτυο, αλλά και 10 περίπου GW μεγάλα έργα ως στρατηγικές επενδύσεις.
Μιλάμε συνολικά για 11.000 έργα, όλων των τεχνολογιών και των μεγεθών, για συνολικά 76 GW, για επενδυτικό ενδιαφέρον που υπερκαλύπτει τις ανάγκες του ΕΣΕΚ σε αναλογία περίπου 10 προς 1 ! Και είμαστε ακόμα στην πρώτη χρονιά της δεκαετίας. Ο κύκλος αδειών που θα ανοίξει εντός του 2020 προβλέπεται να προσελκύσει κι άλλο ενδιαφέρον. Εμείς σαν υπουργείο πρέπει να θέσουμε τους κανόνες ώστε να επιλεγούν τα καλύτερα, τα αποδοτικότερα, τα οικονομικά πιο ανταγωνιστικά έργα».
Η θετική διάσταση της τοποθέτησης έγκειται στην έμφαση που δίνεται στην εγκατάσταση νέων ΑΠΕ ώστε να καλυφθούν από αυτές οι στόχοι του σχεδιασμού για το 2030 και, στη συνέχεια ο στόχος της πλήρους κάλυψης από ΑΠΕ σε ακόμη 10 χρόνια ή περίπου.
Πρέπει να παρατηρήσουμε όμως ότι, στην πράξη, εξίσου δίνεται έμφαση στο φυσικό αέριο, εισαγόμενο για την ώρα, το οποίο αν και λιγότερες δεν παύει να συνεπάγεται σοβαρή έκλυση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Επιβάλλεται να ξεκαθαριστεί είναι ότι οι επενδύσεις σε φυσικό αέριο, αν θέλουμε 100% ΑΠΕ περί το 2040, πρέπει να μην έχουν προτεραιότητα και να αποθαρρύνονται.
Υπάρχει όμως και μια αρνητική διάσταση στις δηλώσεις αυτές, που δεν σχολιάστηκε ιδιαίτερα: όπως αναφέρει η κ. Γενική Γραμματέας το επενδυτικό ενδιαφέρον για ΑΠΕ ανέρχεται σε 76 GW πράγμα «που υπερκαλύπτει τις ανάγκες του ΕΣΕΚ σε αναλογία περίπου 10 προς 1». Όμως είναι σαφές ότι οι ΑΠΕ και μάλιστα οι κυριότερες απ’ αυτές, τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά πάρκα, έχουν επιπτώσεις στις περιοχές όπου εγκαθίστανται. Δεν είναι η «καταστροφή» που περιγράφουν όσοι τις απορρίπτουν, αλλά είναι υπαρκτές επιπτώσεις (δρόμοι σε υψόμετρο, χρήση δασικής και γεωργικής γης, όχληση στην ορνιθοπανίδα). Είναι μεν αναγκαία, παράλληλα με κάθε δυνατό μέτρο περιορισμού τους, η ανοχή κάποιων επιπτώσεων, αλλά πρέπει να συζητήσουμε ως κοινωνία και ως υπεύθυνοι για την διατήρηση της βιοποικιλότητας σε μια από τις πιο προικισμένες από την πλευρά αυτή χώρες του κόσμου, το μέτρο της ανοχής αυτής.
Θέση του γράφοντος είναι ότι πρέπει να τεθεί ξεκάθαρα ανώτατο όριο εγκατάστασης ΑΠΕ η πλήρης (100%) κάλυψη των αναγκών μας, μαζί με εξοικονόμηση, και σε καμιά περίπτωση οι εξαγωγές. ¨Όσο κι αν ακούγεται κάπως πρόωρο, μια και μιλάμε ακόμη για τους στόχους του 2030, ο ρυθμός των τεχνολογικών εξελίξεων αλλά και το (ασφαλώς ευπρόσδεκτο καταρχήν) μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον δείχνουν ότι η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει έγκαιρα, το ανώτατο όριο να τεθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποκόψουμε το δίκτυό μας από το ευρωπαϊκό σύστημα δικτύων μεταφοράς. Αντιθέτως, η διασύνδεση αυτή είναι απόλυτα αναγκαία για την σταθερότητα της παροχής ενέργειας στο σύστημά μας, μέσω ανταλλαγών ενέργειας. Καθαροί εξαγωγικοί στόχοι, όπως διαβάζουμε διάφορους ενθουσιώδεις από τον επιχειρηματικό χώρο να επιδιώκουν, επιβάλλεται να αποθαρρυνθούν απόλυτα και ξεκάθαρα.
Πέρα από τα παραπάνω, η φράση της κ. Σδούκου «Εμείς σαν υπουργείο πρέπει να θέσουμε τους κανόνες ώστε να επιλεγούν τα καλύτερα, τα αποδοτικότερα, τα οικονομικά πιο ανταγωνιστικά έργα» και για το καλό του ευαίσθητου φυσικού μας περιβάλλοντος αλλά και της ανάπτυξης των ΑΠΕ, πρέπει να αποσαφηνιστεί ως προς την προτεραιότητα των περιβαλλοντικών κριτηρίων. Αυτά είναι ορθό και συμφέρον να μας πουν ποια είναι «τα καλύτερα» και όχι οι οικονομικές παράμετροι.
Αυτό σημαίνει επιτάχυνση της διαδικασίας για ένα νέο, αυστηρότερο σε σχέση με τις περιοχές Νατούρα χωροταξικό ΑΠΕ και επιστημονική και νομική σύγχρονη διαμόρφωση της έννοιας της «φέρουσας ικανότητας» μιας περιοχής χερσαίας ή θαλάσσιας σε ΑΠΕ.
Η ορατή επιδείνωση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης επιβάλει να επενδύσουμε στις ΑΠΕ και να φύγουμε από τα ορυκτά καύσιμα, περιλαμβανομένου του φυσικού αερίου γρήγορα, στα προσεχή 20 χρόνια.
Αλλά με στόχο την κάλυψη των αναγκών μας ως χώρας, σε καμιά περίπτωση με εξαγωγική λογική.
*Εκπαιδευτικός, στέλεχος περιβαλλοντικών οργανώσεων