21.1 C
Athens
Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΑντώνης Φωστιέρης: «Η αποφυγή του πλαστικού λόγου μιας χρήσεως είναι επιτακτική ανάγκη...

Αντώνης Φωστιέρης: «Η αποφυγή του πλαστικού λόγου μιας χρήσεως είναι επιτακτική ανάγκη για τη σωτηρία του πνευματικού περιβάλλοντος» – Συνέντευξη

Συνομιλώντας με τον Αντώνη Φωστιέρη έχει κανείς την εντύπωση πως έχει να κάνει όχι μόνο με έναν σημαντικό σύγχρονο Έλληνα ποιητή, αλλά με έναν ξεχωριστό πνευματικό άνθρωπο που με τον πυκνό αλλά και προσιτό λόγο του και την πολύπλευρη παρουσία του αποτελεί το είδος του διαννοούμενου που θα θέλαμε να συναντάμε συχνότερα στο άνυδρο τοπίο της δημόσιας ζωής. Ο ίδιος είναι παρών και απευθύνεται στο κοινό σε συναντήσεις αφιερωμένες στην ποίηση, παρευρίσκεται σε σχολικές εκδηλώσεις για να συνομιλήσει με τους μαθητές, και συμμετέχει σε ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικές συμπράξεις, όπως η πρωτότυπη μουσική παράσταση Time and Again τον περασμένο Μάιο στο Παρίσι. Η σειρά σημαντικών βραβείων που έχει λάβει κορυφώθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη που του απένειμε η Ακαδημία Αθηνών το 2010 για το σύνολο του έργου του. Απο τα πιο μεστά του ποιήματα είναι ίσως εκείνα που εκφράζουν τις βαθύτερες υπαρξιακές αναζητήσεις, με σαφείς επιρροές από την προσωκρατική φιλοσοφία. Χαρακτηριστικό είναι το ηρακλείτειας έμπνευσης ποίημα Η μάνα μου αύριο, όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνυπάρχουν ανά πάσα στιγμή μέσα στην αέναη ροή του χρόνου. Στην συνέντευξη που μας παραχώρησε αναφέρεται στους σημαντικούς σταθμούς της καλλιτεχνικής πορείας του, τις απόψεις του σχετικά με την κριτική της λογοτεχνίας, την συνέχεια του ελληνικού ποιητικού λόγου, την πολιτική (ή άλλη) στράτευση της ποίησης, και τον προβληματισμό του για την προχειρότητα της χρήσης του δημόσιου και ιδιωτικού λόγου.

Ξεκινήσατε να γράφετε και να εκδίδετε ποιήματα σε πολύ νεαρή ηλικία. Πιστεύετε ότι τα χρόνια της νεότητας προσφέρονται για ποιητική δημιουργία που μπορεί να αντέξει στον χρόνο;

Ένα από τα συνηθισμένα κλισέ, που επαναλαμβάνεται ως αξίωμα πλέον, είναι πως όλοι οι άνθρωποι σε κάποια φάση της ζωής τους, κυρίως τη νεανική, έχουν γράψει ποιήματα. Μεγάλο ψέμα. Οι περισσότεροι δεν έχουν ανοίξει ποτέ τους ποιητικό βιβλίο και δεν έχουν γράψει ούτε ένα στίχο. Με άλλα μέσα προτιμούν να εκφράζονται, ή με κανένα. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως στην παιδική και εφηβική ηλικία ο συναισθηματισμός όλων μας είναι οξυμμένος και οι κεραίες της ευαισθησίας σε εγρήγορση. Όμως για να πιάσεις το χαρτί (ή το κλαβιέ του υπολογιστή) προσπαθώντας να γράψεις ποίημα, χρειάζεται και μια ευαισθησία που δεν αφορά μόνο στους συνανθρώπους σου ή στα ζωάκια, αλλά εντοπίζεται στην αισθητική λειτουργία της γλώσσας, στη δυνατότητά της να παράγει μαγεία, και αυτή η μαγεία να αιχμαλωτίζει πρώτα-πρώτα εσένα, ως αναγνώστη. Με αυτές τις προϋποθέσεις ναι, μπορεί η νεότητα να δράσει ευεργετικά προσφέροντας στην ποίηση το πρωτογενές της υλικό, και η ποίηση, από την πλευρά της, να συντηρήσει την παρθενική ματιά που διαθέτει η νεότητα, σε μια παρατεταμένη ή μια ισόβια εφηβεία. Αυτή η νεανική ματιά σίγουρα μπορεί να αντέξει στον χρόνο, οδηγώντας τα βήματά σου στη δημιουργία ενός σοβαρού έργου. Αλλά τα έργα της νεότητας, αυτά καθαυτά, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις σαν του Ρεμπό, ο χρόνος τα σαρώνει με το πρώτο του φύσημα.

Μιλήστε μας για τα πρώτα σας βήματα. Υπήρξε κάποιος κύκλος στον οποίο ενταχθήκατε; Ή η λογοτεχνία είναι μια Τέχνη μοναχική;

Από μιαν άποψη, είναι κατεξοχήν μοναχική. Υπάρχουν άλλες μορφές Τέχνης (το θέατρο, ο κινηματογράφος, ο χορός, συνήθως η μουσική) που προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας μικρής ή μεγαλύτερης ομάδας. Η λογοτεχνία όμως είναι κατεξοχήν η Τέχνη της μοναχικότητας. Απολύτως μόνος και απομονωμένος την γράφεις, συνήθως μόνος την διαβάζεις. Παρ’ όλ’ αυτά, η λογοτεχνία ως φαινόμενο σφαιρικό, προκύπτει από το άθροισμα –ή μάλλον από τη σύνθεση– των μεμονωμένων ψηφίδων που δημιουργούν οι συγγραφείς και ποιητές με τους δικούς του τρόπους ο καθένας, μια ιδεατή πανοραμική τοιχογραφία από εκατοντάδες ή χιλιάδες ατομικά έργα.

Αυτή η θέση, μιας ομαδικής ή συνολικής παρουσίασης της λογοτεχνίας, μπορεί να έχει σχέση με την εμπλοκή σας, από πολύ νεαρή ηλικία, με κάποιες δραστηριότητες εκδοτικού χαρακτήρα;

Πράγματι, φαίνεται ότι από πολύ νωρίς είχε σχηματιστεί μέσα μου μια τέτοια αντίληψη, γιατί ήδη από τα πρώτα χρόνια που ξεκίνησα να γράφω, δηλαδή γύρω στα έντεκα, αισθάνθηκα ότι αυτό που πήγαινα να κάνω, όσο εσωστρεφές και αν ήταν, εντασσόταν σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, μαζί με ανάλογες προσπάθειες πολλών άλλων. Αρχικά επιχείρησα να δημιουργηθεί στον στενό μαθητικό περίγυρο μια μικρή ”λογοτεχνική” ομάδα, και στην έκτη Δημοτικού, στο Μαράσλειο, εξέδωσα μια πολυγραφημένη εφημερίδα, όπου δημοσίευσα τα πρώτα μου γραπτά. Αργότερα, την περίοδο του Γυμνασίου, συνεργάστηκα πολύ στενά με την υπέροχη Διάπλαση των Παίδων ώς την οριστική διακοπή της έκδοσής της το 1970, ενώ από το 1974, ως φοιτητής, μέχρι να πάρω πτυχίο το 1976 και να φύγω για μεταπτυχιακά στο Παρίσι, εξέδωσα ένα ποιητικό περιοδικό (το μοναδικό εκείνη την εποχή ποιητικό περιοδικό) με τίτλο Η Νέα Ποίηση. Είχα ήδη κυκλοφορήσει μέχρι τότε τρεις συλλογές και είχα γνωριστεί με αρκετούς σημαντικούς ποιητές, που έδειχναν να εκτιμούν την προσπάθειά μου, ώστε πρόθυμα έγιναν συνεργάτες του περιοδικού: ο Βάρναλης, ο Παπατσώνης, ο Εγγονόπουλος, ο Βρεττάκος, η Μελισσάνθη, ο Καρούζος, αλλά και πολλοί νεότεροι και νεότατοι της συντεχνίας πλαισίωσαν ευθύς εξαρχής το εγχείρημα. Η συμμετοχή μου πάντως η πιο μακροχρόνια και πιο ουσιαστική στην έκδοση περιοδικών έχει βέβαια σχέση με τη Λέξη.

Έχει γίνει πολύς λόγος για τη Λέξη, στην οποία υπήρξατε συνιδρυτής, συνεκδότης και διευθυντής. Ένα λογοτεχνικό περιοδικό που συνέχισε να εκδίδεται ανελλιπώς επί πολλά χρόνια.

Επί τριάντα χρόνια ακριβώς, από τις αρχές του 1980 ώς τα τέλη του 2010. Έχω την πεποίθηση ότι Η Λέξη, με τα 205 τεύχη που εξέδωσε, διαδραμάτισε βασικό ρόλο στον ευρύτερο πολιτισμικό χώρο, καθώς διατήρησε ένα πολύ ψηλό ποιοτικό επίπεδο κειμένων και αισθητικής παρουσίας, συσπειρώνοντας γύρω της τις σημαντικότερες μονάδες της λογοτεχνίας. Και είναι εντυπωσιακή (θα έλεγα συγκινητική) η ανταπόκριση που συνάντησε, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της ώς το τέλος, καθώς βρήκε απήχηση και σε περιοχές πολύ πέραν της συντεχνίας.

Υπάρχουν πρακτικοί λόγοι για τους οποίους σταμάτησε η έκδοσή του;

Ναι, απολύτως πρακτικοί, καθώς το 2010 είχε ενσκήψει η οικονομική κρίση στη χώρα μας, και οι επιπτώσεις της στον εκδοτικό χώρο ήταν τεράστιες. Η Λέξη, που ήδη από τον τρίτο χρόνο της έκδοσής της τυπωνόταν σε 8.000 αντίτυπα (και μερικές φορές έκανε και ανατύπωση), άρχισε λίγο-λίγο να προσγειώνεται σε χαμηλότερες κυκλοφορίες. Σκεφτήκαμε λοιπόν πως ήταν προτιμότερο να την σταματήσουμε ενόσω βρισκόταν ακόμη σε ακμή, παρά να γίνει σκιά του εαυτού της. Διότι ένα έντυπο έχει λόγο ύπαρξης μόνο αν αφορά κάποιο αριθμητικά υπολογίσιμο κοινό, με το οποίο να βρίσκεται σε επαφή και διάλογο. Δεν έχει νόημα να το κρατάς στη ζωή με τεχνητές αναπνοές ή με βηματοδότη, μόνο και μόνο για να παριστάνεις εσύ τον παράγοντα της πνευματικής ζωής.

Σημαντική δραστηριότητα είχατε και σε άλλα εκδοτικά πεδία: ποιητικές ανθολογίες, μεταφράσεις, συνομιλίες με συγγραφείς και καλλιτέχνες.

Ναι, σε συνεργασία με τον Θανάση Νιάρχο επιμελήθηκα και κάποιες ανθολογίες, με χρονολογικά πρώτη την ετήσια έκδοση Ποίηση (κυκλοφόρησαν εφτά τόμοι, από την Ποίηση ’75 έως και την Ποίηση ’81, μια πρωτότυπη ανθολογία ανέκδοτων ποιημάτων από αντιπροσωπευτικούς δημιουργούς πολλών τάσεων και γενεών). Ακολούθησαν η Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση, οι Έλληνες ποιητές για τη Θάλασσα και οι Ποιητικές Συνομιλίες (ποιήματα Ελλήνων για ξένους ποιητές). Επίσης, σε συνεργασία με τον Νιάρχο, δύο βιβλία μεταφράσεων, τα Ποιήματα του Μπορίς Βιαν και Ο καιρός των δολοφόνων του Χένρυ Μίλλερ, έργο που αναφέρεται στη ζωή και στο έργο του Ρεμπό. Τέλος, ένας τόμος συνομιλιών, που κυκλοφόρησε το 1990 με τίτλο Σε δεύτερο πρόσωπο, και περιέχει πολύ ουσιαστικές συζητήσεις με πενήντα εξέχοντα πρόσωπα της ποίησης (όπως με τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο, τον Αραγκόν), της πεζογραφίας (όπως με τον Πεντζίκη, τον Ταχτσή, τον Χειμωνά), αλλά και του θεάτρου (τον Μινωτή, τον Κουν), του κινηματογράφου (τον Κακογιάννη, τον Ντασέν), της μουσικής (τον Χατζιδάκι), της ζωγραφικής (τον Τσαρούχη) κ.λπ. Αυτό το βιβλίο, ένας πραγματικός θησαυρός από αυθεντικές μαρτυρίες τόσων σπουδαίων πνευματικών δημιουργών, που μιλούν οι ίδιοι για τη ζωή, το έργο και τις απόψεις τους, πίστευα ότι θα γινόταν ανάρπαστο. Όμως η κυκλοφορία του υπήρξε σχεδόν απογοητευτική, μετά βίας εξαντλήθηκε η πρώτη του έκδοση και δεν ανατυπώθηκε ποτέ. Ας μην ξεχάσω όμως και τις Συμβουλές σ’ ένα νέο ποιητή του Μαξ Ζακόμπ, που μετέφρασα και εξέδωσα το 1984, στο οποίο ο Γάλλος ποιητής εκθέτει με σαφή και εύληπτο τρόπο τη συμπυκνωμένη πείρα του από την εμπλοκή του στη δημιουργική διαδικασία της γραφής – ένα κατά τη γνώμη μου σημαντικό και χρήσιμο βιβλίο, πολύ πιο χρήσιμο από τα πασίγνωστα Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή του Ρίλκε ή άλλα παρόμοια, τα γεμάτα αόριστες γενικολογίες περί ποιήσεως.

Όλα αυτά που προαναφέρατε υπήρξαν για σας εξίσου σημαντικά με την ποιητική σας δημιουργία;

Όχι βέβαια. Πρέπει να πω, σε σχέση με όλες αυτές τις παράπλευρες λογοτεχνικές δραστηριότητες, πως, είτε επρόκειτο για περιοδικό είτε για ανθολογία είτε για μετάφραση είτε για οτιδήποτε παρόμοιο, φυσικά το αντιμετώπιζα κάθε φορά με σοβαρότητα (”στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος”, όπως λέει ο Καβάφης), αλλά αποκλειστικά και μόνο ως πάρεργο σε σχέση με τον κεντρικό πυρήνα του ενδιαφέροντός μου, που ήταν η ποίηση. Χωρίς αυτήν όλα τα υπόλοιπα ήταν ανύπαρκτα.

Τον Δεκέμβριο του 2017 εκδόθηκε ο τόμος Για τον Αντώνη Φωστιέρη, σε επιμέλεια Θεοδόση Πυλαρινού, που περιλαμβάνει όλα τα κριτικά κείμενα που έχουν δημοσιευτεί για τα βιβλία σας. Βλέπετε ίσως την κριτική σαν μια σύντροφο του ποιητικού σας έργου; Ο Ρένος Αποστολίδης, σε συνομιλία που είχατε μαζί του στο Τρίτο Πρόγραμμα, λέει πως η κριτική είναι απαραίτητη στο κοινωνικό πεδίο, ως προϋπόθεση περαιτέρω παιδείας.

Ήταν μεγάλη εύνοια της τύχης (και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό) το ότι ένας σημαντικός Καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ο Θεοδόσης Πυλαρινός, είχε την πρωτοβουλία να προλογίσει και να εκδώσει σε βιβλίο περίπου 250 κριτικές και μελέτες που είχαν δημοσιευτεί κατά διαστήματα σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, και που διαφορετικά θα ήταν χαμένες, σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Εξ αντικειμένου, πάντως, νομίζω πως η συναγωγή αυτή παρουσιάζει και γενικότερο ενδιαφέρον, ως μια δειγματοληπτική αποτύπωση του κριτικού λόγου στη χώρα μας, καθώς καλύπτεται χρονικός ορίζοντας 45 χρόνων και εκπροσωπούνται με κείμενά τους οι περισσότεροι (συστηματικοί ή περιστασιακοί) κριτικοί που έδρασαν σ’ αυτόν τον χώρο. Θεωρητικά, πράγματι η κριτική μπορεί να λειτουργεί ”σαν μια σύντροφος” της ποίησης για τους γράφοντες, και ”ως προϋπόθεση περαιτέρω παιδείας” για τους αναγνώστες, αξιολογώντας, ερμηνεύοντας και φωτίζοντας ένα έργο. Στην πράξη, βέβαια, βλέπουμε συχνά να μην λειτουργούν τα πράγματα τόσο ειδυλλιακά και να προκύπτουν ανισότητες και στρεβλώσεις. Τα προβλήματα οφείλονται κυρίως στην έλλειψη ενός κοινού μέτρου αναφοράς, στη μεγάλη ποικιλία των κριτηρίων, εντέλει στην εμπρεσιονιστική αντίληψη της εκάστοτε κριτικής προσέγγισης, που γίνεται κατά το δοκούν. (Ας μη μιλήσουμε δε για την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων εν είδει κριτικών, που συναντάμε κατά κόρον στο διαδίκτυο, με κολακείες επ’ αμοιβαιότητι). Και κάτι ακόμη, που αποτελεί ζήτημα δομικό: η δεδομένη αδυναμία συνομιλίας ανάμεσα στο πρωτότυπο έργο και στην κριτική, αφού το ίδιο το έργο δεν μπορεί να απαντήσει στην οποιαδήποτε αποτίμηση ή ανάλυσή του, καταδικασμένο να επαναλαμβάνει τον εαυτό του εις το διηνεκές. Στην ουσία, η λογοτεχνία και η κριτική δεν προχωρούν σε διάλογο, αλλά σε δύο παράλληλους αυτιστικούς μονολόγους.

Φαίνεται να σας συγκινεί η συνέχεια του ελληνικού ποιητικού λόγου. Έχετε επισημάνει πως εδώ και χιλιάδες χρόνια γράφεται ποίηση στα ελληνικά. Πιστεύετε σε αυτή τη συνέχεια, γλωσσική, ιστορική ή καλλιτεχνική;

Δεν νομίζω πως έχει σημασία τι με συγκινεί και τι πιστεύω. Σημασία έχει μια αντικειμενική ιστορική πραγματικότητα που μας δείχνει πως για τρεις χιλιάδες χρόνια (από τα προομηρικά έπη μέχρι σήμερα) γράφεται αδιαλείπτως ποίηση στην Ελλάδα και στα ελληνικά. Ο δεσμός με το ποιητικό μας παρελθόν δεν είναι ούτε το όμαιμον ούτε το ομόθρησκον, είναι όμως το ομόγλωσσον. Η ποίηση είναι ο βασικός φορέας μιας γλώσσας που, παρά τις μοιραίες μορφικές της διαφοροποιήσεις μέσα στους αιώνες, παραμένει η ίδια. Αλλά και η γλώσσα λειτουργεί ως φορέας αυτής της ποιητικής παράδοσης, είτε μας αρέσει είτε όχι. Πολλές φορές έχω εκπλαγεί όχι μόνο από τις διανοητικές συλλήψεις ή από τη φαντασία των προπατόρων, αλλά ακόμη και από τρόπους ή σχήματα λόγου που εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε σαν να ‘τανε σημερινές ανακαλύψεις. Όταν, ας πούμε, στο π της Οδύσσειας διαβάζεις τον στίχο ”ποδών δ’ υπό δούπον ακούω”, φαντάζεσαι πως η εμφανής παρήχηση του δέλτα στις λέξεις είναι τυχαία; (Για να μην σταθώ στη λέξη ”δούπος”, που είναι, σχεδόν απαράλλαχτος, ο σημερινός ”γδούπος”!).

Υποστηρίζετε πως η ποίηση δεν έχει και δεν πρέπει να έχει πολιτική λειτουργία, με την έννοια της στρατευμένης ποίησης. Βλέπουμε όμως στην κλασική Αθήνα τη δραματική ποίηση να αντικατοπτρίζει τις πολιτικές αλλαγές. Για παράδειγμα, η Ορέστεια του Αισχύλου δείχνει το πέρασμα, από την αυτοδικία εντός του οίκου των Ατρειδών, στην καθιέρωση της δικαιοσύνης ως πολιτικού θεσμού. Δεν πρόκειται βέβαια για στρατευμένη ποίηση με τη σύγχρονη έννοια, αλλά εξακολουθεί να είναι δραματικό ποιητικό έργο που διατηρεί ζωντανή σχέση με την πολιτική πραγματικότητα.

Δεν θυμάμαι να είπα ποτέ πως η ποίηση δεν πρέπει να έχει πολιτική λειτουργία. Ούτως ή άλλως, πολιτική λειτουργία μπορεί να έχει και ερήμην μας, αποτυπώνοντας το κλίμα και τις συνθήκες της εποχής, χωρίς καν να υπάρχει πρόθεση εκ μέρους μας για κάτι τέτοιο. Αυτό που ίσως είπα είναι πως η ποίηση ”δεν πρέπει να πρέπει” να έχει πολιτική λειτουργία. Εννοώ ότι αυτός ο καταναγκασμός και η υποχρέωση ιδεολογικής, κοινωνικής, πολιτικής (το συνηθέστερο κομματικής) στράτευσης που πολλοί προσπαθούν (και περισσότερο προσπάθησαν στο παρελθόν) να επιβάλουν στην ποίηση είναι, κατά τη γνώμη μου πάντα, μια σαφής προσπάθεια ποδηγέτησης και ετεροκαθορισμού της. Προσωπικά, δεν είμαι καθόλου πολέμιος της στράτευσης, το αντίθετο μάλιστα. Ούτε πιστεύω πως μια σοβαρή ποίηση μπορεί να φτεροκοπάει από το ένα κλαρί στο άλλο και από το ένα δέντρο στο άλλο τιτιβίζοντας ανέμελα, χωρίς σκοπό και κατεύθυνση. Σε τελευταία ανάλυση, κάθε μορφή ποίησης κάπου είναι (ή κάπου φαίνεται να είναι) στρατευμένη. Στην πολιτική ιδεολογία, στον στοχασμό, στη θρησκεία, στη φυσιολατρία, στην Ιστορία, στον ρομαντισμό, στον υπερρεαλισμό, στον μεταμοντερνισμό, στο παράλογο – ή οπουδήποτε αλλού. Αρκεί η στράτευση να είναι εκούσια και όχι επιβεβλημένη. Να στρατεύεσαι ως εθελοντής, όχι ως κληρωτός σε υποχρεωτική θητεία.

Μετά από δέκα αυτοτελείς ποιητικές συλλογές νιώθετε να έχετε διανύσει έναν κύκλο ποιητικής δημιουργίας; Η ποίηση είναι βέβαια δύναμη απρόβλεπτη, και δεν μπορεί κανείς να πει με σιγουριά αν έχει τελειώσει μαζί της ή αν αυτή έχει τελειώσει μαζί του. Νιώθετε εντούτοις ότι θα συνεχίσετε το γράψιμο;

Η ενστικτώδης και αυθόρμητη αντίδρασή μου θα ήταν να απαντήσω: ”Όχι, δεν νομίζω πως θα συνεχίσω”. Επειδή όμως αυτή την απάντηση θα έδινα ήδη από είκοσι χρονών μετά το γράψιμο ενός ποιήματος ή την έκδοση ενός βιβλίου, γι’ αυτό δεν θέλω να εκτεθώ επαναλαμβάνοντάς την, μολονότι τώρα θα είχα περισσότερες δικαιολογίες για να το κάνω. Γενικά, πιστεύω ότι ο λόγος πρέπει να είναι μια σπάνια εξαίρεση στον χρυσό κανόνα της σιωπής, καθώς έχω την ασφυκτική αίσθηση ότι μας πνίγει από παντού η ακατάσχετη πλημμυρίδα μιας γραπτής και προφορικής φλυαρίας, γεμάτης ανούσια κλισέ και κοινοτοπίες. Η αποφυγή του πλαστικού λόγου μιας χρήσεως είναι πλέον επιτακτική ανάγκη για τη σωτηρία του πνευματικού περιβάλλοντος.

Κείμενο:Σοφία Ζήση
respublica

Αντώνης Φωστιέρης: «Η αποφυγή του πλαστικού λόγου μιας χρήσεως είναι επιτακτική ανάγκη για τη σωτηρία του πνευματικού περιβάλλοντος» – Συνέντευξη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;