21.7 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΈφυγε ο πολυβραβευμένος πεζογράφος μας Αντώνης Σουρούνης Αφιέρωμα - ΒΙΝΤΕΟ

Έφυγε ο πολυβραβευμένος πεζογράφος μας Αντώνης Σουρούνης Αφιέρωμα – ΒΙΝΤΕΟ

Έφυγε σήμερα σε ηλικία 74 ετών ο πολυβραβευμένος έλληνας συγγραφέας – πεζογράφος Αντώνης Σουρούνης.

Ο Αντώνης Σουρούνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη.

Tελειώνοντας το γυμνάσιο το 1960 πήγε στη Γερμανία, όπου είχε
εγκατασταθεί η οικογένειά του. 

Εκεί, σπούδασε κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Κολωνίας, του Σααρμπρύκεν και του Ίνσμπρουρκ.
Εργάστηκε
σε διάφορα επαγγέλματα, από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από
hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας!
Έζησε
στην Φρανκφούρτη έως το 1970 όταν επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη, ενώ από
το 1987 ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών και βιοποριζόταν ως συγγραφέας.

Το 1995 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο “Ο χορός των ρόδων”.

Το
2006 απέσπασε από την εξαμηνιαία λογοτεχνική επιθεώρηση του περιοδικού
να ένα μήλο και έναν χρόνο αργότερα από το περιοδικό Διαβάζω το «Βραβείο
μυθιστορήματος» για το έργο του Το μονοπάτι στη θάλασσα.

Ιστορίες, βιώματα, αυτοαναφορικά γεγονότα, η αυθόρμητη πρόζα

Εμφανίζεται στα
γράμματα το 1969 με το έργο του: “Ένα αγόρι γελάει και κλαίει”.

Η “αυθόρμητη πρόζα’ που θα γίνει στη συνέχεια ιδιαίτερος αφηγηματικός
τρόπος του Σουρούνη, αρχίζει να αναδεικνύεται από το επόμενο βιβλίο του,
το μυθιστόρημα ‘Οι Συμπαίχτες” που εκδίδεται το 1977. 

Οι
ιστορίες του βασίζονται στα βιώματα του συγγραφέα, σε αυτοαναφορικά
γεγονότα, ενώ ο ίδιος ως παρατηρητής μετουσιώνει σε λογοτεχνία και σε
ανθρώπινη φιγούρα το βιωματικό του υλικό.
Στο
έργο του διαγράφονται πρωτότυποι και αληθινοί οι αφηγηματικοί
χαρακτήρες, μετανάστες στην πλειονότητά τους -ανάμεσά τους και ο
συγγραφέας ως πρωταγωνιστής μέσα από τα εναλλακτικά του πρόσωπα.
Μπορούμε
να διακρίνουμε το έργο του σε δυο περιόδους: στα πρώτα του βιβλία η
δράση τοποθετείται στην Γερμανία και οι ήρωες είναι συνήθως μετανάστες,
άτομα λαϊκά που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής.

Είτε
οι ήρωες εμφανίζονται ως λούμπεν φιγούρες της νύχτας είτε ως
βιομηχανικοί εργάτες, η πρώτη ύλη των διηγημάτων και συγχρόνως ο άξονας
γύρω από τον οποίον στρέφεται η θεματογραφία των πρώτων έργων είναι
πάντα η ζωή του γκάσταρμπάιτερ.


Αντώνης Σουρούνης: Ο επαγγελματίας παίκτης της ρουλέτας που πήρε  Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του “Ο χορός των ρόδων” για τον τζόγο. Εκδόσεις Καστανιώτη. Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995

Aν πας για πρώτη φορά στο καζίνο, τότε θα κερδίσεις λόγω αθωότητας.
Δεν θα ‘χεις φάει το μήλο της γνώσης ακόμα. Σου ‘ρχεται ένα νούμερο στο
μυαλό, το παίζεις, βγαίνει και τρελαίνεσαι. «Tόσο εύκολο είναι;»,
αναρωτιέσαι. Πας την επόμενη μέρα με χαρτί και μολύβι. Έχεις τελειώσει.
Aπό τη στιγμή που μπήκε η πονηριά και ο υπολογισμός μέσα σου, αρχίζεις
να χάνεις. Aυτό ισχύει, όχι μόνο για τον τζόγο, αλλά και για τη ζωή.
Mπαίνεις αθώος στην κοινωνία και μετά κάνεις και λες πράγματα που δεν
πιστεύεις.

Στη ρουλέτα και στις γυναίκες σε ένα νούμερο ποντάρεις, δεν μπορείς
να ποντάρεις σε όλα. Όπως ποντάρεις ένα νούμερο στη ρουλέτα κι η μπίλια
πέφτει αλλού το ίδιο συμβαίνει και με τη γυναίκα. Η ρουλέτα βασικά είναι
άπιστη, άμα σου πέσει η μπίλια ενθουσιάζεσαι όπως και στη γυναίκα. Άμα
δεν σου πέσει η μπίλια, άμα σε προδώσει, θυμώνεις μαζί της, τη βρίζεις,
τη σκοτώνεις κιόλας άμα θες. Γυναίκες και ρουλέτα είναι το ίδιο πράγμα.

Απόσπάσματα από συνεντεύξεις του

Φωτογραφία: James Higgott

Έφυγε ο πολυβραβευμένος πεζογράφος μας Αντώνης Σουρούνης Αφιέρωμα - ΒΙΝΤΕΟ

Στο τραπέζι πέντε δεν πλησίασε κανείς από τους λιγοστούς παίκτες που μπήκανε μαζί με τον Νούση. Όλοι τους συγκεντρώθηκαν γύρω από τα δύο τραπέζια που άνοιγαν με το μικρότερο ποντάρισμα.

Αυτό γινόταν συνήθως, ωστόσο το πέντε άνοιγε κάθε μέρα από την ώρα που άνοιγε το καζίνο μήπως και ερχόταν κανενού η ιδέα να ακουμπήσει όσο το ταχύτερο τις αποταμιεύσεις του και να φύγει.

Οι τέσσερις γκρουπιέρηδες κάθονταν ολόγυρα μαυροφορεμένοι με όρθια τα ραβδιά τους, σαν νεκροπομποί που τιμούσαν έναν νεκρό άγνωστο και για αυτό αδιάφορο σε όλους τους άλλους.

Ο Νούσης ήταν ο μόνος που βάδισε προς το τραπέζι και οι τέσσερις σχολίασαν τον ερχομό του με χαμόγελα και υπονοούμενα.

    Τώρα μάλιστα!…

    Να παραγγείλουμε καινούριο ταμείο, σεφ;

Γελούσαν και ανακάθονταν στις καρέκλες τους. Ετοιμάζονταν για τον αγώνα και ένιωθαν δυνατοί, επειδή ήταν δυνατοί. Είχαν τα πάντα στα χέρια τους και πολύ περισσότερα από τα πάντα μέσα στα χρηματοκιβώτιά τους.

Οι ίδιοι είχαν κάνει τους νόμους και τους κανόνες και έπαιζες σύμφωνα με το πώς τους βόλευε. Πάλευες μόνος εναντίον τεσσάρων κι όταν οι τέσσερις αυτοί κουράζονταν, αποσύρονταν για να έρθουν άλλοι τέσσερις ξεκούραστοι και φρέσκοι. Και εκτός από αυτά όλα, υπήρχε και μια μπίλια τρελή και παλαβή που έτρεχε πάνω από τριάντα έξι νούμερα κι ένα ζερό, μεταξύ των οποίων και το δικό σου νούμερο, κι αυτό ήταν όλο κι όλο που κατείχες εσύ.

Αυτό και μια ελπίδα. Χάνοντας την ελπίδα, τα έχανες όλα. Η καταστροφή ξεκινούσε πάντα από το κεφάλι σου, όπου κάποια στιγμή γινόταν μια μεγάλη έκρηξη. Αμέσως μετά ένιωθες τα πόδια σου βαριά και ασήκωτα και σε λίγο το κορμί σου χοντρό και πλαδαρό σαν ξένο.

 Το στόμα σου στέγνωνε, οι οδοντοστοιχίες σου σφράγιζαν και τα χείλη σου αρνιούνταν να σχηματίσουν τις λίγες απαραίτητες λέξεις. Η διαρροή είχε ήδη αρχίσει, ο αφανισμός σε κατέβαλλε πατόκορφα και η χασούρα είχε εισχωρήσει βαθιά στις τσέπες σου και μέσα σου.

Καταλάβαινες αμυδρά ότι εξαιτίας αυτών των καταραμένων κοκάλινων αντικειμένων βρέθηκες σε αυτή τη δεινή θέση και ευχόσουν να λυτρωθείς επιτέλους από αυτά και να πας σπίτι σου να ησυχάσεις. 
Ο Νούσης είχε πείρα στην καταστροφή όση και όλοι εδώ μέσα, με μόνη διαφορά ότι εκείνος είχε ανακαλύψει την αρχή και το τέλος της.

Έφυγε ο πολυβραβευμένος πεζογράφος μας Αντώνης Σουρούνης Αφιέρωμα - ΒΙΝΤΕΟ

“Πρόκειται για γεννημένο παραμυθά, που ξέρει να παίζει καλά με τις
ευκολίες και τις δυσκολίες της αφήγησής του, όπως οι ήρωες του βιβλίου
του παίζουν ρουλέτα. Κρατώντας σταθερά το σπάγκο της διήγησης στο χέρι,
τον αμολά ή τον τραβά, κι όχι μονάχα εκεί που το περιμένεις”
(Δ. Μαρωνίτης, εφημ. Το Βήμα)

“”Ο
χορός των ρόδων” θυμίζει χολιγουντιανή περιπέτεια από τις καλύτερες του
είδους, δομημένη με σωστά μελετημένες δόσεις χιούμορ και σεξ, με
προσεγμένες λεπτομέρειες και απροσδόκητα ευρήματα. Τελικώς πρόκειται για
ένα βιβλίο που διαβάζεται χωρίς ανάσα από την αρχή ως το τέλος”
(Δ. Δασκαλόπουλος, εφημ. Τα Νέα)

“Κυρίως,
όμως, το μυθιστόρημα αυτό του Σουρούνη είναι ένα έξοχο ψυχογράφημα των
ανθρώπων της ρουλέτας. Το ενδιαφέρον του αναγνώστη μένει αμείωτο ως την
τελευταία σελίδα και εξαιτίας του χιούμορ που διαποτίζει όλη την αφήγηση
και που συχνά προκαλεί δυνατό γέλιο (σπάνιο στη σύγχρονη ελληνική
πεζογραφία)”.
(Κ. Τσαούσης, εφημ. Έθνος της Κυριακής)

   Η κηδεία του

Η κηδεία του θα γίνει σήμερα Πέμπτη 6 Οκτωβρίου στις 4.00 το απόγευμα, στην Αγία Αναστασία Θεσσαλονίκης (κάτω από τα κοιμητήρια).

   Η ανακοίνωση της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων:

 Η Εταιρία Συγγραφέων, της οποίας ο πολυβραβευμένος συγγραφεύς διατέλεσε
μέλος, εξέδωσε συλλυπητήρια ανακοίνωση, αναφερόμενη στο σημαντικό του
έργο.

«Με μεγάλη μας λύπη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του πολυβραβευμένου πεζογράφου και μέλους της Εταιρείας μας, Αντώνη Σουρούνη. Ο Αντώνης Σουρούνης έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, εμπνευσμένα από μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, από τα χρόνια που έζησε ως μετανάστης στη Γερμανία, από τα ποικίλα επαγγέλματα που άσκησε και από  τον ιδιαίτερο τρόπο του να βλέπει τα πράγματα. Στους οικείους του εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας.
     Η μαεστρία του Σουρούνη

Ο Σ. Τσακνιάς προχωρά, ωστόσο,  σε μια σημαντική παρατήρηση: “Ήρωάς του, κατά κανόνα, δεν είναι ο απελπισμένος μετανάστης που τσακίζει τα κόκαλά του σε μια παρακατιανή δουλεία, για ένα χαμηλό μεροκάματο […].
Οι ήρωές του αποφεύγουν μεθοδικά και συστηματικά την “έντιμον εργασίαν” και σκαρφίζονται όλων των ειδών τα κόλπα, τις κατεργαριές και τις κομπίνες ώστε να ζήσουν όσο το δυνατό πιο παρασιτικά και να κατακτήσουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα την περίοπτη θέση που στήνει εμπρός στα σκοτεινά μάτια τους τό απαστράπτον καταναλωτικό πρότυπο. […] Προς τούτοις, μοναδικός εξοπλισμός τους φαίνεται να είναι η θητεία τους στη νεοελληνική προβληματική για το πως θα «πιάσουμε την καλή» και ο ευμεγέθης και ακαταπόνητος μεσογειακός τους φαλλός για τον οποίον είναι, η, φαντάζονται πως είναι, υπερήφανοι. […] Αυτή η αναγωγή του φαλλού σε υπέρτατη αξία, είναι μια εύστοχη καλλιτεχνική επινόηση, ένα επιδέξιο συγγραφικό τέχνασμα, μέσω του οποίου ο Σουρούνης αποκαλύπτει με τρόπο πλάγιο και υπαινικτικό, ύπουλο θα έλεγα, καταστάσεις που ενώ είναι αυτόχρημα δραματικές, αν περιγράφονταν στα διηγήματά του αναλυτικά θα ήταν απλώς πληκτικές. Αυτό που δεν λέγεται, αλλά οπωσδήποτε νοείται ή συνάγεται, τοποθετημένο στην περιοχή της σιωπής, που είναι η άλλη όψη της αφήγησης, φορτίζει τα λεγόμενα με μια υπόγεια δραματική συγκίνηση.
Η μαεστρία του Σουρούνη εντοπίζεται ακριβώς εκεί που η κυνική και σκαμπρόζικη ματιά του συγγραφέα και η επισταμένη κοινωνική του παρατήρηση τέμνονται με το ενδιαφέρον του για την κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης των ηρώων του.
Διατηρώντας πάντοτε την αυτοαναφορικότητα και το βίωμα ως πυρήνα της μυθοπλαστικής τους σύνθεσης, τα έργα του Σουρούνη από το 1990 κι έπειτα, έχουν ως χώρο τους την Ελλάδα και ως ήρωα τον, επαναπατρισμένο πια, μετανάστη.

Αντώνης Σουρούνης – Νύχτες με ουρά. Κείμενά του στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Μια φορά κι έναν καιρό μπορεί να είχαν και οι άνθρωποι ουρά, γιατί
άκουγα πολλές φορές τους μεγάλους να λένε «Πονάει η ουρά μου», «Με
χτύπησε στην ουρά», αλλά τη δική μου δεν την είδα ποτέ, όσο και να
έψαχνα στον καθρέφτη. Το λέω αυτό γιατί μου φαίνεται παράξενο να έχουν
ουρά τα πράγματα και να μην έχει ο ίδιος ο άνθρωπος που τα φτιάχνει.
Μπορεί όμως να φοβάται πως, έτσι κι αποκτήσει κάτι.

Απόσπασμα από συνέντευξη του Αντώνη Σουρούνη στην Αναστασία Λαμπρία, το 2009:
«Οι λέξεις: Όταν κάθομαι να γράψω γράφω λέξεις που δεν τις ξέρω. Δεν τις έχω ακούσει ποτέ. Κι ανοίγω το λεξικό να δω, είν’ αυτή η σωστή λέξη; Κι είναι αυτή η λέξη. Καμία άλλη, μόνο αυτή. Είναι σαν να τις έχω ξαναπεί κάποτε στη ζωή μου, σε άλλη ζωή ίσως. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου λες ότι λείπουν τα επίθετα, δεν ξέρω τι είναι αυτό. Γράφω κατεβατά ολόκληρα, τελειώνει η φράση, η εικόνα, έρχεται η εικόνα και οι λέξεις βγαίνουν μετά, κατευθείαν (…) Δεν στήνω εγώ τα πρόσωπα, δεν στήνω τίποτα. Μόνοι τους παίρνουν θέση. Αλήθεια σου λέω. Εγώ είμαι ο δούλος, ο μπάτλερ τους που σερβίρω, δεν ξέρω τι γίνεται, ποτέ δεν ξέρω τι γίνεται». (από συνέντευξη του Αντώνη Σουρούνη στην Αναστασία Λαμπρία, 2009)».
Τα έργα του:

Μυθιστορήματα:
Ένα αγόρι γελάει και κλαίει,1969
Οι συμπαίχτες, Θεσσαλονίκη, Νέα Εγνατία, 1977 
Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι, Αθήνα:Νέα Σύνορα – Λιβάνης, 1985
Πάσχα στο χωριό, νουβέλα, Αθήνα:Καστανιώτης, 1991
Ο χορός των Ρόδων, Αθήνα:Καστανιώτης, 1994 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995)
Γκας ο γκάνγκστερ, Αθήνα: Καστανιώτης, 2000 
Το μονοπάτι στη θάλασσα, Αθήνα: Καστανιώτης, 2006
Διηγήματα:
 
Μερόνυχτα Φραγκφούρτης, Αθήνα: Ύψιλον, 1982
Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου, Αθήνα: Νέα Σύνορα – Λιβάνης, 1983
Υπ’ όψιν της Λίτσας, Αθήνα: Καστανιώτης, 1992
Μισόν αιώνα άνθρωπος, Αθήνα: Καστανιώτης, 1996
Κυριακάτικες ιστορίες, Αθήνα: Καστανιώτης, 2002
Νύχτες με ουρά, Αθήνα: Καστανιώτης, 2010
Άλλα έργα:
Το μπαστούνι, παραμύθι. Σκίτσα: Σπύρος Γούσης. Αθήνα:Καστανιώτης, 1996
Συλλογικά έργα:
Τέλος καλό, όλα καλά, Καστανιώτης, 2012
Η Θεσσαλονίκη των συγγραφέων, Ιανός, 2011
Ο δρόμος για την Ομόνοια, Καστανιώτης, 2005
Το παιχνίδι των τεσσάρων, Καστανιώτης, 1998
Άσεμνες ιστορίες, Πατάκης, 1997
Μεταφράσεις έργων του:
Στα γαλλικά:Les premiers meurent toujours les derniers, 1992
Paques au village, roman, 1999
Στα ιταλικά:II Ballo della Rosa, romanzo. Traduzione: Alberto Gabrieli, Crocetti Editore, 1999
Στα γερμανικά:Der Rosenball,  2001. Τίτλος πρωτοτύπου:Ο χορός των ρόδων.
Το διήγημα “Μία γιαπωνέζικη πυργκαγιά” από τα Μερόνυχτα Φραγκφούρτης έχει μεταφραστεί και δημοσιευθεί σε πολλές συλλογές στην Γερμανία.
Στα αγγλικά:”The Livelong Day: Working in the World”, 1992
Στα τσέχικα: Cerne olivy, vybrala, prelozila a usporadala Alexandra Buchler. Anthologie soucasnych resckych povidek. 2000, Antonis Sourounis, “Japonsky pozar”.
Στα εβραϊκά:ryqvd hwvwnym, Haifa, Keter, 2004. Τίτλος πρωτοτύπου:Ο χορός των ρόδων
Στα τούρκικα:Gül balosu,  İstanbul, Albatros Kitapları, 2005. Τίτλος πρωτοτύπου:Ο χορός των ρόδων

Αντώνης Σουρούνης: “Ο συγγραφέας ίσως και να ‘ναι ο παραγιός του Θεού”: 

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα 

fractalart.gr 

Έφυγε ο πολυβραβευμένος πεζογράφος μας Αντώνης Σουρούνης Αφιέρωμα - ΒΙΝΤΕΟ
Συναντηθήκαμε στο Desire ένα πρωί Κυριακής. Τηλεφωνιόμαστε, έτσι ή αλλιώς, κάθε μέρα. Με αφορά η ζωή του, όσο και η γραφή του. Πολύ και βασανιστικά. Θέλω – όπου κι αν είναι- να είναι πάντα καλά. Με τον Αντώνη έχεις την αίσθηση ότι ζεις διαρκώς σε μυθιστόρημα. Στο μυθιστόρημα της ζωής του που το ξοδεύει για σένα καθημερινά δίχως φειδώ. Όλα τα βλέπεις στη ζωή του κάθε μέρα: Και τους «Συμπαίχτες» και τα «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης» και «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» και τον «Γκας τον γκάνγκστερ» και τον «Χορό των Ρόδων» και το «Μπαστούνι» και το «Πάσχα στο χωριό»… Μαζί του έχεις την αίσθηση ότι «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι». Σε μια Κυριακάτικη Ιστορία κι εσύ («Κυριακάτικες ιστορίες»). Το «Μονοπάτι στη θάλασσα» μαζί του το πέρασα, ανησυχώντας πολύ. Γνώριζα ότι θα ήταν το βιβλίο της ζωής του. Εκεί που συναντιούνται όλοι οι δρόμοι της ζωής και της γραφής για να γίνει το μονοπάτι που θα τον πάει παντού, ως την άκρη του κόσμου.

Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι η δεύτερη επάνω σ’ αυτό. Επειδή στο μεταξύ το ίδιο βιβλίο- στον χρόνο που μεσολάβησε- έχει γίνει πια ένα άλλο βιβλίο. Αλλά κι αυτός, ένας άλλος Σουρούνης.
 
– Τι γίνονται οι ήρωες όταν τελειώσει το βιβλίο, Αντώνη;
– Ό,τι κι εγώ! Ξαναγυρνάμε εκεί απ’ όπου ξεκινάμε.
– Εσύ, χάθηκες…
– Έτσι φαίνεται. Μπορεί γι’ αυτούς που ήταν κοντά μου… Όντως εξαφανίστηκα αλλά για μένα όχι. Εγώ είχα γίνει άλλος τόσος κι άλλος τόσος. Όπου να καθόμουνα ήθελα τρεις καρέκλες δηλαδή. Και δεν μιλώ για πάχος, μιλώ για το μέσα μου. Για τους άλλους εξαφανίστηκα. Δεν με χρειάζονταν πια. Είχαν το βιβλίο στα χέρια.
– Αν και γράφοντάς το ήσουν χαμένος. Ακολουθώντας «Το μονοπάτι στη θάλασσα» μέσα από ένα διαμέρισμα, όπως το αποκαλείς «τάφο του Ινδού»…
– Ήμουν χαμένος απ’ το παρόν. Δηλαδή δεν ζούσα το παρόν. Γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι που ήταν κοντά μου και θέλαν να ζήσουν το παρόν, αναγκάστηκαν να φύγουνε. Τους έδιωξα, εγώ, χωρίς να το θέλω. Εγώ ήμουν στο παρελθόν. Φορούσα κοντά παντελόνια ακόμα.
– Συνηθίζεις να λες «όλα τα μεγάλα τα συναντάμε μόνοι». Εσύ τι έχεις συναντήσει ακριβώς στη μοναξιά;
– Κι ένα λουλούδι που θα δω στο δρόμο όταν είμαι μόνος, αν είμαι μ’ άλλον, μπορεί να μην το δω. Και προ πάντων αν είναι γυναίκα ο άλλος. Εκτός κι αν το κόψω και της το χαρίσω, έτσι; Κοιτάω τη γυναίκα! Αυτή είναι το λουλούδι εκείνη τη στιγμή. Αλλά όταν είσαι μόνος, δεν σου ξεφεύγει τίποτα, βλέπεις τα πάντα.
– Φτάνει ν’ αντέχεις στη μοναξιά. Είναι άνθρωποι που δεν μπορούν ούτε στιγμή μόνοι. Εσύ δεν έχεις πρόβλημα με τη μοναξιά;
– Όχι, έχω πρόβλημα με το αντίθετο εγώ… Με τον συνωστισμό, με τον πολύ κόσμο… Μέσα στη μοναξιά λειτουργώ καλύτερα και απέναντι στον εαυτό μου. Ο κάθε άνθρωπος θα ‘πρεπε να το κάνει αυτό. Τότε γνωρίζεις τι γίνεται, το τι μπορείς, όταν είσαι μόνος.
Προχθές άκουσα κάτι καλό, ήταν ένας άνθρωπος που δούλευε περιστασιακά σε ένα φάρο και τον ρωτούσε ο Θεοδωράκης «γιατί είστε εδώ» και είπε κάτι πολύ σπουδαίο αυτός. Ότι «μ’ αρέσει να ζω μεσ’ στη φύση και τη φύση τη νοιώθεις καλύτερα όταν είσαι μόνος». Είναι ακριβώς όπως η γυναίκα, η φύση. Όταν είσαι με μια γυναίκα που σου αρέσει και την αγαπάς, μόνος σου θέλεις να είσαι.
– Για το βιβλίο είναι απαραίτητη η μοναξιά;
– Για μένα, ναι. Απαραίτητη.
– Μπορούμε να πούμε τι έγινες όταν τέλειωσες το βιβλίο;
– Σε μια ακρογιαλιά ήμουνα. Μόνον αυτός που με πήγε, ήξερε πού, τον οποίο τον σκότωσα, τον έθαψα εκεί πέρα. Κι έτσι ούτε κι αυτός μπορούσε να μιλήσει… (Γελά) Τα ‘χω δει στο σινεμά αυτά!
– «Το μονοπάτι στη θάλασσα» είναι ένα βιβλίο που όλο γράφεται, ακόμα γράφεται;
– Από μένα όχι πια. Αλλά πιστεύω από αναγνώστες πολλούς. Σίγουρα θα γράφεται μέσα τους. Εγώ έχω ξεμπερδέψει μ’ αυτό. Ακόμα και εκφράσεις που μου ‘ρχονται καμιά φορά, καθυστερημένες, που είχαν μείνει πολύ πίσω γιατί ήταν ίσως οι καλύτερες οι πιο ψιλομύτες, πώς να στο πω, και μένανε πίσω αρχοντικά, πηγαίνοντας με το πάσο τους, ακόμα κι αυτές, δεν τις σημειώνω πουθενά, δεν θέλω. Τέλειωσε το βιβλίο.
– Σίγουρα είναι ένα βιβλίο «μεγάλο κι αφράτο σαν φρέσκο ψωμί», που επιφύλαξε σε σένα συγκίνηση κόσμου, βραβείο… Άλλες εκπλήξεις, δώρα έτσι πιο… μοναχικά, πιο προσωπικά;
– Τώρα που ερχόμουνα εδώ και καθυστέρησα και σου ζήτησα συγγνώμη, πήρε μια φίλη τηλέφωνο απ’ τη Θεσσαλονίκη, γιατρός, πνευμονολόγος. Και μου ζήτησε μια μεγάλη χάρη, έτσι μου την ανέφερε ως μεγάλη χάρη. Μου λέει κοίταξε έχω έναν ασθενή σε πολύ άσχημη κατάσταση, δεν ξέρω αν θα ζήσει πολύ ή αν θα πεθάνει, και σκέφτηκα να του κάνω το βιβλίο σου δώρο. Λοιπόν το πήρα, το ‘δωσα στη γυναίκα του και του το διάβασε και ξεθάρρεψε ο άνθρωπος. Γελούσε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και από τότε η γυναίκα του δεν του δίνει πια φάρμακα, του διαβάζει το βιβλίο.
Και δεν είναι η πρώτη φορά που συνέβη. Με πήρε ένας φίλος μου απ’ το γυμνάσιο, η γυναίκα του είχε πάθει καρκίνο και εννιά μήνες μου λέει προσπαθούσε όλη η οικογένεια να την κάνει να χαμογελάσει. Ώσπου έπεσαν στα χέρια της οι «Κυριακάτικες ιστορίες», κι άρχισε να γελάει, να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Αυτό είναι το πράγμα που εισπράττεις και λες είναι χρυσάφι δεν είναι ευρώ…
– Όλα σου τα βιβλία έχουνε κάτι αναστάσιμο μέσα τους…
– Γιατί θέλω κι εγώ να ανασταίνομαι. Σου είπα πως έκοψα το τσιγάρο, ε; Την δεύτερη μέρα του Πάσχα που ξύπνησα ξημερώματα και λέω εντάξει ο Χριστός αναστήθηκε, εγώ τι σκατά κάνω, δεν θα αναστηθώ κι εγώ; Γιατί ήμουνα μέσ’ σε τάφο όταν έφυγα από δω και πήγα στη θάλασσα, μέσ’ την κάσα πήγα, ήμουν πεθαμένος. Από κάθε άποψη, σωματικά, πνευματικά, ψυχικά… ήμουνα λιώμα! Γι’ αυτό τα μάζεψα, δεν μπορούσα να μιλήσω και με άνθρωπο εδώ, μάλωνα με όλο τον κόσμο.
Ε κι όταν ξύπνησα εκεί το πρωί και είπα ότι πρέπει κι εγώ να αναστηθώ, το πρώτο που είπα στον εαυτό μου ήταν σήμερα δεν θα πιω τίποτα. Και μου απάντησε ο εαυτός μου «σιγά ρε μεγάλε, όλα δύσκολα διαλέγεις εσύ». Οπότε είπα να κάνω και κάτι άλλο και να μην καπνίσω όλη μέρα. Περνάει η μέρα τίποτα, ούτε τσιγάρο. Έρχεται η άλλη μέρα, τίποτα. Κι έφυγε έτσι. Σαν ένα ρούχο που πολυφορέθηκε, έλειωσε πάνω μου όπως και οι αμαρτίες οι άλλες. Όλα τα κρίματα έτσι πέφτουνε. Δεν φεύγουν με ταρατατζούμ. Τη στιγμή που τα βαριέσαι και λες «μα γιατί τα ‘χω επάνω μου, γιατί τα ‘χω πάνω στο κεφάλι μου», χάνονται!
– Στο μεταξύ επανακυκλοφορεί «Το Πάσχα στο χωριό», γιατί έχω την αίσθηση ότι αυτά τα δυο «καινούργια» να πω βιβλία, διαθέτουν κάτι το απολύτως συγγενικό; Είναι ας το πω και τα δυο «αναστάσιμα βιβλία»;
– Στο τέλος όλα μου τα βιβλία έχουν ανάσταση. Τώρα που μου το λες και το σκέφτομαι «Ο χορός των ρόδων» δεν έχει ανάσταση; Μεγάλη!
– Είναι κι αυτό το μοτίβο που επαναλαμβάνεται, «ένα αγόρι που γελάει και κλαίει»…
– Ήτανε πολύ σωστό αυτό που έγραψες τότε, αλλά για να υπάρξει ανάσταση θα πρέπει να υπάρξει σταύρωση. Αλλιώς δεν γίνεται. Πώς να γίνει!
– Και με «Συμπαίχτες» πάντα. Οι άλλοι κι εμείς. Πόσο παρόντες ακόμα και μέσα στη μοναξιά μας είναι οι άλλοι; Φεύγοντας από τους άλλους, τους χάνουμε ή τους βρίσκουμε, τελικά;
– Μπορεί να τους χάνουμε σωματικά, αλλά τους βρίσκουμε σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Κι εγώ τους βρήκα εκεί που πήγα στη μοναξιά, και μάλιστα πιο ωραίους. Ακόμα κι άνθρωποι που μπορεί να σ’ έχουν πικράνει, να σ’ έχουν προσβάλει, όταν είσαι στη μοναξιά, εκτός του ότι όλα τα συγχωρείς, τους ομορφαίνεις κιόλας. Αλλιώς δεν μπορείς να ζήσεις στη μοναξιά σου κι εσύ. Κι αυτή η σκέψη σου μεταδίδεται και γίνονται ωραίοι κι οι άλλοι.
 

– Τι ξορκίζουμε με το χιούμορ, Αντώνη;
– Όλα. Και τα καλά και τα κακά. Το χιούμορ είναι το μεγάλο όπλο. Ούτε μαχαίρια, ούτε πιστόλια, ούτε πολυβόλα. Το χιούμορ μπορεί να ρίξει στρατηγούς και κυβερνήσεις. Πιστεύω ότι με το χιούμορ ξορκίζεις τα πάντα.
– Με το γράψιμο;
– Το γράψιμο εξυπακούεται ότι θα ‘χει κι αυτό χιούμορ, έτσι; Γιατί αν δεν έχει χιούμορ άστο, μη το γράψεις καλύτερα! Εγώ δεν μπορώ να διαβάσω μια σελίδα που να μην ανακαλύψω μια δόση χιούμορ μέσα της. Να το ανακαλύψω εγώ όχι να μου το βάλει μέσα ο συγγραφέας. Έτσι; Και να πω «μπράβο ρε Αντώνη μάγκα, το βρήκες!» Όσο να το κρύψει ο συγγραφέας. Όσο πιο καλός συγγραφέας, τόσο πιο βαθιά το χώνει! Κι εσύ να νοιώθεις μετά αυτή την εξιλέωση «το ανακάλυψα, το βρήκα!» Χαίρεται ο συγγραφέας όταν το γράφει και χαίρεται και ο αναγνώστης όταν το διαβάζει.
– Εσύ τι ξόρκισες μ’ αυτό το βιβλίο;
– Όταν άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο, είχαν περάσει τρία χρόνια απ’ τον «Γκας». Και μ’ αυτό ξόρκισα τον φόβο μου για την ανημποριά μου. Πίστευα ότι δεν θα γράψω ποτέ πια. Τρία χρόνια γύριζα από δω κι από κει, είχα άρχισα να ανησυχώ, σκεφτόμουν ότι μπορεί και να ‘χω καθαρίσει. Όταν μου ‘ρθε πια και κάθισα κι έγραφα συνέχεια… Γιατί αυτό μαζευότανε μέσα μου, μαζευότανε, μαζευότανε, 670 σελίδες, πού να χωρέσει… Και γι’ αυτό είναι τόσο πυκνό κι έκανα τρία χρόνια να το ξεδιαλύνω, τρία χρόνια αυτό μαζευότανε. Και τρία χρόνια έκανε για να βγει μετά. Και μέσα από το γράψιμο και την ανημποριά που είπαμε, ξορκίστηκαν κι όλα μου.
– «Όταν ήμουν μικρός νόμιζα πως η Μουσών δεν τελειώνει πουθενά, ότι είναι σαν τον ήλιο που γυρίζει τη γη, το βράδυ χάνεται και το πρωί ξαναγυρνάει». Τελειώνοντας το βιβλίο, Αντώνη, για σένα τέλειωσε η Μουσών;
– Όχι βέβαια, για μένα τώρα αρχίζει.
– «Τίποτα απ’ όσα αγαπούσαμε δεν πιστεύαμε ότι τελειώνουν κάπου, ούτε ότι θα πεθάνουν». Μέσα από τα βιβλία μας ξαναζούν, γίνονται αθάνατοι οι αγαπημένοι;
– Για να τα γράψω όλα αυτά, σημαίνει ότι ήταν μέσα μου αθάνατοι. Αλίμονο αν περίμεναν το βιβλίο για να ζήσουν οι άνθρωποι, μέσα μου ήτανε! Τους βλέπω συνέχεια μπροστά μου. Τους έχω κι ανάγκη τώρα, πιο πολύ.
– Στο μεταξύ, όλα είναι δρόμος; Κάπου πήγες, θα ‘ρθεις, θα ξαναφύγεις… Ταξιδεύοντας ή γράφοντας «αγκαλιάζεις τη γη»;
– Ταξιδεύοντας την αγκαλιάζεις τη γη. Γράφοντας, εγώ την βλέπω σαν μπάλα τη γη, σαν το τόπι, δηλαδή, παίζεις!
 

– «Αποχαιρετιστήκαμε και τον έβλεπα που απομακρυνόταν. Κάποτε γύρισε να με δει και σήκωσε ψηλά το χέρι μαζί με το ψωμί που κρατούσε, σα να ‘ταν το τρόπαιο που του δόθηκε επειδή εγκατέλειψε γυναίκα και φίλους κυριακάτικα, για να ‘ρθει δω πάνω μες στη βροχή και να ανακαλύψει αυτό που εμείς δεν πιστεύαμε πως υπάρχει και ήταν κάτω απ’ τα πόδια μας». Θέλει διαδικασία και διαδρομή για να μας αποκαλυφθεί «αυτό που είναι κάτω απ’ τα πόδια μας»; Και εν τέλει τι εγκατέλειψες εσύ για να συναντήσεις «Το μονοπάτι στη θάλασσα»;
– Δεν θέλει διαδικασίες και διαδρομές, αλλά κανείς δεν ψάχνει κάτω απ’ τα πόδια του. Ψάχνει πέρα μακριά. Αυτό τους ενδιαφέρει, από την ώρα που γεννιούνται, πέρα μακριά! Κι εγώ κοιτούσα πέρα μακριά, ποτέ δεν έψαξα τα δάχτυλά μου να δω τι γίνεται.
Και εγκατέλειψα όλους τους άλλους δρόμους! Όλους! Όλους τους δρόμους που με βγάζανε σε φίλους, σε συγγενείς, σε αγαπημένα πρόσωπα, σε χαρές, σε γλέντια, στα πάντα. Όλους τους δρόμους τους εγκατέλειψα για να προχωρήσω σ’ αυτό το μονοπάτι και μπορεί γι’ αυτό να ανακάλυψα και το τέλος του δρόμου. Αλλιώς δεν θα το είχα ανακαλύψει και πάλι.
– Αναμφίβολα με ό,τι έχουμε γράφουμε, τα κείμενα είναι αυτό που είμαστε. Γράφοντας τί κερδίζουμε και εν τέλει τί είναι εκείνο που μένει;
– Τι κέρδισε ο Θεός όταν έκανε τον κόσμο; Όταν γράφεις, κτίζεις έναν ολόκληρο κόσμο. Κι εξαρτάται από τι κόσμο θα χτίσεις. Πώς θα ‘ναι τα ποτάμια, τα δέντρα, οι άνθρωποι… Η διαφορά είναι το ότι ο Θεός μας έπλασε να πράττουμε κατά το μυαλό μας, ενώ ο συγγραφέας όποτε γουστάρει τους σκοτώνει κιόλας άμα θέλει.
– Αποκλείεται ένας ήρωας να διεκδικήσει τη συνέχειά του, τη ζωή του;
– Όταν έγραφα αυτό το βιβλίο, είναι γνωστό το γεγονός, μου τηλεφώνησαν από ένα περιοδικό να γράψω πέντε σελίδες για την παιδική μου ηλικία. Είπα όχι, μετά κάτι συνέβη μέσα μου είπα ναι, και μετά έγραψα άλλες πέντε κι άλλες πέντε και δεν σταμάτησα πια. Αλλά τους ανθρώπους τους άφησα πραγματικά να μιλάνε. Όπως ο θεός που τους δημιούργησε και τους αμόλησε να κάνουν ό,τι θέλουν, είναι δικό τους θέμα πια, έτσι έκανα κι εγώ, δηλαδή τους αμόλησα να κάνουν ό,τι θέλουν.
Και υπάρχουν μέσα άνθρωποι που ήταν ανάποδοι στη ζωή και γίνονται ήσυχοι εκεί μέσα στο βιβλίο. Σκέψου τώρα! Προφανώς αναγνώρισαν ότι εν ζωή κάνανε μεγάλο λάθος, ότι έτσι έπρεπε να είχαν ζήσει οι ηλίθιοι. Και ζήσαν έτσι μέσα στο βιβλίο! Τους έδωσα αυτή την ευκαιρία. Μια δεύτερη ζωή δηλαδή, και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό.
 

– Τελικά βρήκαμε απάντηση στο γιατί ο Θεός έκανε τον κόσμο και ο συγγραφέας το μυθιστόρημα;
– Κοίτα τώρα που τα ρωτάς με τέτοιο τρόπο με βάζεις στον πειρασμό να απαντήσω μήπως ο συγγραφέας είναι ένα μικρό δάχτυλο του Θεού και κάνει κι αυτός ό,τι προλαβαίνει. Διορθώνει κι αυτός ό,τι ξεχνάει ο Θεός. Παραγιός του Θεού μπορεί να ‘ναι! Τσιράκι!

Αντώνης Σουρούνης – Γέλια (διήγημα)

Το βίντεο στην ουσία είναι ένα ηχογραφημένο διήγημα του Αντώνη Σουρούνη (Γέλια).

Το
διήγημα αυτό το βρήκα στο βιβλίο «Ο δρόμος για την ομόνοια» των
εκδόσεων Καστανιώτη. Ένα βιβλίο με αντιρατσιστικά διηγήματα και ποίηση
από πολλούς γνωστούς συγγραφείς. Τα έσοδα του βιβλίου διατίθενται για
τις ανάγκες των Τίμοθι Αμπντούλ και του Τόμι Κόφι.

Έφυγε ο πολυβραβευμένος πεζογράφος μας Αντώνης Σουρούνης Αφιέρωμα - ΒΙΝΤΕΟ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;