16.7 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΕπανάσταση και η προοπτική ‘απονέκρωσης’ του Κράτους: Μαθήματα από την Οκτωβριανή Επανάσταση...

Επανάσταση και η προοπτική ‘απονέκρωσης’ του Κράτους: Μαθήματα από την Οκτωβριανή Επανάσταση μέχρι σήμερα

  1. Εισαγωγή στη θεωρητική θεμελίωση και ιστορική γένεση του κράτους 

Το κράτος, σύμφωνα με τους κλασικούς του Μαρξισμού, γεννάται σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης από τις ασυμφιλίωτες αντιθέσεις που εγείρονται μέσα στις ταξικές κοινωνίες. Ο Ένγκελς επισημαίνει ότι «Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης. …έγινε αναγκαία μια δύναμη, που φαινομενικά στέκει πάνω από την κοινωνία, για να μετριάζει τη σύγκρουση, για να την κρατάει μέσα στα όρια της ‘τάξεως’. Κι η δύναμη αυτή, που προήλθε από την κοινωνία, μα που βάζει τον εαυτό της πάνω απ’ αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ’ αυτήν, είναι το κράτος» (παρατίθεται στο Λένιν 1975: 4). Όπως σημειώνεται επίσης από τον Λένιν (1975: 5), «Κατά τον Μαρξ, το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη, είναι η δημιουργία της ‘τάξεως’ εκείνης, που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων». Ο ίδιος ο Λένιν φαίνεται αρχικά να αναγνωρίζει, ιδιαίτερα στο Κράτος και Επανάσταση, ότι το κράτος αποτελεί ένα μηχανισμό για τη διατήρηση της κυριαρχίας μιας τάξης πάνω σε μια άλλη (Λένιν 1975, Wilson Jayasekera 2018: 21).

Μέσα στις αταξικές συνθήκες του κομμουνισμού, οι κλασικοί του Μαρξισμού προβλέπουν ότι το κράτος, μη έχοντας λόγο ύπαρξης, σταδιακά εξαφανίζεται. Όπως υπογραμμίζει ο Ένγκελς στο Η Γένεση της Οικογένειας, της Ιδιωτικής Ιδιοκτησίας, και του Κράτους, «Η κοινωνία, που θα αναδιοργανώσει την παραγωγή πάνω στη βάση ενός ελεύθερου και ισότιμου συνεταιρισμού των παραγωγών, θα θέσει ολόκληρο το μηχανισμό του κράτους εκεί που τότε θα ανήκει: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, πλάι στην ανέμη και τον ορειχάλκινο πέλεκυ» (www.marxists.org). Και όπως επισημαίνει ο ίδιος, στο σοσιαλισμό [κομμουνισμό], το κράτος δεν «καταργείται», αλλά μάλλον «πεθαίνει» (στο Chattopadhyay 2018: 46).

Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι, «όλες οι επαναστάσεις τελειοποίησαν αυτό το μηχανισμό αντί να τον τσακίσουν. Τα κόμματα που φιλονικούσαν για κυριαρχία θεωρούσαν την κατοχή του τεράστιου αυτού κρατικού οικοδομήματος ως βασικό λάφυρο του νικητή» (Marx 1968a: 171). Στηριζόμενος στην εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας, ο Μαρξ υποστηρίζει παραπέρα ότι «η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να ελέγξει τον ετοιμοπαράδοτο κρατικό μηχανισμό και να τον χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς» (Marx 1968b: 288). Στην πραγματικότητα, το κράτος είναι ασύμβατο με μια αταξική κομμουνιστική κοινωνία. Αν και τόσο οι αναρχικοί όσο και οι περισσότεροι Μαρξιστές ηγέτες μετά τον Λένιν απέδωσαν στον Μαρξ την άποψη ότι «το κράτος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του σοσιαλισμού», ο Chattopadhyay (2018: 179), στηριζόμενος στο δικό τους έργο, δείχνει ξεκάθαρα ότι τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς ήταν ενάντια στο κράτος καθ’ όλη τους την πορεία, θεωρώντας το ως καταπιεστική έκφραση ταξικής κυριαρχίας. Επισημαίνει επίσης ότι, «Μόνο κατά την περίοδο του επαναστατικού μετασχηματισμού, που προηγείται [του σοσιαλισμού], παίρνει πράγματι η προλεταριακή πολιτική εξουσία τη μορφή του κράτους, αλλά αυτό το κράτος, στερούμενο την γραφειοκρατική-στρατιωτική μηχανή και χωρίς να απαιτεί κανένα καταπιεστικό μηχανισμό, δεν συνιστά πλέον ένα κράτος με τη συνήθη έννοια» (2018: 273).

2. Ο ρόλος του κράτους στην Οκτωβριανή επανάσταση και στα καθεστώτα του ‘υπαρκτού’

Όπως έχει υποστηριχτεί, «η προγενέστερη του Οκτώβρη υπόσχεση του Λένιν να καταστρέψει την παλιά κρατική μηχανή και να την αντικαταστήσει με ένα κράτος-μη-κράτος τύπου (Παρισινής) Κομμούνας, παρέπεσε, και αντ’ αυτού …εμφανίστηκε, όπως στην ταξική κοινωνία, μια αυξανόμενου μεγέθους γραφειοκρατία συνιστώμενη από διορισμένους του (μοναδικού) κόμματος» (Chattopadhyay 2018: 262). Η συσσωρευμένη καταπίεση και εκμετάλλευση, η αυταρχικότητα του τσαρικού καθεστώτος, και τα επανειλημμένα επαναστατικά σκιρτήματα από τις αρχές του 20ουαιώνα προσέδωσαν μια αυξανόμενη επαναστατική ορμή σε ένα μεγάλο μέρος των λαϊκών μαζών και της εργατικής τάξης της Ρωσίας. Και παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της δημοκρατικής συμμετοχής των μαζών στην επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 αποκόπηκε με την επικράτηση των Λενινιστικών αντιλήψεων για ένα κόμμα «πρωτοπορία» της εργατικής τάξης και τις πρακτικές μιας μειοψηφικής ηγεσίας, ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων συμμετείχε, ή στήριξε ενεργά το κίνημα των μπολσεβίκων και την επανάσταση του Οκτώβρη. Ωστόσο, στην πορεία προς την επανάσταση, και ιδιαίτερα στο αναδυόμενο μετ-επαναστατικό καθεστώς, άρχισαν ήδη να διαφαίνονται, για ένα σημαντικό μέρος των μπολσεβίκων, τα γκρίζα σύννεφα και ορισμένες κρίσιμες αποκλίσεις από τους αρχικούς επαναστατικούς στόχους.

Οι «Αριστεροί Κομμουνιστές», η «εργατική αντιπολίτευση», και άλλες ομάδες επικριτών της ηγεσίας των μπολσεβίκων, αν και με σοβαρές αδυναμίες (ανομοιογένεια και έλλειψη συνοχής, ανεπαρκής και μερική εστίαση της κατάστασης παρόμοια με εκείνη της μπολσεβίκικης ηγεσίας), επεσήμαναν εύστοχα και έγκαιρα αρκετές από τις αδυναμίες και παρεκκλίσεις της κομματικής ηγεσίας. Οι ομάδες αυτές των μπολσεβίκων αντιτάχθηκαν στην συνθήκη Μπρέστ-Λιτόφσκ, στην περιθωριοποίηση των εργασιακών επιτροπών και των εργατικών Σοβιέτ, στη κατάργηση του εργατικού ελέγχου και στην επιβολή μιας μονοπρόσωπης διεύθυνσης των επιχειρήσεων. Οι αδυναμίες τους όμως, και κυρίως η επιβληθείσα κομματική πειθάρχηση και αυξανόμενη αυταρχικότητα του αναδυόμενου καθεστώτος, οδήγησαν τις περισσότερες απ’ αυτές τις ομάδες σε μια βαθμιαία περιθωριοποίηση και εξαφάνιση.

Οι «Αριστεροί κομμουνιστές» (ΑΚ), ειδικότερα, θα πρέπει να κατανοηθούν, «ως μια αντίδραση ενάντια στον εκφυλισμό της αρχικής αυτής κομμουνιστικής πρωτοπορίας, ενάντια στην προδοσία αυτών που η πρωτοπορία αρχικά αντιπροσώπευε. Ο Αριστερός κομμουνισμός έτσι αναδύθηκε οργανικά από το αρχικό κομμουνιστικό κίνημα υπό την καθοδήγηση των Μπολσεβίκων και της ΚΔ [Κομμουνιστικής Διεθνούς]» (ICC 1977, βλ. επίσης Μπελαντής 2017). Από τη σκοπιά αυτή υποστηρίζεται ότι «το κόμμα των Μπολσεβίκων, ταυτίζοντας τον εαυτό του με το κράτος που επρόκειτο να καταστεί ο εσωτερικός φορέας της αντεπανάστασης, έγινε το ίδιο ένας οργανωτής της πτώσης της επανάστασης». Όπως επισημαίνεται παραπέρα, «η συντριπτική πλειοψηφία των λαθών που έκαναν προέκυψαν από το γεγονός ότι είχαν αναλάβει την ευθύνη του κράτους, και έτσι αισθάνονταν δικαιολογημένοι στο να ταυτίζουν τα προλεταριακά συμφέροντα με τις ανάγκες του Σοβιετικού κράτους, και μάλιστα υποτάσσοντας τα πρώτα στο δεύτερο» (ICC 1977). Οι ΑΚ υποστήριξαν ακόμα ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει σε μία χώρα, και μάλιστα σε κατάσταση οικονομικής καθυστέρησης (στο ίδιο).

Όπως γίνεται φανερό από αρκετές τοποθετήσεις του Λένιν, ο ίδιος, αλλά και οι περισσότεροι από την ηγεσία των μπολσεβίκων, χαρακτηρίζονταν από μια έλλειψη εμπιστοσύνης, όχι μόνο στις δημοκρατικές και οργανωτικές δυνατότητες της εργατικής τάξης, αλλά και στις (αυτο-) διαχειριστικές της ικανότητες (βλ. Λένιν 1976: 30-31, 97). Έτσι, θεώρησε ότι η επαναστατική συνείδηση μπορεί να έλθει στην εργατική τάξη μόνο απ’ έξω, από μια κομματική διανόηση ως «πρωτοπορία» της εργατικής τάξης, η οποία κατέληξε στην πράξη να υποκαταστήσει την τελευταία. Και ενώ ο Μαρξ τονίζει επανειλημμένα ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης μπορεί να είναι έργο μόνο της ίδιας της τάξης, η υποκατάσταση ενός ιεραρχικά δομημένου κόμματος στη θέση της εργατικής τάξης και στο αγώνα της για κοινωνική χειραφέτηση περιορίζει δραστικά τη δημοκρατική συμμετοχή και τη δημιουργική πρωτοβουλία των εργαζομένων. Το ίδιο το κόμμα έρχεται, μετά την επανάσταση και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, να υποκαταστήσει επίσης το κράτος και να ταυτιστεί ουσιαστικά μ’ αυτό. Είναι ταυτόχρονα κρίσιμης σημασίας να λάβουμε υπόψη τις αντιλήψεις του Λένιν για την επανάσταση, που εστιάζονται κυρίως στο εποικοδόμημα (ταυτίζοντας ουσιαστικά την πολιτική με την κοινωνική επανάσταση), και την δικονομική του αντίληψη για το σοσιαλισμό, που περιορίζεται εν πολλοίς στην κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (βλ. Chattopadhyay 2018: 228, 265). Τα στοιχεία αυτά συντελούν στη διαμόρφωση της πεποίθησης στον Λένιν ότι ο κρατικός καπιταλισμός που φαινόταν να αναπτύσσεται κατά τα πρώτα μετ-επαναστατικά χρόνια δεν αποτελούσε κίνδυνο, αλλά το αναγκαίο προπαρασκευαστικό στάδιο για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Οι Αριστεροί κομμουνιστές άσκησαν έντονη κριτική στην αντίληψη αυτή του Λένιν και της μπολσεβίκικης ηγεσίας, φοβούμενοι ότι μια εσωτερική αντεπανάσταση θα εκφράζονταν μέσα από το ίδιο το κράτος (βλ. ICC 1977), ενώ ο Λένιν εξαπέλυσε αντεπίθεση σε βάρος τους, κατηγορώντας τους για μια ανεπάρκεια οικονομικής προσέγγισης και μικροαστικές ψευδαισθήσεις! (Lenin 1976: 438-443).

Σε σχέση με την εργασιακή οργάνωση, ενώ ο Λένιν αποδέχεται τελικά το Τεϋλορικό σύστημα και τη μονοπρόσωπη διεύθυνση, τονίζοντας ότι «Η επανάσταση απαιτεί …ακριβώς προς το συμφέρον του σοσιαλισμού οι μάζες να υπακούουν αναντίρρητα τη μοναδική θέληση των ηγετών της εργασιακής διαδικασίας», οι «Αριστεροί κομμουνιστές» και η «εργατική αντιπολίτευση» αντιδρούν στις κατευθύνσεις αυτές και προβάλλουν σοβαρή αντίσταση στην κατάργηση του εργατικού ελέγχου που συντελείται με την ενσωμάτωση των εργοστασιακών επιτροπών στις εργατικές ενώσεις από το 1918, και τελικά στον κρατικό μηχανισμό (βλ. Μπελαντής 2017). Αλλά, «Η επιβολή εργασιακής πειθαρχίας από το κράτος, η ενσωμάτωση των αυτόνομων οργάνων του προλεταριάτου στον κρατικό μηχανισμό, ήταν πάνω απ’ όλα πλήγματα ενάντια στην πολιτική κυριαρχία της Ρωσικής εργατικής τάξης» (ICC 1977). Και όπως επεσήμαινε η «εργατική αντιπολίτευση», «τα πραγματικά όργανα της επαναστατικής πάλης – οι εργοστασιακές επιτροπές και τα εργατικά σοβιέτ …εξοντώθηκαν ουσιαστικά ως όργανα της τάξης» (στο ίδιο).

Στη βάση λοιπόν μιας αρκετά εκτεταμένης σχετικής βιβλιογραφίας (βλ. Daniels 1960, ICC 1977, Μπελαντής 2017, Λιοδάκης 2017, Chattopadhyay 2018), μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, αντί να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την σταδιακή «απονέκρωση» του, το κράτος αποκτά ένα κρίσιμο και αυξανόμενο ρόλο στις μετ-επαναστατικές εξελίξεις. Το γεγονός αυτό, πέραν των άλλων θεωρητικών λαθών ή αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών, μπορεί σε σημαντικό βαθμό να αποδοθεί στην έλλειψη μιας δημοκρατικής οργάνωσης των επαναστατών. Πέραν μιας κοινωνικά και πολιτισμικά προσδιοριζόμενης έλλειψης δημοκρατικών παραδόσεων, είχε ιδιαίτερη σημασία η επικράτηση των οργανωτικών αντιλήψεων με βάση ένα ιεραρχικά δομημένο (και αρχηγικό) κόμμα διανοητικής/εργατικής πρωτοπορίας. Ο περιορισμός, έτσι, της συμμετοχής των εργαζομένων στους επαναστατικούς μετασχηματισμούς και στη διεύθυνση της παραγωγής, είχε ως αποτέλεσμα να μην αναπτυχθούν στον αναγκαίο βαθμό οι διαχειριστικές ικανότητες του πληθυσμού, αλλά αντίθετα να καλλιεργηθεί η απάθεια (αδιαφορία) και μια αυξανόμενη αλλοτρίωση των εργαζομένων, ενώ τα πολιτικά καθήκοντα και οι διαχειριστικές αποφάσεις συγκεντρώθηκαν με αρκετά γρήγορους ρυθμούς σε μια διογκούμενη κομματική-κρατική γραφειοκρατία. Είναι σημαντικό επίσης ότι, στο χώρο της παραγωγής, τα διευθυντικά/διαχειριστικά καθήκοντα δεν ανατίθενται στους εργάτες αλλά στους αστούς ειδικούς, ιδιαίτερα μετά τη «Νέα Οικονομική Πολιτική» το 1921. Η διατήρηση ή ενίσχυση του κράτους μπορεί να πει κανείς ότι «πατάει» στο υλικό υπόβαθρο που διαμορφώνεται με τη διατηρούμενη ή μερικά ενισχυόμενη κοινωνική διαστρωμάτωση μέσα στο μετ-επαναστατικό καθεστώς, αλλά και ενισχύει διαλεκτικά μια τέτοια ταξική διαφοροποίηση. Η διατήρηση αυτή ή ενίσχυση του κράτους είχε πολλαπλές και κρίσιμες συνέπειες γιατί, εκτός του ότι συνετέλεσε στη διαιώνιση μιας διαβάθμισης προνομίων και αποτέλεσε το δούρειο ίππο της αντεπανάστασης, συνετέλεσε επίσης στη διαμόρφωση της αντίληψης για το «σοσιαλισμό σε μία χώρα» και στη συγκέντρωση του ενδιαφέροντος στις εσωτερικές κυρίως συνθήκες, υποβαθμίζοντας έτσι τις διεθνιστικές διαστάσεις της επανάστασης.

Το οργανωτικό αυτό πρότυπο, με τον κεντρικό ρόλο του κράτους, διαμορφώνεται περαιτέρω και σταθεροποιείται κατά την περίοδο της Σταλινικής ηγεσίας, και αποτελεί το παράδειγμα, με κάποιες διαφοροποιήσεις, για άλλα καθεστώτα και επαναστατικά εγχειρήματα στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Διαπιστώνεται όμως, εκ των υστέρων, ότι η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, που και σήμερα ακόμα αποτελεί στρατηγικό στόχο για πολλά ΚΚ και επαναστατικά κινήματα, κάθε άλλο παρά αποτελεί μια ικανή και αποφασιστική συνθήκη για την υπέρβαση του καπιταλισμού και το πέρασμα στο σοσιαλισμό/κομμουνισμό.

3. Ιστορική εμπειρία και προϋποθέσεις για μια επαναστατική υπέρβαση του κράτους

Η εμπειρία του παρελθόντος, γεμάτη με ένδοξες στιγμές επαναστατικής ανάτασης αλλά και οδυνηρές αποτυχίες ή πισωγυρίσματα, θα πρέπει τουλάχιστον να μας δώσει κάποια μαθήματα για τις ενδεχόμενες μελλοντικά νέες απόπειρες κοινωνικής απελευθέρωσης. Εδώ θα υποθέσουμε, χάριν συντομίας, ότι δημιουργούνται οι επαναστατικές συνθήκες για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τη συλλογική οργάνωση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνικής παραγωγής σε μια σειρά χωρών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται μια ισχυρή διεθνιστική αλληλεγγύη που θα αποτρέπει την απειλή μιας εξωτερικής επέμβασης και μιας αστικής αντεπαναστατικής ανατροπής. Το κρίσιμο ζήτημα που αφορά τον συντονισμό και την καθοδήγησή του αγώνα της εργατικής τάξης (με την ευρεία έννοια), και τους παραπάνω κοινωνικούς μετασχηματισμούς, εγείρει το ερώτημα: Ο στρατηγικός στόχος εδώ θα πρέπει να είναι η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, όπως θεωρείται από το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα, ή η δημιουργία των συνθηκών υπέρβασης του κράτους; Το ζήτημα προφανώς αφορά την μακροχρόνια πορεία επαναστατικών μετασχηματισμών με στόχο τον σοσιαλισμό, κατά την οποία, ο αναγκαίος κοινωνικός συντονισμός συντελείται από ένα κράτος-μη-κράτος της μεταβατικής αυτής περιόδου που εκφράζει τη δημοκρατική βούληση της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Θεωρώντας σκόπιμο να δώσουμε την έμφαση στο δεύτερο σκέλος του διλήμματος, είναι εδώ αναγκαίο να διερευνήσουμε ειδικότερα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το κράτος θα τείνει διαρκώς προς απονέκρωση και εξαφάνιση.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι, ο αυτεξούσιος λαός, η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία των εργαζομένων, σε μια κίνηση από τα κάτω που εκφράζει την πρωτοβουλία και δημιουργικότητα μιας λαϊκής κυριαρχίας, αναλαμβάνει τις αποφάσεις και τις ευθύνες για την παραγωγή, τη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, και την προστασία του περιβάλλοντος σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, και κατ’ επέκταση διεθνικό επίπεδο. Αυτό μπορεί να γίνει με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας στο τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, και διαδικασίες ομοσπονδιοποίησης και ανακλητής εκπροσώπησης (έμμεσης δημοκρατίας) σε περιφερειακό, εθνικό, και διεθνικό επίπεδο. Παράλληλα, οι εργαζόμενες συλλογικότητες (παραγωγικές ομάδες και κοινότητες), σε ένα ενοποιητικό πολιτικό συντονισμό, επιχειρούν τη διάρρηξη ή αδρανοποίηση των διαδοχικών κόμβων του παλιού αστικού κράτους, και αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των λειτουργιών του κράτους που κρίνονται αναγκαίες. Εδώ θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πρακτικά το κρίσιμο ζήτημα (και δίλλημα) ανάμεσα σε μια αυθόρμητη κίνηση αυτο-οργάνωσης από τα κάτω και σε μια συντονισμένη σε ανώτερο επίπεδο αναδιοργάνωση της παραγωγής και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, που θα διασφαλίζει μια ενοποιητική αποτελεσματικότητα, μια κοινωνική συνοχή, και ένα κοινωνικά σχεδιασμένο τρόπο ανάπτυξης. Η μία πλευρά βεβαίως δεν αναιρεί την άλλη, αλλά μπορεί σε κάποιο βαθμό να συνδυάζεται μ’ αυτήν. Ταυτόχρονα, η κοινωνικοποίηση και κοινωνική ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, η αποδυνάμωση και υπέρβαση των ταξικών διαχωρισμών, η βαθμιαία ανάπτυξη των αυτο-διαχειριστικών ικανοτήτων της λαϊκής πλειοψηφίας, και ο τερματικός της πολιτικής ανάθεσης θα έχουν ως αποτέλεσμα τον βαθμιαίο μαρασμό και την «απονέκρωση» του κράτους. Μια ενδεχόμενη διατήρηση του κράτους θα έτεινε μάλλον στην αναπαραγωγή και την ενίσχυση των ταξικών διαχωρισμών και των σχέσεων εκμετάλλευσης και ταξικής κυριαρχίας.

4. Το ζήτημα του κράτους στις σημερινές συνθήκες

Όπως έχει επισημάνει ο Μαρξ, ενώ το εθνικό κράτος αποτελεί έκφραση αλλά και όργανο για την συσσώρευση και κυριαρχία του κεφαλαίου, από ένα ορισμένο στάδιο και μετά καθίσταται μάλλον εμπόδιο για την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και γι αυτό το κεφάλαιο τείνει να υπερβαίνει το κράτος (βλ. Marx 1973: 410).

Στη σημερινή φάση ανάπτυξης του διεθνικού καπιταλισμού, και μέσα στα πλαίσια του αναδυόμενου ολοκληρωτικού καπιταλισμού (βλ. Liodakis 2010), η υποβάθμιση των επιμέρους εθνικών κρατών και η παράλληλη τάση διαμόρφωσης ενός διεθνικού αστικού κράτους (ΔΑΚ), που συγκροτείται από διεθνείς οργανισμούς, ορισμένα ιμπεριαλιστικά κράτη, και διάφορες ομαδοποιήσεις του κεφαλαίου (βλ. Robinson 2007), καθιστούν τη στρατηγική στόχευση του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος για «κατάληψη της κρατικής εξουσίας» διπλά προβληματική (βλ. και Λιοδάκης 2004). Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η διεθνική ανάπτυξη της παραγωγής και του κεφαλαίου ωθεί πολλούς φορείς και ιδεολογικούς εκφραστές του κεφαλαίου στην επισήμανση της ανάγκης για ανάπτυξη ενός παγκόσμιου κράτους ή τη διασφάλιση των θεσμικών προϋποθέσεων για μια παγκόσμια διακυβέρνηση (βλ. Arrighi 2002: 331, Macmillan 2018). Αν και, μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, η ανάπτυξη ενός παγκόσμιου κράτους θα πρέπει να θεωρείται από εξαιρετικά απίθανη έως αδύνατη, το αίτημα για μια παγκόσμια διακυβέρνηση, μέσα στο πλαίσιο ειδικότερα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, εκφράζει τα συμφέροντα του κεφαλαίου και την επιδίωξη για μετάθεση των ευθυνών ρύθμισης από τα εθνικά κράτη στους επιμέρους αστικούς και επιχειρηματικούς φορείς (στις δυνάμεις της αγοράς). Ταυτόχρονα βέβαια, και αρκετοί ανεξάρτητοι ερευνητικοί φορείς ή συλλογικοί φορείς εργατικών συμφερόντων αναγνωρίζουν τόσο την συναφή εγγενή τάση του κεφαλαίου, όσο και την ανάγκη διεθνικών ρυθμίσεων και μιας κοινής αντιμετώπισης ορισμένων προβλημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως το πρόβλημα του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής, τα πνευματικά δικαιώματα, το ζήτημα της ειρήνης, το προσφυγικό, κ.λπ. (βλ. Macmillan 2018, ICC 2018). Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τα εθνικά κράτη βέβαια δεν καταργούνται, αλλά αναδιατάσσονται οι λειτουργίες τους, και ένα σημαντικό μέρος των ρυθμιστικών ευθυνών τους μετατίθενται σε ένα ευρύτερο, περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο. Ενώ ορισμένοι ερευνητές φαντασιώνονται μια αυθόρμητη κατάργηση του κράτους από τις διεθνοποιημένες δυνάμεις της αγοράς (βλ. Hardt & Negri 2000), στην πραγματικότητα, το αναδυόμενο ΔΑΚ και η διασφάλιση των προϋποθέσεων για μια παγκόσμια νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση έρχονται να επιβεβαιώσουν και να ενισχύσουν τη συνεχιζόμενη εκμετάλλευση και κυριαρχία του κεφαλαίου. Γίνεται επομένως σαφές ότι, η κατάληψη του οποιουδήποτε εθνικού κράτους αδυνατεί πολλαπλά να δώσει απάντηση στο ζήτημα της αστικής εξουσίας γενικότερα. Από την άλλη μεριά, ενώ εύστοχα επισημαίνεται ότι «Η αντίσταση είναι πάντα παρούσα από την αρχή της εξουσίας, όπως είναι και η δυνατότητα ρήξης» (Hardt & Negri 2017: 222), είναι μάλλον ουτοπικό και εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να αναμένει κανείς την κατάργηση του κράτους ειρηνικά, και χωρίς συγκρούσεις, από τις αυθόρμητες δυνάμεις της αγοράς και του κεφαλαίου (Hardt & Negri 2000, βλ. επίσης Boron 2005). Είναι αξιοσημείωτο εδώ ότι, ακόμα και ορισμένοι Μαρξιστές είχαν την ψευδαίσθηση ότι μια αποκεντρωμένη αυτοδιαχείριση που συντονίζεται από τον μηχανισμό της αγοράς μπορεί να οδηγήσει στο στόχο μιας αποδυνάμωσης και απονέκρωσης του κράτους! (βλ. Robertson 2018). Αλλά το εργατικό λαϊκό κίνημα που μάχεται για ένα κοινωνικό μετασχηματισμό θα πρέπει μάλλον να ανατρέψει και να αδρανοποιήσει/ακυρώσει τους κρατικούς μηχανισμούς εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα, με τις αναγκαίες διαχειριστικές ικανότητες, όλες τις διαδικασίες αποφάσεων, ρυθμίσεων, και διεκπεραίωσης που είναι αναγκαίες. Γίνεται επίσης φανερό ότι, στις σημερινές συνθήκες, επιβεβαιώνεται η επιτακτική ανάγκη για μια κοινή επαναστατική δράση σε διεθνικό επίπεδο, σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με την έκκληση του Μαρξ «Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε!» Ενώ το κεφάλαιο, τείνοντας διαρκώς σε μια διεθνική μετάθεση των πεδίων λήψης των αποφάσεων, αποφεύγει τα μέτωπα όπου συναντάει την αντίσταση και την άμεση σύγκρουση της εργατικής τάξης, η τελευταία είναι ανάγκη, χωρίς να απεμπολεί τα τοπικά και εθνικά μουράγια, να εστιάζει την πάλη και τον αγώνα της σε εκείνα ακριβώς τα πεδία όπου, κυρίως, καθορίζονται οι συνθήκες εκμετάλλευσης της ανθρώπινης και μη ανθρώπινης φύσης, και η κοινωνική κυριαρχία του κεφαλαίου.

Συχνά γίνεται λόγος για τη διαμόρφωση (μετ-επαναστατικά) ενός «εργατικού κράτους» ή μιας ελεγχόμενης από τους εργαζόμενους αναπτυξιακής διαδικασίας, όπου ο στόχος υποτίθεται είναι «η κατάληψη, ο έλεγχος και ο μετασχηματισμός της κρατικής εξουσίας» και τελικά «η επαν’ απορρόφηση του κράτους από την κοινωνία» (Selwyn 2017: 126, 130). Στην περίπτωση αυτή, όπου το κράτος ανάγεται σε βασικό μοχλό κοινωνικού μετασχηματισμού, μια οσοδήποτε ριζοσπαστική πολιτική ανατροπή (μεταρρύθμιση) δεν καταργεί ουσιαστικά το κράτος (βλ. και Macmillan 2018: 19). Στο βαθμό που μια τέτοια εξέλιξη δεν συνοδεύεται από μια θεμελιακή κοινωνική επανάσταση που υπερβαίνει ιστορικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ενώ αγνοείται ουσιαστικά ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους, δημιουργείται ο κίνδυνος ενός αντιδραστικού πισωγυρίσματος. Αντίθετα, μια νικηφόρα και ιστορικά βιώσιμη επανάσταση μπορεί να συνεπάγεται μια διαδικασία βαθμιαίας «απονέκρωσης» του κράτους, στο βαθμό που τα μέσα παραγωγής γίνονται κτήμα ολόκληρης της κοινωνίας, οι ταξικοί διαχωρισμοί καταργούνται, οι διαχειριστικές ικανότητες των πολιτών αναπτύσσονται, και αντί της σημερινής βαρβαρότητας κυριαρχεί ένας δημοκρατικός πολιτισμός αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας.

Σχετικά με την οργανωτική συγκρότηση του επαναστατικού φορέα, είναι αξιοσημείωτο ότι τελευταία αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για μια «αποκατάσταση» της Λενινιστικής προσέγγισης και μιας συναφούς κομματικής οργάνωσης (βλ., ενδεικτικά, Lih 2006, Dean 2016). Αλλά η προσέγγιση αυτή και η μορφή αυτή οργάνωσης δοκιμάστηκαν ιστορικά και δεν έδωσαν τα καλύτερα αποτελέσματα. Και δεν είναι βέβαια αναγκαίο να περιοριστούμε από το δίπολο που συνίσταται από μια, υποτίθεται αποτελεσματική, ιεραρχική και αρχηγική οργάνωση, από τη μια, και ένα χαώδη μάλλον, ενστικτώδη, και ασπόνδυλο αυθορμητισμό, από την άλλη. Θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί, θεωρητικά και πρακτικά, ένας δημοκρατικός τρόπος συντονισμού και καθοδήγησης, που θα διασφαλίζει τόσο την πρακτική αποτελεσματικότητα όσο και τον έλεγχο από την κοινωνική βάση. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι, τόσο στην περίπτωση του κράτους ή του γενικότερου μακρο-κοινωνικού συντονισμού, όσο και στην περίπτωση του κόμματος ή της γενικότερης ταξικής οργάνωσης, οι σκοποί δεν αγιάζουν τα μέσα, αλλά τα μέσα προοιωνίζουν και προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα της στοχευόμενης κοινωνικής οργάνωσης. Μια δημοκρατική οργάνωση και μια κοινωνικά ελεγχόμενη διαδικασία δεν διασφαλίζουν μόνο την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας μετάβασης, αλλά και το χαρακτήρα και την ποιότητα του ίδιου του (κομμουνιστικού) στόχου. Στις σημερινές συνθήκες, οι νέες τεχνολογίες και οι διαθέσιμες ή αναδυόμενες τεχνικές (κατανεμημένα δίκτυα, ομότιμη παραγωγή, κ.λπ.) μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά το αποφασιστικό βάρος βέβαια πέφτει στην κοινωνική και αλληλέγγυα συνεργασία, στην ομότιμη διαβούλευση, και στον ελεύθερο και κοινωνικά χρήσιμο πειραματισμό, γιατί ο μελλοντικός κομμουνισμός δεν είναι αυστηρά προδιαγεγραμμένος και οι άνθρωποι μπορούν σε σημαντικό βαθμό να καθορίσουν τη δική τους ιστορία.

Σε μια κομμουνιστική προοπτική και με βάση την προηγούμενη ανάλυση και εμπειρία,  μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι, η αναπόφευκτη ένταση ανάμεσα σε μια οικολογικά και δημοκρατικά λειτουργική διαχείριση σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο και σε μια συνολική (πλανητική) ρύθμιση, που προκύπτει μερικά ως παρακολούθημα της σημερινής τάσης ανάπτυξης ενός διεθνικού κράτους (ΔΑΚ), μπορεί να λυθεί μόνο με ένα κοινωνικά και ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο, ταυτόχρονα με μια συνειδητή αλλά και αντικειμενικά προσδιοριζόμενη τάση υποβάθμισης και εξαφάνισης των κρατικών θεσμών.

 

Ο Γιώργος Λιοντάκης είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πολυτεχνείο Κρήτης.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;