Στυτική δυσλειτουργία: Δείκτης υποκείμενης καρδιαγγειακής νόσου;
Νέος παράγοντας ανίχνευσης της ύπαρξης καρδιαγγειακής νόσου είναι η στυτική δυσλειτουργία, σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Vascular Medicine.
Όπως διαπιστώθηκε, είναι ένα αποτελεσματικό “εργαλείο” που θα μπορούσε να σώσει ζωές, δεδομένου ότι οι καρδιαγγειακές παθήσεις εξακολουθούν να αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως.
«Η στυτική δυσλειτουργία, η αδυναμία δηλαδή επίτευξης ικανής για σεξουαλική πράξη στύσης, είναι μια ιδιαίτερα διαδεδομένη κατάσταση μεταξύ των ανδρών σε όλο τον κόσμο. Παρότι είναι συχνότερη η εμφάνισή της σε προχωρημένες ηλικίες, το 10% των ανδρών κάτω των 40 ετών πάσχει απ’ αυτήν. Σταδιακή αύξηση του ποσοστού αυτού παρατηρείται όσο οι άνδρες μεγαλώνουν. Έτσι, προβλήματα στυτικής δυσλειτουργίας αντιμετωπίζει το 15% του ανδρικού πληθυσμού που βρίσκεται μεταξύ 40-49 ετών, το 30% των ανδρών μεταξύ 50-59 ετών, το 40% εκείνων που διανύουν την 7η δεκαετία της ζωής τους και το 50-90% των ανδρών άνω των 70 ετών» , μας εξηγεί ο χειρουργός ουρολόγος Δρ. Νικόλαος Γ. Κατσένης.
Τα αίτιά της είναι οργανικά και ψυχολογικά. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων στυτικής δυσλειτουργίας σε νεαρά άτομα οι παράγοντες που κρύβονται πίσω από την πάθηση είναι ψυχολογικοί, ενώ με την πάροδο του χρόνου ενοχοποιούνται οργανικά προβλήματα. Το 70% περίπου αυτών οφείλονται σε βλάβη των αγγείων που προμηθεύουν με αίμα το πέος, ώστε να επιτευχθεί μια ικανή στύση. Η λήψη φαρμάκων, προηγηθείσες χειρουργικές επεμβάσεις, ορμονικά ή νευρολογικά προβλήματα και κακώσεις είναι υπεύθυνες για το υπόλοιπο 30%.
Η καρδιαγγειακή νόσος περιλαμβάνει πολλά προβλήματα, αρκετά από τα οποία σχετίζονται με την αθηροσκλήρωση, δηλαδή με την εναπόθεση πλακών χοληστερίνης στις αρτηρίες. Η συσσώρευσή τους στα τοιχώματα των αρτηριών δυσκολεύει την ομαλή ροή του αίματος, με κίνδυνο τον σχηματισμό θρόμβων, οι οποίοι μπορεί να σταματήσουν τη ροή και να προκαλέσουν καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η συσχέτιση στυτικής δυσλειτουργίας και καρδιαγγειακής νόσου είναι γνωστή στην επιστημονική κοινότητα. Οι παράγοντες κινδύνου και των δύο παθήσεων είναι κοινοί και περιλαμβάνουν την ηλικία, το κάπνισμα, την παχυσαρκία και τον διαβήτη, όπως άλλωστε παρόμοιοι είναι και πολλοί μηχανισμοί που οδηγούν στην ανάπτυξη τόσο της στυτικής δυσλειτουργίας όσο και της καρδιαγγειακής νόσου.
Η έγκαιρη ανίχνευση της καρδιαγγειακής νόσου μπορεί να παροτρύνει τους ασθενείς να αλλάξουν συγκεκριμένες, επιβλαβείς συνήθειες που λειτουργούν επιβαρυντικά, μειώνοντας σημαντικά τις πιθανότητες του να υποστούν καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Τέτοιοι τροποποιήσιμοι παράγοντες είναι η διακοπή του καπνίσματος, ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης, η διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους, η σωστή διατροφή και άσκηση στο μέτρο που ορίζεται από τις κατευθυντήριες οδηγίες πρόληψης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Επίσης, σημαντικό βοήθημα στη διατήρηση της καλής καρδιαγγειακής υγείας είναι η λήψη φαρμακευτικής αγωγής, όπως οι στατίνες. Τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται για τη μείωση των επιπέδων της χοληστερίνης στο αίμα προστατεύοντας από την αθηροσκλήρωση.
«Ίδια είναι και η θεραπεία των ασθενών με αγγειογενή στυτική δυσλειτουργία και έγκειται στην εξάλειψη των παραγόντων που βλάπτουν τα αγγεία και τη λήψη φαρμάκων που διαστέλλουν τα αγγεία του πέους. Όμως, η φαρμακευτική αγωγή δεν είναι δραστική σε όλους τους ασθενείς, αλλά κυρίως δεν καταπολεμά την αιτία του προβλήματος αλλά το σύμπτωμα αφού δεν δημιουργούνται νέα υγιή αγγεία στο πέος. Επιλογή για κάποιους ασθενείς μπορεί να αποτελέσουν οι ενδοπεϊκές ενέσεις και η χειρουργική επέμβαση, με τα όποια ρίσκα τη συνοδεύουν. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, εφαρμόζεται μια επαναστατική ανώδυνη μέθοδος θεραπείας που στοχεύει στη δημιουργία νέων αγγείων με τη χρήση κρουστικών κυμάτων που εφαρμόζεται απευθείας πάνω στο πέος. Έτσι καταπολεμάται το αίτιο και όχι μόνο το σύμπτωμα της στυτικής δυσλειτουργίας. Είναι μια απολύτως ανώδυνη θεραπεία που δεν απαιτεί αναισθησία, ούτε έχει παρενέργειες. Μετά την ολοκλήρωσή της οι ασθενείς ξαναβρίσκουν την αυθόρμητη διέγερση και τη φυσική σεξουαλική ζωή τους», τονίζει ο Δρ. Κατσένης.
Οι δόκτορες Chukwuemeka Osondu (Baptist Health South Florida), Bryan Vo (Διεθνές Πανεπιστήμιο της Φλόριντα), Ehimen Aneni (Ιατρικό Κέντρο Mount Sinai) και οι συνεργάτες τους πρότειναν την καθιέρωση της στυτικής δυσλειτουργίας ως απλό και αποτελεσματικό δείκτη της υποκείμενης καρδιαγγειακής νόσου. Υπέθεσαν ότι η μέτρηση της στυτικής δυσλειτουργίας θα μπορούσε να είναι ένα απλό αποτελεσματικό εργαλείο διαστρωμάτωσης του κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, ιδιαίτερα στους νέους άνδρες οι οποίοι είναι λιγότερο πιθανό να υποβληθούν σε αξιολόγηση και διαχείριση του κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα.
Διενήργησαν μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση 28 μελετών οι οποίες εξέταζαν τη σχέση μεταξύ της στυτικής δυσλειτουργίας και των μετρήσεων καρδιαγγειακής νόσου αρχικού σταδίου. Από τα ευρήματά τους διαπιστώθηκε ότι υπάρχει σημαντική συσχέτιση της στυτικής δυσλειτουργίας με την εξασθενημένη ενδοθηλιακή λειτουργία (μετρούμενη με ενδοθήλιο-εξαρτώμενη αγγειοδιαστολή μέσω υπερηχογραφήματος brachial flow-mediated dilation, έναν δείκτη της ικανότητας των αιμοφόρων αγγείων να χαλαρώνουν) που αποτελεί ένα αρχικό σύμπτωμα της ανάπτυξης αγγειακών νόσων. Επιπλέον, οι συγγραφείς ανέφεραν ότι η στυτική δυσλειτουργία συσχετίστηκε με αυξημένο πάχος του έσω-μέσου χιτώνα της καρωτίδας (carotid intimal medial thickness – carotid IMT), ένα αρχικό σύμπτωμα της αθηροσκλήρωσης.
Όπως εξήγησαν οι συγγραφείς, τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι οι νέοι άνδρες με στυτική δυσλειτουργία διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ύπαρξης υποκλινικής καρδιαγγειακής νόσου και θα επωφεληθούν από την υποβολή τους σε εξετάσεις για τη διερεύνησή της.
«Η παρουσία στυτικής δυσλειτουργίας μπορεί να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου σε ανθρώπους νεαρής ηλικίας που διαφορετικά δεν θα έκαναν εξετάσεις για τον έλεγχο της υγείας των αγγείων τους, προκειμένου να αποφύγουν σοβαρά προβλήματα που θα μπορούσαν να τους στοιχίσουν ακόμα και την ίδια τη ζωή τους. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να στρέφονται και οι συμβουλές των ουρολόγων, για την προστασία των ασθενών τους», καταλήγει ο Δρ. Κατσένης.