Η απόρριψη από το βρετανικό Κοινοβούλιο του σχεδίου της Μέι για συναινετικό διαζύγιο με την ΕΕ έχει αφήσει μετέωρο τον τρόπο, με τον οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο θα εξέλθει. Όσοι, μάλιστα, τις ημέρες του δημοψηφίσματος απειλούσαν τους Βρετανούς ψηφοφόρους για τις καταστροφές που θα τους έβρισκαν εάν υπερψήφιζαν την έξοδο, το τελευταίο διάστημα επιχαίρουν για τα προβλήματα στο Συντηρητικό Κόμμα και επαναφέρουν την πρόταση για ένα νέο δημοψήφισμα με σκοπό να ακυρωθεί το Brexit.
Σταύρος Λυγερός
Ας κάνουμε, όμως, ένα άλμα πίσω. Το 2016, παρά τον τεράστιας έκτασης επικοινωνιακό βομβαρδισμό που είχαν δεχθεί, οι Βρετανοί το τόλμησαν. Το 52% αγνόησε τις απεγνωσμένες εκκλήσεις του τότε πρωθυπουργού Κάμερον, αλλά και των Εργατικών του Κόρμπιν. Αγνόησε τις απειλές του ευρωιερατείου, τις συστάσεις του τότε προέδρου Ομπάμα, τις καταστροφολογικές προειδοποιήσεις των κάθε είδους εμπειρογνωμόνων και μεγαλοπαραγόντων των Αγορών.
Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μία εκλογική εξέγερση των πιεζόμενων μικρομεσαίων στρωμάτων της Βρετανίας εναντίον των κάθε είδους παγκοσμιοποιημένων αρχουσών ελίτ. Πιθανότατα το Brexit να είχε υπερτερήσει και στη Σκωτία και στη Βόρειο Ιρλανδία, εάν δεν υπήρχαν εκεί οι εθνικές ιδιαιτερότητες και οι αποσχιστικές τάσεις, οι οποίες είχαν ωθήσει την πλειονότητα να ψηφίσει υπέρ της παραμονής.
Και για τους Σκωτσέζους και για τους Βορειοϊρλανδούς το Brexit είχε αντιμετωπισθεί ως ευκαιρία για να διεκδικήσουν την απόσχισή τους από τη Βρετανία. Το επιχείρημά τους ήταν ότι έχει καταγραφεί στις κάλπες η επιθυμία τους να παραμείνουν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Είναι ενδεικτικό ότι η τοπική πρωθυπουργός της Σκωτίας είχε σπεύσει να επαναφέρει το ζήτημα της ανεξαρτησίας. Προς την ίδια κατεύθυνση είχε κινηθεί και το Σιν Φέιν, το κόμμα που αγωνίζεται για την απόσχιση της Βόρειας Ιρλανδίας από τη Βρετανία και την ένωσή της με την Ιρλανδία. Ακόμα και οι Ισπανοί είχαν αδράξει την ευκαιρία για να ζητήσουν συνδιοίκηση του Γιβραλτάρ.
Η κινδυνολογία στις παραμονές του δημοψηφίσματος ήταν πολιτικά κατανοητή. Το ίδιο και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Στις Βρυξέλλες γνωρίζουν άριστα ότι η Μέι έχει κολλήσει. Δεδομένου ότι ο χρόνος τρέχει και τα περιθώρια είναι μικρά μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν το ευρωιερατείο θα αφήσει τα πράγματα να οδηγηθούν σε ασύντακτη έξοδο. Μία τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή στις Αγορές κι αυτό δεν συμφέρει ούτε το Λονδίνο, αλλά ούτε και την Ευρωζώνη.
Εκτός των Αγορών, το ευρωιερατείο οφείλει να συνυπολογίσει και το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα τρίζει επικίνδυνα από την εντυπωσιακή άνοδο της αντισυστημικής ψήφου και των κομμάτων που αμφισβητούν την κατεστημένη ορθοδοξία των Βρυξελλών. Κι όλα αυτά στις παραμονές των ευρωεκλογών. Αυτός από μόνος του είναι ένας λόγος να δοθεί χρονική παράταση.
Ο παραδοσιακός ευρωσκεπτικισμός των Βρετανών, ωστόσο, δεν έφθασε ποτέ να προσλάβει διαστάσεις πλειοψηφικού κινήματος υπέρ της εξόδου. Χρειάσθηκε να μεσολαβήσουν εξελίξεις στο σύνολο σχεδόν της Ευρώπης για να φθάσουμε στο Brexit. Η οικονομική κρίση του 2008 είναι η καμπή για τη μετάλλαξη της ΕΕ. Έβγαλε στην επιφάνεια διεργασίες και αντιθέσεις που τα προηγούμενα χρόνια επικαλύπτονταν από το κλίμα ευημερίας.
Αφενός η εφαρμογή πολιτικών λιτότητας, αφετέρου η επιβολή απροκάλυπτης γερμανικής ηγεμονίας άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Εξ ου και η εντυπωσιακή άνοδος της αντισυστημικής ψήφου σ’ όλο σχεδόν το μήκος και το πλάτος της Γηραιάς Ηπείρου. Ειδικά για τους Βρετανούς, πάντως, η μετατροπή της Γερμανίας σε αφεντικό της ΕΕ λειτούργησε σαν κόκκινο πανί.
Μέσα σ’ αυτό το ευρωπαϊκό τοπίο κατέστη δυνατή η υπερψήφιση του Brexit. Όσο κι αν δεν το ομολογούν κατά μία έννοια το Brexit επιτάχυνε τις φυγόκεντρες τάσεις και ως εκ τούτου την αποδιάρθρωση της ΕΕ. Ένα δεύτερο ζήτημα που ανέδειξε το Brexit ήταν η ανοικτή πλέον στροφή των αρχουσών ελίτ εναντίον της δημοκρατικής αρχής. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση Γιούνκερ εκείνη την εποχή, ότι δεν εμπιστεύεται τα δημοψηφίσματα, επειδή οι ψηφοφόροι παρασύρονται!
Πώς να εμπιστευτεί άσχετους πολίτες που όταν πάνε στις κάλπες χαλάνε τα σχέδια των “σοφών” εξουσιαστών; Πρόκειται για κραυγαλέο πολιτικό πατερναλισμό. Η θέση περί ανεύθυνων πολιτών που αγνοούν τα προς κρίση ζητήματα και παρασύρονται από λαϊκιστές αναπαράγεται και διαχέεται ολοένα και περισσότερο από τις άρχουσες ελίτ. Στην πραγματικότητα ξανασερβίρεται μία παρωχημένη ολιγαρχική-αριστοκρατική θέση, η οποία ακυρώνει την πεμπτουσία της δημοκρατίας.
Επειδή το δόγμα της αλλαγής εκ των έσω έχει μέχρι τώρα αποδειχθεί παρηγορητικός λόγος χωρίς πολιτικό αντίκρισμα, τα πληττόμενα μικρομεσαία στρώματα κατά κανόνα γυρίζουν την πλάτη στην Αριστερά. Εκτός αυτού και επειδή έχει την τάση να υποτιμάει τις κοινωνικές παρενέργειες και τα προβλήματα δημόσιας ασφάλειας που προκαλεί το μεταναστευτικό κύμα. Εξαιρέσεις είναι η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Εκεί, λόγω και της ιστορίας, το αντισυστημικό ρεύμα τροφοδότησε κυρίως την Αριστερά. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, όμως, φαίνεται ότι χάνει το τρένο. Το αντισυστημικό ρεύμα τροφοδοτεί τα ευρωσκεπτικιστικά και ξενοφοβικά κόμματα.
Το Brexit είχε διευκολύνει την εκλογή Τραμπ. Όχι μόνο επειδή ο ίδιος είχε εξαρχής υποστηρίξει την έξοδο της Βρετανίας. Το γεγονός ότι παρά τον προπαγανδιστικό βομβαρδισμό οι Βρετανοί αψήφησαν τις απειλές λειτούργησε ως παράδειγμα για όσους Αμερικανούς ήθελαν να στείλουν μήνυμα στο κατεστημένο. Τους βοήθησε να ξεπεράσουν τον φόβο που καλλιεργούν τα συστημικά Μίντια ότι αυτή η ψήφος είναι επικίνδυνη.
Μετά τη νίκη του Brexit το ευρωιερατείο είχε ζωτική ανάγκη να δείξει πως η υπόλοιπη ΕΕ είναι αρραγής. Γι’ αυτό και συρρικνώθηκαν τα περιθώριά της να ασκήσει εκβιασμούς σαν κι αυτούς που άσκησε στην κυβέρνηση Τσίπρα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το μέγεθος και τον ρόλο της Ιταλίας οδήγησε στη γνωστή σημερινή ασταθή ισορροπία στις σχέσεις Ρώμης-Βρυξελλών.
Πηγή: slpress.gr