Ο Αντώνης Σουρούνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη.
Tελειώνοντας το γυμνάσιο το 1960 πήγε στη Γερμανία, όπου είχε
εγκατασταθεί η οικογένειά του.
σε διάφορα επαγγέλματα, από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από
hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας!
στην Φρανκφούρτη έως το 1970 όταν επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη, ενώ από
το 1987 ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών και βιοποριζόταν ως συγγραφέας.
Το 1995 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο “Ο χορός των ρόδων”.
Το
2006 απέσπασε από την εξαμηνιαία λογοτεχνική επιθεώρηση του περιοδικού
να ένα μήλο και έναν χρόνο αργότερα από το περιοδικό Διαβάζω το «Βραβείο
μυθιστορήματος» για το έργο του Το μονοπάτι στη θάλασσα.
Ιστορίες, βιώματα, αυτοαναφορικά γεγονότα, η αυθόρμητη πρόζα
γράμματα το 1969 με το έργο του: “Ένα αγόρι γελάει και κλαίει”.
Η “αυθόρμητη πρόζα’ που θα γίνει στη συνέχεια ιδιαίτερος αφηγηματικός
τρόπος του Σουρούνη, αρχίζει να αναδεικνύεται από το επόμενο βιβλίο του,
το μυθιστόρημα ‘Οι Συμπαίχτες” που εκδίδεται το 1977.
ιστορίες του βασίζονται στα βιώματα του συγγραφέα, σε αυτοαναφορικά
γεγονότα, ενώ ο ίδιος ως παρατηρητής μετουσιώνει σε λογοτεχνία και σε
ανθρώπινη φιγούρα το βιωματικό του υλικό.
έργο του διαγράφονται πρωτότυποι και αληθινοί οι αφηγηματικοί
χαρακτήρες, μετανάστες στην πλειονότητά τους -ανάμεσά τους και ο
συγγραφέας ως πρωταγωνιστής μέσα από τα εναλλακτικά του πρόσωπα.
να διακρίνουμε το έργο του σε δυο περιόδους: στα πρώτα του βιβλία η
δράση τοποθετείται στην Γερμανία και οι ήρωες είναι συνήθως μετανάστες,
άτομα λαϊκά που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής.
Είτε
οι ήρωες εμφανίζονται ως λούμπεν φιγούρες της νύχτας είτε ως
βιομηχανικοί εργάτες, η πρώτη ύλη των διηγημάτων και συγχρόνως ο άξονας
γύρω από τον οποίον στρέφεται η θεματογραφία των πρώτων έργων είναι
πάντα η ζωή του γκάσταρμπάιτερ.
Αντώνης Σουρούνης: Ο επαγγελματίας παίκτης της ρουλέτας που πήρε Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του “Ο χορός των ρόδων” για τον τζόγο. Εκδόσεις Καστανιώτη. Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995
Aν πας για πρώτη φορά στο καζίνο, τότε θα κερδίσεις λόγω αθωότητας.
Δεν θα ‘χεις φάει το μήλο της γνώσης ακόμα. Σου ‘ρχεται ένα νούμερο στο
μυαλό, το παίζεις, βγαίνει και τρελαίνεσαι. «Tόσο εύκολο είναι;»,
αναρωτιέσαι. Πας την επόμενη μέρα με χαρτί και μολύβι. Έχεις τελειώσει.
Aπό τη στιγμή που μπήκε η πονηριά και ο υπολογισμός μέσα σου, αρχίζεις
να χάνεις. Aυτό ισχύει, όχι μόνο για τον τζόγο, αλλά και για τη ζωή.
Mπαίνεις αθώος στην κοινωνία και μετά κάνεις και λες πράγματα που δεν
πιστεύεις.
Στη ρουλέτα και στις γυναίκες σε ένα νούμερο ποντάρεις, δεν μπορείς
να ποντάρεις σε όλα. Όπως ποντάρεις ένα νούμερο στη ρουλέτα κι η μπίλια
πέφτει αλλού το ίδιο συμβαίνει και με τη γυναίκα. Η ρουλέτα βασικά είναι
άπιστη, άμα σου πέσει η μπίλια ενθουσιάζεσαι όπως και στη γυναίκα. Άμα
δεν σου πέσει η μπίλια, άμα σε προδώσει, θυμώνεις μαζί της, τη βρίζεις,
τη σκοτώνεις κιόλας άμα θες. Γυναίκες και ρουλέτα είναι το ίδιο πράγμα.
Απόσπάσματα από συνεντεύξεις του
Στο τραπέζι πέντε δεν πλησίασε κανείς από τους λιγοστούς παίκτες που μπήκανε μαζί με τον Νούση. Όλοι τους συγκεντρώθηκαν γύρω από τα δύο τραπέζια που άνοιγαν με το μικρότερο ποντάρισμα.
Αυτό γινόταν συνήθως, ωστόσο το πέντε άνοιγε κάθε μέρα από την ώρα που άνοιγε το καζίνο μήπως και ερχόταν κανενού η ιδέα να ακουμπήσει όσο το ταχύτερο τις αποταμιεύσεις του και να φύγει.
Ο Νούσης ήταν ο μόνος που βάδισε προς το τραπέζι και οι τέσσερις σχολίασαν τον ερχομό του με χαμόγελα και υπονοούμενα.
Τώρα μάλιστα!…
Γελούσαν και ανακάθονταν στις καρέκλες τους. Ετοιμάζονταν για τον αγώνα και ένιωθαν δυνατοί, επειδή ήταν δυνατοί. Είχαν τα πάντα στα χέρια τους και πολύ περισσότερα από τα πάντα μέσα στα χρηματοκιβώτιά τους.
Οι ίδιοι είχαν κάνει τους νόμους και τους κανόνες και έπαιζες σύμφωνα με το πώς τους βόλευε. Πάλευες μόνος εναντίον τεσσάρων κι όταν οι τέσσερις αυτοί κουράζονταν, αποσύρονταν για να έρθουν άλλοι τέσσερις ξεκούραστοι και φρέσκοι. Και εκτός από αυτά όλα, υπήρχε και μια μπίλια τρελή και παλαβή που έτρεχε πάνω από τριάντα έξι νούμερα κι ένα ζερό, μεταξύ των οποίων και το δικό σου νούμερο, κι αυτό ήταν όλο κι όλο που κατείχες εσύ.
Αυτό και μια ελπίδα. Χάνοντας την ελπίδα, τα έχανες όλα. Η καταστροφή ξεκινούσε πάντα από το κεφάλι σου, όπου κάποια στιγμή γινόταν μια μεγάλη έκρηξη. Αμέσως μετά ένιωθες τα πόδια σου βαριά και ασήκωτα και σε λίγο το κορμί σου χοντρό και πλαδαρό σαν ξένο.
Το στόμα σου στέγνωνε, οι οδοντοστοιχίες σου σφράγιζαν και τα χείλη σου αρνιούνταν να σχηματίσουν τις λίγες απαραίτητες λέξεις. Η διαρροή είχε ήδη αρχίσει, ο αφανισμός σε κατέβαλλε πατόκορφα και η χασούρα είχε εισχωρήσει βαθιά στις τσέπες σου και μέσα σου.
“Πρόκειται για γεννημένο παραμυθά, που ξέρει να παίζει καλά με τις
ευκολίες και τις δυσκολίες της αφήγησής του, όπως οι ήρωες του βιβλίου
του παίζουν ρουλέτα. Κρατώντας σταθερά το σπάγκο της διήγησης στο χέρι,
τον αμολά ή τον τραβά, κι όχι μονάχα εκεί που το περιμένεις”
(Δ. Μαρωνίτης, εφημ. Το Βήμα)
“”Ο
χορός των ρόδων” θυμίζει χολιγουντιανή περιπέτεια από τις καλύτερες του
είδους, δομημένη με σωστά μελετημένες δόσεις χιούμορ και σεξ, με
προσεγμένες λεπτομέρειες και απροσδόκητα ευρήματα. Τελικώς πρόκειται για
ένα βιβλίο που διαβάζεται χωρίς ανάσα από την αρχή ως το τέλος”
(Δ. Δασκαλόπουλος, εφημ. Τα Νέα)
“Κυρίως,
όμως, το μυθιστόρημα αυτό του Σουρούνη είναι ένα έξοχο ψυχογράφημα των
ανθρώπων της ρουλέτας. Το ενδιαφέρον του αναγνώστη μένει αμείωτο ως την
τελευταία σελίδα και εξαιτίας του χιούμορ που διαποτίζει όλη την αφήγηση
και που συχνά προκαλεί δυνατό γέλιο (σπάνιο στη σύγχρονη ελληνική
πεζογραφία)”.
(Κ. Τσαούσης, εφημ. Έθνος της Κυριακής)
Η κηδεία του
Η ανακοίνωση της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων:
Η Εταιρία Συγγραφέων, της οποίας ο πολυβραβευμένος συγγραφεύς διατέλεσε
μέλος, εξέδωσε συλλυπητήρια ανακοίνωση, αναφερόμενη στο σημαντικό του
έργο.
Οι ήρωές του αποφεύγουν μεθοδικά και συστηματικά την “έντιμον εργασίαν” και σκαρφίζονται όλων των ειδών τα κόλπα, τις κατεργαριές και τις κομπίνες ώστε να ζήσουν όσο το δυνατό πιο παρασιτικά και να κατακτήσουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα την περίοπτη θέση που στήνει εμπρός στα σκοτεινά μάτια τους τό απαστράπτον καταναλωτικό πρότυπο. […] Προς τούτοις, μοναδικός εξοπλισμός τους φαίνεται να είναι η θητεία τους στη νεοελληνική προβληματική για το πως θα «πιάσουμε την καλή» και ο ευμεγέθης και ακαταπόνητος μεσογειακός τους φαλλός για τον οποίον είναι, η, φαντάζονται πως είναι, υπερήφανοι. […] Αυτή η αναγωγή του φαλλού σε υπέρτατη αξία, είναι μια εύστοχη καλλιτεχνική επινόηση, ένα επιδέξιο συγγραφικό τέχνασμα, μέσω του οποίου ο Σουρούνης αποκαλύπτει με τρόπο πλάγιο και υπαινικτικό, ύπουλο θα έλεγα, καταστάσεις που ενώ είναι αυτόχρημα δραματικές, αν περιγράφονταν στα διηγήματά του αναλυτικά θα ήταν απλώς πληκτικές. Αυτό που δεν λέγεται, αλλά οπωσδήποτε νοείται ή συνάγεται, τοποθετημένο στην περιοχή της σιωπής, που είναι η άλλη όψη της αφήγησης, φορτίζει τα λεγόμενα με μια υπόγεια δραματική συγκίνηση.
Αντώνης Σουρούνης – Νύχτες με ουρά. Κείμενά του στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Μια φορά κι έναν καιρό μπορεί να είχαν και οι άνθρωποι ουρά, γιατί
άκουγα πολλές φορές τους μεγάλους να λένε «Πονάει η ουρά μου», «Με
χτύπησε στην ουρά», αλλά τη δική μου δεν την είδα ποτέ, όσο και να
έψαχνα στον καθρέφτη. Το λέω αυτό γιατί μου φαίνεται παράξενο να έχουν
ουρά τα πράγματα και να μην έχει ο ίδιος ο άνθρωπος που τα φτιάχνει.
Μπορεί όμως να φοβάται πως, έτσι κι αποκτήσει κάτι.
Αντώνης Σουρούνης – Γέλια (διήγημα)
Το βίντεο στην ουσία είναι ένα ηχογραφημένο διήγημα του Αντώνη Σουρούνη (Γέλια).
Το
διήγημα αυτό το βρήκα στο βιβλίο «Ο δρόμος για την ομόνοια» των
εκδόσεων Καστανιώτη. Ένα βιβλίο με αντιρατσιστικά διηγήματα και ποίηση
από πολλούς γνωστούς συγγραφείς. Τα έσοδα του βιβλίου διατίθενται για
τις ανάγκες των Τίμοθι Αμπντούλ και του Τόμι Κόφι.