13.2 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΑποανάπτυξη και Μαρξισμός - Οικομαρξισμός

Αποανάπτυξη και Μαρξισμός – Οικομαρξισμός

Η κριτική του Μαρξ στον καπιταλισμό έχει συσχετιστεί με διάφορα σημερινά προβλήματα. Για αυτό είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τη ριζική κριτική του στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα με τη θεωρία της Αποανάπτυξης που αμφισβητεί ριζικά τον καπιταλισμό στον 21ο αιώνα.

Τι κοινό έχουν; Ποιες αντιφάσεις μπορούν να βρεθούν; Είναι δυνατή η σύγκλιση – ή κυριαρχούν οι διαφορές;

Η κριτική του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και της αντίστοιχης κοινωνίας από τους υπερασπιστές της Αποανάπτυξης είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για μια τέτοια σύγκριση, όχι μόνο λόγω της Ριζοσπαστικής φύσης των οικονομικών και κοινωνικών εννοιών της, αλλά και επειδή, όπως ο Μαρξ στις μέρες του, έχουν την άποψη ότι η τρέχουσα συσσωρευμένη κρίση θα μπορούσε σύντομα να δημιουργήσει τις συνθήκες για την πλήρη μεταμόρφωση της κοινωνίας.

Μπορούμε να συγκρίνουμε τις δύο γραμμές κριτικής δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία του Μαρξ από τον οικομαρξισμό.

Στον πρόλογο του βιβλίου μας «Για την Κοινότητα των Κοινοτήτων» διατυπώνουμε την άποψη ότι: «Θεωρούμε απαραίτητο να αποδομήσουμε τη φαντασιακή σύλληψη (εντελώς αυθαίρετη κατά τη γνώμη μας),  ότι η Ιστορία είναι απόρροια του βαθμού Ανάπτυξης των Παραγωγικών δυνάμεων, αφήγηση που συνέχει τον φιλελευθερισμό με το αντίπαλο δέος του, το σοσιαλισμό.»

Θέτουμε λοιπόν στη συνέχεια τα εξής ερωτήματα (προς τους επιγόνους του Μαρξ κυρίως):

1)Εάν η ιστορία είναι απόρροια της ανάπτυξης των Παραγωγικών δυνάμεων μιας και συνδέεται με τη γέννηση του «Νεκροθάφτη του Καπιταλισμού», της εργατικής τάξης (του προλεταριάτου),  πώς θα εξηγήσουμε το γεγονός ότι, εκεί που αναπτύχθηκαν οι παραγωγικές δυνάμεις (κυρίως στη Δύση), το επαναστατικό υποκείμενο της εργατικής τάξης είναι αντιστρόφως ανάλογα αναπτυγμένο της ανάπτυξης των Παραγωγικών δυνάμεων;

2) Πώς θα ερμηνεύσουμε ότι τα πιο εμβληματικά κινήματα παγκοσμίως που μας νοηματοδοτούν δεν προέρχονται από τις κοινωνίες της Δύσης, εκεί που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι απίστευτα μεγάλη, αλλά από προκαπιταλιστικές, προδικαιικές κοινωνίες, όπως οι Τσιάπας στο Μεξικό και οι κοινότητες των Κούρδων στη Ροζάβα, εκεί που ο κοινοτισμός διατηρούσε έντονη την παρουσία του και πριν, όπου η εργατική τάξη, με τα χαρακτηριστικά  που της αποδίδει η μαρξική αφήγηση, είναι σχεδόν ανύπαρκτη;

3) Πώς θα εξηγήσουμε (με όρους ανάπτυξης των Παραγωγικών δυνάμεων) το κίνημα των Σκουριών της Χαλκιδικής; Ένα κίνημα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού που αναπτύχθηκε από τις τοπικές κοινωνίες και που εναντιώνεται τόσο στην καταστροφή του περιβάλλοντος όσο και των τοπικών κοινωνιών, έχοντας αντίπαλο μάλιστα όχι μόνο την πολυεθνική (Ελντοράντο) αλλά και τους ίδιους τους εργαζόμενους μεταλλορύχους, την εργατική τάξη δηλαδή;… Η Κίνα που θεωρείται η ναυαρχίδα της παγκόσμιας ανάπτυξης, δια στόματος του Προέδρου της Σι Τζινπίγκ, στο μέγαρο του λαού κατά την 200η επέτειο της γέννησης του Καρλ Μαρξ μίλησε για την ευθυγράμμιση της Κίνας με τις αρχές στου Μαρξισμού. Το παράδειγμα της Κίνας δείχνει την τερατογέννηση της συνάντησης του Καπιταλισμού με τον Σοσιαλισμό με ενοποιητικό στοιχείο την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
 
Συνοψίζοντας την κριτική  που γίνεται από τους υποστηρικτές της Αποανάπτυξης στο αφήγημα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και στη «πρόοδο» που αυτή επιφέρει, διαπιστώνουμε: η Νεωτερικότητα (της οποίας παιδί είναι αυτή η αφήγηση, μιας που τα πιο στέρεα εννοιολογικά της υλικά είναι η ανάπτυξη και η πρόοδος), έχει φτάσει στα όριά της. Όσοι-ες ενστερνίζονται την οπτική της Αποανάπτυξης,θεωρούν ότι τα όρια της αφήγησης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων τα θέτει το πεπερασμένο του πλανήτη και η εξάντληση των φυσικών πόρων-ενέργειας και υλικών- καθώς και τα όρια στην ενσωμάτωση των τεράστιων απόβλητων των οικονομικών δραστηριοτήτων,θεωρούν ότι απόρροια της υπέρβασης αυτών των ορίων είναι οι κλιματικές αλλαγές και οι συνακόλουθες καταστροφές.

Ο Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ροεγκεν γράφει για την αδυνατότητα που υπάρχει σε έναν πεπερασμένο πλανήτη να μιλάμε για απεριόριστη ανάπτυξη. Κριτική που συναντιέται και σε ορισμένους από τους επιγόνους του Μαρξ[1]

Αλλά αν εξετάσουμε –έστω επιφανειακά- άλλες θέσεις του Μαρξ, θα δούμε ότι υπάρχουν και ομοιότητες με κάποιες θέσεις της Αποανάπτυξης.  Για παράδειγμα, ο Μαρξ προείδε την καπιταλιστική δυναμική σαν τυφλή δύναμη από την οποία οι εταιρείες δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν, επειδή ο σταθερός και συνεχής ανταγωνισμός οδηγεί στη συνεχή επέκταση και ανανέωση του κεφαλαίου και των παραγωγικών δυνάμεων. Έγραψε: «Βλέπουμε πώς ο τρόπος παραγωγής, τα μέσα παραγωγής συνεχώς επαναστατικοποιούνται, πώς ο καταμερισμός της εργασίας οδηγεί σε μεγαλύτερο καταμερισμό, η εφαρμογή τεχνολογικών επιτευγμάτων έχει ως αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερη εφαρμογή τεχνολογίας, η εργασία σε μεγάλες κλίμακες οδηγεί αναγκαστικά σε ακόμα μεγαλύτερες κλίμακες. Αυτός είναι ο νόμος που αχρηστεύει συνεχώς τα παλιά κομμάτια της αστικής παραγωγής και αναγκάζει το κεφάλαιο να αξιοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας (…), ο νόμος που δεν του δίνει ανάπαυση και συνεχώς του ψιθυρίζει: “Εμπρός! Εμπρός! “».

Στη βιβλιογραφία για την Αποανάπτυξη, η διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω από τον Μαρξ θα μπορούσε πιθανώς να γίνει κατανοητή με τον όρο «επιτακτική ανάγκη ανάπτυξης». Ακόμα κι αν ο Μαρξ δεν χρησιμοποιεί τον όρο «φετίχ της κατανάλωσης», που είναι δημοφιλής στη θεωρία της Αποανάπτυξης, στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου του χρησιμοποιεί τον όρο «φετίχ του εμπορεύματος».
 
Όμως παρ ‘ όλες τις ομοιότητες των όρων που χρησιμοποιήθηκαν, υπάρχουν ποσοτικές διαφορές μεταξύ μαρξισμού και αποανάπτυξης:

1) Ο Μαρξ εντοπίζει την τυφλή δύναμη της συσσώρευσης του κεφαλαίου στην πλευρά της παραγωγής ή την βλέπει να βασίζεται στις συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις στον καπιταλισμό. Στη θεωρία της αποανάπτυξης έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία η αγορά, οι απαιτήσεις των καταναλωτών και η «ιδεολογία της ανάπτυξης», η οποία είναι και ο κινητήρας της.

2) Συσσώρευση κεφαλαίων και η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι συνώνυμες έννοιες.

3) Ο φετιχικός χαρακτήρας των προϊόντων δεν πρέπει να εξομοιώνεται με τον φετιχισμό της κατανάλωσης. Ο φετιχισμός των εμπορευμάτων πρέπει να γίνει κατανοητός στο πλαίσιο της αποξενωμένης εργασίας- έλλειψη αναφοράς στο προϊόν σαν δημιουργία του εργαζόμενου και η εξέλιξή του σε εμπόρευμα μέσα από τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής του, αποκρύπτοντας τους όρους υλοποίησης της ανταλλακτικής αξίας του.

Αλλά οι αντιφάσεις μεταξύ μαρξισμού και αποανάπτυξης είναι πιο εκτεταμένες από ό,τι τις παρουσιάσαμε εν συντομία εδώ. Έχουν τη δική τους ιστορία συζήτησης, η οποία ξεκίνησε όταν έγιναν αντιληπτά σε βάθος τα οικολογικά προβλήματα και εμφανίσθηκαν τα περιβαλλοντικά κινήματος στη δεκαετία του 1970. Συνεχίστηκε αυτή η συζήτηση με τις προσπάθειες προσέγγισης μεταξύ «πράσινων» και «κόκκινων» θέσεων μέσω της θεωρίας του «οικομαρξισμού» από τη μία πλευρά και από την άλλη μέσω της αυξανόμενης κριτικής της ανάπτυξης από μέρος του οικολογικού κινήματος – αλλά όχι μόνο– από την αλλαγή της χιλιετίας.

Τα ρήγματα μεταξύ τμημάτων του οικολογικού κινήματος και των Οικο -Μαρξιστών ήταν και είναι ακόμα βαθιά. Ο Μαρξ, λόγω της πίστης του στην ιστορική εξέλιξη και πρόοδο, όταν πρόκειται για το ζήτημα της ανθρώπινης επιβίωσης στη γη, μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου, επιλέγει τον άνθρωπο πρώτα. Κανένας αληθινός οικολόγος δεν θα στήριζε αυτή την πεποίθηση. Ο «ανθρωποκεντρισμός» του Μαρξ και η ιστορική του αισιοδοξία σχετικά με την δυνατότητα διαμόρφωσης της σχέσης μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου σε μια όλο και πιο ορθολογική βάση και ο αναπόφευκτος ο τρόπος που ο άνθρωπος αλλάζει τη φύση προς όφελος της απελευθέρωσής του στον σοσιαλισμό, συνοδεύονται από νέα σημεία κριτικής των αποαναπτυξιακών, που κατηγορούν τον Μαρξ ότι ανησυχεί μόνο για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και δεν παίρνει αποστάσεις από τις εγγενώς καταστροφικές δυνατότητες της βιομηχανοποίησης. «…Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφιβολία ότι ο Μαρξ δεν ήταν υπέρ της υπέρβασης των τεχνικών, αλλά μάλλον των θεσμικών και διαρθρωτικών χαρακτηριστικών των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Δεν αποδίδει καμιά αυταξία στη φύση»[2]
 
Όμως ο προβληματισμός πάνω στην οπτική ενός ανθρωποκεντρικού κόσμου δεν διαδραματίζει ουσιαστικά κανένα ρόλο και στο θεωρητικό υπόβαθρο της αποανάπτυξης. Όταν, για παράδειγμα, ο Γιώργος Καλλής περιγράφει τους (πολλούς) στόχους της αποανάπτυξης, υπάρχει και ένας για τις «σχέσεις του ανθρώπου με τον μη ανθρώπινο κόσμο», αλλά στο υπόλοιπο κείμενο αυτό το θέμα δεν εμφανίζεται πλέον. Όλοι οι άλλοι στόχοι της αποανάπτυξης που αναφέρουν οι συγγραφείς βάζουν τον άνθρωπο στο κέντρο.

Αλλά στην ανθολογία « Αποανάπτυξη: Λεξιλόγιο για μια νέα εποχή», η οποία δημοσιεύθηκε το 2015, και στην οποία έχουν συνεισφέρει πολλοί από τους διεθνώς εξέχοντες υποστηρικτές της αποανάπτυξης με θεματικά άρθρα, ο μαρξισμός ή ακόμα και ο σοσιαλισμός δεν εμφανίζονται ως ανεξάρτητα κεφάλαια, όπως ο καπιταλισμός. Εκεί εξηγείται γιατί οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης τείνουν να αποστασιοποιηθούν από τη μαρξιστική θεωρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμούν το πιθανό ασυμβίβαστο της αποανάπτυξης με τις προτεινόμενες από αυτήν πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. Άλλοι υπέρμαχοι της αποανάπτυξης παραδέχονται ότι υπάρχει θεμελιώδης ασυμβατότητα μεταξύ καπιταλισμού και αποανάπτυξης, αλλά συνήθως διστάζουν να εκφραστούν ενάντια στον καπιταλισμό.
 
Διατυπώνονται τρεις κυρίως λόγοι για τους οποίους δεν επιδιώκεται μια επιθετική αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό:

1) Από την άποψη της αποανάπτυξης, οι οικονομικές και παραγωγιστικές «φαντασιώσεις» της κοινωνίας αποτελούν τη βάση για την κυριαρχία του καπιταλισμού. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο με την έννοια ότι οι φαντασιώσεις αυτές προηγούνται και δημιουργούν μετά καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις για την ικανοποίησή τους , και όχι το αντίστροφο, όπως υποθέτουν οι Μαρξιστές.

2) Η ετερογενής προσέγγιση της αποανάπτυξης- το ότι πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις προσπαθούν να βρουν κοινή συνισταμένη -απαγορεύει την προτίμηση για μια συγκεκριμένη (μαρξιστική) προσέγγιση.

3) Πολλοί υποστηρικτές της Αποανάπτυξης ενδιαφέρονται να αυξήσουν την αποδοχή των ιδεών τους στην κοινωνία ή να βρουν δεσμούς με την Επιστημονική Κοινότητα, και μια αποφασιστικά αντικαπιταλιστική στάση δεν βοηθάει σε αυτό.

Η τελευταία αιτιολόγηση απορρίπτεται από πολλούς υποστηρικτές της αποανάπτυξης, οι οποίοι αποστρέφονται το «κυρίαρχο επιστημονικό ρεύμα», το οποίο έχει την τάση να ακολουθεί στρατηγικές μη συγκρουσιακές με τις ισχύουσες σχέσεις εξουσίας, άλλο τόσο βέβαια απορρίπτεται από την μαρξιστική άποψη, ειδικά αν συνδέεται αυτή η τάση των επιστημόνων με ένα καθαρό οπορτουνιστικό κίνητρο.
 
Από την άλλη, οι Οικομαρξιστές έχουν περίπλοκη στάση έναντι άλλων θέσεων της θεωρία της αποανάπτυξης. Υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα και ποικιλομορφία γνωμών, που δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε εδώ. Μια πρώτη κατεύθυνση χαρακτηρίζεται από μια πολύ ισχυρή σύγκλιση με την Αποανάπτυξη, όπως συμβαίνει με κάποιους που αυτοαποκαλούνται οικοσοσιαλιστές και έχουν πάρει αποστάσεις από τον Μαρξισμό.

Μια δεύτερη κατεύθυνση, που συνήθως αποκαλείται «Σχολή Ρήξης»(Rift School»)[3], έχει εκπρόσωπο τον John Bellamy Foster, ο οποίος θεωρεί ότι στις βιομηχανοποιημένες χώρες είναι πιθανώς αναγκαία η μετάβαση στη «μη ανάπτυξη-στασιμότητα» ή τη συρρικνούμενη οικονομία. Αλλά επικρίνει τη στάση των υποστηρικτών της αποανάπτυξης σε σχέση με τον μαρξισμό και τον υποστηρίζει -μια συρρικνούμενη οικονομία, σύμφωνα με τη Σχολή της Ρήξης, είναι η μόνη συμβατή με ένα μαρξιστικό οικονομικό σύστημα (Foster 2011).

Μια τρίτη κατεύθυνση από την άλλη πλευρά, αρνείται την αναγκαιότητα οικονομικής στασιμότητας ή συρρίκνωσης. Σε ένα μαρξιστικό οικονομικό σύστημα, θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες οι τεχνολογίες που παρήγαγε το καπιταλιστικό σύστημα, γιατί, ενώ στα πλαίσια του καπιταλισμού έχουν την παρενέργεια- όπως εξήγησε και ο Μαρξ- να «υπονομεύουν ταυτόχρονα τις πλουτοπαραγωγικές πηγές: τη γη και τους εργαζόμενους»,  σε ένα μαρξιστικό σύστημα αυτό θα άλλαζε ουσιαστικά, κατά την άποψή τους.
 
Υπάρχει και ένα άλλο επιχείρημα κατά του Μαρξισμού και των επιγόνων του, που στην αρχή διατυπώθηκε από το περιβαλλοντικό κίνημα και στη συνέχεια από ορισμένους άλλους:ο Μαρξ σκεφτόταν οτιδήποτε άλλο εκτός από οικολογικά και ότι ακολουθώντας τις διδασκαλίες του θα οδηγούμασταν σε μια εντελώς λάθος κατεύθυνση. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν το εν λόγω επιχείρημα είναι έγκυρο ή αν υπάρχουν επιχειρήματα που θα αποκαταστούσαν τον Μαρξ ως οικολογικό στοχαστή. Αλλά ακόμα και αν υπάρχουν οικολογικές ιδέες στο έργο του Μαρξ, το επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι αν η σκέψη του Μαρξ και η ερμηνεία της από τους οικομαρξιστές είναι συμβατή με το κύριο περιεχόμενο της αποανάπτυξης ή αν υπάρχουν αντιφάσεις που είναι δύσκολο να ξεπεραστούν.
 
Με αυτήν την έννοια, ένα μεγάλο πρόβλημα για παράδειγμα, είναι ο «Προμηθεϊσμός» του Μαρξ: Ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για τη δυναμική του καπιταλισμού και τα τεχνολογικά επιτεύγματα που την συνοδεύουν. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο αυτή η στάση εκφράζεται με πολύ σαφήνια: «Η αστική τάξη έχει δημιουργήσει τις πιο μαζικές και κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις από όλες τις προηγούμενες γενιές μαζί στα σχεδόν εκατό χρόνια της ταξικής κυριαρχίας της. Η υποταγή των δυνάμεων της φύσης, ο μηχανικός εξοπλισμός, η εφαρμογή της χημείας στη βιομηχανία και τη γεωργία, η ατμοπλοΐα, οι σιδηρόδρομοι, οι ηλεκτρικές κολώνες, η καλλιέργεια ολόκληρων τμημάτων του κόσμου, η πλοηγησιμότητα των ποταμών, το ξερίζωμα ολόκληρων πληθυσμών-τι θα μπορούσε να φανταστεί ο προηγούμενος αιώνας από τέτοιες παραγωγικές δυνάμεις στην διάθεση της κοινωνικής εργασίας;»

Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ είδε την ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό ως προϋπόθεση για την πτώση του και τη μετάβαση στην κυριαρχία της τάξης των ελεύθερα συνδεδεμένων εργατών.

Κάθε μορφή κοινωνίας, επομένως και ο καπιταλισμός, αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις υπό τις αντίστοιχες συνθήκες ή περιορισμούς στο έπακρο και στη συνέχεια αυτές «φρενάρονται» («οι παραγωγικές σχέσεις βάζουν εμπόδια στις παραγωγικές δυνάμεις»), λόγω των δημιουργημένων αντιφάσεων ή-με άλλα λόγια-λόγω της αυξανόμενης ασυμβατότητας των σχέσεων παραγωγής με τις συνθήκες ύπαρξης της αντίστοιχης μορφής κοινωνίας, που στη συνέχεια –για να αρθεί αυτή η ασυμβατότητα-οι δυνάμεις παραγωγής της κοινωνίας οργανώνονται με νέα μορφή-μέσω βίας ή μη-και περνάμε σε νέας μορφής κοινωνία με μια υψηλότερη παραγωγή.

Ο καπιταλισμός είναι επομένως το απαραίτητο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης για τη συνέχιση της κοινωνικής προόδου, προϋπόθεση για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον ύψιστο βαθμό. Η «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας (…) είναι το ιστορικό έργο και η δικαίωση του κεφαλαίου» (Μαρξ/Έγκελς).

Αλλού οι διόσκουροι του Μαρξισμού μιλάνε για “επαναστατικοποίηση της φύσης” μέσω του συνδυασμού της σύγχρονης φυσικής επιστήμης με τη σύγχρονη βιομηχανία. Αυτή η «επαναστατικοποίηση» μπορεί βέβαια να μεταφραστεί και σαν γνώση της φύσης μέσω αυτού του συνδυασμού. Tο γεγονός ότι ο Μαρξ θεωρούσε την κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση τόσο απαραίτητη όσο και θεμελιωδώς θετική, επαναλαμβάνεται και στο “Grundrisse”.

Στο πλαίσιο τέτοιων εκφράσεων από τον Μαρξ, γίνεται κατανοητό γιατί επικρίθηκε από οικολογικά σκεπτόμενους ανθρώπους ως «φυσιοεχθρικός» και από στοχαστές-διανοούμενους ως επιβεβαιωμένα «παραγωγιστής». Αλλά η άποψη του Μαρξ για τη φύση στην ερμηνεία του από τον οικομαρξισμό δεν είναι τόσο σαφής. Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις μπορούν να συμφιλιώσουν τη σκέψη του Μαρξ με την οικολογική σκέψη – όχι βέβαια με κάθε μορφή οικολογικής σκέψης. Χαρακτηριστικό της πρώτης είναι η σχετικοποίηση του Προμηθεϊσμού του-από τη Σχολή της Ρήξης- με την μαρξική περιγραφή της σχέσης ανθρώπου-φύσης ως μεταβολική σχέση και της ανθρώπινης εργασίας ως διαμεσολαβητή αυτού του μεταβολισμού. Ενώ της δεύτερης προσέγγισης είναι η επιβεβαίωση μεν του Προμηθεϊσμού, αλλά με τη μορφή του «οικομοντερνισμού»[4].
 
Υπάρχει ένα κοινό σημείο μεταξύ του οικονεωτεριστικού οικομαρξισμού και της θεωρίας της αποανάπτυξης: ο πόλεμος κατά του συνολικού καπιταλιστικού συστήματος θα πρέπει να είναι σε δεύτερη μοίρα, δεδομένου ότι δεν μας απομένει ακόμα πολύς χρόνος για να αποφύγουμε την καταστροφή από την κλιματική αλλαγή. Υπάρχουν πιο σημαντικοί και ρεαλιστικοί στόχοι που πρέπει να πετύχουμε προγουμένως, και όταν τους πετύχουμε, θα μπορέσουμε εν τέλει να ξεμπερδέψουμε και με τον «καπιταλισμό των ορυκτών καυσίμων».

«Κάθε επιχείρημα γύρω από τις γραμμές “μια είναι η λύση-επανάσταση” (one solution – revolution) ή, λιγότερο συντετμημένα,” οι σοσιαλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας είναι απαραίτητες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής”, είναι πλέον αβάσιμο. Οι εμπειρίες των τελευταίων δύο αιώνων δείχνουν ότι ο σοσιαλισμός είναι μια επώδυνη κατάσταση για να επιτευχθεί. Οποιαδήποτε πρόταση για τη δημιουργία του σε μια παγκόσμια κλίμακα πριν από το 2020 και μετά να αρχίσει ο σοσιαλισμός να κόβει τις εκπομπές διοξειδίου, δεν θα ήταν μόνο γελοία αλλά και παράτολμη. Αυτή τη στιγμή, η έρευνα για την κλιματική καταστροφικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας , μπορεί να είναι ο μόνος ρεαλιστικός στόχος για να αξιολογηθούν τα εμπόδια της μετάβασης. (…). Εάν ο γρήγορος ρυθμός της κλιματικής αλλαγής αναγκάζει τους επαναστάτες να είναι λίγο ρεαλιστές, υποχρεώνει άλλους να αρχίσουν να συλλογίζονται επαναστατικά μέτρα.» (Malm 2016).

Αλλά η αποανάπτυξη  δεν αποδέχεται την αναγκαιότητα του απελευθερωτικού δυναμικού των υπαρχουσών τεχνολογίών σαν προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός ορθολογικού μεταβολισμού μεταξύ ανθρώπου- φύσης και αυτό για την άποψη του οικομαρξισμού που πλησιάζει τον οικομοντερνισμό αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης, καθώς η επιμονή των υποστηρικτών της αποανάπτυξης στην αναγκαιότητα συρρίκνωσης της οικονομίας αποσπά την προσοχή από πιο ρεαλιστικές δυνατότητες.

Η σχολή της Ρήξης και η θεωρία της αποανάπτυξης, από την άλλη πλευρά, έχουν περισσότερα κοινά: την απόρριψη των αμιγώς τεχνολογικών λύσεων στα περιβαλλοντικά προβλήματα και την υπεράσπιση μιας συρρίκνωσης της οικονομίας.
 
Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο μαρξισμός και ο σαφής αντικαπιταλισμός απορρίπτονται από πολλούς  θεωρητικούς της αποανάπτυξης, ενώ για τους οικομαρξιστές, η υπέρβαση του καπιταλισμού είναι η πρώτη προτεραιότητα. Και δεν υπάρχει ακόμα σύγκλιση σε κάποια από τις δυνατές μορφές κοινωνίας που θα μπορούσαν να προκύψουν μετά την έναρξη της  φάσης συρρίκνωσης της οικονομίας. Επιπλέον, οι εκπρόσωποι της σχολής της ρήξης είναι αφοσιωμένοι κυρίως στον νεωτερισμό-μια επιστροφή σε παραδοσιακές κοινωνικές  μορφές, τις οποίες έχουν κατά νου πολλοί θεωρητικοί της αποανάπτυξης δεν είναι σίγουρα ο στόχος τους.
 
Εν κατακλείδι: Η θεωρία της Αποανάπτυξης είναι μάλλον συμβατή με τον ανθρωποκεντρισμό του Μαρξ. Και οι δύο θεωρητικές προσεγγίσεις πιστεύουν ότι θα είναι δυνατή μια καλύτερη ανθρώπινη ζωή(ευζωία) τώρα και στο μέλλον με την αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού συστήματος.

Απλά, η θεωρία της Αποανάπτυξης τονίζει περισσότερο τον αντικαταναλωτισμό, την οικολογική βιωσιμότητα και την αναγκαιότητα της ένταξης του ανθρώπου στη φύση με ισορροπημένη σχέση προς τις δυνατότητες των οικοσυστημάτων και του πλανήτη(όχι με σχέση κυρίαρχου), ενώ ο Μαρξισμός τονίζει πιο ρητά την αναγκαιότητα της αλλαγής του συστήματος.

Φαίνεται ότι στο μέλλον μπορεί να υπάρξει προσέγγιση των δύο ρευμάτων στη βάση της μαρξικής ερμηνείας από τον Οικομαρξισμό και την Σχολή Ρήξης, αν το αίτημα για μια ορθολογική ρύθμιση του μεταβολισμού ανθρώπου-φύσης γίνει κατανοητό ως απαίτηση για περισσότερη οικολογική ισορροπία και αποφασιστική μείωση της κατανάλωσης πόρων και ενέργειας.

Ο Μαρξ δεν μπορούσε να ξέρει πώς η αλληλοεξαρτημένη σχέση παραγωγής και κατανάλωσης, που αυτός είχε αναγνωρίσει, θα παράγει κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα και μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο έναν εύθραυστο συνασπισμό στην ταξική σύγκρουση-σοσιαλδημοκρατική ρύθμιση-  μέσω της αυξανόμενης δύναμης των εργατικών συνδικάτων και του συμφέροντος της καπιταλιστικής τάξης.

Με την πάροδο του χρόνου, το εισόδημα των εργαζομένων μεγάλωσε πέρα από αυτό που ήταν απαραίτητο για την αναπαραγωγή τους. Από τα μέσα του 20ου αιώνα άρχισε η περίοδος της μαζικής κατανάλωσης  στη Δύση-ενώ στην Ανατολή ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», κρατικός καπιταλισμός κατά ορισμένους διαφωνούντες μαρξιστές, αποτύγχανε να δημιουργήσει συνθήκες κομμουνιστικής κοινωνίας –και μέσω αυτής, η δίψα των εργαζομένων για έναν επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μειώθηκε.

Είχαμε μια ιδιότυπη συνεργασία μεταξύ του εργατικού κινήματος-αγώνας για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, συλλογικές συμβάσεις εργασίας- και των ενώσεων των εργοδοτών καπιταλιστών-υπερπαραγωγή, υπερκατανάλωση, μεγιστοποίηση των κερδών και επενδύσεις σε νέες θέσεις εργασίας- που στο πολιτικό επίπεδο εκφράσθηκε με την «σοσιαλδημοκρατική ρύθμιση» και τον λεγόμενο «ιστορικό συμβιβασμό» της αριστεράς.

Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν ότι οι εργαζόμενοι απέκτησαν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την «πίτα» της καπιταλιστικά δημιουργούμενης αξίας και μπορούσαν να διεκδικούν όλο και περισσότερομέρος από αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «κατανάλωση πολυτελείας». Σήμερα η εργατική τάξη- στα πλαίσια της καπιταλιστικής δομικής κρίσης- δεν διεκδικεί πια την αλλαγή του συστήματος και τη θέση που της είχε δώσει ο Μαρξ σαν το «επαναστατικό υποκείμενο» αυτής της αλλαγής.

Οι αγώνες των συρρικνωμένων πια συνδικάτων περιορίζονται στη διατήρηση των θέσων εργασίας στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, έστω και με μειωμένους μισθούς. Στη διατήρηση θέσων εργασίας σε επιχειρήσεις που έχουν μεγάλο οικολογικόκαι κοινωνικό αποτύπωμα, όπως είναι η πυρηνικήκαι πολεμική βιομηχανία,η χημική βιομηχανία τοξικών προϊόντων και απόβλητων ή σε βιομηχανίες εξορύξεων- επεξεργασίας άνθρακα, σπάνιων γαιώνκαι υδρογονανθράκων,καθώς και αυτοκινητοβιομηχανιών που συμμετέχουν στην υπέρμετρη εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου και στην κλιματική αλλαγή.

 
Αντίθετα, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης σήμερα, έχουν βάλει σαν στόχο την αλλαγή των «κοινωνιών της αφθονίας» και της αέναης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και διεκδικούν την συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στους παραπάνω αναφερόμενους τομείς, γιατί υπάρχουν όρια στους ρυθμούς κατανάλωσης των πόρων και ενέργειας που απαιτούνται και στα απόβλητα που εναποτίθενται στο περιβάλλον, τα οποία όρια τίθενται από τα ίδια τα πλανητικά και τοπικά οικοσυστήματα και δεν μπορούν να ξεπερασθούν, γιατί θα χρειαζόμασταν 2ο και 3ο πλανήτη.
 
Σε αυτό τον στόχο μπορούν να συνευρεθούν-όπως αναφέρθηκε πιο πάνω- με μέρος του σημερινού οικομαρξιστικού κινήματος. Αλλά κυρίως με το κίνημα του κοινωνικού αναρχισμού, της κοινωνικής-πολιτικής οικολογίας και του ελευθεριακού κομμουνισμού-κοινοτισμού-κομμουναλισμού (όπως έχει εκφρασθεί από τον Μ. Μπούκτσιν: βλέπε
Ο Ελευθεριακός Κοινοτισμός-Κομμουναλισμός), που σήμερα συμμετέχουν σαν συνιστώσες στο δημιουργούμενο και συνεχώς επεκτεινόμενο Κίνημα των ΚΟΙΝΩΝ.
 
Από τη δική μας σκοπιά, που εκφράζουμε το αίτημα της μετάβασης σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία συνδυάζοντας τα προτάγματα της Αποανάπτυξης, της Αυτονομίας, του Κοινοτισμού και της Άμεσης Δημοκρατίας, τα ΚΟΙΝΑ έχουν εξέχουσα θέση στα πλαίσια αυτής της μετάβασης. Ειδικότερα τα αντικαπιταλιστικά ΚΟΙΝΑ, τα οποία δεν είναι ο τελικός στόχος του αντικαπιταλιστικού αγώνα, αλλά το μέσο για την επιτυχία της μετάβασης σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες αποανάπτυξης και Κοινοτισμού(βλέπε:
Τα κοινά ως στρατηγική αποανάπτυξης) , όταν οι ανθρώπινες κοινότητες-αν προλάβουν-θα επιλέξουν την Κοινότητα των Κοινοτήτων σαν τρόπο νέας κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης, όπως την σκιαγραφούμε στο προαναφερθέν τελευταίο μας βιβλίο.
[1] Όπως ο Ντέιβιντ ΧάρβεΪ, επιφανής Γεωγράφος, Μαρξιστής, κατά δήλωσή του που αναφέρει ότι ο Καπιταλισμός έχει ανάγκη από την ανακάλυψη καινούργιων εξωγήινων πολιτισμών, προς εκμετάλλευσή τους.
[2] Ο Niko Paech, γερμανός θεωρητικός της αποανάπτυξης(Paech 2017), επικρίνει τον περιορισμό της έννοιας της εκμετάλλευσης των εργαζομένων στο μισθολογικό και δεν κριτικάρονται καθόλου οι καταναλωτικές φιλοδοξίες των εργαζομένων: «Σε αντίθεση με αυτές τις προβλέψεις (Σημείωση: η θεωρία του Μαρξ για την φτώχεια στον καπιταλισμό), η τεχνολογική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας έχει δημιουργήσει τεράστιες δυνατότητες για αυξήσεις των μισθών. Την ίδια στιγμή
η επαρκής οικονομική ανάπτυξη δεν απέτρεψε μόνο την πολιτική αποσταθεροποίηση λόγω ανεργίας, αλλά οδήγησε ακόμη περισσότερα άτομα να ενσωματωθούν στη βιομηχανική διαδικασία. Γιατί δεν ονομάζεται επίσης “εκμετάλλευση”, από την μαρξιστική οπτική, η παγκόσμια καταναλωτική τάξη…, της οποίας ο καταστροφικός τρόπος ζωής καταβροχθίζει τώρα την οικολογική ικανότητα αρκετών πλανητών;»
[3] Ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ και οι οικομαρξιστές που στηρίζονται στις θεωρίες του ονομάζονται “Σχολή της Ρήξης” επειδή η αφετηρία τους είναι η ερμηνεία του Μαρξ από τον Φόστερ, σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ ανακάλυψε στον “μεταβολισμό” μεταξύ ανθρώπου και φύσης μια ρήξη που προκαλείται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η οποία ρήξη είναι θεμελιώδης για την οικολογική καταστροφή τόσο κατά την περίοδο του Μαρξ όσο και στο παρόν.
 
[4] Ο οικομοντερνισμός ερμηνεύει την «κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσης» με την κατασκευήμιας δεύτερης “φύσης” γύρω του, δεχόμενος ότι ο άνθρωπος ως «ζώο που φτιάχνει εργαλεία» έχει πάντα αλλάξει το περιβάλλον του για ίδιους σκοπούς – κυρίως για επιβίωση – και στον καπιταλισμό όπως και σε κάθε άλλη μορφή κοινωνίας. Ο «έλεγχος της φύσης» είναι συγκρίσιμος με το παράδειγμα του καλού μουσικού που «όταν μιλάμε ότι ελέγχει το μουσικό του όργανο, εννοούμε ότι μπορεί να το παίξει με μαεστρία και όχι να το χτυπήσει με σφυρί. Ο έλεγχος της φύσης μπορεί να κατανοηθεί με τον ίδιο τρόπο»

topikopoiisi.eu

Αποανάπτυξη και Μαρξισμός - Οικομαρξισμός

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;