ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ (1894-1925): Ιστορία και θρύλοι του «Βασιλιά των Ορέων» ΠΗΓΗ: zenithmag.wordpress.com
«ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ (1894-1925)
Ιστορία και θρύλοι του «Βασιλιά των Ορέων»
«Τί πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους αφού βρε κωλογαλονάδες γαμώ τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένειά σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσωμε. Τί φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Έλα εσύ ρε αρχίδι και γίνε τσομπάνος και αν θέλης πρόδωσέ με. Την μίαν την βραδυάν θα με προδώσεις, την άλλη την βραδυάν θα σε κόψω σαν τ’ αρνάκι. Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσεις τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τ’ άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Κι αυτή τη στιγμή σε καλούμε να έλθης βρε αρχίδι να έλθης να πολεμήσωμε εδώ απάνω εις τον άγιον Προφήτην Ηλίαν…»
Γράμμα του Λήσταρχου Φώτου Γιαγκούλα προς τον αρχηγό της χωροφυλακής
«Ο πιο διαβόητος απ’ όλους ήταν ο λήσταρχος Γιαγκούλας, που περιφερόταν στις πλαγιές του Ολύμπου. Κάθε τόσο ξεθάρρευε και κατέβαινε και στον κάμπο, και τον Ιούνιο του 1925 αναφέρθηκε πως είχε μπει στην πόλη (σ.σ. στη Θεσσαλονίκη) ντυμένος παπάς, είχε πιει καφέ στο ζαχαροπλαστείο Ντορέ κι είχε πάει βόλτα προς τον Λευκό Πύργο, με την αστυνομία κατά πόδας. Ο Γιαγκούλας ήταν άξιος απόγονος των ληστρικών εκείνων σωματων που είχαν τρομοκρατήσει τη Θεσσαλονίκη και την ενδοχώρα της επί αιώνες. Όπως οι προκάτοχοί του, έτσι κι αυτός καυχιόταν μεγαλόστομα για τη ‘δική του δικαιοσύνη’, την οποία απένειμε, και στις μισογράμματες επιστολες του αποκαλούσε τον εαυτό του »Βασιλιά των Ορεών’».
Mark Mazower, Θεσσαλονίκη: Πόλη των Φαντασμάτων, σελ.454
Γράφει ο Αστέριος Ντάλλας
Η ακριβής ημερομηνίας γέννησης του διαβόητου λήσταρχου Γιαγκούλα, του φόβου και τρόμου του Ολύμπου και των Πιερίων, παραμένει άγνωστη, αν και μία πιθανή χρονολογία είναι το 1894. Ο Φώτης ή Φώτος Γιαγκούλας είδε το φως του κόσμου κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα στο χωριό Μεταξάς κοντά στα Σέρβια Κοζάνης, λίγα χιλιόμετρα νοτίως του Βελβεντού. Ο θάνατος του στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, υπήρξε ωστόσο, επεισοδιακός όσο και ο βίος του και έγινε πρώτη είδηση.
Ο αμφιλεγόμενος Φώτης Γιαγκούλας, ο άνθρωπος που λέγεται ότι είχε στο ενεργητικό του τόσους φόνους όσες και αγαθοεργίες, αγαπούσε την καλή ζωή, γοήτευε τις γυναίκες και ευκαιρίας δοθείσης, χλεύαζε και εξευτέλιζε τη χωροφυλακή.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Φώτης Γιαγκούλας: Ο απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες» (εκδόσεις Μεταίχμιο), «[…] Ο λήσταρχος Φώτης, γνωστός ως Φώτος ή Φώτης Γιαγκούλας [….] ξεκινά τη δράση του με ένα ‘έγκλημα τιμής’, καθώς κατεβαίνει στην Αθήνα και φονεύει έναν υπομοίραρχο που είχε βιάσει μια ξαδέλφη του. Στη συνέχεια «βγαίνει στο κλαρί», επικηρύσσεται το 1920 και σκοτώνεται σε συμπλοκή με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Έδρασε κυρίως στην περιοχή του Ολύμπου, με φόνους, ληστείες και απαγωγές να καταγράφονται στο ενεργητικό του, ενώ για ένα μικρό διάστημα διέμεινε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε σχέση με κυρία της αριστοκρατίας, φυσικά».
Κατά μία άλλη εκδοχή, στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου, ο νεαρός Γιαγκούλας κατηγορήθηκε για ζωοκλοπή από τους συγχωριανούς του, σε μια εποχή πείνας και εξαθλίωσης. Φώναζε ότι είναι αθώος, αλλά φυλακίστηκε για τέσσερις μήνες στη Λάρισα. Βγαίνοντας πήρε τα βουνά και τον δρόμο της παρανομίας.
O θρυλικός λήσταρχος λοιπόν, έδρασε την άγρια εποχή του Μεσοπολέμου στον Όλυμπο και στα Πιέρια, την Ελασσόνα και την Κοζάνη. Έστηνε τα καρτέρια του στις κλεισούρες και με τη συμμορία του, ριχνόταν σε ληστείες και απαγωγές. Η ιστορία του, όπως και οι ιστορίες άλλων ληστών και λησταρχαίων της εποχής, κυκλοφορούσαν σε φτηνά αναγνώσματα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και τροφοδοτούσαν τη λαϊκή φαντασία. Ίσως, επειδή, όπως λέγεται, με τα κέρδη του βοηθούσε φτωχούς.
Τα περισσότερα από αυτά που έκλεβε από τους πλούσιους και τις Αρχές, τα μοίραζε σε αγαθοεργίες και στους φτωχούς. Εξανάγκαζε δύστροπους γονείς να παντρέψουν τα ερωτευμένα παιδιά τους με εκείνους που πραγματικά αγαπούσαν -γινόταν μάλιστα και ο ίδιος κουμπάρος για να επιβλέπει πως θα τελεστεί κανονικά ο γάμος των ερωτευμένων παιδιών- αντί να τα δώσουν με το ζόρι να παντρευτούν σε γάμους συμφέροντος. Ένα τέτοιο ερωτευμένο ζευγάρι, που παντρεύτηκε με τις «ευλογίες» του Γιαγκούλα και σε πείσμα των γονιών τους, ήταν και στο Ελατοχώρι Πιερίας και το ευτυχισμένο ζευγάρι απέκτησε πολλούς απογόνους και τα εγγόνια τους στο Ελατοχώρι μνημονεύουν με τα καλύτερα λόγια την δίκαιη παρέμβαση του λήστραρχου Γιαγκούλα χωρίς την οποία δεν θα ζούσαν τόσα παιδιά, που ήταν καρποί του έρωτα και όχι του εξαναγκασμού.
«Ο βασιλεύς των Ορέων»
Ο Γιαγκούλας ήταν επικηρυγμένος αντί 600.000 δραχμών, ποσό πολύ υψηλό για την εποχή και η χωροφυλακή τον κυνηγούσε μανιωδώς, με τη βοήθεια πρόθυμων καταδοτών, που λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη Γερμανική Κατοχή διέπρεψαν κι ως καταδότες και συνεργάτες των Ναζί κατακτητών προδίδοντας αντάρτες και αγωνιστές.
Για να μπορεί να κυκλοφορεί και να πηγαίνει στις αγαπημένες του ταβέρνες ο Γιαγκούλας μεταμφιεζόταν. Είχε γίνει μάλιστα μαέστρος στη μεταμφίεση. Συχνά πυκνά δε, καθόταν ακριβώς δίπλα στους χωροφύλακες και τους άκουγε να φλυαρούν για κείνον και να εξυφαίνουν σχέδια για τη σύλληψη του. Συχνά περνούσε μεταμφιεσμένος δίπλα από αφίσες Επικύρηξης που είχαν τη φωτογραφία του και κανένας δεν τον έπαιρνε χαμπάρι.
Μια φορά φεύγοντας από ένα ταβερνείο άφησε κάτω από το πιάτο του ένα χαρτάκι που έγραφε «βασιλεύς των Ορέων, Γιαγκούλας». Ο ταβερνιάρης το βρήκε και το έδειξε στους διώκτες του. Εκείνοι φυσικά, έγιναν έξω φρενών, αλλά δεν ήταν και η πρώτη φορά που τους κορόϊδευε κατάμουτρα. Τον Ιούνιο του 1925 μπήκε μάλιστα στη Θεσσαλονίκη μεταμφιεσμένος σε παπά. Ήπιε αμέριμνος τον καφέ του στο γνωστίο ζαχαροπλαστείο «Ντορέ» στην Πλατεία Τσιρογιάννη και πήγε βόλτα προς τον Λευκό Πύργο με την αστυνομία κατά πόδας…
Το γράμμα προς τον αρχηγό της χωροφυλακής
Κάποια στιγμή έφτασαν στα αφτιά του ιστορίες ότι οι χωροφύλακες κακομεταχειρίστηκαν χωρικούς, πρακτική που ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη κατά την καταδίωξη ληστών.
Εξοργισμένος έστειλε στον αρχηγό της χωροφυλακής ένα γράμμα, στο οποίο του εξηγούσε (με πολύ γλαφυρό τρόπο) τον λόγο για τον οποίον κανένας βοσκός δεν επρόκειτο να τον προδώσει.
Το γράμμα έγραφε τα εξής: «Τί πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους αφού βρε κωλογαλονάδες γαμώ τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένειά σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσωμε. Τί φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Έλα εσύ ρε αρχίδι και γίνε τσομπάνος και αν θέλης πρόδωσέ με. Την μίαν την βραδυάν θα με προδώσεις, την άλλη την βραδυάν θα σε κόψω σαν τ’ αρνάκι. Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσεις τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τ’ άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Κι αυτή τη στιγμή σε καλούμε να έλθης βρε αρχίδι να έλθης να πολεμήσωμε εδώ απάνω εις τον άγιον Προφήτην Ηλίαν…»
Η μεγάλη απόδραση
Η πρώτη μεγάλη, επισήμως καταγεγραμμένη, προσβολή προς τις αρχές ήταν όταν ο Γιαγκούλας απέδρασε σιδηροδέσμιος, μέσα από το τρένο που τον μετέφερε στο Γκεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη για να εκτίσει την ποινή του.
Οι αρχές τον είχαν συλλάβει λίγο νωρίτερα, αλλά ο Γιαγκούλας κατάφερε να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια τους.
Η απόδραση έγινε για άλλη μια φορά θέμα στον Τύπο της εποχής, κυρίως εξαιτίας της… τακτικής του: Τους έβαλε να πιουν κρασί, έκανε τον κοιμισμένο και όταν οι χωροφύλακες όντες ζαλισμένοι αποκοιμήθηκαν, εκείνος πήδηξε έξω από το τρένο….
Με δυό σφαίρες
Ο Γιαγκούλας σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου. Η συμπλοκή κράτησε οκτώ ολόκληρες ώρες.
Ο Γιαγκούλας και η συμμορία του βρέθηκαν αντιμέτωποι με 27 χωροφύλακες, αγροφύλακες και καταδότες.
Επικεφαλής ήταν ο μοίραρχος της χωροφυλακής και ορκισμένος εχθρός του, Ιωάννης Πετράκης. Τελικά, ο Φώτος έπεσε νεκρός με δύο σφαίρες στην κοιλιά.
Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν επίσης, ο συνεργάτης του, Πάνος Μπαμπάνης, ο λήσταρχος Τσαμήτρας και ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας.
Τα κεφάλια των ληστών εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτίριο του δικαστηρίου.
Η φωτογραφία με τα κομμένα κεφάλια δημοσιεύτηκε στον Τύπο, ώστε να επιβεβαιωθεί ο θάνατος του και να «ησυχάσει» ο κόσμος. «Οι τρομεροί αρχιλησταί Γιαγκούλας και Μπαμπάνης, οι οποίοι είχον καταστή το φόβητρν ολόκληρων επαρχιών και εκρατούν διαρκώς εν αναστατώσει την χωροφυλακή και τον στρατόν με την καταδίωξιν ρων εξωντώθησαν επί τέλους προχθές εις τον Όλυμπον, κατόπιν πολύωρου συμπλοκής», έγραψε σε σχετικό πηχαίο άρθρο της η εφημερίδα «Μακεδονία».
«Στις 26 Σεπτεμβρίου 1925 τα κεφάλια των Γιαγκούλα, Μπαμπάνη, Τσαμήτρα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και παραδόθηκαν στο ιατροδικαστικό εργαστήριο της οδού Σωκράτους. Και τα τρία διατηρούνταν σε καλή κατάσταση».
Η μαρτυρία για τον αποκεφαλισμό του
Σχετικά με τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία:
«Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε το μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει. Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, ‘διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου’. Και ο κτηνοτρόφος ‘όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης’».
Ο Βασίλης Τζανακάρης στο βιβλίο του «Όταν σκοτώνεται ο απέθαντος» περιγράφει τη στιγμή που ο μοίραρχος Μανώλης Πετράκης ζήτησε να κόψουν το κεφάλι του Γιαγκούλα. «»Τι τους κοιτάτε, μωρέ, και δεν τους παίρνετε τα κεφάλια; Περιμένετε να ζωντανέψουν; Πάει τέλειωσε μ’ αυτούς, κόψτε τα να τελειώνουμε!» βρυχήθηκε ο μοίραρχος Μανώλης Πετράκης. Είχε στραβώσει το πηλήκιο με το έμβλημα της Δημοκρατίας που φορούσε και τα γαλόνια στα μανίκια της στολής του ήταν γεμάτα σκόνη και καπνιά.
Οι μπότες του ήταν άβαφες, βρόμικες, γδαρμένες κι ο ίδιος έδειχνε ανήσυχος. Κάθε τόσο χτυπούσε τα πόδια του στις πέτρες να διορθώσει ό,τι μπορούσε να διορθωθεί από την τσαλακωμένη του εμφάνιση κι έριχνε άγριες ματιές κατά το μέρος του πισθάγκωνα δεμένου Λεωνίδα Μπαμπάνη που τον φύλαγαν δυο χωροφύλακες. Οι περισσότεροι από τους άντρες του αποσπάσματος τον κοιτούσαν σιωπηλοί. Δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο αυτό που ζητούσε ο καπετάνιος τους. Και μόνο που το σκέφτονταν, ιδιαίτερα κάτι νέα και πρωτόβγαλτα παλικαράκια, ανατρίχιαζαν. Από την άλλη τα κεφάλια έπρεπε να κοπούν όσο τα κορμιά των ληστών ήταν ακόμη ζεστά και δεν είχε αρχίσει να στεγνώνει το αίμα.
Από τη δύσκολη θέση τούς έβγαλε ένας γεροδεμένος και ηλιοψημένος άντρας που είχε ακολουθήσει εθελοντικά το απόσπασμα και τώρα αποτραβηγμένος κάπνιζε σιωπηλά το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. – Καπετάνιο, στον Γιαγκούλα άφησέ με να το κάνω εγώ! πρότεινε με δυνατή φωνή. Άφησέ με να του πάρω εγώ το κεφάλι όπως το έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου!
Ο Πετράκης στράφηκε προς το μέρος του. Ήταν ένας ψηλός καράβλαχος με στεγνό πρόσωπο, μικρά πονηρά μάτια και μαύρο καλπάκι που του έκρυβε το μισό κεφάλι.
– Ποιος είσαι εσύ, μωρέ; ρώτησε παραξενεμένος ο μοίραρχος, καθώς δεν μπορούσε να τους θυμάται όλους.
– Εγώ, καπετάνιο μου, είμαι ο Καλαϊτζής ο κτηνοτρόφος! είπε εκείνος.
Ο Πετράκης παραξενεύτηκε.
– Και γιατί θέλεις να το κόψεις εσύ, μωρέ, κι όχι κανένας άλλος; Είχες τίποτα προηγούμενα μαζί του;
– Είχα, καπετάνιο, πώς δεν είχα. Κάποτε με είχαν πιάσει ληστές κι ήθελαν να με σκοτώσουν γιατί νόμιζαν ότι τους πρόδιδα στα αποσπάσματα. Όμως στο τέλος τη γλίτωσα φτηνά.
Ο Καλαϊτζής γύρισε από τη μια κι από την άλλη το κεφάλι του δείχνοντας τα δυο υπόλοιπα από τα κομμένα αυτιά του. Μικρά κομμάτια πετσοκομμένης σάρκας κρέμονταν δεξιά κι αριστερά, κακοραμμένα από κάποιον αλμπάνη παρά από επιστήμονα γιατρό και χειρουργό.
Ο Πετράκης συμφώνησε.
Έβγαλε από την τσέπη του ένα συνηθισμένο μαχαίρι, από αυτά που χρησιμοποιούσαν στην υπηρεσία για να κόβουν ψωμί, και του το πρότεινε.
– Κάνε ό,τι μπορείς μ’ αυτό, αλλά όσο πιο γρήγορα, να μη μας πάρει η νύχτα.
– Να ’σαι ήσυχος, καπετάνιο, εγώ σε κάτι τέτοια είμαι μάνα! τον διαβεβαίωσε ο κτηνοτρόφος σκύβοντας πάνω από το νεκρό και ματωμένο κορμί του λήσταρχου. Αλλά θα μου επιτρέψεις, γιατί έχω το δικό μου, είπε δείχνοντας μια τεράστια μαχαίρα».
Στις τσέπες του Γιαγκούλα θα βρεθεί μια ερωτική επιστολή της Μπήλιως. Λέγεται ότι οι ερωμένες του ήταν τουλάχιστον πέντε, παρότι υπήρξε παντρεμένος με συγχωριανή του.
Η περίφημη, φονική «Παρδάλα»
Το κεφάλι του Γιαγκούλα, μαζί με την περίφημη «Παρδάλα» (με την οποία εκτιμάται ότι δολοφόνησε 54 ανθρώπους) εκτίθενται στο Εγκληματολογικό Μουσείο.
Στην «Παρδάλα», τη μαχαίρα του, που είχε αποκτήσει το 1917 και η οποία θεωρείται δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του, είχε χαράξει τα εξής λόγια:
«Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου. Μαρτίου 1917».
Ελεύθερη απόδοση στη νέα ελληνική: «Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη ‘Παρδάλα’, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και πότε δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου. Μάρτιος 1917».
Μπορούμε συνεπως να φανταστούμε τι σοκ ένιωσε, τρία χρόνια αργότερα, ένας οδηγός αυτοκινήτουόταν, διασχίζοντας τους λόφους ακριβώς έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης, είδε τον «Γιαγκούλα» και τη «συμμορία» του σε εξαιρετική φόρμα. ‘Εκανε γρήγορα όπισθεν και κατευθύνθηκε προς το πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Μισή ώρα αργότερα μια δύναμη του ιππικού έφτασε επιτόπου και κυνηγησε το ληστή. Μονάχα την τελευταία στιγμή αντιλήφθηκαν οι στρατιώτες ότι το φουστανελοφόρο ληστρικό σώμα που ήταν έτοιμοι να εφορμήσουν εναντίον του, ήταν στην πραγματικότητα μια ομάδα κομπάρσοι του Σινεμά. (Mark Mazower, Θεσσαλονίκη: Πόλη των Φαντασμάτων, σελ. 455).
Το 1928 η ζωή και η δράση του Γιαγκούλα αποτέλεσαν το θέμα ομώνυμης ταινίας του Κομινάκη, ενός Θεσσαλονικιού παραγωγού, σε μια εμβρυακή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Τον Γιαγκούλα τον έπαιζε ένας Σαλονικιός δημοσιογράφος, τη «σύζυγο» του μια γνωστή ηθοποιός. Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις στους χωροφύλακες, προστέθηκε στην ταινία μια νέα σκηνή καταδίωξης και οι αξιωμςετικοί πήραν κι αυτοί μετά χαράς μέρος…