25.4 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣChristopher Lasch – Το σφάλμα της Δεξιάς; | Γιώργος Κουτσαντώνης

Christopher Lasch – Το σφάλμα της Δεξιάς; | Γιώργος Κουτσαντώνης


Edward Hopper – Western Motel, 1957, Yale University Art Gallery

Tikkun / Duke University Press. Volume 21, Number 6, November/December 2006 (pp. 18-19)


Αν όντως θέλουμε να κατανοήσουμε τα λάθη της Δεξιάς, οφείλουμε πρώτα να εξετάσουμε τη βάση στην οποία η ίδια απευθύνεται. Η αναβίωση του συντηρητισμού δε δύναται απλά και μόνο να απορριφθεί ως μια «αντιδραστικότητα που στοχεύει στην καταστολή ενός ριζοσπαστικού κινήματος, το οποίο από τη φύση του απειλεί την κατανομή της εξουσίας και του πλούτου» όπως έγραψε πριν λίγο καιρό ο Michael Miles. Ο συντηρητισμός έχει μια έντονη λαϊκιστική γεύση, αφού έχει ταυτιστεί με τις προσδοκίες των απλών Αμερικανών και έχει υιοθετήσει αρκετά από τα σύμβολα μιας δημοκρατίας με λαϊκές βάσεις.

Οι συντηρητικοί κατάφεραν να γίνουν σημαντική δύναμη στην Αμερικανική πολιτική έχοντας ενστερνιστεί πολλά από αυτά που προηγουμένως συνήθιζε να επικαλείται η Αριστερά. Δικαίως μιλάνε, όταν αναφέρονται στη μεγάλη Αμερικανική μεσαία τάξη, για τους σκληρά εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες που επιθυμούν να βελτιώσουν την κατάστασή του και για όσους απορρίπτουν την κρατική πρόνοια ζητώντας μόνο μια καλή ευκαιρία ώστε να αποδείξουν στον ίδιο τους τον εαυτό αυτό που αξίζουν.

Η αυξανόμενη επιρροή του συντηρητισμού οφείλεται στην υπεράσπιση του πατριωτισμού δίχως αίσθημα ντροπής, στη φιλοδοξία, στον ανταγωνισμό και στον κοινό νου, σ’αυτά που συχνά πυκνά γελοιοποιούνται από τους εκλεπτυσμένους κοσμοπολίτες. Πάγιο αίτημά του είναι η επιστροφή στα «θεμελιώδη», δηλαδή σε «αρχές που κάποτε είχαν αποδειχθεί υγιείς και σε μεθόδους που κατάφεραν να καθοδηγήσουν το Αμερικανικό έθνος σε προηγούμενες δύσκολες περιόδους», τονίζει ο Burton Pines στο «παραδοσιακό» του μανιφέστο. Επιστροφή, λοιπόν, στα θεμελιώδη.

Αντί να υπερασπίζονται την υφιστάμενη κατανομή της εξουσίας, πολλοί συντηρητικοί, ιδιαίτερα εκείνοι που δίνουν έμφαση στα λεγόμενα κοινωνικά ζητήματα, αντιστέκονται στη μεγάλη επιρροή που φαίνεται ότι ασκούν οι μορφωμένοι άνθρωποι των ελίτ. Την ίδια στιγμή βλέπουν τους εαυτούς τους ως υπερασπιστές των αξιών που αντιμάχονται τις κυρίαρχες αξίες.

Οι ίδιοι αποδίδουν τα περισσότερα από τα δεινά της χώρας στην άνοδο μιας «εύπορης ομάδας με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, η οποία επωφελείται από τον εγχώριο πλούτο περισσότερο από ότι οι μορφωμένοι συμπατριώτες τους». Την ίδια στιγμή, η ίδια ομάδα καταδικάζει τις «αξίες και τα θεσμικά όργανα που ευθύνονται για την υπερπαραγωγή αυτού του πλούτου».

Η νέα αυτή τάξη, σύμφωνα με την Jeanne Kirkpatrick, «διαμορφώνει τις δημόσιες συζητήσεις, καθορίζει τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν, ορίζει πρότυπα, ενώ προτείνει και αξιολογεί πολιτικές». Είναι αυτή που στηρίζει τις αμβλώσεις δίχως κανέναν περιορισμό, επιτίθεται στη θρησκεία και στην οικογένεια, επικρίνει τον καπιταλισμό, καταστρέφει τη γενική παιδεία στο όνομα της απεριόριστης ελευθερίας επιλογών, αντικαθιστά τα βασικά μαθήματα στα πρωτοβάθμια σχολεία με τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και την αποσαφήνιση των αξιών, ενώ προωθείται η νέα ηθική του ηδονισμού και της αυτο-εξερεύνησης [1].

Από μια συντηρητική ματιά: η «επιστροφή στα θεμελιώδη» προϋποθέτει την ύπαρξη ενός δημοκρατικού κινήματος ενάντια στα κυρίαρχα συμφέροντα. Για τους υπέρμαχους των παραδοσιακών αξιών, άμεσος στόχος του κινήματος αυτού θα ήταν να κυριαρχήσει σε όλα τα μέσα που χρησιμοποιούν οι ακτιβιστές, εκεί δηλαδή που προηγουμένως έχουν μονοπωλήσει οι αριστεροί.

Ακόμα και αν ισχυριστούμε ότι οι συντηρητικοί όντως παρερμηνεύουν την αμερικανική κοινωνία, ότι υπερβάλλουν σχετικά με τη δύναμη της λεγόμενης αυτής νέας τάξης, ότι υποτιμούν τη δύναμη της επιχειρηματικής ελίτ και αγνοούν τις αντιδημοκρατικές επιπτώσεις των θέσεών τους, θα άξιζε πραγματικά να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους λόγους που αισθάνονται αποκλεισμένοι από τις αποφάσεις που επηρεάζουν το μέλλον της χώρας.

Η Αριστερά, η οποία μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν η φωνή του «περιφρονημένου», έχει χάσει κάθε επαφή με το μέσο άνθρωπο. Έχοντας αποτύχει να διαμορφώσει μια κοινή συναίνεση υπέρ των δικών της πολιτικών, καταφεύγει σε δικαστικές διαμάχες, στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για να πετύχει τους στόχους της, τη φυλετική ενσωμάτωση, τη θετική δράση [2] και την οικονομική ισότητα. Κατά κύριο λόγο, από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, χρησιμοποιεί μη δημοκρατικά μέσα για την επίτευξη δημοκρατικών στόχων.

Ως εκ τούτου, πλήρωσε το τίμημα αυτής της στρατηγικής: έχασε κάθε εμπιστοσύνη και υποστήριξη από το κοινό. Όλο και πιο απομονωμένοι από τη λαϊκή άποψη, οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες, επιχειρούν να ταυτίσουν την αντίθεση των ανθρώπων στην οικονομική ισότητα με τον «αυταρχισμό της εργατικής τάξης», με μια κατάσταση άγχους, δυσαρέσκειας, με το «λευκό ρατσισμό», τον αρσενικό σοβινισμό και τον πρωτοφασισμό.

Η Αριστερά δεν βλέπει τίποτα άλλο παρά φανατισμό και δεισιδαιμονία στις λαϊκές συνήθειες που τείνουν να υπερασπίζονται την οικογένεια και τις λαϊκές αντιλήψεις αναφορικά με την άμβλωση, την εγκληματικότητα, τη φυλετική ενσωμάτωση [3] και τα σχολικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Η Αριστερά έχει πάψει πλέον να υπερασπίζεται τον κοινό νου (common sense), όπως έκανε και στις μέρες του Τομ Πάιν. Έχει φτάσει στο σημείο να θεωρεί τον κοινό νου – δηλαδή, την παραδοσιακή σοφία και τις λαϊκές συνήθειες της κοινότητας – ως τα κατεξοχήν εμπόδια στη πρόοδο και στο διαφωτισμό.

Έχοντας εξισώσει την παράδοση με τις προκαταλήψεις, θεωρεί όλο και περισσότερο αδύνατη τη συζήτηση με τους απλούς ανθρώπους στην καθημερινή τους γλώσσα. Συνεχώς, μιλάει με τη δική της ξύλινη φρασεολογία, καταφεύγει στη θεραπευτική και ακατάληπτη ορολογία της κοινωνικής επιστήμης και στην προώθηση υπηρεσιών που, όπως όλα δείχνουν, το μοναδικό πράγμα που εξυπηρετούν είναι να αμφισβητούν τις αξίες που η πλειοψηφία ασπάζεται.

Η προοδευτική ρητορική συγκαλύπτει την κοινωνική κρίση και την ηθική κατάρρευση, τις οποίες αντιλαμβάνεται ως φυσική εξέλιξη, προς μια νέα τάξη πραγμάτων. Η Αριστερά απορρίπτει κάθε συζήτηση αναφορικά με την κατάρρευση της οικογένειας και αντ’αυτού μιλά για την εμφάνιση «εναλλακτικών και lifestyle»· μιλά για την αυξανόμενη ποικιλομορφία των νέων τύπων οικογένειας.

Η Betty Friedan εκφράζει αυτή την «ανοιχτόμυαλη συναίνεση» όταν ισχυρίζεται ότι οι Αμερικανοί πρέπει να απορρίψουν την «ξεπερασμένη εικόνα της οικογένειας», καλώντας τους να «αναγνωρίσουν την ύπαρξη διαφόρων τύπων και μορφών οικογενειακής ζωής». Η ίδια λέει ότι πρέπει να γίνει κατανοητό πως μια οικογένεια αποτελείται απλώς από «δύο ή περισσότερα άτομα που μοιράζονται αξίες, στόχους και αμοιβαίες δεσμεύσεις μέσα στο χρόνο» (με βάση την ένωση American Home Economics Association).

Αυτός ο «εναλλακτικός», αλλά αδύναμος, ορισμός που δίνουν για την οικογένεια, μας υπενθυμίζει το βάσιμο ισχυρισμό του George Orwell, πως δηλαδή αποτελεί σημάδι ενός προβλήματος όταν τα πράγματα δεν μπορούν πλέον να λέγονται με το όνομά τους και δεν περιγράφονται σε απλή και ρητή ομιλία. Το ζήτημα που προκύπτει είναι απλό: σχεδόν όλες αυτές οι εναλλακτικές συμβάσεις, όπως αποκαλούνται, είναι αποτέλεσμα της αποσάθρωσης του θεσμού του γάμου, δεν πρόκειται λοιπόν για κάποια βελτίωση του θεσμού.

Αυτό προκύπτει μέσα από τις έρευνες που προωθούνται με σκοπό δήθεν να μας πείσουν ότι υπάρχει μια σειρά από νέους εναλλακτικούς τρόπους ζωής, τους οποίους οι άνθρωποι είναι πλέον ελεύθεροι να επιλέξουν. Οι «μικτές» ή «ανασυγκροτημένες» οικογένειες είναι αποτέλεσμα των διαζυγίων, όπως και οι μονογονεϊκές οικογένειες. Όσον αφορά τις άλλες «εναλλακτικές» μορφές οικογένειας, που τόσο έντονα προωθούνται από φιλελεύθερους – όπως οι μονογονεϊκές οικογένειες και (σύντομα) οι γάμοι των ομοφυλόφιλων – δεν έχει νόημα να τις θεωρούμε οικογένειες, ακόμα και αν οι ίδιες οι στατιστικές έδειχναν ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένες συμβάσεις (πράγμα που δεν ισχύει).

Μπορεί να είναι απολύτως ηθικά νόμιμες μορφές διαβίωσης, αλλά είναι συμβάσεις που επιλέγονται από ανθρώπους οι οποίοι προτιμούν να μη ζουν καθόλου σε οικογένειες, με όλους τους αναπόφευκτους περιορισμούς που θέτουν οι οικογένειες στην ατομική ελευθερία. Η προσπάθεια να επαναπροσδιοριστεί η οικογένεια ως μια καθαρά εθελοντική ρύθμιση (μια από τις πολλές «εναλλακτικές» διαβίωσης) είναι αποτέλεσμα της σύγχρονης ψευδαίσθησης ότι οι άνθρωποι μπορούν να εκπληρώνουν κάθε στιγμή όλες τις ατομικές τους επιλογές, αποφεύγοντας οποιονδήποτε περιορισμό ή υποχρέωση, αρκεί να μην επιβάλουν τις δικές τους απαιτήσεις και αξίες σε άλλα άτομα. Η προσπάθεια της Αριστεράς να επαναπροσδιορίσει την οικογένεια, πάντα με στόχο και να απολαύσουμε τα πλεονεκτήματά της, ενθαρρύνει την ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατόν να αποφευχθεί η «παγίδα» των συμβάσεων που βασίζονται στην υποχρέωση.

Η συζήτηση αυτή, που τόσο έχει διχάσει την κοινωνία μας, στο σημείο που να μην μπορεί κανένα από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα να καταλήξει σε έναν ορισμό αναφορικά με το θεσμό της οικογένειας, ενισχύει περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι η Αριστερά έχει χάσει επαφή με τη λαϊκή βάση, δίνοντας έτσι στη Δεξιά τη δυνατότητα να αυτο-παρουσιάζεται ως η φωνή του «κοινού νου».

Ο παλιός ορισμός προωθεί την αντίληψη μιας οικογένειας που βασίζεται στην ιδέα ότι οι δεσμοί συγγένειας, όπως και οι δεσμοί του γάμου και της υιοθεσίας, είναι περισσότερο απαιτητικοί από ότι οι δεσμοί φιλίας και γειτονίας. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο εξακολουθούν να χαίρουν πλατιάς υποστήριξης. Για τους περισσότερους Αμερικανούς, ακόμα και για όσους είναι απογοητευμένοι με τους δικούς τους γάμους, η οικογενειακή ζωή εξακολουθεί να αποτελεί παράγοντα σταθερότητας και πηγή προσωπικής πειθαρχίας σε έναν κόσμο όπου ο κατακερματισμός παραμένει πάντα ένας επικείμενος κίνδυνος. Το γεγονός ότι αρκετοί συνειδητοποιούν τη σημασία που όλο και περισσότεροι επιλέγουν να δώσουν έμφαση στην οικογένεια οδήγησε ορισμένους φιλελεύθερους, έστω και καθυστερημένα, να παραδεχτούν ότι δεν πρόκειται για αντιδραστική σύμβαση (όπως σωστά λέει η Betty Friedan).

Αλλά από τη στιγμή που οι ίδιοι φιλελεύθεροι προωθούν το νέο ευέλικτο, πλουραλιστικό ορισμό της οικογένειας, ο ορισμός που δίνουν σε αυτό το θεσμό παύει να είναι πειστικός. Ζητούν από τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ φεμινισμού και οικογένειας. Οι περισσότερες γυναίκες, σύμφωνα με τη Friedan, αποφεύγουν να πάρουν μια θέση τόσο υπέρ ή κατά της οικογένειας, όσο και υπέρ ή κατά του φεμινισμού αντίστοιχα· στην πραγματικότητα, επιθυμούν καί τα δύο. Με άλλα λόγια, οι περισσότερες γυναίκες διακατέχονται από ρεαλισμό· όμως επέτρεψαν στους «εξτρεμιστές» της Αριστεράς και της Δεξιάς να χειραγωγήσουν το οικογενειακό ζήτημα για δικούς τους σκοπούς, δημιουργώντας μια «πολιτική πόλωση μεταξύ φεμινισμού και οικογένειας».

Η καχυποψία της απέναντι στην ιδεολογία και η πίστη της ότι μπορούμε να τα έχουμε καί τα δύο – ακόμη και σε μια υποανάπτυκτη οικονομία – τοποθετεί τα επιχειρήματα της Friedan στη φιλελεύθερη παράδοση, την ίδια την παράδοση που πρέπει να επανεξετάσουμε και να ξεπεράσουμε.

Αν όμως το οικογενειακό ζήτημα αναδεικνύει τις χαρακτηριστικές αδυναμίες του αμερικανικού φιλελευθερισμού που έχουν αξιοποιηθεί αποτελεσματικά από τη Δεξιά, την ίδια στιγμή απεικονίζει τους λόγους που οι Δεξιοί παραδοσιοκράτες φαίνονται εξίσου ανίκανοι να προσφέρουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Επιπλέον, ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η προσέγγιση της Rita Kramer πάνω στο θέμα της παιδικής ηλικίας, όπως αναλύει η ίδια στο βιβλίο «Προς Υπεράσπιση Της Οικογένειας».

Ωστόσο, η εξήγησή που δίνει αναφορικά με τη δυστυχία της οικογένειας είναι εντελώς ανεπαρκής. Η Kramer κατηγορεί, για τη δεινή κατάσταση της οικογένειας, τους ειδικούς που συνεχώς παρεμβαίνουν, τους φιλελεύθερους διανοούμενους που προωθούν τη δική τους ηθική της επιτρεψιμότητας ως επιστημονική αλήθεια, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και το γραφειοκρατικό κράτος πρόνοιας. Ωστόσο, η ίδια αθωώνει το βιομηχανικό καπιταλισμό, θεωρώντας ότι εσφαλμένα κατηγορείται για την καταρράκωση της οικογένειας, ενώ την ίδια στιγμή, με έναν έντονο λυρισμό, προσεγγίζει το θέμα της βιομηχανικής τεχνολογίας.

Μιλά περιφρονητικά για όσους επιθυμούν την απαλλαγή της ζωής μας από τη μηχανή, και προτάσσουν την επιστροφή και σε προ-βιομηχανικούς τρόπους οργάνωσης. Επιμένει ότι μπορούμε να αντισταθούμε στα «αποχαυνωτικά και διεστραμμένα Μέσα Ενημέρωσης» και να απολαύσουμε τα «αναμφισβήτητα οφέλη της τεχνολογίας». Η ίδια παίρνει θέση υπέρ της πυρηνικής οικογένειας, θεωρώντας την ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη μορφή μέριμνας για το παιδί. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα της πυρηνικής οικογένειας, για την ίδια, παρεμποδίζεται λόγω της παρέμβασης των «ειδικών».

Οι συντηρητικοί άθελά τους συμμαχούν με τις κοινωνικές δυνάμεις που συμβάλλουν στον αφανισμό των «παραδοσιακών αξιών.

Αυτό το επιχείρημα παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δε ζουν πλέον σε πυρηνικές οικογένειες. Δεν υπολογίζει, επίσης, το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν ενσωματωθεί στο εργατικό δυναμικό ενδεχομένως όχι γιατί έχουν παρασυρθεί από τη φεμινιστική ιδεολογία και πιστεύουν ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος προς την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους, αλλά επειδή δε βρίσκουν κάποια άλλη επιλογή.

Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έλαβε χώρα το τέλος του συστήματος οικογενειακών εισοδημάτων· αυτό προέβλεπε για όλες τις εγχώριες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να παρέχουν ένα μεμονωμένο εισόδημα για όλη την οικογένεια. Ήταν η καλύτερη μέθοδος «εξημέρωσης» της εργατικής τάξης και αντιμετώπισης της εργατικής μαχητικότητας. Αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί κάτι πολύ περισσότερο από την ανάδυση μιας κοινωνίας δύο επιπέδων.

Σήμερα δεν είναι πλέον ένας άγραφος νόμος του αμερικανικού καπιταλισμού ότι η βιομηχανία θα προσπαθήσει να διατηρήσει τους μισθούς σε ένα επίπεδο που επιτρέπει ένα ενιαίο μισθό για την υποστήριξη μιας οικογένειας. Μέχρι το 1976, από όλες τις θέσεις εργασίας μόνο το 40% μπορούσε να στηρίξει μια οικογένεια. Αυτή η τάση αντικατοπτρίζει, μεταξύ άλλων, τη ριζική μετατροπή του εργατικού δυναμικού σε ανειδίκευτους μισθωτούς, ως αποτέλεσμα της αντικατάστασης του μηχανισμού εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και της τεράστιας αύξησης του αριθμού των χαμηλά αμειβόμενων ανειδίκευτων θέσεων εργασίας, πολλές από τις οποίες, βέβαια, καλύπτονται τώρα από γυναίκες. Αυτές είναι μερικές από τις «ευλογίες της τεχνολογίας» που η Rita Kramer δεν αναλογίζεται.

Εν τω μεταξύ, η καταναλωτική ηθική έχει εξαπλωθεί στους άνδρες, όπως επισημαίνει η Barbara Ehrenreich [4]. Για τριάντα χρόνια, περιοδικά όπως το Playboy, προτρέπουν τους άνδρες να γίνονται μαλθακοί, εραστές, ειδικοί του σεξ και του απαιτούμενου στυλ και ύφους, εν συντομία αργόσχολοι, αντί να ταυτίζονται με την οικογένεια. Η ιδέα ότι ένας άνδρας έχει την υποχρέωση να στηρίξει τη γυναίκα και την οικογένεια έχει αμφισβητηθεί, όχι από φεμινίστριες διανοούμενους ή κυβερνητικούς γραφειοκράτες, αλλά από τον Χιου Χέφνερ και άλλους υποστηρικτές ενός καταναλωτικού τρόπου ζωής.

Είναι η λογική του καταναλωτισμού που υπονομεύει τις αξίες της πίστης και της μονιμότητας και προάγει ένα διαφορετικό σύνολο αξιών που καταστρέφει την οικογενειακή ζωή (μαζί με πολλά άλλα πράγματα). Ο Kramer υποστηρίζει ότι θα πρέπει να εξετάσουμε αρκετά σοβαρά τις παλαιότερες αστικές αρετές πριν τις απορρίψουμε στο όνομα της προσωπικής ολοκλήρωσης ή του αλτρουισμού. «Όμως, αυτές οι αξίες απορρίπτονται ακριβώς επειδή δεν εξυπηρετούν πλέον τις ανάγκες ενός συστήματος παραγωγής το οποίο βασίζεται στην προηγμένη τεχνολογία, την ανειδίκευτη εργασία και τη μαζική κατανάλωση».

Η θεραπευτική ηθική, που ήρθε να αντικαταστήσει τη χρηστική ηθική του 19ου αιώνα, εξυπηρετεί μόνο το συμφέρον της νέας τάξης των επαγγελματιών, όπως υποστήριξαν ο Daniel Moynihan και άλλοι επικριτές της. Με άλλα λόγια, εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός προηγμένου καπιταλισμού στο σύνολό του.

Ο Moynihan επισημαίνει ότι, δίνοντας έμφαση στην παρόρμηση και όχι στον υπολογισμό ως τον καθοριστικό παράγοντα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, και καθιστώντας την κοινωνία υπεύθυνη για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα, μια τάξη γραφειοκρατών προσπάθησε να δημιουργήσει ανάγκες προς όφελος των υπηρεσιών που παρέχουν οι ίδιοι.

Οι επαγγελματίες, επισημαίνει, έχουν επενδύσει το ενδιαφέρον τους στη δυσαρέσκεια· οι δυσαρεστημένοι άνθρωποι μετατρέπονται σε χρήσιμη ύλη για τους επαγγελματίες που προσφέρουν ανακούφιση. Αλλά, σε γενικές γραμμές, η ίδια αρχή βρίσκεται στη βάση του σύγχρονου καπιταλισμού, ο οποίος προσπαθεί συνεχώς να δημιουργεί νέες απαιτήσεις, και να προωθεί συνεχώς το συναίσθημα του ανικανοποίητου, ένα συναίσθημα που μπορεί να ανακουφιστεί μόνο από την κατανάλωση των βασικών προϊόντων.

Η ιδέα της επαγγελματικής αυτοεπιβεβαίωσης μεγάλωσε παράλληλα με τη διαφημιστική βιομηχανία και το σύνολο των μηχανισμών δημιουργίας ζήτησης. Η ίδια ιστορική εξέλιξη που μετέτρεψε τον πολίτη σε πελάτη μεταμόρφωσε τον εργαζόμενο από παραγωγό σε έναν καταναλωτή. Έτσι, η ιατρική και ψυχιατρική επίθεση στην οικογένεια (ως ένας τεχνολογικά καθυστερημένος τομέας της κοινωνίας) πάνε χέρι-χέρι με την προσπάθεια της διαφημιστικής βιομηχανίας να πείσει τους ανθρώπους ότι τα αγαθά που αγοράζουν από τα καταστήματα είναι ανώτερα από τα σπιτικά προϊόντα.

Η Δεξιά επιμένει ότι η «νέα τάξη» ελέγχει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και μέσω αυτού του ελέγχου επιτίθεται «ταξικά» στις επιχειρήσεις, όπως το θέτει ο Irving Kristol. Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποδειχθεί αυτός ο ισχυρισμός, παρότι κύρια πηγή εσόδων για όλα τα ΜΜΕ είναι οι διαφημίσεις. Είναι η διαφήμιση και η λογική του καταναλωτισμού, όχι η αντικαπιταλιστική ιδεολογία, που κατευθύνει την απεικόνιση της πραγματικότητας στα ΜΜΕ.

Οι συντηρητικοί διαμαρτύρονται ότι η τηλεόραση επιτίθεται στις «ελεύθερες επιχειρήσεις» και ότι «παρουσιάζει τους επιχειρηματίες ως άπληστους, κακόβουλους και διεφθαρμένους», στα λόγια του R. Ewing. Βέβαια, ο ισχυρισμός ότι ένα πρόγραμμα όπως το Dallas προωθεί αντικαπιταλιστική προπαγάνδα, υποδηλώνει αδυναμία κριτικής και προσεκτικής παρατήρησης.

Εικόνες πολυτέλειας, αισθητικού ρομαντισμού και ενθουσιασμού κυριαρχούν σε τέτοια προγράμματα, όπως ακριβώς και στις διαφημίσεις που τα συνοδεύουν. Το ίδιο το Dallas (όπως σχεδόν όλη η τηλεόραση) αποτελεί ένα είδος διαφήμισης της «καλής ζωής» που ταυτίζεται με την αέναη καινοτομία, την αλλαγή και τον ενθουσιασμό, όπως ακριβώς η έξαψη των αισθήσεων με κάθε διαθέσιμο διεγερτικό, ως μια απεριόριστη δυνατότητα.

Η «πρωτοτυπία» αποτελεί σήμα κατατεθέν όχι μόνο της σύγχρονης τέχνης, αλλά και του σύγχρονου καπιταλισμού, του οποίου η πρώτη αποτελεί κατοπτρική εικόνα, ακόμα και όταν αυτή υποστηρίζει ότι τάσσεται υπέρ της κοινωνικής επανάστασης.

Πλέον είμαστε όλοι επαναστάτες, εθισμένοι στην αλλαγή! Η σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία στηρίχθηκε, για πρώτη φορά, στις τεχνικές της μαζικής παραγωγής (στα πρότυπα του Henry Ford), αλλά και στις τεχνικές της προγραμματισμένης βραχυβιότητας [5] που εισήγαγε ο Alfred E. Sloane όταν καθιέρωσε το μοντέλο της ετήσιας ανανέωσης. Η ατέρμονη «βελτίωση» του καταναλωτικού προϊόντος και η αναβάθμιση των καταναλωτικών γούστων, βρίσκονται στην καρδιά της μαζικής διαφήμισης σε όλα τα επίπεδα.

Ακόμη και τα δελτία ειδήσεων θα πρέπει νοούνται όχι ως προπαγάνδα μιας οποιαδήποτε ιδεολογίας, φιλελεύθερης ή συντηρητικής, αλλά ως προπαγάνδα υπέρ του εμπορεύματος. Πρέπει να εκλαμβάνονται ως προπαγάνδα υπέρ της αντικατάστασης όλων των αντικειμένων από εμπορεύματα, όλων των πραγματικών αξιών με αξίες συναλλαγματικού χαρακτήρα, και όλων των αληθινών γεγονότων από εικόνες.

Η ίδια η έννοια των ειδήσεων μοιάζει με δοξολογία υπέρ της διαρκούς ανανέωσης. Η αξία των ειδήσεων, όπως και κάθε άλλου εμπορεύματος, συνίσταται κυρίως στην καινοτομία και δευτερευόντως στην ενημερωτική τους αξία. Ο Waldo Frank αρκετά χρόνια πριν, παρομοίασε τα δελτία ειδήσεων με ένα μικρό παιδί, αμέσως μόλις έχει εξοικειωθεί με ένα παιχνίδι. Όπως το παιδί απαιτεί ένα νέο στη θέση του παλιού, έτσι και τα δελτία ειδήσεων, χρησιμοποιούν έναν παρόμοιο μηχανισμό που προάγει τη βουλιμία.

Για τον ίδιο [6], οι κοινωνικές προσδοκίες που ωθούν την επιθυμία ενός παιδιού για νέα παιχνίδια απευθύνονται στην επιθυμία για απόκτηση και ιδιοποίηση: η επιθυμία για νέα παιχνίδια δεν συνδέεται με τη χρήση τους, αλλά με την ιδιότητά τους ως περιουσιακά στοιχεία. Ένα νέο παιχνίδι προσφέρει μια ανανεωμένη ευκαιρία στο παιδί να πει: «αυτό είναι δικό μου». Ένα παιδί που σπανίως παίρνει ένα νέο παιχνίδι, λέει ο Frank, «αντιλαμβάνεται την αξία του σα να ήταν κομμάτι του εαυτού του». Ωστόσο, αν τα παιχνίδια προσφέρονται όλο και πιο συχνά, η ίδια η αξία του παιχνιδιού σταδιακά υποβαθμίζεται και ταυτίζεται με τη συχνότητα όπου προσφέρεται το παιχνίδι…

Πλέον αποκτά σημασία ο ερχομός του παιχνιδιού και όχι το ίδιο το παιχνίδι». Οι παροχή ειδήσεων, λοιπόν, θα πρέπει να νοείται ως «το παιχνίδι ενός παιδιού του οποίου η δίψα για παιχνίδια έχει παρακινηθεί με έξυπνο τρόπο». Μπορούμε να πάμε αυτή την ανάλυση ένα βήμα παραπέρα, τονίζοντας ότι το μοντέλο της απόκτησης, σε μια κοινωνία που είναι οργανωμένη γύρω από τη μαζική κατανάλωση, αποτελεί εθισμό. Η ολοένα και εντονότερη επέλαση της πλήξης μετατρέπει την αναζήτηση νέων κινήτρων και την καινοτομία σε επιτακτικές ανάγκες. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο William Burroughs παρομοιάζει το σύγχρονο καταναλωτή με έναν άνθρωπο που βρίσκεται υπό την «εξάρτηση της εικόνας».

Οι συντηρητικοί διαισθάνονται τη σχέση μεταξύ τηλεόρασης και ναρκωτικών. Ωστόσο, δεν αντιλαμβάνονται τη φύση αυτής της σχέσης περισσότερο από όσο αντιλαμβάνονται το (αναμφίβολα σημαντικό) γεγονός, ότι τα δελτία ειδήσεων αντιπροσωπεύουν μια άλλη μορφή διαφήμισης και όχι φιλελεύθερης προπαγάνδας.

Η προπαγάνδα, με τη συνήθη έννοια του όρου, παίζει όλο και λιγότερο σημαντικό ρόλο σε μια καταναλωτική κοινωνία, όπου οι άνθρωποι εκλαμβάνουν με καχυποψία τις επίσημες δηλώσεις, καθώς τα ίδια τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης συνεισφέρουν στον κυρίαρχο σκεπτικισμό· μια από τις βασικές συνέπειες είναι η υπονόμευση της εμπιστοσύνης στην εξουσία, η υποτίμηση του ηρωισμού και της χαρισματικής ηγεσίας και η υποβάθμιση των πάντων στο ίδιο επίπεδο. Η επίδραση των ΜΜΕ δεν οδηγεί σε εκμαίευση πίστεως, αλλά στη διατήρηση του συστήματος (μηχανισμού) εθισμού.

Τα ναρκωτικά είναι απλώς η πιο προφανής μορφή εθισμού στην κοινωνία μας. Είναι αλήθεια ότι ο εθισμός στα ναρκωτικά είναι ένα από τα πράγματα που υπονομεύει τις «παραδοσιακές αξίες», αλλά η ανάγκη για ναρκωτικά -δηλαδή για προϊόντα που ανακουφίζουν από την πλήξη και ικανοποιούν την κοινωνικά προωθούμενη επιθυμία για νεωτερισμό και έξαψη – αυξάνεται από την ίδια τη φύση της καταναλωτικής οικονομίας.

Η πνευματική αδυναμία του σύγχρονου συντηρητισμού γίνεται αισθητή από τη σιωπή του πάνω σε όλα αυτά τα σημαντικά θέματα. Η σχολή της Νεοκλασικής Οικονομίας αγνοεί τη σημασία της διαφήμισης και τον τρόπο με τον οποίο εξυμνεί την «κυριαρχία του καταναλωτή». Επιμένει ότι η διαφήμιση δεν εξαναγκάζει τον καταναλωτή να αγοράσει κάτι αν ο ίδιος δεν το επιθυμεί.

Όμως αυτό το επιχείρημα αγνοεί το βασικό ζήτημα. Το ζήτημα δεν είναι ότι η διαφήμιση χειραγωγεί τον καταναλωτή ή επηρεάζει άμεσα τις επιλογές του. Το ζήτημα είναι ότι καθιστά τον καταναλωτή εθισμένο, και ανίκανο να ζήσει χωρίς τις όλο και περισσότερες, εξωτερικά παρεχόμενες, διεγέρσεις και τον ενθουσιασμό. Οι συντηρητικοί υποστηρίζουν ότι η τηλεόραση διαβρώνει την ικανότητα συνεχούς προσοχής στα παιδιά.

Παραπονιούνται ότι οι νέοι προσδοκούν ότι τώρα η εκπαίδευση, για παράδειγμα, θα είναι εύκολη και συναρπαστική. Αυτό το επιχείρημα είναι σωστό στο βαθμό που αυτό συμβαίνει. Και πάλι, όμως, οι συντηρητικοί αποδίδουν λανθασμένα αυτές τις τεχνητά διαμορφωμένες ενθουσιώδεις προσδοκίες στη φιλελεύθερη προπαγάνδα – σε αυτή την περίπτωση, στις θεωρίες της επιτρεψιμότητας στην παιδική ηλικία και στην «δημιουργική παιδαγωγική.» Αγνοούν τη βαθύτερη πηγή των προσδοκιών που υπονομεύουν την εκπαίδευση, καταστρέφουν την περιέργεια του παιδιού και προάγουν τη παθητικότητα.

Οι ιδεολογίες, όσο ελκυστικές και ισχυρές κι αν είναι, δε μπορούν να διαμορφώσουν ολόκληρη τη δομή των αντιλήψεων και της συμπεριφοράς, εκτός εάν ενσωματώνονται σε καθημερινές εμπειρίες που φαίνεται να τις επιβεβαιώνουν. Στην κοινωνία μας, η καθημερινή εμπειρία διδάσκει το άτομο να θέλει και να χρειάζεται μια ατελείωτη προσφορά νέων παιχνιδιών και ναρκωτικών. Σε υπεράσπιση της «ελεύθερης επιχείρησης» δεν παρέχουν σχεδόν καμία διορθωτική διέξοδο σε αυτές τις προσδοκίες.

Οι συντηρητικοί εκλαμβάνουν την καπιταλιστική οικονομία, όπως αυτή ήταν στην εποχή του Adam Smith, όταν η ιδιοκτησία ήταν ακόμη διανεμημένη αρκετά ευρέως, οι επιχειρήσεις είχαν διακριτούς ιδιοκτήτες, και τα εμπορεύματα εξακολουθούσαν να έχουν κάτι από το χαρακτήρα χρήσιμων αντικειμένων. Η ιδέα της ελεύθερης επιχείρησης δεν λαμβάνει υπόψη τις δυνάμεις που μετασχημάτισαν τον καπιταλισμό εκ των έσω: την άνοδο του κορπορατισμού, τη γραφειοκρατικοποίηση των επιχειρήσεων, την αυξανόμενη ασημαντότητα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και τη μετάβαση από την ηθική της εργασίας στην ηθική της κατανάλωσης.

Εφόσον και όταν οι συντηρητικοί αντιληφθούν αυτές τις εξελίξεις, τις αποδίδουν αποκλειστικά στην κρατική ρύθμιση και τον παρεμβατισμό. Εκφράζουν τη λύπη τους για τη γραφειοκρατία, αλλά βλέπουν μόνο το δημόσιο πρόσωπο της, παραλείπεται έτσι η επικράτηση της γραφειοκρατίας και στον ιδιωτικό τομέα. Δε φαίνεται να έχουν καμία εξοικείωση με την πλούσια ιστορική γνώση που δείχνει ότι η επέκταση του δημόσιου τομέα προήλθε, εν μέρει, ως απάντηση στις πιέσεις των ίδιων των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Οι συντηρητικοί υποθέτουν ότι με την απορρύθμιση και την επιστροφή στην ελ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;