Στις
13 Αυγούστου 2013, σ’ ένα πεζοδρόμιο στο κέντρο του Περιστερίου,
διακόπηκε βίαια η ζωή του δεκαοκτάχρονου Θανάση Καναούτη. Ο οδηγός και ο
ελεγκτής του τρόλεϊ που επέβαινε,
έχοντας κάνει τον ψευτοτσαμπουκά τους «επάγγελμα», συνεπλάκησαν μαζί
του με αφορμή το εισιτήριο που δεν είχε χτυπήσει. Κι ο Θ. Καναούτης
πέθανε κάτω από «απροσδιόριστες συνθήκες», πεταμένος έξω απ’ το τρόλεϊ.
Δολοφονημένος, με φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς όλους εκείνους που
βάζουν την τσέπη τους, την εταιρία τους, το ψευδεπίγραφο δημόσιο
συμφέρον, τη «σωτηρία της πατρίδας τους» σε τελική ανάλυση, πάνω απ’
όλα. Δολοφονήθηκε, λόγω και έργω, από όλους εκείνους που ανεμίζουν σαν
τρόπαια τους ισοσκελισμένους τους ισολογισμούς, θέλοντας να χωρέσουν τις
ζωές και τις ανάγκες μας στα στενά κουτάκια των ακριβών υπολογισμών
τους. Δολοφονήθηκε, όπως τόσοι άλλοι, από ένα σύμπλεγμα μικρών και
μεγάλων Εξουσιών, που διαχειρίζεται εδώ και πέντε χρόνια την
καπιταλιστική κρίση πάνω στις πλάτες μας, με αποκλειστικά δικά μας έξοδα
και «θυσίες».
Ένα χρόνο μετά, η βίαιη υποτίμηση και καθυπόταξη της
ζωής και της αξιοπρέπειας της πολυεθνικής εργατικής τάξης σ’ αυτή τη
χώρα, παραμένει ο χρυσός κανόνας της εποχής, η νέα κανονικότητα των
καιρών. Η μιζέρια της ανεργίας εναλλάσσεται -για όσους δουλεύουν- με
την εντατικοποίηση της εργασίας, ενώ οι τσέπες παραμένουν πάντα άδειες. Η
καθημερινότητά μας, οι χρόνοι κι οι στιγμές μας βρίσκονται υπό την
κατοχή των καπιταλιστικών και κρατικών μηχανών, πού φανερώνουν πλέον το
πιο αποκρουστικό τούς πρόσωπο: εκείνο του νέον ολοκληρωτισμού των
προσταγών τούς και των («εθελοντών» ή όχι) μπράβων του. Κι όμως: όπως
ίσχυε παλιά, όπως ισχύει πάντα, το ακριβότερο φυλαχτό αυτού τον
συστήματος είναι η σιωπή μας. Γιατί οι Εξουσίες χτίζουν πάνω στη δική
μας αποξένωση, τη δική μας αλλοτρίωση, τη δική μας κατάθλιψη.
Να σηκώσουμε το συλλογικό μας ανάστημα και να βγάλουμε στο δρόμο μαχητικά το δίκιο μας! Όλα μας ανήκουν!