18.8 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΕΛΛΑΔΑΔιεθνείς αρχές για την Εφαρμογή των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στην Παρακολούθηση των Επικοινωνιών

Διεθνείς αρχές για την Εφαρμογή των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στην Παρακολούθηση των Επικοινωνιών

Τελική έκδοση: 10 Ιουλίου 2013

Καθώς οι τεχνολογίες που διευκολύνουν την κρατική παρακολούθηση των επικοινωνιών εξελίσσονται, τα Κράτη δεν κατορθώνουν να διασφαλίσουν ότι οι νόμοι και οι κανονισμοί που σχετίζονται με την παρακολούθηση των επικοινωνιών συμμορφώνονται με τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα και προστατεύουν επαρκώς τα δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην ελευθερία έκφρασης.

Το παρόν έγγραφο επιχειρεί να εξηγήσει πώς εφαρμόζεται το διεθνές δίκαιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο τρέχον ψηφιακό περιβάλλον, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού τεχνολογιών και τεχνικών παρακολούθησης των επικοινωνιών και των αλλαγών σε αυτές. Οι αρχές αυτές μπορούν να παρέχουν σε κοινωνικές ομάδες, στη βιομηχανία, στα Κράτη και σε άλλους φορείς ένα πλαίσιο αξιολόγησης για το εάν οι τρέχοντες ή προτεινόμενοι νόμοι και οι πρακτικές παρακολούθησης είναι συνεπείς με τη διαφύλαξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Επίσης, αυτές οι αρχές συνιστούν το αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας διαβούλευσης μεταξύ κοινωνικών ομάδων, της βιομηχανίας και διεθνών ειδικών σχετικά με την τεχνολογία, την πολιτική και τη νομοθεσία που αφορούν την παρακολούθηση των επικοινωνιών.

Εισαγωγή

Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και η προστασία του είναι ουσιώδης για την ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών κοινωνιών. Η ύπαρξή του είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ενισχύει άλλα δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, καθώς και η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και αναγνωρίζεται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων.[1]Οι δραστηριότητες που περιορίζουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των επικοινωνιών, μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο όταν επιβάλλονται από τη νομοθεσία, όταν είναι απαραίτητες για την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού και όταν είναι ανάλογες με τον επιδιωκόμενο σκοπό.[2]

Πριν από τη μαζική εξάπλωση του Διαδικτύου, κάποιες καλά εδραιωμένες νομικές αρχές και μερικά προβλήματα στη διακίνηση που ήταν εγγενή στην παρακολούθηση των επικοινωνιών επέβαλλαν όρια στην κρατική παρακολούθηση των επικοινωνιών. Τις τελευταίες δεκαετίες, αυτά τα εμπόδια στη διακίνηση σχετικά με την παρακολούθηση έχουν μειωθεί και η εφαρμογή των αρχών του δικαίου στο νέο τεχνολογικό περιβάλλον έχει γίνει ασαφής. Η ραγδαία ανάπτυξη του περιεχομένου των ψηφιακών επικοινωνιών και των πληροφοριών σχετικά με τις επικοινωνίες ή των “μεταδεδομένων επικοινωνιών” — πληροφορίες σχετικά με τις επικοινωνίες ή τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών από κάποιο άτομο — το μειούμενο κόστος αποθήκευσης και άντλησης μεγάλων συνόλων δεδομένων, καθώς και η παροχή προσωπικών δεδομένων μέσω τρίτων παροχέων υπηρεσιών καθιστούν δυνατή την κρατική παρακολούθηση σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ σε σχέση με το παρελθόν.[3] Στο μεταξύ, η διαμόρφωση αντιλήψεων σχετικά με το υφιστάμενο δίκαιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν έχουν συμβαδίσει με τις σύγχρονες και μεταβαλλόμενες δυνατότητες της κρατικής παρακολούθησης των επικοινωνιών, τη δυνατότητα του Κράτους να συνδυάζει και να οργανώνει πληροφορίες που αποκτώνται από διάφορες τεχνικές παρακολούθησης ή την αυξανόμενη ευαισθησία των πληροφοριών που είναι προσβάσιμες.

Η συχνότητα με την οποία τα Κράτη επιδιώκουν να αποκτήσουν πρόσβαση τόσο στο περιεχόμενο των επικοινωνιών όσο και στα μεταδεδομένα τους αυξάνεται δραματικά, χωρίς να υπάρχει επαρκής διερεύνηση.[4]Με την πρόσβαση στα μεταδεδομένα των επικοινωνιών και την ανάλυσή τους, μπορεί να δημιουργηθεί ένα προφίλ για τη ζωή κάποιου ατόμου, το οποίο περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την υγεία, τις πολιτικές και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις συναναστροφές, τις σχέσεις και τα ενδιαφέροντά του, αποκαλύπτοντας ενδεχομένως ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες από όσες ευδιάκριτα προκύπτουν από το περιεχόμενο των επικοινωνιών.[5]Παρά τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν για τη διείσδυση στη ζωή ενός ατόμου και την περιοριστική επίδραση στις πολιτικές και άλλες σχέσεις, συνήθως τα νομοθετικά και πολιτικά όργανα παρέχουν στα μεταδεδομένα πληροφοριών χαμηλότερο επίπεδο προστασίας και δεν θέτουν επαρκείς περιορισμούς στους τρόπους με τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους διάφορους φορείς, όπως πώς αντλούνται, κοινοποιούνται και διατηρούνται.

Τα Κράτη προκειμένου να ανταποκρίνονται στις διεθνείς υποχρεώσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα σχετικά με την παρακολούθηση των επικοινωνιών, πρέπει να συμμορφώνονται με τις αρχές που ορίζονται παρακάτω. Οι αρχές αυτές ισχύουν για την παρακολούθηση των υπηκόων κάποιου Κράτους και εφαρμόζονται στην επικράτειά του καθώς και για την παρακολούθηση άλλων πολιτών εκτός της επικράτειας. Επίσης, οι αρχές ισχύουν ανεξάρτητα από το σκοπό της παρακολούθησης — επιβολή του νόμου, εθνική ασφάλεια ή οποιονδήποτε άλλο νόμιμο σκοπό. Ισχύουν επίσης τόσο για την υποχρέωση του Κράτους στο σεβασμό και την παροχή των δικαιωμάτων του ατόμου, όσο και για την υποχρέωση της προστασίας των δικαιωμάτων αυτών ενάντια στη κατάχρηση από άλλους μη κρατικούς φορείς, όπως οι εταιρείες.[6] Ο ιδιωτικός τομέας φέρει ανάλογη ευθύνη για το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ιδιαίτερα δεδομένου του βασικού ρόλου που διαδραματίζει όσον αφορά στο σχεδιασμό, την ανάπτυξη και τη διάδοση των τεχνολογιών, την ενεργοποίηση και την παροχή των επικοινωνιών και – όπου απαιτείται – τη συνεργασία με τις κρατικές δραστηριότητες παρακολούθησης. Ωστόσο, το εύρος των Αρχών που παρουσιάζονται στο παρόν περιορίζεται στις υποχρεώσεις του Κράτους.

Μεταβαλλόμενη τεχνολογία και ορισμοί

Ο όρος “παρακολούθηση των επικοινωνιών” στο σύγχρονο περιβάλλον περιλαμβάνει την καταγραφή, την υποκλοπή, τη συλλογή, την ανάλυση, τη χρήση, τη διατήρηση και την παρακράτηση πληροφοριών, καθώς και την παρέμβαση και την πρόσβαση σε αυτές, οι οποίες περιέχουν, αντικατοπτρίζουν, προκύπτουν ή σχετίζονται με τις επικοινωνίες κάποιου ατόμου στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον. Ο όρος “Επικοινωνίες” περιλαμβάνει δραστηριότητες, αλληλεπιδράσεις και συναλλαγές που μεταδίδονται μέσω ηλεκτρονικών μέσων, όπως το περιεχόμενο των επικοινωνιών, η ταυτότητα των συμμετεχόντων στις επικοινωνίες, πληροφορίες παρακολούθησης τοποθεσίας, συμπεριλαμβανομένων διευθύνσεων IP, του χρόνου και της διάρκειας των επικοινωνιών και προσδιοριστικών του εξοπλισμού επικοινωνίας που χρησιμοποιείται στις επικοινωνίες.

Από παράδοση, η διεισδυτικότητα της παρακολούθησης των επικοινωνιών αξιολογείται βάσει τεχνητών και τυπικών κατηγοριών. Τα υφιστάμενα νομικά πλαίσια κάνουν διάκριση μεταξύ “περιεχομένου” ή “μη περιεχομένου”, “στοιχείων συνδρομητή” ή “μεταδεδομένων”, αποθηκευμένων δεδομένων ή δεδομένων μετάβασης, δεδομένων που διατηρούνται στο σπίτι ή βρίσκονται στην κατοχή κάποιου τρίτου παροχέα υπηρεσιών.[7]Ωστόσο, αυτές οι διακρίσεις δεν είναι πλέον κατάλληλες για τη μέτρηση του βαθμού της παρείσδυσης από την παρακολούθηση των επικοινωνιών στις ιδιωτικές ζωές και σχέσεις των ατόμων. Αν και εδώ και πολύ καιρό έχει συμφωνηθεί ότι το περιεχόμενο των επικοινωνιών πρέπει να απολαμβάνει σημαντική νομική προστασία, λόγω της δυνατότητάς του για αποκάλυψη ευαίσθητων πληροφοριών, έχει γίνει πλέον σαφές ότι άλλες πληροφορίες που προκύπτουν από τις επικοινωνίες – μεταδεδομένα και άλλες μορφές δεδομένων μη περιεχομένου – μπορεί να αποκαλύψουν ακόμα περισσότερα στοιχεία σχετικά με κάποιο άτομο από το ίδιο το περιεχόμενο και επομένως χρειάζονται αντίστοιχη προστασία. Σήμερα, καθένας από αυτούς τους τύπους πληροφοριών μπορεί, αν εξεταστεί μεμονωμένα ή συλλογικά, να αποκαλύψει την ταυτότητα, τη συμπεριφορά, τις σχέσεις, την κατάσταση ή τα προβλήματα υγείας, τη φυλή, το χρώμα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την εθνική καταγωγή ή τις πεποιθήσεις ενός ατόμου ή να επιτρέψει τη χαρτογράφηση της τοποθεσίας, των μετακινήσεων ή των αλληλεπιδράσεων με την πάροδο του χρόνου του συγκεκριμένου ατόμου,[8] ή όλων των ατόμων σε μια δεδομένη τοποθεσία, όπως σε μια δημόσια ή άλλη πολιτική εκδήλωση. Ως αποτέλεσμα, όλες οι πληροφορίες που περιέχουν, αντικατοπτρίζουν, προκύπτουν ή σχετίζονται με τις επικοινωνίες κάποιου ατόμου και οι οποίες δεν διατίθενται άμεσα ούτε είναι εύκολα προσβάσιμες στο γενικό κοινό, θα πρέπει να θεωρούνται “προστατευμένες πληροφορίες” και να απολαμβάνουν τη μέγιστη δυνατή, νομική προστασία.

Όταν αξιολογείται η διεισδυτικότητα της κρατικής παρακολούθησης των επικοινωνιών, είναι απαραίτητο να εξετάζεται τόσο η δυνατότητα της παρακολούθησης για την αποκάλυψη προστατευμένων πληροφοριών, όσο και ο σκοπός για τον οποίο επιδιώκεται η λήψη των πληροφοριών από το Κράτος. Η παρακολούθηση των επικοινωνιών που ενδέχεται να οδηγήσει στην αποκάλυψη προστατευμένων πληροφοριών οι οποίες μπορεί να καταστήσουν ένα άτομο αντικείμενο έρευνας, διακρίσεων ή παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων συνιστά σοβαρή παραβίαση του δικαιώματός του στην ιδιωτική ζωή και επίσης υπονομεύει την ύπαρξη άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης, στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και της συμμετοχής στα κοινά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι για τα συγκεκριμένα δικαιώματα απαιτείται οι άνθρωποι να μπορούν να επικοινωνούν ελεύθερα από την περιοριστική επίδραση της κρατικής παρακολούθησης. Επομένως, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός του χαρακτήρα, αλλά και των πιθανών χρήσεων των πληροφοριών που επιδιώκεται να αποκτηθούν.

Όταν υιοθετείται μια νέα τεχνική παρακολούθησης των επικοινωνιών, το Κράτος θα πρέπει να εξακριβώνει εάν οι πληροφορίες που είναι πιθανό να αποκτηθούν εμπίπτουν στο πεδίο των “προστατευμένων πληροφοριών” προτού επιδιωχθεί η λήψη τους. Επίσης, οι συγκεκριμένες πληροφορίες θα πρέπει να υποβάλλονται σε ενδελεχή δικαστική έρευνα ή σε έλεγχο άλλων δημοκρατικών μηχανισμών εποπτείας. Η μορφή καθώς και το εύρος και η διάρκεια της παρακολούθησης αποτελούν σχετικούς παράγοντες, προκειμένου να αποφασιστεί εάν οι πληροφορίες που αποκτώνται μέσω της παρακολούθησης των επικοινωνιών θεωρούνται “προστατευμένες πληροφορίες”. Επειδή η διεισδυτική ή συστηματική παρακολούθηση έχει τη δυνατότητα να αποκαλύπτει προσωπικές πληροφορίες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα επιμέρους τους στοιχεία, ενδέχεται να οδηγούν την παρακολούθηση των μη προστατευμένων πληροφοριών σε ένα επίπεδο διεισδυτικότητας που απαιτεί ισχυρή προστασία.[9]

Για να καθοριστεί εάν το Κράτος μπορεί να διεξάγει παρακολούθηση των επικοινωνιών που αφορά προστατευμένες πληροφορίες, πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες αρχές.

Δείτε τη συνέχεια εδώ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;