Σε υψηλούς τόνους κινήθηκε η σημερινή η ακροαματική διαδικασία για την υπόθεση θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου και ενώ στο δικαστήριο κατέθεσαν αυτόπτες μάρτυρες του σκηνικού θανάτου που είχε στηθεί γύρω από τον 33χρονο, έξω από το κοσμηματοπωλείο της οδού Γλάδστωνος στην Ομόνοια, τον Σεπτέμβριο του 2018, καθώς και ο Σωκράτης Τσαντίρης, τεχνικός σύμβουλος της οικογένειας του θύματος.
«Κάποια από τα χτυπήματα που δέχθηκε ο Ζακ είναι υπεύθυνα για το θάνατο», ανέφερε στην κατάθεσή του ο κ. Τσαντίρης για να επισημάνει ότι τα πιο σοβαρά τραύματα που συνέβαλαν στις ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις του μυοκαρδίου ήταν τα βαριά θλαστικά.
Ο μάρτυρας ανέφερε: «Τα σοβαρότερα δεν είναι οι εκδορές, αλλά τα χτυπήματα στο κεφάλι. Αυτά που δέχθηκε δηλαδή στο πρώτο στάδιο, κατά την έξοδο του από τη τζαμαρία. Αυτά μπορώ να συνδέσω με ασφάλεια με το θάνατο. Το δεύτερο στάδιο, κατά τη σύλληψη του, είναι τραύματα στα χέρια και στα πόδια, είναι τα πιο ελαφρά τραύματα που υπήρχαν».
Όπως κατέθεσε ο κ. Τσαντίρης κάποια από αυτά τα χτυπήματα που δέχθηκε ο Ζακ Κωστόπουλος οδήγησαν στην αλληλουχία των γεγονότων. Αναφέροντας στο δικαστήριο, ότι συμφωνεί με τα συμπεράσματα της ιατροδικαστικής έκθεσης, ο κ. Τσαντίρης, πάντως, επισήμανε πως ο ίδιος διέκρινε μία τραυματική αιμορραγία στον εγκέφαλο λόγω των χτυπημάτων.
«Θεωρώ ότι τα λακτίσματα ήταν ισχυρά, και αν δεν είχε σταματήσει η καρδιά του και πάλι δεν θα μπορούσε να πάει σπίτι του, γιατί είχε χτυπήματα στον εγκέφαλο» είπε ο μάρτυρας για να επισημάνει ότι τα χτυπήματα αυτά προκάλεσαν τραυματική εγκεφαλική βλάβη στο θύμα. «Ήταν μικρή δεν μπορούσε να είναι αιτία θανάτου ακόμα, αλλά θα μπορούσε να εξελιχθεί» ανέφερε, ωστόσο, ο κ. Τσαντίρης.
«Τον σκότωσαν στο ξύλο»
Συνταξιούχος αστυνομικός που κατέθεσε σήμερα στο δικαστήριο, αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης σε βάρος του Ζακ Κωστόπουλου, περιέγραψε σε δικαστές και ενόρκους τα όσα είδε το μεσημέρι της 21ης Σεπτεμβρίου του 2018 στην οδό Γλάδστωνος.
Η μάρτυρας είπε στην κατάθεσή της: «Η εντύπωση μου ήταν ότι τον σκότωσαν στο ξύλο. Και πολύ πιο γρήγορα θα μπορούσε να είχε φύγει από τη ζωή. Ήταν πολύ δυνατά τα χτυπήματα. Τους φώναζα «θα τον σκοτώσετε και επέμεναν έξαλλοι». Αισθανόμουν ότι τον χτυπούσαν με τέτοιο τρόπο για να τον τιμωρήσουν. Ήταν η οργή… Είχε ορθάνοιχτα τα μάτια του και ήταν καρφωμένα στα δικά μου και τα χείλη του τρεμόπαιζαν… Είδα έναν κύριο να πετάει κάτι πάνω στη βιτρίνα, μάλλον πέτρα, 3-4 φορές. Θεώρησα ότι κάποιον ήθελε να βρει με αυτή. Είδα τη βιτρίνα θρυμματισμένη και έναν νεαρό στην προθήκη να προσπαθεί να βγει. Ήταν κατατρομαγμένος, πανικοβλημένος και προσπαθούσε να βγει. Ο ίδιος κύριος και ένας άλλος κλωτσώντας τον τόσο δυνατά που το κεφάλι του τιναζότανε και πήγαινε πίσω. Φώναζα «έλεος, θα τον σκοτώσετε! Σταματήστε!». Πλησίασα σε απόσταση δύο μέτρων. Είδα τον πρώτο κύριο να ρίχνει μια κλωτσιά και πέφτει ένα μεγάλο κομμάτι τζάμι στο κεφάλι του νεαρού ο οποίος έπιασε το λαιμό του. Φώναζα «καρατομήθηκε!». Εγώ ούρλιαζα και έκλεισα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα, είδα το νεαρό στο πεζοδρόμιο και αυτοί έξαλλοι έβριζαν και τον χτυπούσαν. Φώναζα εγώ. Μπροστά από εμένα ένας κύριος προσπαθούσε να τους απωθήσει και εγώ ήμουν από πίσω του. Δεν θα το ξεχάσω…. Ο νεαρός είχε ορθάνοιχτα τα μάτια του και ήταν καρφωμένα στα δικά μου και τα χείλη του τρεμόπαιζαν».
Με δάκρυα στα μάτια η μάρτυρας ανέφερε ακόμη: «Δεν μπορούσα να συνέλθω για μήνες. Σαν να ήθελε κάτι να μου πει. «Βοήθεια» ίσως; Ήταν παρά πολύ κοντά μου. Ακόμα τον θυμάμαι. Το πρόσωπο του… δεν μπορώ… τίποτα άλλο…».
«Δεν μας σέβεστε»