Μεταξύ αυτών υπάρχουν σπάνια ή απειλούμενα είδη. Η Ελλάδα διαθέτει μεγάλο πλούτο ειδικά στα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά», λέει στην «Κ» η κ. Πασχαλίνα Χατζοπούλου, διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων του ΕΛΓΟ Δήμητρα.
«Είναι πολλοί οι τομείς. Κατ’ αρχάς στη μαγειρική, στα αφεψήματα, όπως το τσάι ή το χαμομήλι, στη φαρμακευτική βιομηχανία. Δημιουργούνται φυτοθεραπευτικά, δηλαδή φάρμακα φυτικής προέλευσης. Συγκεκριμένα φυτά παρέχουν τις πρώτες ύλες για καλλυντικά, ενώ άλλα αξιοποιούνται στην αρωματοθεραπεία. Ευρεία χρήση υπάρχει και στη βιομηχανία τροφίμων, καθώς παρέχουν ουσίες με φυσική αντιοξειδωτική δράση. Μετά την κατάλληλη επεξεργασία χρησιμοποιούνται και στη συντήρηση τροφίμων, αντί για τεχνητές χημικές ουσίες», εξηγεί η κ. Χατζοπούλου. Παρότι αυτοφυή τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά αντιμετωπίζουν πλήθος απειλών: η βόσκηση, η επέκταση άλλων καλλιεργειών, τα φυτοφάρμακα, ο τουρισμός και βέβαια οι πυρκαγιές είναι μερικές από αυτές. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η κλιματική αλλαγή-διαταραχή.
Δύο από τα πιο γνωστά αρωματικά-φαρμακευτικά φυτά της χώρας μας σε άγρια μορφή. Η ρίγανη και ο σιδερίτης, το γνωστό σε όλους μας τσάι του βουνού. Πάνω από 1.000 είδη φυτών απαντώνται μόνο στην Ελλάδα.
Οργανωμένη ληστεία
Ευθεία απειλή, όμως, είναι η παρέμβαση του ανθρώπου. Πέρα από όσους συλλέγουν φυτά για οικιακή χρήση, υπάρχει και κανονική ληστεία της φύσης από οργανωμένες ομάδες, που ξυρίζουν το έδαφος ξεριζώνοντας τα πολύτιμα είδη. Πολλά περιστατικά ληστείας φυτών καταγράφονται στην Ηπειρο και στη Δυτική Μακεδονία, συχνά από αλλοδαπούς, με λεία ποσότητες 150-200 κιλών, φορτωμένα σε άλογα ή μουλάρια. Αλλά και στα νησιά κάποιοι «κουρσεύουν» τον φυσικό πλούτο. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την κατάσχεση από το τελωνείο Καλύμνου ενός κοντέινερ με μεγάλες ποσότητες αρωματικών φυτών και προορισμό τις ΗΠΑ! Τοπικοί φορείς καταγγέλλουν πως στον Πάρνωνα η περιοχή εξάπλωσης του σιδερίτη (τσάι του βουνού) έχει περιοριστεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, λόγω της υπέρμετρης συλλογής και παράνομης εμπορίας του. Το ίδιο έχει συμβεί με τη ρίγανη, τη μαντζουράνα, το δίκταμο κ.ά. «Δυστυχώς, είναι μεγάλο το πρόβλημα της υπερσυλλογής, ο καθένας πηγαίνει και κόβει όπου θέλει και όσο θέλει», σημειώνει ο κ. Σφήκας.
Η συλλογή αρωματικών και φαρμακευτικών ειδών δεν είναι ανεξέλεγκτη και χρειάζεται προσοχή. Τα κατά τόπους δασαρχεία χορηγούν ετήσιες άδειες, με συγκεκριμένες ανώτατες ποσότητες και με περιοχές συλλογής, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα αειφορίας. Υπάρχουν και φυτά που απαγορεύεται η συλλογή τους. Οταν επιτρέπεται η συλλογή για προσωπική χρήση υπάρχει ανώτερη ποσότητα, συνήθως μισό ή ένα κιλό, ανάλογα με το είδος.
«Υπάρχουν περιοχές που έχει γίνει ήδη ζημιά. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να μαζεύουμε πολύ μικρές ποσότητες, να μην ξεριζώνουμε το φυτό, να μένει πάντα βλαστός και άνθη για να μείνει σπόρος. Και βέβαια να ξέρουμε τι μαζεύουμε, γιατί υπάρχουν και δηλητηριώδη είδη. Καλό είναι να μη συλλέγουμε φυτά από περιοχές με βιομηχανική δραστηριότητα, δίπλα σε δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας κ.λπ. Γενικά προσέχουμε για να έχουμε», υπογραμμίζει η κ. Χατζοπούλου.
Οι καλλιέργειες
Αξιοσημείωτη είναι η ανάπτυξη των οργανωμένων καλλιεργειών. Σύμφωνα με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις πλησιάζουν τις 40.000 στρέμματα, κυρίως ρίγανη, αλλά και λεβάντα, τσάι του βουνού, κρόκο κ.ά. Πρόκειται για μια αυξανόμενη τάση, που τείνει να εδραιωθεί.
«Συνδυάζεται με τη μεταποίηση, δημιουργώντας προϊόντα με προστιθέμενη αξία. Λειτουργούν αποστακτήρια για την εξαγωγή αιθέριων ελαίων. Σε μεγάλο βαθμό είναι εξαγωγικός τομέας. Για παράδειγμα, η ελληνική ρίγανη έχει ένα εξαιρετικό όνομα διεθνώς. Το ριγανέλαιο έχει πάρα πολλές ιδιότητες, μεταξύ άλλων χρησιμοποιείται ως φυσικό αντιβιοτικό στις ζωοτροφές», λέει η κ. Χατζοπούλου.
Ένας ταπεινός πλούτος από την γη, που αξίζει να είναι αντικείμενο προσοχής.