Εμπορικές Τοπικότητες στην παλιά και τη σύγχρονη Αθήνα
Στις 28, 29 και 30 Μαΐου, η Ομάδα Άστυ διοργάνωσε στη Στοά Εμπόρων ένα ανοιχτό εργαστήριο χαρτογράφησης των εμπορικών τοπικοτήτων της Αθήνας, στα πλαίσια της δράσης «Ίχνη Εμπορίου», προσπαθώντας να ανιχνεύσει πώς οι συγκεντρώσεις ομοειδών εμπορικών καταστημάτων σε συγκεκριμένα σημεία αλληλεπιδρούν με την πόλη, καθορίζουν την ιστορία της αλλά και καθορίζονται από αυτή. Η ομάδα εργασίας του εργαστηρίου αποτελείται από τους : Ματίνα Βύρου, Μάρθα Γεωργίου, Βέρα Γκούφα, Κατερίνα Δρακούλη, Φαίη Ζησοπούλου, Γιώργο Θάνο, Έλλη Κούβαρη, Μάρκο Κουφοπαντελή, Κωνσταντίνα Κόχρονα, Αλεξάνδρα Λέλλη, Νικόλα Νικολαϊδη, Γιούλη Παύλου, Γιώργο Σαχίνη, Κατερίνα Συνοδινού και Μαρία Φορούλη.
Με την απελευθέρωση της Αθήνας, οι δύο πρώτοι δρόμοι που χαράσσονται, η Ερμαϊκή και η Αιολική Οδός, τέμνουν τον μεσαιωνικό, ακανόνιστο ιστό της Αθήνας δημιουργώντας τις βάσεις για την νέα, νεοκλασική πόλη και συγκεντρώνοντας μοιραία στις πλευρές τους τα πρώτα σύγχρονα για την εποχή εμπορικά καταστήματα. Σύμφωνα με τα πρώτα πολεοδομικά σχέδια της πόλης, το κομμάτια εκείνα της Αθήνας που ακόμα και σήμερα στεγάζουν την πλειοψηφία των εμπορικών δραστηριοτήτων (Εμπορικό Τρίγωνο, Ψυρρή, Γεράνι) προβλέπονται να φιλοξενήσουν χώρους εμπορίου, αλλά και την ίδια την αγορά.
Παράλληλα, εμφανίζονται και οι πρώτες συγκεντρώσεις ομοειδών χρήσεων σε συγκεκριμένα σημεία της πόλης: μια ματιά στους εμπορικούς οδηγούς και τα καταγεγραμμένα χρονικά του 19ου αιώνα, φανερώνει ενδιαφέρουσες εμπορικές τοπικότητες, όπως είναι τα βαρελοποιεία της οδού Αδριανού, τα ελληνοραφεία της οδού Πανδρόσου (εξ αιτίας των οποίων η περιοχή βαφτίστηκε «Αμπατζήδικα») τα σιδεράδικα, αρχικά τριγύρω από τη εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων και αργότερα στην οδό Ηφαίστου (σε μια ενδιαφέρουσα σύνδεση της νεοκλασικής ονοματοδοσίας του δρόμου με την εικόνα που παρουσίαζε), τα Ακροκεραμοποιεία της Ιεράς Οδού κά. Οι οχλούσες χρήσεις (σαπωνοποιεία, ελαιοτριβεία, κεραμοποιεία) συνεχίζουν σταθερά να βρίσκονται εκτός των ορίων της πόλης, όπως και κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Εμπορικές Τοπικότητες που χάνονται : Ψυρρή
Τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της νέας πόλης, η Αθήνα πέρασε μια σύντομη περίοδο ασάφειας σχετικά με τις χρήσεις που θα φιλοξενούνταν στις συνοικίες της. Η οριστική χωροθέτηση των Ανακτόρων στην σημερινή Πλατεία Συντάγματος από την μία πλευρά, και από την άλλη η ανέγερση του εργοστασίου Φωταερίου και του Ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα στην οδό Πειραιώς, καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον των νέων συνοικιών, ορίζοντας την δυτική Αθήνα ως «παραγωγική ζώνη» της πόλης και την ανατολική ως περιοχή κυρίως κατοικίας. Σε αυτή την διαίρεση οφείλεται η υπερσυγκέντρωση βιοτεχνιών και εργαστηρίων στις γειτονιές του Ψυρρή, του Μεταξουργείου και του Κεραμεικού, που άλλωστε τα πρώτα χρόνια αποτελούσαν και το δυτικό άκρο της Αθήνας. Η παρουσία των βιοτεχνιών ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με την εισροή των Μικρασιατών προσφύγων του 1922 και την είσοδο των μεταπολεμικών εσωτερικών μεταναστών. Η γειτονιά του Ψυρρή συγκέντρωσε σταδιακά πλήθος βιοτεχνιών, όπως σιδηρουργεία, μηχανουργεία, ξυλουργεία, επιπλοποιεία, αλλά και εμπορικά καταστήματα, όπως παλιατζίδικα, καταστήματα φωτιστικών και επίπλων κά.

Κυρίαρχος βιοτεχνικός κλάδος της γειτονιάς του Ψυρρή ήταν (και σε μεγάλο βαθμό είναι ακόμα) αυτός της υποδηματοποιίας και βυρσοδεψίας, με επίκεντρο τους άξονες των οδών Αριστοφάνους και Μιαούλη, δρόμους στους οποίους επιβιώνουν ακόμα και σήμερα σχετικές επιχειρήσεις και ακόμα περισσότερα ίχνη του συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου. Η παρουσία των υποδηματοποιών στην γειτονιά ήταν τόσο έντονη, που παλιότερα γινόταν στους δρόμους του Ψυρρή λιτάνευση της εικόνας του Αγίου Παντελεήμονα, προστάτη των υποδηματοποιών, η οποία φυλάσσεται στην Παντάνασσα του Μοναστηρακίου. Το σταδιακό μαράζωμα των υποδηματοποιών της γειτονιάς κορυφώθηκε στην δεκαετία του 1990, με την ανάπλαση του Ψυρρή και την ραγδαία αλλαγή των χρήσεων γης, χωρίς την ύπαρξη ταυτόχρονης μέριμνας για την προστασία και την ανάδειξη του βιοτεχνικού χαρακτήρα της γειτονιάς. Η υποδηματοποιεία στου Ψυρρή αποτελεί μια εμπορική τοπικότητα που χάνεται, χαρακτηρίζοντας μια ολόκληρη περιοχή και αφήνοντας πίσω της διακριτά ίχνη.
Ωστόσο, στη γειτονιά του Ψυρρή αναπτύσσονται νέες εμπορικές τοπικότητες, όπως είναι τα tattoo studios και τα γραφιστικά γραφεία, τα οποία μάλιστα κάνουν αισθητή την παρουσία τους, διοργανώνοντας το Design Walk, έναν περίπατο κατά τη διάρκεια του οποίου ανοίγουν τις πόρτες τους στο κοινό. Η περίπτωση των παπουτσίδικων και των βυρσοδεψείων του Ψυρρή μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για μελλοντική προστασία αντίστοιχων εμπορικών τοπικοτήτων σε υπό ανάπλαση περιοχές, ενώ ταυτόχρονα στις σημερινές συνθήκες αποτελεί πρόκληση η διαχείριση της μνήμης, με τη χρησιμοποίηση όσων υπαρχόντων ιχνών έχουν απομείνει.
Οι εμπορικές χρήσεις καθορίζουν την πόλη : Οδός Γερανίου
“Το παλιό τυπογραφείο με τα στοιχεία που ο εργάτης ψαρεύει μέσα από την κάσα δεν υπάρχει πια, ούτε οι λινοτυπικές μηχανές. Τα πάντα γίνονται τώρα με κομπιούτερ, το ατελιέ της φωτοσύνθεσης έχει μεταφερθεί Σωκράτους. Εδώ έμεινε μόνο η αίθουσα των διορθωτών που μεγάλωσε, πήρε και το διπλανό χώρο των τυπογράφων. Στο μεταξύ ασπρίστηκε, βάφτηκε, έφυγαν τα χωρίσματα. Παρ’ όλη την ανακαίνιση κάτι έμεινε από την παλιά υγρασία, τα αρχαία παράθυρα με τα γκρίζα παντζούρια και οι ταμπλαδωτές πόρτες με τα νικελένια χερούλια, κάτι αναχρονιστικό. Ξανά οι παλιές σκάλες, αυτές σε τίποτα δεν καλυτέρεψαν, από τις άπειρες σόλες που τις ανεβοκατέβηκαν, το μάρμαρο έχει γλειφτεί, πρέπει να έχει κανείς τα μάτια του δεκατέσσερα μην έρθει κουτρουβαλιαστός. Ξανά ο ίδιος δρόμος η Γερανίου. Σε τίποτα δεν άλλαξε, η ίδια βρομιά, η ίδια κίνηση, λες κι έμεινε σταματημένος στο χρόνο.”

Το παραπάνω απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Δυο φορές Έλληνας» του Μένη Κουμανταρέα, δίνει το στίγμα της περιοχής του Γερανίου στα μεταπολεμικά χρόνια. Πράγματι, η περιοχή του Γερανίου ήταν κατάμεστη τόσο από τυπογραφεία, όσο και γραφεία εφημερίδων, αφού στην περιοχή βρίσκονταν συγκεντρωμένα τα γραφεία της «Καθημερινής», της «Βραδινής», του «Ριζοσπάστη», αλλά και πολλές μικρότερες τυπογραφικές επιχειρήσεις. Η γειτονιά του Γερανίου ήταν τόσο έντονα ταυτισμένη με την τυπογραφία, που στα πλαίσια της ανάπλασης της περιοχής, έχει προταθεί από τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος η δημιουργία «ενεργού μουσείου τυπογραφίας» στην οδό Γερανίου, με παράλληλη αναζωογόνηση των τυπογραφικών επιχειρήσεων.
Τα τυπογραφεία του Γερανίου αποτελούν μια εμπορική τοπικότητα που χάθηκε, εξαιτίας των αλλαγών που αντιμετώπισε ο ίδιος ο εμπορικός κλάδος, με άμεσες συνέπειες για την γειτονιά που την φιλοξενούσε. Η βίαιη μεταβολή στον κλάδο της τυπογραφίας και το κλείσιμο των τυπογραφείων του Γερανίου είχε ως αποτέλεσμα μεταβολές και στην ίδια τη συνοικία, δημιουργώντας αστικά κενά που ακόμα και σήμερα δεν έχουν καλυφθεί. Η οδός Γερανίου μπορεί να αποτελέσει μια μελέτη περίπτωσης για το πώς οι εμπορικές χρήσεις και η συγκέντρωσή τους μπορεί να καθορίσει την μορφή και την εξέλιξη της πόλης.
Εμπορικές Τοπικότητες με σαφή αρχή : Οδός Ευριπίδου
Η Δημοτική Αγορά της Αθήνας άρχισε να κατασκευάζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1870 (μετά από ένα σύντομο πείραμα στέγασης της Αγοράς στην Πλατεία Ηρώων του Ψυρρή), ωστόσο η πυρκαγιά του 1884 που μετέτρεψε σε στάχτη τα παραπήγματα της Ρωμαϊκής Αγοράς, επέσπευσε τόσο την αποπεράτωσή της, όσο και την λειτουργία της, που ξεκίνησε το 1886. Όπως είναι φυσικό, η παρουσία της Δημοτικής Αγοράς αποτέλεσε το έναυσμα για την συγκέντρωση καταστημάτων τροφίμων στους γύρω δρόμους, όπως είναι η Ευριπίδου, η Σοφοκλέους, η Σωκράτους και οι κάθετοί τους. Ενδιαφέρουν παρουσιάζουν οι μικροσυγκεντρώσεις των καταστημάτων, στην ευρύτερη περιοχή της Βαρβακείου και των παρυφών του Ψυρρή, με την Ευριπίδου να συγκεντρώνει καταστήματα μπαχαρικών και αλλαντοπωλεία, την Σωκράτους μπακάλικα και την Σοφοκλέους καταστήματα ξηρών καρπών και τυριών. Μέχρι πρόσφατα, οι εμπορικές «πιάτσες» ήταν ακόμα πιο εξειδικευμένες: η γωνία των οδών Ευριπίδου και Επικούρου στέγαζε την πιάτσα της χονδρικής αγοράς σκόρδων, ενώ η οδός Διπλάρη το χονδρεμπόριο της ελιάς.
Τα μαγαζιά που σπάνε (ελάχιστα) την εικόνα σχετίζονται και αυτά με το εμπόριο τροφίμων, αφού πρόκειται για μαγαζιά οικιακού εξοπλισμού, μετεξέλιξη των μαγαζιών που προμήθευαν τους εμπόρους τροφίμων με τα αναγκαία είδη για τα μαγαζιά τους, όπως τσουβάλια, βαρέλια, δοχεία κλπ. Η Ευριπίδου και η Σοφοκλέους αποτελούν ένα παράδειγμα εμπορικής τοπικότητας που άντεξε στο χρόνο. Ο χαρακτήρας μάλιστα της Ευριπίδου προστατεύεται πλέον και θεσμικά, αφού από το 2012, προεδρικό διάταγμα ορίζει της Ευριπίδου ως «χώρο παραδοσιακού εμπορίου», απομακρύνοντας χρήσεις που μπορούν να αλλοιώσουν την φυσιογνωμία της.
Δεν είναι σπάνιο, οι εμπορικές τοπικότητες των αθηναϊκών δρόμων να φανερώνουν συχνά ένα δυνατό σημείο έλξης, το φυσικό δηλαδή έναυσμα για την συγκέντρωση ομοειδών καταστημάτων: με τον ίδιο τρόπο, η Στουρνάρη φιλοξενεί καταστήματα Η/Υ λόγω της παρουσίας του Πολυτεχνείου, η Σόλωνος εκδοτικούς οίκους, λόγω των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τριγύρω της, ενώ στην Απόλλωνος, γύρω από το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, συναντά κανείς μαγαζιά με ιερατικά είδη.
H πόλη καθορίζει τις εμπορικές χρήσεις : Οδός Αγίου Κωνσταντίνου

Χάρτης:Βέρα Γκούφα, Φαίη Ζησοπούλου, Μαρία Φορούλη
Χαραγμένη το 1864 ως άξονας εξόδου από την πόλη, η Αγίου Κωνσταντίνου συγκεντρώνει εμπορικές τοπικότητες που ετεροκαθορίζονται από την φύση της ως δρόμου – πέρασμα. Παρόλο που κατά μήκος της Αγίου Κωνσταντίνου κατά καιρούς ανεγέρθησαν σημαντικά τοπόσημα, όπως η ομώνυμη εκκλησία και το Εθνικό Θέατρο, ο ρόλος της Αγίου Κωνσταντίνου σαν πύλη εισόδου και εξόδου προς και από την Αθήνα επηρέασε σημαντικά τις εμπορικές της χρήσεις.
Έτσι, και στις δύο πλευρές της συναντάμε λαϊκά ξενοδοχεία (παλιότερα σε μεγαλύτερες πυκνώσεις, τώρα αραιότερα), τα οποία απευθύνονταν κυρίως στους εσωτερικούς μετανάστες, αλλά και στους επισκέπτες από την επαρχία, όπως μαντεύει κανείς και από τα ονόματά τους, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα «καφενεία των επαρχιωτών», που βρίσκονται συγκεντρωμένα στις καθέτους της. Δίπλα στα ξενοδοχεία και τα καφενεία, συγκεντρώνονται πολλά μαγαζιά με είδη ταξιδίου (βαλίτσες, νεσεσέρ και σχετικά προϊόντα) τονίζοντας ακόμα περισσότερο το χαρακτήρα του δρόμου.
Ο ρόλος της Αγίου Κωνσταντίνου ως πύλης είναι διαχρονικός, κι έτσι μετά τους μεταπολεμικούς εσωτερικούς μετανάστες την σκυτάλη πήραν οι μετανάστες από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη της δεκαετίας του 1990. Μια σύγχρονη εμπορική τοπικότητα που αναπτύσσεται στην Αγίου Κωνσταντίνου αφορά ακριβώς τους σταθμούς υπεραστικών λεωφορείων προς τις Βαλκανικές χώρες, που λειτουργούν ως γέφυρες επικοινωνίας των μεταναστών με τις πατρίδες τους, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν και τα Money transfer γραφεία που συγκεντρώνονται στον ίδιο δρόμο. Παράλληλα, οι τριγύρω κάθετοι στην Αγίου Κωνσταντίνου συγκεντρώνουν εμπορικά καταστήματα μεταναστών, τόσο της πρώτης ευρωπαϊκής φουρνιάς, όσο και της δεύτερης, από τις χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Δεν είναι σπάνιο, δίπλα σε ένα καφενείο που ονομάζεται «Λακωνία» ή «Ψηλορείτης», σήμερα να συναντάμε μικρά εστιατόρια και καφενεία μεταναστών. Τα καταστήματα που συγκεντρώνει η Αγίου Κωνσταντίνου αποτελούν παράδειγμα για το πώς η ίδια η μορφή της πόλης και των συνοικιών της καθορίζει την διασπορά και την μορφή του εμπορίου μέσα σε αυτήν.
H ανάγνωση της ιστορίας μέσα από τις εμπορικές χρήσεις: Πλατεία Ομονοίας
Έχοντας αλλάξει πολλές μορφές από την χάραξη της μέχρι και σήμερα, η Πλατεία Ομονοίας αντανακλά πάντοτε τις αλλαγές που συντελούνται στην Αθήνα. Επιχειρώντας μια εναλλακτική ανάγνωση της πορείας της Ομόνοιας μέσα στο χρόνο, μπορούμε να την διαβάσουμε μελετώντας τις εμπορικές τοπικότητες που συγκεντρώνει.

Χάρτης καταγραφής : Κατερίνα Δρακούλη, Γιώργος Θάνος, Γιώργος Σαχίνης
Αν και τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της, η πλατεία Ομονοίας ήταν προορισμένη να αποκτήσει κοσμικό χαρακτήρα, αντίστοιχο με αυτό που τελικά επιδικάστηκε στην Πλατεία Συντάγματος, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα (με κρίσιμη καμπή τα εγκαίνια του σταθμού του Σιδηροδρόμου) άρχισε να φθίνει, αποκτώντας χαρακτήρα ολοένα λαϊκότερο, κάτι που εν τέλει παγιώθηκε από τον μεσοπόλεμο και μετά. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, η Ομόνοια συγκεντρώνει επιχειρήσεις εστίασης, άλλοτε κοσμικότερες και άλλοτε κακόφημες, οι οποίες ακολουθούν την μεταβολή της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής. Από τις επιχειρήσεις αυτές, ακόμα και σήμερα συναντάμε κτηριακά δείγματα με διαφορετικές κατά κανόνα χρήσεις.
Παράλληλα, η καθιέρωση του μικροαστικού της χαρακτήρα συγκέντρωνε (και σε ένα βαθμό συγκεντρώνει) ευρύτατες πιάτσες επαγγελματιών. Μπορούμε να σημειώσουμε εμπορικές τοπικότητες που έχουν εξαφανιστεί, χωρίς καν να αφήσουν πίσω τους ίχνη, όπως είναι τα ποδηλατάδικα στις αρχές της Γ Σεπτεμβρίου, ή η σχετική πιάτσα ειδών υγιεινής στον ίδιο δρόμο. Ακόμα περισσότερο εξαφανισμένες φαντάζουν οι πιάτσες των μαστόρων, που χαρακτήρισαν την μεταπολεμική Ομόνοια, όπως των σοβατζήδων, των σιδεράδων, των χτιστών και των υπόλοιπων συναφών επαγγελμάτων.
Η Ομόνοια συγκεντρώνει ακόμα και σήμερα πυκνό δίκτυο εμπορικών τοπικοτήτων, καθώς και διάσπαρτα ίχνη από τις συγκεντρώσεις καταστημάτων που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα της. Στα όρια της πλατείας, σημειώνουμε την υπερσυγκέντρωση φροντιστηρίων στα πέριξ της Πλατείας Κάνιγγος, την εκτεταμένη πιάτσα λαϊκών καταστημάτων με φθηνά είδη ένδυσης σε ολόκληρο το Ομονοιακό κομμάτι της Πατησίων και της Γ Σεπτεμβρίου, καθώς και τα μικρά μαγαζιά ηλεκτρονικών ειδών , κυρίως στις εισόδους των στοών τριγύρω από την Πλατεία.
Αναφερόμενοι στις Αθηναϊκές Στοές, πρέπει να πούμε ότι το φαινόμενο των εμπορικών τοπικοτήτων που στεγάζονται σε στοές είναι ένα ολόκληρο, μεγάλο κεφάλαιο από μόνο του. Θα περιοριστούμε στην αναφορά δύο στοών στην Ομόνοια που φιλοξενούσαν εμπορικές τοπικότητες με ξεκάθαρο λαϊκή φυσιογνωμία: πρόκειται για την Στοά της Πείνας (ή Στοά Πιγκουίνου) που συνδέει την Ομόνοια με την Πατησίων και φιλοξενούσε πλήθος καταστημάτων γρήγορου φαγητού, από τα οποία απομένει μόνο ένα, και την Στοά Φέξη στην οδό Βερανζέρου, που έχει ταυτιστεί με το εμπόριο ηλεκτρονικών ειδών.
Εμπορικές τοπικότητες που αλλάζουν μορφή : Οδός Αιόλου
Η αρχή της οδού Αιόλου συγκεντρώνει τα πρωινά των καθημερινών πάγκους πλανόδιων μικροπωλητών που εμπορεύονται ψιλικά. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, πρόκειται για μια εμπορική τοπικότητα σχεδόν συνδεδεμένη με την πορεία της οδού Αιόλου στον χρόνο. Η αρχή γίνεται μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς το Δημοτικό Θέατρο της πλατείας Κοτζιά επιτάσσεται, προκειμένου να φιλοξενήσει προσωρινά Μικρασιάτες Πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες, αγωνιζόμενοι για την επιβίωση τους, γεμίζουν τα Χαυτεία και την Πλατεία Κοτζιά με πάγκους στους οποίους εμπορεύονται τρόφιμα, είδη ιματισμού, σκεύη και οικιακά εφόδια, εργαλεία ενώ το κομμάτι της Αιόλου γύρω από το Χρηματιστήριο γεμίζει με πάγκους πλανόδιων αργυραμοιβών (σαράφηδων), που συμπληρώνουν τους ήδη υπάρχοντες αργυραμοιβούς που βρίσκονται εγκατεστημένοι σε αυτό το κομμάτι. Ο χαρακτήρας του παζαριού διατηρείται και μετά την αποκατάσταση των προσφύγων, παίρνοντας στις επόμενες δεκαετίες διαφορετική μορφή: την περίοδο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων, το κάτω τμήμα της Αιόλου γεμίζει με πάγκους που εμπορεύονται παιχνίδια και χριστουγεννιάτικα στολίδια. Το χριστουγεννιάτικο παζάρι της Αιόλου διατηρήθηκε και στα μεταπολεμικά χρόνια, για να καταργηθεί τελικά επί δικτατορίας.
Ο παζαριώτικος χαρακτήρας της Αιόλου αποτελεί μια εμπορική τοπικότητα που επιβίωσε, αλλάζοντας μορφές ανάλογα με την εποχή. Αναζητώντας τον σύγχρονο εμπορικό χαρακτήρα της Αιόλου, σημειώνουμε την έντονη πυκνότητα σε καταστήματα ρούχων, αλλά και καταστημάτων εστίασης τα τελευταία χρόνια. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι ενώ η οδός Αιόλου είχε (και ως ένα βαθμό, έχει ακόμα) ξεκάθαρο λαϊκό χαρακτήρα, στο ίδιο ακριβώς ύψος η οδός Σταδίου φιλοξένησε καταστήματα που απευθύνονταν στις ανώτερες εισοδηματικά τάξεις: πρόκειται για τα καταστήματα ανδρικής ένδυσης της οδού Σταδίου, μια εμπορική τοπικότητα που έχει συνδεθεί άρρηκτα με τον συγκεκριμένο δρόμο και η οποία σιγά σιγά οδηγείται στην εξαφάνιση.
Φωτογραφία : Άννα Καντά
Εμπορικές τοπικότητες σε συνέχεια στο χρόνο : Εμπορικό Τρίγωνο
Το Εμπορικό Τρίγωνο είναι ίσως η περιοχή του ιστορικού κέντρου με τα πιο ασαφή όρια. Αν και επισήμως, Εμπορικό Τρίγωνο ονομάζουμε το τρίγωνο που περικλείεται από τις οδούς Σταδίου, Ερμού και Αθηνάς, πολλοί τείνουν να ταυτίζουν το Εμπορικό Τρίγωνο μόνο με το κομμάτι εκείνο που διατηρεί τον μεσαιωνικό πολεοδομικό ιστό της Αθήνας.
Όντας η καρδιά της αθηναϊκής αγοράς ήδη από τον 19ο αιώνα, το Εμπορικό Τρίγωνο συγκεντρώνει στους δρόμους του, εύκολα διακριτές εμπορικές τοπικότητες κάθε είδους: από τα υφασματάδικα στην Καλαμιώτου και τους γύρω δρόμους, στα υλικά συσκευασίας στις οδούς Καϊρη και Θησέως, στα χρωματοπωλεία και τα είδη κιγκαλερίας της οδού Βίσσης, στα μαγαζιά φωτιστικών στην Πραξιτέλους, στα καπελάδικα της Βορέου και στα εργαλειάδικα της οδού Αθηνάς, το Εμπορικό Τρίγωνο συγκεντρώνει στους δρόμους ολόκληρο το χαρακτήρα της αθηναϊκής αγοράς. Στους δρόμους του Εμπορικού Τριγώνου είναι εντυπωσιακή τόσο η εμπορική τους εξειδίκευση, όσο και η συνεχή παρουσία των εμπορικών τοπικοτήτων μέχρι και σήμερα.
Αν και τα τελευταία χρόνια, ολόκληρο το Εμπορικό Τρίγωνο έχει αρχίσει να φιλοξενεί επιχειρήσεις εστίασης σε μεγάλη κλίμακα, ο εμπορικός χαρακτήρας του δείχνει να διατηρείται. Ακόμα στις περιπτώσεις καταστημάτων εστίασης που στεγάζονται σε παλαιότερα (και συνήθως εγκαταλελειμμένα) εμπορικά καταστήματα, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες δείχνουν προσοχή στη διαχείριση της μνήμης, κρατώντας εμφανή τα ίχνη της προγενέστερης χρήσης του κτηρίου.
Συμπεράσματα του εργαστηρίου χαρτογράφησης
Φωτογραφία : Άννα Καντά
Από την συνολική χαρτογράφηση των εμπορικών τοπικοτήτων στην περιοχή μελέτης του εργαστηρίου μπορούν να εξαχθούν ορισμένα γενικά συμπεράσματα για την υφιστάμενη κατάσταση τους. Η πιο προφανής παρατήρηση αφορά στην παρουσία των εμπορικών τοπικοτήτων, η οποία είναι σίγουρα λιγότερο έντονη σε σχέση με το παρελθόν. Ακόμα και σε περιπτώσεις που διαπιστώθηκε η ύπαρξη εμπορικών τοπικοτήτων με συνεχή παρουσία στο χρόνο, η συνολική αίσθηση που αφήνουν στον παρατηρητή – περπατητή δεν μπορεί να συγκριθεί με τις αντίστοιχες καταγραφές και μαρτυρίες που διασώζονται για προηγούμενες δεκαετίες.
Από την άλλη πλευρά, το φαινόμενο της εμπορικής «πιάτσας», αν και αρκετά αποδυναμωμένο εξαιτίας διάφορων αιτιών, εξακολουθεί και υφίσταται, άλλοτε σε πιο εύκολα διακριτές μορφές (όπως η προαναφερόμενη περιοχή της Βαρβακείου) και άλλοτε σε πιο δυσδιάκριτες. Παράλληλα, συνεχίζουν να δημιουργούνται νέα σημεία συγκέντρωσης τοπικοτήτων, των οποίων η διάρκεια και η αναγνωρισιμότητα (καθώς αποτελούν «ιστορία εν τη γεννέσει της») θα κριθούν με την πάροδο του χρόνου.
Ιδιαίτερα έντονα είναι και τα εναπομείναντα ίχνη παρελθουσών εμπορικών τοπικοτήτων (καταστήματα, ταμπέλες, πινακίδες, βιοτεχνίες, επιγραφές κλπ). Σε ό,τι αφορά τις τοπικότητες που μπορεί να θεωρηθεί ότι παρουσιάζουν μια ιστορική βαρύτητα για την Αθήνα, θα ήταν ίσως σκόπιμο να ανοίξει μια συζήτηση για την διαχείριση της μνήμης που απομένει μέσω κατάλληλα στοχευμένων ενεργειών. Ακόμα σημαντικότερη ίσως είναι η ευαισθητοποίηση για την εμπορική και βιοτεχνική κληρονομιά που κινδυνεύει να χαθεί, σε περιοχές που τελούν υπό καθεστώς ανάπλασης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη των Αθηναίων σχετικά τις εμπορικές τοπικότητες και την επίδρασή τους στην πόλη, ειδικά όταν το τοπίο της αγοράς για το Ιστορικό Κέντρο είναι ιδιαίτερα βεβαρημένο, με τα κλειστά καταστήματα να αγγίζουν το 1/3 του συνόλου σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες. Σε σχετικό ερωτηματολόγιο που μοιράστηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου χαρτογράφησης, οι συμμετέχοντες σε συντριπτικό ποσοστό φάνηκαν να αναγνωρίζουν εύκολα την ύπαρξη των εμπορικών τοπικοτήτων, ενώ σε εξίσου μεγάλο ποσοστό έδειξαν ξεκάθαρη προτίμηση στις μικρές επιχειρήσεις, τουλάχιστον σε ότι αφορά το Ιστορικό Κέντρο. Εξίσου εντυπωσιακό ήταν το ποσοστό των συμμετεχόντων που δήλωσαν ότι η συγκέντρωση ομοειδών καταστημάτων σε συγκεκριμένες γειτονιές του κέντρου θα δρούσε ενθαρρυντικά για την προσέλκυση καταναλωτών στις συγκεκριμένες περιοχές.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Κώστας Αθάνατος, Ταξίδι στην Παλιά Αθήνα, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 2001
Νίκος Γ. Ξυδάκης, Βαλκανίλα και καγκουριά, εφημερίδα Καθημερινή, 28/4/13
Γιάννης Καιροφύλλας, Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1995
Τόνια Κατερίνη, Οδός Αιόλου…, άρθρο στην εφημερίδα Αυγή, 15/5/2014
Γιώργος Κιούσης, Ο δρόμος των μπαχαρικών, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 16/7/2011
Μένης Κουμανταρέας, Δυο φορές Έλληνας, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2010
Λίζα Μιχελή, Αθήνα των ανωνύμων, εκδόσεις Δρώμενα, Αθήνα 1991
Νίκος Μπακουνάκης, Επιστροφή στην Αναξαγόρα, εφημερίδα Το Βήμα, 16/9/2012
Μιλτιάδης Μπούκας, Οδηγός εμπορικός, γεωγραφικός και ιστορικός των πλείστων κυριοτέρων πόλεων της Ελλάδος, εκδόσεις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1875
Βασίλης Παπαευσταθίου, Οδοί Αριστοφάνους και Σαρρή, από τη συλλογή σπουδαστικών εργασιών Μια Βόλτα στου Δρόμους της Αθήνας – Θέματα Αστικού Σχεδιασμού του διατμηματικού προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών Αρχιτεκτονική & Σχεδιασμός του Χώρου, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Θωμάς Σιταράς, Στην Αιόλου των παιδιών, των παιχνιδιών και των μπουναμάδων, άρθρο στον ιστότοπο paliathina.com
Ευτυχία Χαρκιολάκη & Μαριάννα Μπίρη, Οδός Αιόλου, από τη συλλογή σπουδαστικών εργασιών Μια Βόλτα στου Δρόμους της Αθήνας – Θέματα Αστικού Σχεδιασμού του διατμηματικού προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών Αρχιτεκτονική & Σχεδιασμός του Χώρου, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Εθνική Συνομοσπονδία Εμπορίου / Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών, Απογραφή του Εμπορικού Κέντρου της Αθήνας και καταγραφή των λουκέτων, Αθήνα
