Του Γιώργου Κουτσαντώνη
Ο τρόπος που διαμορφώνεται η επικαιρότητα, εντός και εκτός Ελλάδας, εξασφαλίζει αφορμές για σχολιασμό και εξωθεί, σχεδόν αξιωματικά, στη χρήση σαρκασμού. Ο σαρκασμός και η ειρωνεία είναι ένα από τα λίγα μέσα αντίστασης και ανοσίας στην σύγχρονη μαζικοποιημένη παράνοια.
Στην Ευρώπη τα σημεία δείχνουν ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μπορεί να γίνει αποικία, ή να πάψει να υπάρχει. Ωστόσο, εντωμεταξύ, σύσσωμα τα ΜΜΕ (μεγάλα, μικρά, συστημικά, εναλλακτικά) συνεχίζουν να (ανα)παράγουν ιστοριούλες με μονόκερους και φτερωτούς γαϊδάρους. Στη λογική του “the show must go on” o υπουργός εσωτερικών της Ιταλίας Ματέο Σαλβίνι χρίζεται από τα ΜΜΕ μικρός Τραμπ της Ευρώπης: έτσι, ενώ o πρώτος ξάδελφος του σατανά αποκτά μικρό αδελφάκι, η Μελάνια ανοίγει τα λευκά της φτερά και με το φωτοστέφανό της φωτίζει την κρίση του «πλανητάρχη». Ο αγώνας του τουίτερ για τα παιδιά έχει πια κερδηθεί, όπως και η μετά θάνατον λύτρωση της ψυχής αμφότερων. Τώρα που ο Τραμπ γίνεται επιτέλους το Χόλυγουντ στην εξουσία, οι «αγωνιστές» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας δικαιώνονται.
Άλλωστε είναι γνωστό, ζούμε σε εποχές facebook και τα παραμύθια έχουν μπόλικη πέραση. Ο Δυτικός κόσμος πουλάει και αγοράζει ψέματα με τη σέσουλα. Τα θέλουμε και όταν δεν υπάρχουν έτοιμα τα κατασκευάζουμε οι ίδιοι, γιατί όταν τα νοήματα έχουν χαθεί, η αλήθεια δεν αντέχεται. Ανασηκώνοντας συστηματικά το χαλί, η Δύση κρύβει τα μεγάλα προβλήματα που συνδέονται άμεσα με τις πολιτικές που προάγουν την παγκοσμιοποίηση, την απορρύθμιση των αγορών και την πολιτισμική διάλυση. Το μεταναστευτικό και ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός γίνονται μονίμως αφορμή για μικροπολιτικές συγκρούσεις και τόνους δακρύων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τώρα η Ιταλία, εξαιτίας της νέα κυβέρνησης, γίνεται το κακό παιδί της Ευρώπης που θα φέρει νέες θανατηφόρες κρίσεις και συντέλειες. Η ρητορική του Σαλβίνι -που δεν χαράσσει ασφαλώς μόνος του πολιτικές καθώς είναι υπουργός εσωτερικών- είναι ενοχλητική κυρίως γιατί αναδεικνύει τις αντιφάσεις και την υποκρισία της ιταλικής κεντροαριστεράς. Ο φασισμός μας κατατρέχει σαν μαύρος μανδύας ο οποίος φοριέται -εν μια νυκτί- σε όποιον δεν αναπαράγει με ακρίβεια το ποίημα της αλά καρτ αλληλεγγύης και του επιλεκτικού ανθρωπισμού. Σύντομα η λέξη «φασισμός» μπορεί να χάσει κάθε νόημα και βαρύτητα, καθώς εδώ και πολύ καιρό ό,τι δεν μας αρέσει ή προσβάλει την αισθητική μας, γίνεται αυτομάτως φασιστικό. Μάλιστα ο Τ. Όργουελ, μερικές δεκαετίες πριν, είχε εντοπίσει το ίδιο πρόβλημα της κατάχρησης του όρου «φασισμός» στην καθημερινή μας γλώσσα, μια πρακτική που στην ουσία παράγει λογοκρισία, καθώς σε οποιονδήποτε αποδίδεται η κατηγορία του «φασίστα» αμέσως το άτομο αυτό αισθάνεται πως παραβιάζει ηθικούς κώδικες. Έτσι, αναγκάζεται να σιωπά, ασχέτως αν τελικά είχε κάτι να πει. Στις μέρες μας η χρήση του όρου «φασίστας» προς οτιδήποτε και οποιονδήποτε δεν σέβεται την αισθητική του πολιτικού φιλελευθερισμού, εκτός του ότι αντανακλά την ίδια πρακτική, αποτελεί και εύκολη λύση· αποδίδοντας αυτή την κατηγορία σε κάθε φαινόμενο που δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε, ξεμπερδεύουμε με το κοπιαστικό έργο να σκεφτούμε και να κρίνουμε.
Η (υπερ)χρήση της λέξης από νεαρά άτομα -που έχουν ακούσει τη λέξη «φασισμός» μόνο στο facebook- είναι κατανοητή, ως ένα σημείο. Όμως είναι εξαιρετικά ανεύθυνο και ανήθικο το ότι κάποιοι που (αυτο)πλασάρονται ως διανοούμενοι και έγκριτοι αναλυτές, σε ένα συντονισμένο φεστιβάλ Reductio ad Hitlerum, συνεχίζουν να αποκαλούν τον Τραμπ ως τον νέο Χίτλερ ή τώρα τον Σαλβίνι ως τον μαύρο φασίστα Μουσολίνι. Όταν φτάνεις στο σημείο να λες ότι στις ΗΠΑ πρέπει να επιστρέψει η ελευθερία και η φιλελεύθερη δημοκρατία δίνεις άλλο νόημα στην νεομυθολογία. Όλη αυτή η έξαρση συναισθηματικής και βαθιά ανιστόρητης γλώσσας, που βλέπει στρατόπεδα συγκέντρωσης (ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν) και μαζικό κοινωνικό εκφασισμό, καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την κατανόηση της σύγχρονης πολιτικής, αλλά και σχετικοποιεί τα πραγματικά εγκλήματα του ναζισμού. Ξεκαθαρίζοντας, ωστόσο, και με στόχο την αποφυγή παρεξηγήσεων, χώροι εγκλεισμού (όπως το Γκουαντάναμο π.χ.) μπορούν οριακά να ονομαστούν στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτό που βέβαια δεν εξισώνει καθόλου αυτούς του χώρους με ένα Νταχάου, είναι η αναλογία. Χωρίς αμφιβολία οι φιλελεύθερες ολιγαρχίες της δύσης μπορεί να καταφεύγουν σε ακραία μέτρα καταστρατήγησης δικαιωμάτων (prerogative στη γλώσσα του Λοκ), ωστόσο υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές με τα ναζιστικά καθεστώτα. Ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος της σημερινής εποχής δεν είναι πλέον ο ολοκληρωτικός υπερεθνικιστής, αλλά ο ατομικιστής/καταναλωτής. Τελείως διαφορετικό αντιστοίχως είναι και το πολιτικό πλαίσιο που διαμορφώνει αυτές τις κυρίαρχες αξίες. Η πραγματικότητα, όπως πάντα, είναι το πιο ισχυρό εργαλείο, με την προϋπόθεση φυσικά ότι επιθυμούμε να την δούμε. Διότι όταν κάποιος δεν μπορεί να διακρίνει την αυταρχικοποίηση, σε κάποιες περιστάσεις, από τον φασισμό, τότε έχει σοβαρά προβλήματα αντίληψης. Αν όμως δεν θέλει να κάνει τη διάκριση τότε έχει στενή σχέση με τον φαρισαϊσμό, πράγμα που είναι πολύ χειρότερο. Δυστυχώς υπάρχουν και εκείνοι που έχουν πείσει τον εαυτό τους (και όσους άλλους μπορούν να πείσουν) ότι ζουν έναν, μονίμως επερχόμενο, ναζιστικό εφιάλτη. Πρόκειται ασφαλώς για μια παράνοια ολκής που κάποιους προφανώς τους βολεύει.
Την ίδια στιγμή η Αριστερά στην Ευρώπη είναι πλέον υπόθεση τελειωμένη, εφόσον έχει μετατραπεί σε αμάλγαμα με τους καθησυχαστικούς, αντιλαϊκιστές φιλελεύθερους, που ελάχιστα διαφέρουν από τους κεντρώους νεοκλασικούς οικονομολόγους (πέρα από τη ρητορική). Ούτε οι αναδυόμενες δυνάμεις στο Μεξικό φαίνεται πως θα καταφέρουν να ανακόψουν την πορεία προς την παγκοσμιοποίηση, ούτε φυσικά η εθνικιστική στροφή στην Ευρώπη φαίνεται να διακατέχεται από κάποια σοβαρή αντιπρόταση και πρόταγμα. Σε ό,τι αφορά τους λεγόμενους ριζοσπάστες της Αριστεράς και της προόδου, από τον Τσίπρα μέχρι τον Κόρμπιν και από τον Σάντερς μέχρι τον Μελανσόν, δεν έχουν κάτι διαφορετικό να πουν και δεν μπορούν πλέον να εμπνεύσουν. Ειδικά για αυτούς τους τελευταίους, ας μας επιτραπεί ένας πρακτικός παραλληλισμός: όποιος έχει προσπαθήσει να βάψει πασχαλινά αυγά με το έντονο και βαθύ κόκκινο των παντζαριών, έχει απογοητευθεί, σε αντίθεση με τα κρεμμύδια, οι χρωστικές δεν μένουν στο κέλυφος των αυγών. Έτσι μοιάζει να είναι σήμερα η Αριστερά και η Σοσιαλδημοκρατία, χρώματα που, παραδόξως σε κάποιους μπορεί να φαίνονται ζωηρά, αλλά έχουν «κόψει», ξεπλένονται, παραλλάσσονται εύκολα και τελικά δεν βάφουν. Οι άνθρωποι σήμερα δεν φαίνεται να «βάφονται» εύκολα και αυτή ίσως να είναι η μόνη ελπιδοφόρα πτυχή της γενικευμένης αδιαφορίας.
Οι πολιτικές τάξεις του μεταμοντερνισμού και της οικονομικής μεγέθυνσης, αποκομμένες τελείως από την κοινωνία, έχουν χάσει τον μπούσουλα και επομένως την επαφή τους με τον απλό κόσμο. Όμως στο τέλος όλοι τους «σέβονται» τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, αρκεί να παρκάρουν στο σπίτι του άλλου, του «ανοιχτοχέρη» και του «ανοιχτόκαρδου», ή του πιο αδύναμου και βολικού που, με κάποια ανταλλάγματα, παρουσιάζεται ως διατεθειμένος να κάνει τη «βρώμικη» δουλειά. Την ίδια στιγμή οι ΜΚΟ τρίβουν τα χέρια τους, προσεύχονται για νέες κρατικές επιδοτήσεις, σπέρνουν hoaxes και οι διακινητές μεταναστών ελπίζουν να συνεχιστεί η απραγία των ευρωπαϊκών κρατών και επομένως η προσοδοφόρα διαιώνιση του ανθρώπινου πόνου. Κάποιοι έντιμοι ακτιβιστές, έχοντας δώσει πραγματικά πολλά, ξυπνούν από τον παρατεταμένο λήθαργο ή κουράζονται με τα αδιέξοδα και την υποκρισία και αποσύρονται σε βουνά και σε λαγκάδια. Άλλοι συνεχίζουν χαρωπά τα δυο τους χέρια να χτυπούν στα blogs και στη χώρα των θαυμάτων και άλλοι γίνονται «πολιτικοί» αναλυτές/σχολιαστές του συναισθήματος με ειδίκευση στη «φασιστολογική αστρολογία». Είναι εξαιρετικό επικοινωνιακό όπλο στα χέρια αυτών που όντως λαμβάνουν τις αποφάσεις (ή τις επηρεάζουν πραγματικά) να αφήνουν τους «ακτιβιστές» και τους «συναισθηματικούς» να νομίζουν ότι αλλάζουν τον κόσμο από το facebook με «πιέσεις» και διαδικτυακές κατακραυγές. Επομένως τα ίδια θέματα χρησιμοποιούνται κυκλικά και τεχνηέντως από τους πολιτικούς, άλλοτε με κυνισμό και άλλοτε με περίσσευμα συναισθήματος. Έτσι καταφέρνουν να κρύψουν την αδιαφορία, τις σοβαρές ελλείψεις και την αδυναμία/ανεπάρκειά τους. Αλλά κυρίως καταφέρνουν να αποσπάσουν την προσοχή της κοινής γνώμης από δύο πράγματα. Πρώτον από τα τεράστια ζητήματα, παγκόσμιας σοβαρότητας, που βρίσκονται παράλληλα σε εξέλιξη και δεύτερον από το γεγονός ότι η πολιτική τους εξουσία έχει αποδυναμωθεί και εκχωρηθεί σταδιακά στους πρωταγωνιστές του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Με το τέλος της λεγόμενης ποσοτικής χαλάρωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (τον Ιανουάριο του 2019) το πιο πιθανό είναι ότι θα σχηματιστεί μια ακόμη λεκάνη απορροής χρημάτων προς τη Γερμανία, όπως ακριβώς έγινε και με το «whatever it takes-ό,τι χρειαστεί» του Μάριο Ντράγκι στο παρελθόν. Όλοι σχεδόν μιλούν με αισιοδοξία για τις αγορές που υποτίθεται ότι τρέχουν το τελευταίο δύσκολο κομμάτι της παγκόσμιας κούρσας. Στην πραγματικότητα είναι οι τεράστιες μοχλεύσεις που συνεχίζουν να δίνουν την ψευδαίσθηση μιας κανονικότητας, το σήμερα θυμίζει ανατριχιαστικά την περίοδο του 2000 και του 2007. Η υπόθεση της Lehman Brothers δεν δίδαξε κανένα (ηθικό) μάθημα, μάλιστα τώρα η κατάσταση επιβαρύνεται από το γεγονός ότι τα τελευταία 10 χρόνια το δημόσιο/ιδιωτικό χρέος σε παγκόσμιο επίπεδο έχει φθάσει σε ανεξέλεγκτα πλέον ύψη. Οι κεντρικές τράπεζες, αντί να θέσουν όρια και ρυθμιστικά πλαίσια, συνεχίζουν το βιολί τους, με μηδενικά επιτόκια, και παμφάγες εξαγορές. Σήμερα κανείς δεν γνωρίζει την πραγματική αξία μιας μετοχής, καθώς αυτή διαστρεβλώνεται συνεχώς από τα λεγόμενα προγράμματα «τόνωσης» που περιλαμβάνουν μαζικές εξαγορές και ιδιωτικοποιήσεις. Το μεγαλύτερο ποσοστό των χρηματιστηριακών κερδών από ίδια κεφάλαια έρχεται από την επαναγορά εταιρικών ομολόγων. Οι κεντρικές τράπεζες αγοράζουν τα πάντα δίχως όρους και όρια, μιλάμε για πραγματική παράνοια που βρίσκεται σε εξέλιξη. Υπό αυτή την έννοια το μεταναστευτικό είναι ένα χρήσιμο προπέτασμα καπνού που κρύβει την πραγματική αιτία της κρίσης, δηλαδή την απορρύθμιση των αγορών. Έτσι για την Ελλάδα και την Ιταλία η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ειδικότερα στην Ιταλία μέχρι και σήμερα, οι μεταναστευτικές ροές από την Αφρική είχαν περιοριστεί και το γεγονός της αλλαγής κυβέρνησης στη Λιβύη, αποτελεί σαφές μήνυμα ότι οι φυλές που έμειναν «ορφανές» από την προηγούμενη κυβέρνηση (και τα ταμεία της), τώρα χτυπούν την πόρτα της νέας κυβέρνησης. Κατά τη γνώμη μας το πρόβλημα είναι συνδεδεμένο και με τη στάση «ανωτερότητας» της Μέρκελ και την λεγόμενη «χαλαρότητα» που τέθηκε σε ισχύ μέχρι σήμερα. Αυτή η «ανοικτότητα» και η ανικανότητα της Μέρκελ κυρίως στις μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις και στα σημεία υποδοχής έχει προκαλέσει ένα είδος αντανακλαστικής εξάρτησης (Pavlovian Conditioning). Έτσι ακόμη και μια βάρκα με δέκα άτομα να περάσει απέναντι, πολλοί αρχίζουν να ουρλιάζουν για μαζική πολιορκία και εισβολή μεταναστών. Η αλήθεια είναι ότι το θέμα αυτό, ακριβώς επειδή τέθηκε ως απόλυτη προτεραιότητα, για όλα τα εκλογικά σώματα, ιδιαίτερα εκείνα που είναι πιο εύκολα διατεθειμένα να αλλάξουν πολιτικό κόμμα, τώρα χρησιμεύει ως όπλο για τη ρύθμιση πολιτικών λογαριασμών, που συχνά είναι εθνικοί λογαριασμοί, δηλαδή εσωτερικοί.
Αξίζει να δούμε τη μονομαχία μεταξύ Μέρκελ και Ζέεχοφερ που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την πρόωρη λήξη της κυβέρνησης συνασπισμού, αλλά και της πολιτικής καριέρας της Καγκελαρίου. Την ίδια στιγμή στην Ιταλία η δημαγωγία του Σαλβίνι έχει επικεντρωθεί στην απόκρυψη της αθέτησης των υποσχέσεων καθώς τα περισσότερα από όσα η σημερινή κυβέρνηση είχε υποσχεθεί σχετίζονται με την ελάφρυνση του χρέους (που η ΕΕ δεν συζητά για κανένα κράτος μέλος) και τη μείωση του ιταλικού ελλείμματος (που μοιάζει με άλυτη συνάρτηση). Έτσι οι καινούργιοι καθώς φαίνεται ότι δεν μπορούν να εγγυηθούν: α) το εισόδημα ιθαγένειας (ή βασικό εισόδημα), β) τον ενιαίο φόρο (flat tax) και γ) δεν θα κάνουν δημοψήφισμα για την παραμονή ή μη της Ιταλίας στην ΕΕ, κερδίζουν χρόνο με ζητήματα που έχουν πέραση, παράγουν πολύ καπνό και πάνω απ’ όλα δεν έχουν οικονομικό κόστος. Τελικά κανείς δεν ξέρει ποιον να πιστέψει, τις εξαγγελίες του Μοσκοβισί ή αυτές του αντιπροέδρου της ιταλική κυβέρνησης; Μπορεί άραγε να μπει σε πρόγραμμα ολόκληρη η Ιταλία, ή θα θα χρειαστεί να την κόψουμε σε κομματάκια -υγιή και άρρωστα; Ουδείς γνωρίζει. Από την άλλη ο φιλάνθρωπος Πέδρο Σάντσεθ, με το που έγινε πρωθυπουργός της Ισπανίας (μην ξεχνάμε ότι δεν είναι εκλεγμένος, αλλά διορισμένος), άνοιξε, δωρεάν και αυθαίρετα, τις αγκάλες στην υπόθεση Aquarius, ώστε να κερδίσει κάποια συναίνεση -ίσως και μια ευελιξία- εντός της ΕΕ. Σήμερα η πολιτική αδράνεια είναι ο πιο εύκολος και ανέξοδος τρόπος να παραμένεις αλώβητος στην εξουσία και όταν χρειαστεί απλά αφήνεις κάποιους στα ΜΜΕ να βαπτίσουν ολόκληρη την Ουγγαρία και την Αυστρία, χώρες που κατοικούν ρυπαρά χιτλερικά τρωκτικά τα οποία δεν γνωρίζουν τη λέξη αλληλεγγύη. Ας αναρωτηθούμε ποιοι άραγε πολιτικοί ηγέτες στην Ευρώπη κάνουν σήμερα μια πραγματική συζήτηση με την κοινωνία τους; Μάλλον κανείς, οι τελικές αποφάσεις απλά ανακοινώνονται και σερβίρονται με την κατάλληλη διακόσμηση.
Επίσης μας κάνει τρομερή εντύπωση όταν βλέπουμε αναλυτές -που υποτίθεται ότι ποτέ δεν ξεκαβάλησαν το άτι της μαρξιστικής σκέψης- να μην αναγνωρίζουν τίποτα το θετικό στις πολιτικές οικονομικού προστατευτισμού της αμερικανικής κυβέρνησης (όσο κι αν αυτές είναι μισερές και ενέχουν κινδύνους). Και μιας και επιστρέψαμε στον Τραμπ, όλοι είδαμε την υπόθεση των μεξικανικών οικογενειών στα σύνορα, με τα βίντεο των δακρυσμένων παιδιών που κατάφεραν να μονοπωλήσουν την προσοχή του κόσμου. Και εδώ είμαστε ξεκάθαροι, όλο αυτό είναι ανεπίτρεπτο, η οικογένεια είναι θεσμός ζωτικής σημασίας, που θα πρέπει να αναγνωρίζουμε και να προστατεύουμε, χωρίς καμία διάκριση, για όλους τους ανθρώπους. Διότι όσοι κόπτονται επιλεκτικά για τις οικογένειες των μεταναστών και το κάνουν με τρόπο υποκριτικό και καθαρά ιδεολογικό, θα πρέπει να κοιταχτούν στον καθρέπτη. Όμως αλήθεια πόσο κράτησε όλο αυτό, πριν ο Τραμπ αποφασίσει να σταματήσει την πολιτική χωρισμού των οικογενειών; Μιάμιση μέρα για την ακρίβεια που όμως ήταν αρκετή για να πάρει αυτό που ήθελε, χάρη στο θεατράκι του «κακός μπάτσος-καλός μπάτσος» που ολοκληρώθηκε με το tweet της συζύγου. Φυσικά στη συνέχεια το διαδίκτυο και λοιπά μέσα ενημέρωσης γέμισαν με παλαιότερα βίντεο στα οποία φαίνεται καθαρά ότι αυτό το είδος «απάνθρωπης» πολιτικής χρησιμοποιήθηκε ευρέως υπό την προεδρία του Μπιλ Κλίντον και, πάνω απ ‘όλα, υπό την προεδρία του, Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης, Μπαράκ Ομπάμα. Για να το θέσουμε πιο απλά, οι Δημοκρατικοί «ξεβρακώθηκαν» (ξανά) από τον Τραμπ με θεαματικό τρόπο, και μάλιστα χωρίς κόστος. Έτσι στη συνέχεια, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, όχι μόνο πήρε αυτό που ήθελε από πολιτική άποψη (δηλαδή μια δικομματική συμφωνία για τη νέα νομοθεσία σχετικά με τη μετανάστευση), αλλά άνοιξε και αυτός τον δρόμο της δικής του υποψηφιότητας για το Νόμπελ Ειρήνης, ειδικά μετά την «ιστορική συνάντηση» με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν. Όταν ο Τραμπ γίνεται το Χόλυγουντ στην εξουσία, για λογαριασμό του βαθέως κράτους των ΗΠΑ, τότε γίνεται ανεκτός (και από αισθητική άποψη). Αυτός είναι ο χρυσός κανόνας της σύγχρονης πολιτικής, που κερδίζει πάντα. Άλλωστε στις ΗΠΑ ορισμένοι περιορισμοί της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των πολιτών θα μπορούσαν να γίνουν μόνον από κάποιον που (αυτό)διακηρύσσεται ως άνθρωπος του λαού που αγωνίζεται ενάντια στις ελίτ. Άσχετα εάν ο ίδιος δεν τους εναντιώθηκε ποτέ στο παρελθόν (ως δισεκατομμυριούχος) και μάλιστα κάποιους της Wall Street τους έχει διορίσει στο γραφείο του. Η φέτα του προϋπολογισμού που χορηγήθηκε στο Πεντάγωνο, μοιάζει σαν ένα δώρο προς τον στρατιωτικό-βιομηχανικό τομέα που κατά πάσα πιθανότητα -μαζί με κάποιους τραπεζίτες και πετρελαιάδες – είναι αυτοί που στην πραγματικότητα ανέκαθεν κυβερνούν την Αμερική, συχνά στο όνομα του πολέμου, που σε τελική ανάλυση είναι ο ταχύτερος και ισχυρότερος πολλαπλασιαστής του ΑΕΠ.
Επιστρέφοντας στα της Ευρώπης, στην Ιταλία και στη Γαλλία, παρακολουθώντας στενά την ελληνική πορεία τα τελευταία χρόνια, οι ιθύνοντες της ΕΕ έχουν καταλάβει ότι οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις που θέλουν να προωθήσουν είναι τόσο σκληρές που μόνο μια Αριστερά μπορεί να τις φέρει σε πέρας. Τώρα που η Ελλάδα θα γίνει «υπόδειγμα» οικονομικής επιτυχίας σε παγκόσμιο επίπεδο, μένει να δούμε στο μέλλον τον δρόμο που θα ακολουθηθεί και αλλού. Ήδη ο ισλαμικός μπαμπούλας και η ξενόφοβη Δεξιά/Ακροδεξιά έχουν γίνει τα σύγχρονα στερεότυπα που τροφοδοτούν πολλούς χρήσιμους αφελείς ψηφοφόρους να εκλέγουν αυτούς που αναπαράγουν τις ίδιες πολιτικές. Σήμερα ακόμη και τις πιο ισχυρές οικονομικά χώρες της Δύσης κυβερνούν άνθρωποι που, ενώ υπηρετούν πιστά τα συμφέροντα των ελίτ, διατυμπανίζουν ότι τις πολεμούν ανελέητα προς όφελος των πολλών. Αυτό είναι νομίζουμε ενδεικτικό του γεγονότος ότι σήμερα τους λαούς ορίζουν τα εξής: ο φόβος, η απόκρυψη και η υποκρισία. Έτσι ο συναγερμός «τρομοκρατία», «μετανάστευση», «εκφασισμός», «μην βγει η Λεπέν (κόρη του σατανά)» γίνονται χρήσιμα οικονομικά εργαλεία και ευκαιρίες μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας από τον, πρωταθλητή του δήθεν και των banalité, Ε. Μακρόν στη Γαλλία. Ασφαλώς τα συνδικάτα της Air France και της SNCF (κρατικής σιδηροδρομικής εταιρίας της Γαλλίας) δημιουργούν πολλές δυσκολίες με τις απεργίες τους, αλλά δεν φαίνεται να φτάνουν στην ολική παράλυση του κράτους ή, ακόμη χειρότερα, σε ατυχήματα ή βίαιες κινητοποιήσεις. Η ειρωνική αντίφαση της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας είναι ακριβώς αυτή: ο αποδυναμωμένος, από άποψη πολιτικής ισχύος, άβουλος πολιτικός αρχηγός, προκειμένου να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα συγκεκριμένων ελίτ, αποκτά ειδικές υπερεξουσίες ώστε να μπορεί να παρακάμψει τυχών θεσμικά εμπόδια. Επίσης στην περίπτωση της Γαλλίας, αξίζει να συγκρίνουμε τη στάση που είχε η ίδια χώρα την εποχή που ο Καντάφι έπρεπε με το ζόρι να εξαφανιστεί από το χάρτη και αυτή που κρατάει σήμερα απέναντι στην Λιβύη. Τελικά το ζήτημα των μεταναστών και των αρχηγών κρατών/υιών του σατανά, φαίνεται να μεγεθύνεται κατά το δοκούν και το αντίστροφο, έτσι και η «παγκόσμια τρομοκρατία» προσαρμόζεται τεχνητά, σαν πλαστελίνη. Σε κάθε περίπτωση η πολιτική απουσία, η προβλεψιμότητα και η υποβάθμιση του ρόλου της Γαλλίας, σε απλό κομπάρσο, είναι αξιοσημείωτη.
Στην αρχή γράψαμε ότι η ΕΕ μπορεί στο μέλλον να διαλυθεί όπως θα μπορούσε, μετά από μια σταδιακή κατάρρευση να γίνει αποικία (πολλών ταχυτήτων με δερβέναγα τη Γερμανία) και πεδίο ανταγωνισμού των μεγάλων παιχτών, δηλαδή της Κίνας, των ΗΠΑ και της ανερχόμενης Ρωσίας. Πάντως η ιστορική φάση της ΕΕ, τότε που κάποιοι μιλούσαν για πολιτική ένωση, φαίνεται να εξαντλείται: από τη μια ο εκφυλισμός των ευρωπαίων πολιτικών και η απουσία δημιουργικής πολιτικής σκέψης και από την άλλη η ακόρεστη βουλιμία της Κίνας και της Γερμανίας, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Σήμερα οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είμαστε πήλινα σκεύη ανάμεσα σε μεταλλικά που ετοιμάζονται να συγκρουστούν -και οι ΗΠΑ με την Κίνα είναι βέβαιο ότι θα συγκρουστούν, ειδικά για την νομισματική υπεροχή που αφορά το παγκόσμιο εμπόριο, με το λεγόμενο πετροδολάριο στο επίκεντρο της διαμάχης. Τα επόμενα χρόνια τα περιουσιακά στοιχεία του πλανήτη, μπορεί να αλλάξουν τόσο που να μην είναι πλέον αναγνωρίσιμα.
Μπορεί ακόμη στην Ευρώπη η ισορροπία να επιστρέψει σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή σε μια ήπειρο συνύπαρξης εθνών-κρατών, κανείς μας δεν είναι έγκριτος μελλοντολόγος. Όμως, ακόμη, δεν χρειάζεται πανικός, ούτε και κλισέ αισιοδοξίας, η λύση κάποια στιγμή θα βρεθεί. Ακόμη κι αν χρειαστεί ένα τεράστιο σοκ για να ξυπνήσουμε από τη θαλπωρή του βατράχου που απολαμβάνει το χλιαρό νερό στην κατσαρόλα, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι η φωτιά τελικά θα τον βράσει. Ας το σκεφτούμε, μπορεί τελικά ο πραγματικός εχθρός μας να είναι τα ανύπαρκτα όρια στη μαζική παρανοϊκή βουλησιαρχία, που άλλο δεν επιθυμεί, παρά να συνεχίσει να «παίζεται» το ίδιο παραμύθι της οικονομικής μεγέθυνσης και της αέναης προόδου: όλο και πιο πειστικό και ευπαρουσίαστο με φτιασίδια και με ψέματα.