17.2 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣ«ΓΑΛΕΟΣ ΣΚΟΡΔΑΛΙΑ». Του Νίκου Τσιφόρου

«ΓΑΛΕΟΣ ΣΚΟΡΔΑΛΙΑ». Του Νίκου Τσιφόρου

ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ: «ΓΑΛΕΟΣ ΣΚΟΡΔΑΛΙΑ»
.
Στο σπίτι δεν κάνουμε ποτέ σκορδαλιά. Όχι πως δεν μου αρέσει. Τρελλαίνομαι. Αλλά η Πίτσα.
—Εγώ σκορδαλιά δεν τρώω. Δεν μπορώ να πηγαίνω κάπου και να μυρίζω σκόρδο.
—Εμ’ αφού τρως σκορδαλιά τι θες να μύριζες, ρε γυναίκα ; Ξυνόγαλο;
—Σκορδαλιά δεν έχει!…
Μεγάλος καημός είναι αυτός και η άλλη, η Μπίμπη, με καταλαβαίνει.

— Μη στενοχωριέσαι, Στέλιο μου, άμα φτιάξω εγώ σκορδαλιά θα σου τηλεφωνήσω να έρθεις να φάμε.

Η Πίτσα η δική μου και η Μπίμπη, κανενός, είναι δυο από τις καλύτερες φιληνάδες του κόσμου. Λένε μεταξύ τους «χρυσό μου» και «αγάπη μου» φιλάνε τον αέρα και αγγίζουνε τα μάγουλά τους.
Συμφωνάνε σχεδόν σε όλα και μάλιστα στο διαζύγιο της Μπίμπης πήγε για μάρτυρας η Πίτσα. Έχουνε μυστικά, παίζουνε κουμ-καν, κόβουνε σεντόνια στις άλλες και τις βρίζουνε δεόντως, και γενικά περνάνε σαν αδελφούλες στον αχάριστο αυτό κόσμο.
Για αυτό και η Μπίμπη έχει και μένα σαν αδελφό της.

—Έλα, μωρέ, φτιάξε λίγη σκορδαλιά I
—Σκορδαλιά όχι!
—Αγοράκι είναι…

Αγοράκι είμαι και σας παρακαλώ Μπίμπη, μη με παραχαιδεύετε διότι έχετε κι ωραία ματάκια, είστε και τρυφερούλα, μ’ αρέσετε αρκετά και αγοράκι είμαι… Βέβαια, κάνα δύο φορές που πήγα να σας ξεμοναχιάσω Μπίμπη, κάνατε μουτράκια.

—Δεν ντρέπεσαι;
—Ντρέπομαι, αλλά πάντα μετά.
—Κι η Πίτσα;
—Ντρέπεται κι αυτή. Όλοι ντρεπόμαστε, ξέρεις τι ντροπαλή οικογένεια έχουμε βγει;
—Άλλο λέω. Η Πίτσα είναι φίλη μου…
—Εμ, με τους φίλους μας πάμε! Είδες κανένα να πηγαίνει με τους εχθρούς του;
—Εγώ τις φίλες μου δεν τις προδίδω..

Δεν τις προδίδει τις φίλες της η Μπίμπη, αλλά όσο νάναι θέλει λιγάκι και το πονηρό… Άμα δεν το ήθελε θα μου έδινε μια σφαλιάρα και θα έλεγε «άντε να χαθείς μασκαρά!»
Δεν το κάνει όμως. Γελάει … Κι άμα μια Μπίμπη γελάει εσύ παίρνεις θάρρος. Κι άμα παίρνεις θάρρος προχωρείς… Κι άμα προχωρείς φτάνεις έξω από την πόρτα της

—Άντε, καληνύχτα…
—Έτσι ξερά; Δεν θα μου δώσης ένα φιλάκι;
—Ντροπή ! Κι η Πίτσα;
—Δώσε μου εσύ και θα μου δώση και η Πίτσα.
—Άντε φύγε…

Από σκορδαλιά, όμως, δεν μπορώ νάχω παράπονο. Μου την προσφέρει η Μπίμπη. Άμα μαγειρεύει κολοκυθάκια, κουκιά, οτιδήποτε άλλο με παίρνει τηλέφωνο..
—Στέλιο, θέλεις να φας σκορδαλιά;
Και η Πίτσα γκρινιάζει:
—Να πας, αλλά μετά μη μου έρθεις από εδώ και σκυλοβρωμάς, στο γραφείο σου, παρακαλώ!

Πάντα ταύτα εγένοντο και περνάγαμε ζάχαρι και οι τρεις μας. Και καμμία υποψία στο μυαλό της. Σάμπως έχει και μυαλό; Περιποιότανε τη φιληνάδα της, την παίρναμε μαζί μας, κάναμε δηλαδή ό,τι επιβάλλεται σε μια φίλη χωρίς καβαλιέρο και γενικά …τα βόλευα.
Ε, όσο νάναι ψιλομεζέδιαζα με την Μπίμπη, χωρίς βέβαια να μου δίνει και πολλά, αλλά μ’ άρεσε.
Πρέπει τώρα να πούμε και το άλλο. Είναι και κάτι φίλες, να δεις πόσο το γουστάρουνε να ξελογιάζουνε τον άντρα της φίλης τους και χωρίς άλλο η ΜπΙμπη είναι από αυτές. Εδώ πιά είναι φως φανάρι…
Και το κακό είναι ότι το φως του φαναριού δεν το είδα μόνο εγώ, το είδε, αργά λιγάκι είναι αλήθεια, και η Πίτσα.

—Δεν σου φαίνεται ότι της παρακάνεις γλύκες;
—Εγώ;
—Αλλά ποιος;
—Όχι, αδερφέ! Μόνη της είναι η κοπέλα, φίλη μας είναι, την περιποιούμαι.
—Να σου λείπη…
Την πρώτη φορά τα είπε αυτά, τη δεύτερη αγρίεψε.
—Το ξέρεις ότι το παράκανες;
—Τι έκανα;
—Με αυτήν την κατσίκα. Σε είδα που την έσφιγγες απόψε στο χορό. Και την τάιζες, και την πρόσεχες, και της χαμογελούσες!.
—Σε παρακαλώ, με προσβάλλεις I
—Αυτό που σου λέω! Για να μην την αρπάξω από το τσουλούφι και γίνουμε χάλια!
—Τζάμπα χαλάς την καρδιά σου.
—Ξανακάντο και θα σου πω!
Άφησα, πέρασε καμμιά βδομάδα, αλλά δεν μ΄αφήνει η τσαχπινιά. Δεν μ΄ αφήνει, Εμ, είμαι και τσαχπίνης.

Κείνο το Βράδυ που γυρίσαμε από την Κηφισιά, η Πίτσα ήτανε εκτός εαυτού.

—Γιατί την έβαλες μπροστά στο αυτοκίνητο;
—Ε, πού να την βάλω; Να την δέσω και να τρέχει από πίσω;
—Μπροστά είναι η θέση η δική μου.
—Να μην είναι μόνη.
—Τον κακό της τον καιρό!
Κι αυτό, φίλε μου, «τον κακό σου τον καιρό» το είπε και της ίδιας της Μπίμπης.
—Άκουσε κοπέλα μου, αν ήλθες εδώ να μου χαλάσεις το σπίτι, καλά θα κάνεις να μην ξαναπατήσεις!
Έκλαψε η Μπίμπη, γκρινιάξανε, βριστήκανε και πάει η φιλία, τέρμα!

Κι εγώ έχασα τη Μπίμπη και το κυριώτερο έχασα και τη σκορδαλιά. Μάλιστα. Είχαμε και τρώγαμε, πάει κι αυτό!.

Δεν περάσανε τρεις μέρες, τηλεφώνημα στο γραφείο

.
—Στέλιο, Μπίμπη εδώ.
—Τι κάνεις, παιδί μου;
—Τι να κάνω; Είμαι πολύ συγχυσμένη, θέλω να σε δω…
Περίμενα στο Μετς με το αυτοκίνητο ήρθε, την πήρα, τραβήξαμε κατά τη Βουλιαγμένη.
—Είναι φρικτή!
—Εμένα το λες που την παντρεύτηκα;
—Ακούς εκεί να υποψιαστεί ότι εσύ κι εγώ…
—Πω πω πω φρικτά πράγματα…
—Και δεν φταίει κανείς, εγώ φταίω που κράτησα χαρακτήρα. Γιατί αν ήθελα εγώ θα σε είχα… Με συγχωρείς!
—Όχι, σε παρακαλώ λέγε!
—Γιατί της χρειάζεται, δεν της χρειάζεται;
—Και τι καθόμαστε;
—Στέλιο, εσένα σε συμπαθώ!
—Αμή εγώ;
—Στέλιο, όχι τίποτε άλλο, έτσι για να την εκδικηθώ, να μην έχει να λέει τσάμπα, θάρθεις στο σπίτι μου.
—Πάμε…
—Όχι απόψε. Μεθαύριο το μεσημέρι. Και θα δεις τι αξίζει η Μπίμπη.
Τι ωραία, την έψησα! Και την έψησα καλύτερα που έβαλα τον Αλέκο να μου τηλεφωνήσει σπίτι.
—Στέλιο, αύριο έρχονται οι Τούρκοι για τη δουλειά και θα τους κάνουμε τραπέζι το μεσημέρι έξω. Μόνο άντρες…
Η Πίτσα που άκουγε το τηλεφώνημα το κατάπιε αμάσητο.

Και το άλλο μεσημέρι, μυρωμένος και θαυμάσιος είμαι στης Μπίμπης.
Γέλασε η ΜπΙμπη.
—Τι σου έχω;
—Τι;
—Γαλέο σκορδολιά!
—Σώπα!
Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι θα μυρίσω της Πίτσας, αλλά θα το δικαιολογούσα. Τι; Τούρκοι ήτανε. Από την Πόλη έρχονταν, σκορδολιά φάγαμε. Την αγαπούνε εκεί…
Είμαι και λαίμαργος, έπεσα με τα μούτρα έφαγα, έσκασα. Και μετά λικεράκι, ντιβανάκι, χαδάκια. Βεβαιώσεις, αλλά τίποτε άλλο. Ως εκεί και στις τέσσερις νάμαι σπίτι μου να φρεσκάρω.
Δεν είχα καλομπεί και η Πίτσα ήταν στην πόρτα.
—Κάνε χα!
—Τι έπαθες;
—Κάνε χα!
Έκανα χα.
—Σκορδαλιά μυρίζεις! Στης Μπίμπης, ε;
—Όχι οι ξένοι…
—Ποιοι ξένοι, βρε;.. Τώρα μου τηλεφώνησε για αν μου αποδείξει πως δεν έφταιγε αυτή! Εσύ της κολλούσες… Η κοπέλα είναι εντάξει … και κοίταζε να σε αποφύγει, αλλά εσύ…
Με τη Μπίμπη η Πίτσα τα ξαναφτιάξανε. Αλλά εμένα δεν με παίρνουνε μαζί πια. Κι έχασα και τη σκορδαλιά. Και για αυτό είναι που σκάω.

«ΓΑΛΕΟΣ ΣΚΟΡΔΑΛΙΑ». Του Νίκου Τσιφόρου

 

ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ (1909-1970)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;