19.4 C
Athens
Πέμπτη, 9 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΚΟΣΜΟΣGiorgio Cuzzelli: Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν – γιατί πήγαμε και τι μάθαμε

Giorgio Cuzzelli: Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν – γιατί πήγαμε και τι μάθαμε

 

μτφρ: Γιώργος Κουτσαντώνης

Στις 30 Ιουνίου, ο Ιταλός υπουργός Άμυνας, Lorenzo Guerini, ανακοίνωσε την αποχώρηση και του τελευταίου Ιταλού στρατιώτη από το Αφγανιστάν. Ολοκληρώθηκε έτσι μια εικοσαετής δέσμευση της Ιταλίας, η οποία είδε τις ένοπλες δυνάμεις της να χρησιμοποιούνται μαζικά σε μάχες, στο πλαίσιο μιας διεθνούς συμμαχίας υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ. Με αφορμή αυτό το γεγονός, συναντήσαμε τον Δρ. Giorgio Cuzzelli, ταξίαρχο εν αποστρατεία του Ιταλικού Στρατού και λέκτορα Διεθνών Σχέσων και Ασφάλειας. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Δρ. Giorgio Cuzzelli υπηρέτησε στο Αφγανιστάν, όπου διηύθυνε μια πολυεθνική μονάδα του ΝΑΤΟ με αποστολή την εκπαίδευση και την αρωγή τοπικών δυνάμεων ασφαλείας στις διάφορες επιχειρήσεις. Συζητήσαμε μαζί του για την πολύχρονη αφγανική σύγκρουση, αναλύοντας τα αίτια, τις εξελίξεις και το τέλος της, τόσο από την αμερικανική, όσο φυσικά και από την ιταλική σκοπιά.

Στις 14 Απριλίου, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν, έως τις 11 Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους. Για την Ουάσινγκτον, λήγει έτσι η πιο μακροχρόνια στρατιωτική εμπλοκή σε όλη στην αμερικανική ιστορία. Γιατί ο πόλεμος κράτησε τόσο πολύ; Τι άλλαξε με την προεδρία Μπάιντεν;

Αυτό το ερώτημα μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη θέση των Αμερικανών, οι οποίοι γνωρίζουμε ότι ήταν οι αρχικοί εμπνευστές αυτής της επέμβασης, από τη διεθνή κοινότητα, στο Αφγανιστάν, μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Για τις ΗΠΑ, αυτός είναι σίγουρα ο πιο σημαντικός πόλεμος που έχει αντιμετωπίσει η χώρα στην ιστορία της, ένας πόλεμος εξαιρετικά αβέβαιος, αν όχι με εντελώς αρνητικό αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη ορισμένων αναλυτών. Ένας πόλεμος που, πάνω απ ‘όλα, έπρεπε να τελειώσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Το 2003, με την έναρξη των επιχειρήσεων στο Ιράκ, έγινε γρήγορα κατανοητό ότι το Αφγανιστάν, κάποια στιγμή, θα απομακρυνθεί από το επίκεντρο των αμερικανικών προσπαθειών στο εξωτερικό, καθώς αυτό το νέο θέατρο επιχειρήσεων θα απαιτούσε, όπως και απαίτησε, περισσότερη προσοχή. Η επέμβαση στο Αφγανιστάν συνεπώς παρατάθηκε, κατά κάποιον τρόπο, με την πάροδο του χρόνου. Ήδη από το 2008, ο στρατηγός Carleton-Smith, διοικητής της βρετανικής ταξιαρχίας στην επαρχία Χελμάντ, είπε στους Sunday Times: «Αυτός ο πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί στρατιωτικά». Πράγματι, μια τέτοια σύγκρουση έπρεπε πρώτα απ ‘όλα να κερδηθεί πολιτικά. Ο Ομπάμα είναι αλήθεια ότι το προσπάθησε. Ο Αμερικανός πρόεδρος πράγματι εξελέγη με μια πολύ σαφή εκλογική πλατφόρμα, σχετικά με αυτόν τον πόλεμο, καθώς και με τον ιρακινό, όπου του ζητήθηκε απεμπλοκή και στις δύο περιπτώσεις. Ενώ η απεμπλοκή από το Ιράκ έγινε χωρίς πολύ δισταγμό, και με τις συνέπειες που είδαμε, τα πράγματα πήγαν πολύ διαφορετικά στο Αφγανιστάν, πιθανότατα αυτό οφείλεται στους συμμάχους, ειδικά του ΝΑΤΟ, το οποίο είχε μεγάλη εμπλοκή στο Αφγανιστάν, και κατά κάποιο τρόπο άσκησε πίεση σε ένα μέρος του πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου, το οποίο ήταν ακόμα πεπεισμένο ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να κερδηθεί. Ο Ομπάμα δοκίμασε τη στρατηγική “surge”, η οποία έφερε ορισμένα θετικά αποτελέσματα, τα οποία ωστόσο δεν κράτησαν πολύ για τον απλό λόγο ότι μετά ακολούθησε μια υποχώρηση που είχε πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στη διεξαγωγή της εκστρατείας, στο σύνολό της.

Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν είχε γίνει πλέον ένας πόλεμος που συνεχιζόταν με ιδιαίτερη απροθυμία, και που βάρυνε τρομερά τη διεθνή κοινή γνώμη, την οικονομία και το στρατιωτικό όργανο. Είμαι πεπεισμένος ότι το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο, αυτή τη φορά άδραξε την ευκαιρία, με την αλλαγή της προεδρίας, για να οδηγήσει στον τερματισμό αυτού του πολέμου. Άλλωστε ήδη ο Τραμπ είχε δηλώσει ότι ήθελε να αποσυρθεί πράγμα που έπραξε, αν και με ιδιαίτερα σφοδρό τρόπο, εντάσσοντας τους Ταλιμπάν στις διαπραγματεύσεις και αποκλείοντας τη νόμιμη αφγανική κυβέρνηση.

Ο Μπάιντεν μετατοπίστηκε στη θεωρία της αντίθεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, έτσι ώστε αυτές οι «στασιαστικές» συγκρούσεις να μην αποτελούν πλέον τμήμα του πολιτικο-στρατιωτικού λεξιλογίου των ΗΠΑ. Ουσιαστικά, οι ΗΠΑ, που πλήττονται σε μεγάλο βαθμό από την πανδημική κρίση, πρέπει τώρα να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν την Κίνα σε ένα παγκόσμιο γεωπολιτικό πλαίσιο στο οποίο οι λεγόμενες «αναθεωρητικές δυνάμεις» έχουν γίνει αφενός συνομιλητές και αφετέρου οι κύριοι αντίπαλοι. Εν ολίγοις, δεν υπάρχει πλέον χρόνος για αντεπανάσταση (counterinsurgency): η κύρια ανησυχία των ΗΠΑ είναι η Κίνα, αλλά και η Ρωσία, και η λογική είναι αναδίπλωση και εδραίωση, ενόψει ενός εξαιρετικά αβέβαιου μέλλοντος.

Με αφορμή την αποχώρηση της Δύσης από το Αφγανιστάν, υπήρχε ο φόβος για την ήττα της κυβέρνησης Γκανί και την επιστροφή των Ταλιμπάν. Η πιο συχνή σύγκριση που κάνουν τα ΜΜΕ, ακόμη και έμπειροι αναλυτές, είναι με την Σαϊγκόν στο Βιετνάμ, το 1975. Υπάρχει πράγματι αυτός ο κίνδυνος; Είναι όντως αυτή μια ήττα; Και αν πρόκειται για ήττα, είναι πολιτική, στρατιωτική ή και τα δύο; Και τι θα μπορούσε να έχει γίνει για να αποφευχθεί;

Εδώ το θεμελιώδες πρόβλημα είναι διττό: αφενός υπάρχει η πτυχή της νομιμότητας και των βαθύτερων αιτιών της επέμβασης και αφετέρου των εξελίξεων και της διάρθρωσης της ίδιας της επέμβασης. Από διδακτική και ακαδημαϊκή άποψη, όταν μελετάμε μια διεθνή επέμβαση θέτουμε τέσσερις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας. Η πρώτη σχετίζεται με το δίκαιο: αν επεμβαίνω δηλαδή γιατί αυτό είναι σωστό, γιατί υπάρχει μια αιτία υψηλότερης τάξης που νομιμοποιεί την επέμβασή μου. Η δεύτερη σχετίζεται με τον τρόπο της επέμβασης: αν χρειάζεται να επέμβω, πρέπει να το κάνω αποφασιστικά. Η αποφασιστικότητα είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγουμε τις υποτροπές και να λύσουμε το πρόβλημα οριστικά, διαφορετικά η κατάσταση θα γίνει χρόνια και γαγγραινώδης. Η τρίτη προϋπόθεση είναι η παρουσία μιας συλλογικής προσπάθειας: πρέπει να έχουμε τη διεθνή κοινότητα στο πλευρό μας. Η τέταρτη είναι η λεγόμενη στρατηγική εξόδου (exit strategy): ελλείψει έγκυρης στρατηγικής εξόδου ή χωρίς να είναι γνωστές οι συνθήκες που θα μου επιτρέψουν να αποσυρθώ, δύσκολα θα μπορέσω να το κάνω. Θα προσθέσω και έναν πέμπτο όρο, που συνδέεται με την πρώτη προϋπόθεση επιτυχίας, δηλαδή τον σαφή προσδιορισμό μιας τελικής κατάστασης (end state), με άλλα λόγια, ενός τελικού αποτελέσματος: του στόχου που θέλω να επιτύχω.

Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι στο Αφγανιστάν πληρούνται όλες αυτές οι προϋποθέσεις. Ίσως η Δύση δεσμεύτηκε χωρίς να έχει σαφή ιδέα για το τι ήθελε να επιτύχει ή πώς να βγει από αυτή την κατάσταση. Αυτή είναι η θεμελιώδης παράμετρος: μπήκαμε σε αυτόν τον πόλεμο με ασαφείς προϋποθέσεις. Οι ΗΠΑ παρενέβησαν, αρχικά, για να πλήξουν σφοδρά την Αλ Κάιντα, και μόνο τότε επικεντρώθηκαν στην οικοδόμηση έθνους (nation building), αλλά σε αυτό το στάδιο θα έπρεπε να είχε παρέμβει ο ΟΗΕ. Η προσέγγιση που έχει αυτός ο οργανισμός, στην οικοδόμηση ενός έθνους, είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του ΝΑΤΟ, το οποίο, αν και αν πιθανότατα αντιπροσωπεύει το πιο επιτυχημένο μεταπολεμικό εγχείρημα, γεννήθηκε ως στρατιωτική συμμαχία, επομένως δεν διαθέτει τα εργαλεία ώστε να κάνει οικοδόμηση έθνους, όπως ο ΟΗΕ. Αυτό που προέκυψε ήταν μια αρκετά αυτοσχέδια προσπάθεια. Σκοπεύαμε να κάνουμε το ΝΑΤΟ να φέρει σε πέρας μια δουλειά για την οποία δεν γεννήθηκε, ως στρατιωτική συμμαχία με αμυντικούς σκοπούς. Η κύρια προσπάθεια δεν ήταν στρατιωτική, αλλά η ανασυγκρότηση του κράτους. Αυτό αναμφίβολα αντιμετωπίστηκε από τη διεθνή κοινότητα, με εκτεταμένες προσπάθειες, και όχι μόνο οικονομικές αλλά όχι από τον ΟΗΕ. Σκεφτείτε μόνο τις ιταλικές προσπάθειες, από νομική άποψη, για να δοθεί ένα νέο νομικό corpus στους Αφγανούς. Επίσης δεν ισχύει, ως αιτιολόγηση αποτυχίας, η ανάγκη αποκατάστασης των ελάχιστων συνθηκών ασφαλείας για την έναρξη της πολιτικής διαδικασίας, διότι κανείς δεν μπορεί να περιμένει για πάντα. Τόσο που η πολιτική διαδικασία οικοδόμησης του έθνους ξεκίνησε ούτως ή άλλως αλλά – πρέπει να το παραδεχτούμε – δεν φαίνεται να πείστηκε πλήρως ο κύριος αποδέκτης, δηλαδή ο Αφγανικός λαός. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για τη συναίνεση – είναι ανώφελο να το κρύψουμε – που συνέχισαν να απολαμβάνουν τα τελευταία χρόνια οι Ταλιμπάν, ούτε για την προφανή απήχηση που έχουν μεταξύ του πληθυσμού.

Φτάνουμε στη στρατιωτική αποτυχία. Οι Ταλιμπάν σήμερα φαίνονται ακαταμάχητοι και μάλιστα φαίνεται ότι αναλαμβάνουν τον έλεγχο της μιας περιοχής μετά την άλλη. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αυτό είναι πιθανό επειδή η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται πλήρως στα μάτια των Αφγανών πολιτών. Όσοι αγωνίστηκαν, μέχρι τώρα στο πλευρό των θεσμών, αφενός δεν αισθάνονται ότι στηρίζονται από τη Δύση, αφετέρου δεν είναι 100% πεπεισμένοι ότι αυτή η κυβέρνηση τους εκπροσωπεί και αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει πολύ σοβαρά.

Ταυτόχρονα, όμως, δεν έχω πειστεί ότι το παιχνίδι έχει τελειώσει, ακόμη κι αν ρισκάρω να με διαψεύσουν τα ίδια τα γεγονότα. Σκεφτείτε τη σοβιετική επέμβαση, η οποία απέτυχε κυρίως επειδή δεν κατάφερε να έχει τη συναίνεση του αφγανικού λαού, καθώς δεν υπήρχε μια εργατική τάξη που θα υποστήριζε τις μαρξιστικές θεωρίες που αφελώς πρότειναν οι σοβιετικοί. Μόλις η επέμβαση σταμάτησε και τα σοβιετικά στρατεύματα αποχώρησαν, ωστόσο, αυτό που όλοι περίμεναν, δηλαδή την άμεση πτώση της Καμπούλ, δεν συνέβη. Όταν οι μουτζαχεντίν πέρασαν στην αντεπίθεση, εναντίον των κομμουνιστικών δυνάμεων του Αφγανιστάν, ηττήθηκαν βαρύτατα. Οι δυνάμεις του καθεστώτος, παρά το γεγονός ότι ήταν σε κατάσταση πολιορκίας, δεν υποχώρησαν και έπεσαν μόνο όταν – αφού διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση – ο Γέλτσιν αποφάσισε να σταματήσει την άμεση βοήθεια και τη χρηματοδότηση της αφγανικής κυβέρνησης. Αυτό λέει πολλά σχετικά με όσα συμβαίνουν και όσα θα μπορούσαν να συμβούν στο μέλλον.

Βασικά, δεν πιστεύω ότι η σημερινή αφγανική κυβέρνηση είναι καταδικασμένη. Πολλοί Αφγανοί και Αφγανές απορρίπτουν τους Ταλιμπάν και είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν για μια ελεύθερη χώρα. Σε αυτά πρέπει να εστιάσουμε, χωρίς να εγκαταλείψουμε τους ανθρώπους. Αυτό που δεν πρέπει να κάνουμε, είναι να ρίξουμε μαύρη πέτρα. Η Δύση αποσύρθηκε στρατιωτικά, αλλά πρέπει να συνεχίσει την παρουσία και τη βοήθειά της.

Το Πεντάγωνο αξιολογεί τις βέλτιστες επιλογές – που θα παρουσιάσει στον Αμερικανό πρόεδρο – για να αποτρέψει, μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων, να γίνει το Αφγανιστάν, το σημείο εκκίνησης τρομοκρατικών ενεργειών από οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα και το ISIS. Η Ουάσινγκτον προσπαθεί να λάβει τη συγκατάθεση των γειτονικών χωρών για την κατασκευή στρατιωτικής βάσης από την οποία θα οργανώνονται αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις. Η αποτελεσματικότητα της διεξαγωγής αυτών των επιχειρήσεων, κατά των τρομοκρατικών ομάδων, έχει αποδειχθεί υψηλή – και μάλιστα αρκετές φορές – όπως στην περίπτωση των αεροπορικών επιθέσεων κατά της Αλ Κάιντα που πραγματοποίησαν οι ΗΠΑ στο Πακιστάν. Είναι δυνατή η αποτελεσματική διεξαγωγή αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν, περιορίζοντας την Αλ Κάιντα, χωρίς την παρουσία σημαντικού στρατεύματος που θα αναπτύσσεται επί τόπου;

Εδώ μιλάμε για δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Το ΝΑΤΟ είχε κάνει μεγάλη προσπάθεια για την εξασφάλιση των ελάχιστων συνθηκών ασφαλείας, εντός των οποίων θα χτιζόταν ένα δημοκρατικό αφγανικό κράτος. Υπήρξε μια προσπάθεια που είχε ως στόχο να επιτρέψει στην κυβέρνηση να επεκτείνει προοδευτικά τη σφαίρα δράσης και επιρροής της, ώστε να συμπεριλάβει όλους τους Αφγανούς πολίτες. Μιλάμε επομένως για μια σημαντική αντεπαναστατική δράση (counterinsurgency). Αυτό για το οποίο μιλάτε εσείς, δηλαδή η αντιτρομοκρατική δράση (counterterrorism), είναι πολύ διαφορετική ιστορία και ένα πολυσύνθετο ζήτημα. Στην πραγματικότητα δεν αφορά τη φυσική παρουσία στρατευμάτων, επί τόπου στο έδαφος, που είναι απολύτως θεμελιώδους σημασίας στην αντεπανάστασηΑυτό που έχει τεράστια σημασία, στην αντιτρομοκρατική δράση, είναι η διαθεσιμότητα των πληροφοριών που καθιστά δυνατή την επίθεση κατά τρομοκρατικών σχηματισμών με προληπτικές ενέργειες. Η αντιτρομοκρατική δράση είναι προληπτική και όχι κατασταλτική. Μπορεί να πραγματοποιηθεί και από απόσταση, αλλά απαιτεί επιτόπια οργάνωση και ρύθμιση. Εφαρμόζοντας μια πολιτική παρόμοια με εκείνη των κανονιοφόρων κατά τις αρχές του 1900, είναι δυνατό να διεξάγονται επιχειρήσεις από το εξωτερικό εναντίον οποιουδήποτε αντιπάλου, αλλά για να γίνει αυτό είναι απαραίτητο, πρώτα απ ‘όλα, να υπάρχουν επιβεβαιωμένα στοιχεία και ασφαλείς πληροφορίες για τον εντοπισμό και τη διάκριση των στόχων. Σε αυτή την περίπτωση, μιλάμε, πάνω απ ‘όλα, για assets humintelint και imint. Όταν πρόκειται για τρομοκράτες, τότε, το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών προέρχεται από ανθρώπινες πηγές, οι οποίες συλλέγονται σε τοπικό επίπεδο. Για να μπορέσουν να χτυπήσουν με ασφάλεια, οι άνθρωποι πρέπει να βρίσκονται στο σημείο. Ας πάρουμε την περίπτωση του Μπιν Λάντεν. Ο ηγέτης της Αλ Κάιντα εντοπίστηκε μόνο όταν οι Αμερικανοί κατάφεραν να λάβουν φυσική επιβεβαίωση για την παρουσία του στο Πακιστάν. Για να μπορέσει κανείς να υιοθετήσει αυτήν την πολιτική, μεταξύ άλλων, είναι απαραίτητο να λειτουργεί μέσα σε ένα πλαίσιο διεθνούς νομιμότητας, το οποίο είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί όταν δραστηριοποιείται στο σπίτι του άλλου.

Ωστόσο, θα ήθελα να υπογραμμίσω και μια άλλη πτυχή. Είμαστε πραγματικά σίγουροι ότι οι Ταλιμπάν θέλουν την Αλ Κάιντα και το ISIS στο Αφγανιστάν; Οι Ταλιμπάν πολεμούν για δύο λόγους: για εξουσία και κυριαρχία στη χώρα. Οι Ταλιμπάν δεν ενδιαφέρονται και δεν θέλουν να έχουν ανταγωνιστές. Ήδη η συμμαχία με την Αλ Κάιντα ήταν ένα ασαφές και πραγματικά πολύ ομιχλώδες πράγμα. Η σχέση μεταξύ του Μπιν Λάντεν και του Μουλά Ομάρ, για παράδειγμα, δεν ήταν απόλυτα διαφανής και καθόλου φιλική. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ διαπραγματεύτηκαν αρχικά με τον Ομάρ και για κάποιο διάστημα φάνηκε ότι ο ηγέτης των Ταλιμπάν ήθελε να παραδώσει τον Μπιν Λάντεν. Επομένως, δεν πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλη συμφωνία στόχων μεταξύ αυτών των δύο παιχτών. Ειδικά τώρα, οι Ταλιμπάν χρειάζονται κοινωνική ειρήνη, ηρεμία, ασφάλεια για τους δικούς τους ανθρώπους, οικοδομώντας και διατηρώντας μια στοιχειώδη συναίνεση.

Επιτρέψτε μου να ανοίξω μια μικρή παρένθεση στην οποία δεν αναφερθήκατε. Υπάρχει μια πολύ έξυπνη λύση που, είμαι βέβαιος, ότι οι Αμερικανοί θα ακολουθήσουν ή τουλάχιστον θα προσπαθήσουν. Αναφέρομαι στον λεγόμενο «war by proxy», δηλαδή στον πόλεμο με πληρεξούσιο. Στις μέρες μας η τάση είναι να αποφεύγεται η χρήση ίδιων δυνάμεων, παρά μόνο για σκοπούς υποστήριξης, και αντ ‘αυτού να εμπλέκονται οι τοπικές πολιτοφυλακές ή εργολάβοι του πολέμου (contractors). Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι η διεθνής κοινότητα, εκτός από την υποστήριξη της νόμιμης κυβέρνησης, έχει μόνο να κερδίσει από την εκμετάλλευση των τοπικών πολιτοφυλακών. Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, μιλά ήδη για εργολάβους (contractors).

Η Ιταλία συμμετείχε στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν από την αρχή. Λάβαμε μέρος στο Enduring Freedom, ISAF και Resolute Support. Αναπτύξαμε έως και 5.000 στρατιώτες στο Αφγανιστάν και χάσαμε 53, έχοντας εκατοντάδες τραυματίες. Ωστόσο δεν δεσμεύτηκαν, στον ίδιο βαθμό, όλοι οι σύμμαχοί μας. Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, αποσύρθηκαν το 2013. Τι ώθησε την Ιταλία να συμβάλλει τόσο σημαντικά στην αμερικανική επέμβαση;

Ας θυμηθούμε, πρώτα απ ‘όλα, ότι η επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν δεν είναι στην πραγματικότητα μια καθαρά αμερικανική επέμβαση, αλλά μια επιχείρηση υπό την αιγίδα της διεθνούς κοινότητας. Δεν είναι Κόσοβο, ούτε Λιβύη, πόσο μάλλον Ιράκ. Από την άποψη της διεθνούς πολιτικής, έγιναν σεβαστά όλα τα προβλεπόμενα για την επέμβαση.

Πιστεύω ότι ο λόγος της εξαιρετικής συμμετοχής της Ιταλίας, από πολιτική άποψη, πρέπει να εντοπιστεί στην προσπάθεια εξεύρεσης ενός εθνικού αντισταθμίσματος με αντάλλαγμα έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο στην Ατλαντική Συμμαχία. Αυτό σε μια εποχή που το ΝΑΤΟ, αλλά κυρίως οι ΗΠΑ, ζητούσαν πολλά από την Ιταλία όσον αφορά την κατανομή των βαρών (burden sharing). Ανταλλάξαμε ουσιαστικά τη δέσμευσή μας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με την πολιτική ανταπόδοση που θεωρήσαμε ότι μας οφείλεται, παρά το γεγονός ότι η οικονομική συμβολή μας – για την τύχη της Ατλαντικής Συμμαχίας – δεν ήταν αυτή που ήθελαν οι σύμμαχοί μας. Αυτή η συζήτηση έχει γίνει πολλές φορές σε πολιτικό επίπεδο. Ο Τραμπ επανειλημμένα επανέλαβε ότι δεν έγιναν αρκετά στην Ατλαντική Συμμαχία από οικονομική άποψη, θέση στην οποία εμείς οι Ιταλοί έχουμε απαντήσει συχνά λέγοντας ότι η συνεισφορά του ιταλικού έθνους μετρήθηκε και με όρους κοινού σκοπού και συμμετοχής σε αποστολές και όχι μόνο σε χρήματα.

Σε είκοσι χρόνια ένοπλων συγκρούσεων, πώς συμπεριφέρθηκαν οι ένοπλες δυνάμεις μας στο Αφγανιστάν; Πόσο έχουμε αλλάξει από την ημέρα που εγκατασταθήκαμε για πρώτη φορά στη χώρα;

Για τις ένοπλες δυνάμεις μας, ειδικά τη χερσαία και την αεροπορική συνιστώσα, αυτή ήταν μια ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε στο πεδίο τα πιο σύγχρονα και πιο εκπαιδευμένα στρατιωτικά εργαλεία στον κόσμο, όπως τα βρετανικά και τα γαλλικά, καθώς βέβαια και τα αμερικανικά. Όλα στο πλαίσιο μιας επέμβασης που δεν ήταν καθαρά αμερικανική, αλλά, επαναλαμβάνω, της διεθνούς κοινότητας.

Η συμπεριφορά μας ήταν άκρως επαγγελματική. Δεν πρέπει ωστόσο να αρνηθούμε ότι, τουλάχιστον στην αρχή, οι δυνάμεις μας βρέθηκαν σε μεγάλη δυσκολία, επειδή έπρεπε να αντιμετωπίσουν πολύ έντονες συνθήκες μάχης, ακόμη και αν στην αρχή της επέμβασης η κατάσταση δεν ήταν τόσο άσχημη όσο εκείνη των ετών 2008-2012.

Οι Ιταλοί στρατιώτες πολέμησαν καλά, όπως κάθε καλά διοικούμενος στρατιώτης, και στο Αφγανιστάν έχουμε αναπτύξει εξαιρετικούς διοικητές. Συμπεριφερθήκαμε καλά, σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, αυτό της αντεπανάστασης, όπου όλα παίζονται υπέρ του πληθυσμού, οι δικοί μας κατάφεραν να κερδίσουν την εκτίμηση των Αφγανών, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα την αφήγηση της κυβέρνησης της Καμπούλ.

Για τις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις, η αφγανική εμπειρία ήταν εξαιρετική. Μπήκαμε γνωρίζοντας πώς να κάνουμε δράσεις διατήρησης της ειρήνης (peacekeeping) και βγήκαμε με μεγάλη εμπειρία στην αντεπανάσταση. Αυτό που μας άφησε το Αφγανιστάν είναι ένας στρατός που θα τον χαρακτήριζα «Α’ Εθνικής», τόσο από την άποψη εκπαίδευσης, όσο και εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας. Άνοιξε ένας κόσμος που μόνο θεωρητικά γνωρίζαμε. Ο τομέας των ειδικών δυνάμεων, λοιπόν, εκμεταλλεύτηκε πλήρως την ευκαιρία, κερδίζοντας πολλά ως προς την ικανότητα και το κύρος.

Δυστυχώς, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, και υπάρχει μια άλλη πτυχή που πρέπει να λάβετε υπόψη, μια πραγματικότητα που είναι λιγότερο θετική. Η αφγανική δέσμευση, με τους κινδύνους που ενέχει, έχει προωθήσει στο στρατιωτικό μας όργανο – όπως και στα άλλα – μια νοοτροπία που ορίζω ως του «καταφράκτη», δηλαδή της πανοπλίας, η οποία μερικές φορές οδηγεί σε σαφή προτίμηση υπέρ της προστασίας των δυνάμεων, αλλά εις βάρος της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων. Αυτό συμβαίνει, παραδόξως, σε μια χώρα, τη δική μας, η οποία αντέδρασε θετικά, με μεγάλη συσπείρωση, κάθε φορά που είχαμε απώλειες.

Και μια τελευταία παρατήρηση. Η στρατιωτική δραστηριότητα του πολεμικού μας οργάνου στο Αφγανιστάν ήταν αντεπαναστατικού τύπου. Αυτό μας δίδαξε αναμφίβολα πολλά, αλλά επισκίασε τις συμβατικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το ΝΑΤΟ συνειδητοποίησε αυτή τη δυναμική, ειδικά όταν έγινε εμφανής η ρωσική διεκδικητικότητα στην Ανατολική Ευρώπη. Η Ατλαντική Συμμαχία έχει ξαναρχίσει τις συμβατικές δραστηριότητες, το ίδιο και η Ιταλία, ωστόσο η διαδικασία αναπροσαρμογής θα είναι μακρόχρονη.

Συνεπώς, η ιταλική συμμετοχή στο Αφγανιστάν τερματίζεται και επισήμως. Στο Ιράκ, ωστόσο, η Ρώμη φαίνεται να ενεργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εδώ οι Ιταλοί θα αναλάβουν τη διοίκηση της επιχείρησης υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ. Αυτή είναι μια σημαντική δέσμευση, καθώς τους επόμενους μήνες, αυτή η επιχείρηση θα επεκταθεί σε όλο το Ιράκ και θα περιλαμβάνει πάνω από 4.000 άνδρες. Μπορείτε να εξηγήσετε τον λόγο αυτής της επιλογής; Οι δικοί μας αυξάνουν την παρουσία τους στο Ιράκ επειδή τα συμφέροντα που πρέπει να προστατευθούν είναι πολύ σημαντικά για τη Ρώμη;

Στην πραγματικότητα, η πολιτική που ακολουθεί η Ρώμη σήμερα, σε αυτό το τεταρτημόριο, δεν γίνεται άμεσα κατανοητή, διότι οι λόγοι της είναι αρκετά περίπλοκοι. Πιστεύω ότι η δέσμευση στο Ιράκ είναι αποτέλεσμα μιας στρατηγικής που βασίζεται σε δύο βασικά επιχειρήματα. Πρώτον, το Ιράκ είναι η φυσική συνέχεια της προσπάθειας στο Αφγανιστάν. Από στρατιωτική άποψη, όπως δεσμευτήκαμε στο Αφγανιστάν, επιδεικνύοντας μεγάλες δεξιότητες όσον αφορά την εκπαίδευση και την εγγύτητα στον πληθυσμό, είμαστε πεπεισμένοι ότι μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και στο Ιράκ. Εν μέρει στο παρελθόν το κάναμε ήδη, και το κάνουμε, με την εκπαίδευση των Κούρδων, εκείνη την εποχή με την νατοϊκή Training Mission Iraq και πιο πρόσφατα με τη συμβολή στη Συμμαχία anti-ISIL. Τώρα όμως κάτι έχει αλλάξει. Τώρα έχουμε κεφάλαια να ξοδέψουμε, μεγάλες δυνατότητες, καθώς και χρήσιμες θέσεις στο ΝΑΤΟ – με την έννοια της αξιοπιστίας που αποκτήθηκε απέναντι στους συμμάχους μας. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να έχουμε τώρα το προβάδισμα σε μια αποστολή, συμβάλλοντας – για μια ακόμη φορά – στην καλύτερη κατανομή των βάρων (burden sharing) και στη βελτίωση της τεχνογνωσίας (savoir faire) των στρατιωτών μας.

Το Ιράκ αποτελεί επίσης ένα στοίχημα. Σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων το πραγματικό ζήτημα είναι αυτό της ανασυγκρότησης. Η χώρα είναι πολύ πλούσια σε ενεργειακούς πόρους και αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί. Η Ιταλία αυτό το γνωρίζει καλά, καθώς γνωρίζει επίσης ότι αν έχει ηγετική θέση στην αποστολή, αυτό θα ευνοούσε πολύ τη συμμετοχή της Ρώμης στην ανασυγκρότηση των υποδομών, των υπηρεσιών κ.λπ. Αυτό αποτελεί μέρος μιας αποτελεσματικής συνέργειας με διπλωματική, πολιτική, οικονομική και στρατιωτική πρωτοβουλία, η οποία τελικά, ίσως για πρώτη φορά, φαίνεται να εδραιώνεται σε αυτήν τη χώρα.

(Συνέντευξη στον Matteo Mazziotti di Celso. Πηγή: geopolitica.info)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;