Γυρίζω Δευτέρα σε μια Αθήνα ξένη.
Μια πόλη μεταμφιεσμενη με ψευτοφτιασιδια και σελοφάν σε ενα απέραντο airbnb, που ζητάει δανεικά τα μάρμαρα της του Παρθενώνα από την τέως Μεγάλη Βρετανία, για να κόψουμε κανα εισιτήριο στο θέατρο του παραλόγου όπου ζούμε.
Σε ενα σπίτι στο κέντρο των Εξαρχείων, μιας πάλαι ποτέ σημαίνουσας συνοικίας, ξένης κι αυτής πλέον, πολιορκημένης όχι μόνον πρόσφατα από τα Χρυσοχοιδικα ΜΑΤ αλλά εδώ και χρόνια από ματσιλα, βρώμα και ένα βαλκανικού τύπου territorialism μαγαζατορων, αναρχοτουριστων, ναρκομαφιων, και διαφόρων φτωχοδιαβολων που βράζουν στο κολασμένο καζάνι μιας γιαλαντζί gentrification.
Θα πρέπει να υπομείνω αδιαμαρτύρητα στην Μπανανία βραδιές κρότου λάμψης και εισβολής χημικών από τα κλειστά παραθυρόφυλλα ή το air condition εντός της κρεβατοκάμαρας μου λόγω ” σοβαρού επιτελικού σχεδιασμού” της διατεταγμένης πολιτείας για την επιβολή του νόμου και της τάξης σε κατοικημένη περιοχή εν καιρώ ειρήνης εις βάρος της ατομικής μου ελευθερίας κσι υγείας.
Θα πρέπει αν δεν αντέξω, να επωμισθώ έξοδα μετακομίσεως, μηνύσεων, ψυχοφαρμάκων ή άλλων λύσεων για να μετοικήσω σε μια άλλη γωνιά του κέντρου, έτσι επί ματαίω από μια διαστροφή χρόνων που με θέλει να θυμάμαι όσα δεν είναι πια.
Σε μια Ελλάδα πεθαμένων ιδεών, νεκρών ποιητών και πολύ πολύ ζωντανών παντός λογής τυμβωρύχων, απατεώνων ολκής, παραδοσιακών ωχαδερφιστων και κολλαριστών χαρούμενων χιπστερ.