Ακολουθούν μεταφρασμένα, επιλεγμένα και αυτοτελή, αποσπάσματα από αρθρογραφία* του Matteo Mazzioti di Celso (PhD Candidate UniGe – Security and Strategic Studies, University of Genoa).

Ενώ οι προβληματισμοί του Ιταλού αναλυτή παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση ότι σε μια ανάλυση που σχετίζεται με την άμυνα της Ευρώπης, δεν αναφέρεται πουθενά η Τουρκία, δηλαδή η χώρα που απειλεί άμεσα ένα κράτος μέλος της ΕΕ (με casus belli, εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού στον Έβρο, ψευδείς χάρτες, γεωτρύπανα, υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά και ποικίλες παραβιάσεις, βερμπαλισμούς, επιθετική ρητορική, κ.λπ.).

Είναι γεγονός, ότι η Ιταλία, όπως και η Γερμανία, βλέπουν την Τουρκία, κατά βάση, ως μέλος του ΝΑΤΟ και όχι ως εξωτερική απειλή για την Ευρώπη, κάτι για το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, ευθύνονται οι πολιτικές της Μέρκελ, αλλά και η διαχρονικά ασαφής, για να μην χαρακτηριστεί επιτήδεια, στάση της Ιταλίας. Νομίζω ότι αυτή η επιλεκτική μυωπία, αργά ή γρήγορα, θα έχει αρνητικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά στο σχέδιο Στρατηγικής Αυτονομίας της Ευρώπης. Ο Πρόεδρος Μακρόν στηρίζει την Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία, καθώς η ιστορική/γεωπολιτική συγκυρία έχει δημιουργήσει μια σύγκλιση συμφερόντων που ευνοεί τη διαχρονική φιλία των δυο χωρών. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, τόσο η Γερμανία, όσο και η Ιταλία δεν δείχνουν να πιστεύουν ότι το ΝΑΤΟ είναι όντως «εγκεφαλικά νεκρό» και ενδεχομένως δεν είναι. Έτσι, αυτή η στάση τους επιτρέπει, αν δεν την υποβοηθά, στην Τουρκία να συνεχίζει ακάθεκτη την αναθεωρητική της τακτική.

Καταλύτης για τις εξελίξεις στην Γηραιά Ήπειρο θα είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία και πιο συγκεκριμένα ο βαθμός αποδυνάμωσης της Ρωσίας. Το μέλλον της Ευρώπης θα εξαρτηθεί κατά πολύ από την ήττα του Πούτιν σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στο στρατιωτικό. Από την εποχή όπου «μεγάλοι προφήτες» του επιθετικού ρεαλισμού υποστήριζαν ότι: «Αλλά, δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία ένδειξη ότι ήταν αποφασισμένος (ο Πούτιν) να καταλάβει την Κριμαία, πόσο μάλλον οποιοδήποτε άλλο έδαφος στην Ουκρανία» (John Joseph Mearsheimer, ‘Why the Ukraine Crisis is the West’s Fault’, 2014), μοιάζει να έχουν περάσει αιώνες, αλλά αυτό δεν σημαίνει και ότι τα πικρά διδάγματα έχουν εμπεδωθεί. Είναι αλήθεια ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, πυροδότησε μια σχετικά σταθερή απάντηση από την ΕΕ. Πράγματι, στάλθηκαν σημαντικά χρηματικά κεφάλαια, αλλά και όπλα στην Ουκρανία – ακόμη και η Γερμανία έστειλε εξοπλισμό στο Κίεβο, όπου χθες συναντήθηκαν οι ηγέτες των τριών σημαντικότερων χωρών της Ευρώπης (Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας). Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, έδειξαν κάποια συνοχή στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα αυτών των κυρώσεων που μένει να αξιολογηθεί συνολικά στο μέλλον. Κάποιοι μάλιστα δήλωσαν έτοιμοι να ξεκινήσουν μεγάλα προγράμματα επανεξοπλισμού, όπως η Γερμανία, κάτι που επίσης μένει να διαπιστωθεί στην πράξη. Μολαταύτα, η συνολική στάση της ΕΕ δεν είναι καθόλου συμπαγής και ενιαία, ούτε σταθερή μέσα στο χρόνο. Η Γαλλία και άλλες χώρες της Νοτιοδυτικής Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, φαίνεται ότι δεν θέλουν να «ταπεινωθεί» ο Πούτιν παρά το ότι ρημάζει μια χώρα και με τις επιλογές του και, κατά τα φαινόμενα, οδηγεί σε μια νέα επισιτιστική κρίση. Συγχρόνως ωστόσο, οι χώρες της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης δεν θα μπορέσουν ποτέ να κοιμούνται ήσυχες με αυτή την επεκτατική και αναξιόπιστη Ρωσία στο σβέρκο τους, μάλιστα το πιο πιθανό είναι, ότι θα έρθουν πιο κοντά στο ΝΑΤΟ και όχι στο Σχέδιο Στρατηγικής Αυτονομίας της Ευρώπης όπως το αντιλαμβάνεται – τουλάχιστον μέχρι στιγμής – η γαλλική πρωτοβουλία. Σε ό,τι αφορά στα στενά εθνικά συμφέροντα, αυτή η έντονη κακοφωνία στην Ευρώπη είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η Ελλάδα, απέναντι στην επιθετική Τουρκία, θα πρέπει να βασίζεται κυρίως στις δικές της δυνάμεις – στην αξιοπιστία και στην ετοιμότητητά της – και μόνο σε δεύτερο βαθμό στις όντως συμμαχικές. Αυτό γιατί η πολύ θετική στάση της Γαλλίας – που φαίνεται ότι βρίσκεται αποφασιστικά στο πλευρό της Ελλάδας – εξουδετερώνεται, εν μέρει, από την προβληματική (προς το παρόν αρκετά χλιαρή) γαλλική στάση απέναντι στον Πρόεδρο Πούτιν ο οποίος με τη σειρά του βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν.

Οι Βρυξέλλες ανησυχούν για τον πληθωρισμό και τους διάφορους οικονομικούς γρίφους που καλείται να λύσει η Ένωση – πράγμα λογικό και αναμενόμενο. Ωστόσο σε μια εποχή τόσο υψηλής διακινδύνευσης όπου το ρίσκο, πέρα από την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, είναι η προσβολή του καθιερωμένου modus vivendi της Γηραιάς Ηπείρου και η ασφάλειά της συνολικά – και με τις ΗΠΑ, που πλέον αδυνατούν να βρίσκονται παντού, να έχουν στρέψει την ιδιαίτερη προσοχή τους στα περίχωρα της Ταϊβάν – έχει έρθει η ώρα να τοποθετηθούν οι ευρωπαϊκές προτεραιότητες σε διαφορετική σειρά. Διότι αν προτεραιότητα της Ευρώπης είναι η πώληση οπλικών συστημάτων και η ένδειξη τόσης ανοχής σε μια εξωενωσιακή, και κυρίως αναθεωρητική, χώρα, όπως η Τουρκία – που απειλεί με εισβολή και casus belli ένα κράτος μέλος της ΕΕ – τότε πρέπει ήδη να μιλάμε όχι απλά για κακοφωνία, αλλά για στρατηγική αποτυχία και σοβαρό έλλειμμα αξιοπιστίας, τόσο στο εμπράγματο, όσο και στο συμβολικό επίπεδο. Δυστυχώς, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το παραπάνω πρόβλημα της ΕΕ συνδυάζεται και με τη στρατιωτική της αδυναμία, συνεπώς αν δεν γίνουν τα κατάλληλα-γενναία βήματα, το πρόβλημα μπορεί να μετατραπεί σε αδιέξοδο.

– // –

« […] Η επίσκεψη των τριών ευρωπαίων ηγετών, του Γάλλου Προέδρου, του Γερμανού Καγκελάριου και του Ιταλού Πρωθυπουργού, κανονικά θα αντιπροσώπευε ένα σημαντικό βήμα και μια ένδειξη ενότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν προστριβές και διχασμοί μεταξύ των ηγετών των τριών σημαντικότερων χωρών της Ευρώπης, ιδίως όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας. Η επίτευξη Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Αυτονομίας εξακολουθεί να παρεμποδίζεται από ορισμένα σημαντικά αγκάθια.

Έχουν ασφαλώς γίνει πολλά, αλλά η πορεία προς τη στρατηγική αυτονομία εξακολουθεί να παρεμποδίζεται από δύο ουσιαστικά προβλήματα. Το πρώτο συνίσταται στην εξαιρετική δυσκολία εκ μέρους των χωρών μελών να καταλήξουν σε έναν κοινό ορισμό της απειλής για την ΕΕ. Αυτό, κάποιοι ειδικοί το αποκαλούν «στρατηγική κακοφωνία». Βασικά σημαίνει ότι εντός της Ένωσης υπάρχουν διαφορετικές οπτικές για το ποιες είναι οι κύριες απειλές από τις οποίες πρέπει να αμυνθεί η Ευρώπη. Και εάν οι Βρυξέλλες δεν αποσαφηνίσουν τις απειλές που πρέπει να αντιμετωπιστούν και την προτεραιότητα που πρέπει να τους δοθεί, είναι δύσκολο να καθοριστούν και οι στόχοι. Για τις χώρες της Νοτιοδυτικής Ευρώπης, προτεραιότητα είναι η τρομοκρατία, η μετανάστευση και η αστάθεια στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Για τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης, όπως η Γερμανία, η Δανία και η Ολλανδία, η Ρωσία είναι μεν απειλή, αλλά όχι σημαντικότερη από την τρομοκρατία. Για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η μεγαλύτερη απειλή είναι σαφώς η Μόσχα.

Η στρατηγική κακοφωνία, λοιπόν, μπορεί μόνο να δημιουργήσει διχόνοια αναφορικά με τη σχέση που πρέπει να δημιουργήσει η μελλοντική ευρωπαϊκή άμυνα με το ΝΑΤΟ, τον εγγυητή της συλλογικής άμυνας της Ευρώπης. Οι χώρες που πιστεύουν ότι η Ρωσία είναι η κύρια απειλή για την ασφάλειά τους, δεν είναι ιδιαίτερα ενθουσιώδεις με τις νέες φιλοδοξίες της ΕΕ και αντ’ αυτού σκοπεύουν να ενισχύσουν οι ίδιες τη σχέση τους με το ΝΑΤΟ. Για όσους δεν βλέπουν τη Μόσχα ως πρωταρχική απειλή, η κατάσταση είναι διαφορετική. Αρκρεί να σκεφτούμε, για παράδειγμα, τι είπε ο Μακρόν το 2019, όταν ο Γάλλος πρόεδρος κατηγόρησε το ΝΑΤΟ ως «εγκεφαλικά νεκρό». Δεν είναι τυχαίο ότι η Γαλλία έχει ξεκινήσει στρατιωτικές πολυμερείς πρωτοβουλίες με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Επέμβασης. Το Παρίσι υποστήριξε εξαρχής μια πολύ πιο φιλόδοξη ιδέα στρατηγικής αυτονομίας από αυτή που είχε, για παράδειγμα, η Γερμανία. Το Βερολίνο παραδοσιακά περιορίζει τις στρατιωτικές δαπάνες, εμπιστευόμενο την ασφάλειά του στις ΗΠΑ, επομένως η παρουσία του αμερικανικού στρατού στην Ευρώπη είναι βασικός πυλώνας της πολιτικής εθνικής ασφάλειας (υπάρχουν περισσότεροι από 35.000 στρατιωτικοί των ΗΠΑ στη Γερμανία). Η Ιταλία έχει πάρει μια θέση πιο κοντά σε αυτή του Βερολίνου, έχοντας επίγνωση της σημασίας που έχει η σχέση που τη συνδέει με την Ουάσιγκτον, αλλά εδώ και χρόνια ζητά μεγαλύτερη υποστήριξη του ΝΑΤΟ στην Αφρική, κάτι που δεν συμβαίνει.

Ωστόσο η στρατηγική κακοφωνία δεν είναι το μόνο εμπόδιο στις φιλοδοξίες της ΕΕ. Υπάρχει και ένα ακόμη: το σοβαρό έλλειμμα στρατιωτικών δυνατοτήτων της ευρωπαϊκής Δύσης. Μια μελέτη του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών έδειξε ότι ακόμη και το 2018 η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε σοβαρές δυσκολίες στη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων ακόμη και στο χαμηλότερο επίπεδο, αυτό δηλαδή που στη στρατιωτική ορολογία ονομάζεται ‘φάσμα των συγκρούσεων / spectrum of conflict’. Για να είμαστε σαφείς: οι Βρυξέλλες δύσκολα θα μπορούσαν να διεξάγουν ανεξάρτητα στρατιωτικές επιχειρήσεις επιβολής της ειρήνης. Τα ελλείμματα στρατιωτικής ικανότητας της ΕΕ είναι κυρίως τέσσερα. Πρώτον, οι χώρες της Ένωσης υποφέρουν από σοβαρή έλλειψη μέσων και οπλικών συστημάτων για διεξαγωγής συμβατικής μάχης. Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά: από το 1990 έως το 2020 μείωσαν τον στόλο των αρμάτων μάχης κατά 85%, ενώ τα πυροβολικά μειώθηκαν κατά 56%. Επιπλέον, τα περισσότερα από αυτά τα μέσα δεν είναι άμεσα διαθέσιμα. Δεύτερον, αυτές οι χώρες εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ για την προμήθεια των πιο περίπλοκων οπλικών συστημάτων, ιδιαίτερα εκείνων που είναι υπεύθυνα για τη διεξαγωγή αποστολών με σκοπό την άντληση πληροφοριών και αναγνώρισης. Τρίτον, η ΕΕ δεν διαθέτει μια πραγματικά αυτόνομη δομή σχεδιασμού, διοίκησης και ελέγχου. Μέχρι σήμερα, τα μέλη της Ένωσης βασίζονται στη δομή διοίκησης του ΝΑΤΟ και η δημιουργία ενός αυτόνομου αρχηγείου ήταν ένα από τα πιο διχαστικά ζητήματα. Αρκεί να αναφέρουμε ότι το MPCC (Military Planning and Conduct Capability) χρειάστηκε 25 χρόνια για να δημιουργηθεί. Τέταρτον, η ευρωπαϊκή στρατιωτική βιομηχανία είναι εξαιρετικά κατακερματισμένη και τα κράτη μέλη εξακολουθούν να προτιμούν να αγοράζουν υλικό που παράγεται σε εθνικό έδαφος, αντί να το παράγουν σε συνεργασία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας, από το 2006 έως το 2015, λιγότερο από το ένα τέταρτο του συνόλου του στρατιωτικού εξοπλισμού που αποκτήθηκε από τις ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις παρήχθη σε συνεργασία με άλλες χώρες της ΕΕ. Αυτή η δυναμική δημιουργεί μεγάλες επικαλύψεις: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε ότι το 2017 υπήρχαν 178 διαφορετικά οπλικά συστήματα στην Ευρώπη, σε σύγκριση με μόνο 30 στις ΗΠΑ…».

*όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ‘Domani’ και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα geopolitica.info.