16.6 C
Athens
Τρίτη, 14 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΗ αγία μεγαλοκοπέλα, ο... Γκρέμλιν και η Ουκρανή δηλητηριάστρια | Του Κωνσταντίνου...

Η αγία μεγαλοκοπέλα, ο… Γκρέμλιν και η Ουκρανή δηλητηριάστρια | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΚΟΠΕΛΑ, Ο …ΓΚΡΕΜΛΙΝ ΚΑΙ Η ΟΥΚΡΑΝΗ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΤΡΙΑ

Ευθυμογραφικόν …θρίλερ, από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα

Σαν τραγικωμωδία του Ευριπίδη και …ζησμένη!!! Είναι μετά να μην ασχοληθείς με την αρχαία τραγωδία και να βλέπεις τη ζωή σαν «Θεία Κωμωδία» όπου η γελοιότητα του ανθρωπίνου είδους όταν τέμνεται με τη βλακεία του δημιουργεί μια τέτοια τρικυμία στο Σύμπαν όπου κάθε νοήμον ον καταλήγει να καταριέται την εξυπνάδα του και να διαγιγνώσκει φωναχτά «Συμφορά από το πολύ μυαλό»!!! Εμ, τι τα θέλεις κι εσύ και τα ψιλοκοσκινίζεις; Γιατί δεν αφήνεις τις καθημερινές έγνοιες και σκοτούρες να επισκιάσουν τα πάντα; Να ασχολείσαι με τα μικρά και να αγνοείς τα μεγάλα, ακριβώς όπως κάνει η στρουθοκάμηλος όταν χώνει το κεφάλι της στην άμμο κάθε που οι εχθροί πλησιάζουν. Μόνο που κάτι …προεξέχει και τη βιάζουν καθ’ έξιν, κατά συρροήν και κατ’ επανάληψιν, αφού είναι «η εύκολη λύση» κι ας διαμαρτύρεται αυτή μετά η πτωχή ορφανή επαίτις, όπως άλλοτε δυσανασχετεί (ηπίως, να μην ενοχλήσει τους εκμεταλλευτές της!!! Προ πάντων!) η «Ζυστίν» του Μαρκήσιου ντε Σαντ, που πολύ παρεξηγήθηκε από την εποχή του, γιατί ήταν ο κακομοίρης φιλόσοφος παρατηρητής-εντομολόγος της φρικτής ανθρώπινης κατάστασης. Είναι ο μόνος που είχε κάθε λόγο ν’ αναφωνήσει «εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω!», αλλά «αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούνε οι κότες!!!» κι εκείνος – αν και μαρκήσιος – είχε την παιδική αφέλεια να λέει την αλήθεια και να διατυπώνει εγγράφως και προφορικώς αυτά που περνούν από το συνηθισμένα αρρωστημένο μυαλό του. Θανάσιμο αμάρτημα!!! Ένας ευγενής (ακόμα κι ένας πληβείος) της εποχής του (και κάθε εποχής) μπορεί να κάνει τα αίσχιστα, φτάνει να μην το λέει φωναχτά, να μην το παραδέχεται στο δικαστήριο της Κοινής Γνώμης και να καταδικάζει επιπλέον όλους τους άλλους για τα δικά του ολισθήματα κι αμαρτήματα, σαν γνήσιος Ταρτούφος και λάτρης των γήινων ηδονών. Κακά τα ψέματα, φίλοι μου, λίγοι είναι οι πραγματικοί καθαρόαιμοι ασκητές που καθυπόταξαν τη σάρκα και υψώθηκαν πάνω από τη λαγνεία τους (πάνω απ’ όλα τα άλλα «Θανάσιμα αμαρτήματα»)… Και μόνον εκείνες οι πνευματικές κορυφές είναι το άλλοθι για όλους τους άλλους, για εμάς τους κοινούς, φτενούς ανθρώπους…


Αρχίζω λοιπόν τη σημερινή μας ιστορία (μετά την εκτενή, εκτενέστατη εισαγωγή) και παρακαλώ να τη δείτε όπως της αρμόζει: ως ευθυμογράφημα, γιατί στο τέλος τιμωρήθηκαν όλοι, στο τέλος πάντα όλοι τιμωρούνται, όχι από κάποια αόρατη δύναμη από τον ίδιο τον εαυτό τους και την ανυπόστατη αλαζονεία τους.


Τον ήρωά μας φανταστείτε τον ως …γκρέμλιν, καρικατούρα ανθρώπου, νάνο δύσμορφο, που φορούσε ακόμα ρούχα …σμωλ στα εβδομήντα του και γάμπριζε ο Αγαμέμνονας (κοινώς Μένιος, όπως ο γάιδαρος που είχε η μάνα του στο χωριό, πάνω στον Πάρνωνα, στ’ απάτητα χωριά που πήγαινε η αιμομειξία σύννεφο)…


Αυτός λοιπόν ο στρατηλάτης μικροσυνταξιούχος του ΙΚΑ, πρώην βοηθός κουρέα, σφουγγαρίστρα, μάπα και …παιδί για όλες τις δουλειές (κυριολεκτικώς – και ΝΑ ΠΑΕΙ το μυαλό σας στο πονηρό, γιατί περί αυτού πρόκειται)… αυτός λοιπόν, αφού έφαγε την προίκα της μεγαλοκοπέλας που του φέσωσε ο πατέρας του για να μπορέσει να παντρέψει με την προίκα της την αδελφή του… «Δύο γάμοι σε μια μέρα, ατυχία, ατυχία μεγάλη!!!» μονολογούσε η καημένη η κυνηγημένη από γονιό κι από σύζυγο μεγαλοκοπέλα. Αλλά και η άλλη, η αδελφή του προκομμένου της, που παντρεύτηκε με τη δική της την προίκα (ανταλλαγή) δεν είχε καλύτερη μοίρα: παντρεύτηκε έναν γέρο παραλή, από την Αμερική, συνομήλικο του πατρός της, που της έκανε και δυο παιδιά, το ένα σάπιο από μια σπάνια κληρονομική νόσο και το άλλο χαρτοπαίχτης, ρεμπέτης και κοπρόσκυλο κι έμεινε η κακομοίρη να πλένει και να σιδερώνει σώβρακα μέχρι τα βαθιά της γεράματα («πώς γαριάζουν τα άτιμα!», έλεγε και ξανάλεγε. «Κι αυτή η κιτρινίλα στον καβάλο πώς και δεν λέει να φύγει, είναι ν’ απορείς»)… Κανείς άλλος όμως δεν φαινόταν ν’ απορεί για τίποτα κι όλοι είχαν τον τρόπο τους να τα βολεύουν, εκτός από αυτές τις δύο, που έζησαν μια ζωή σαν δούλες κι είχανε κακά γεράματα. Γιατί η κούραση, όπως και να το κάνεις, κάπου θα βγει και… «Να πας να κοιταχτείς, πριν να είναι πολύ αργά», συνεβούλευε η μία την άλλη ομοιοπαθή (τις έδενε αυτή η βαθιά συμπάθεια, η συνενοχή των φυλακισμένων, των αιχμαλώτων, των ομήρων, που σκέφτονται: «δεν μπορεί, κάτι θα έκανα για να αξίζω κάτι τέτοιο, αλλά δεν θυμάμαι τι»…). Κι εξακολουθούσαν να σέρνουν το ζυγό τους σαν αγελάδες, σαν βόδια, σαν γαϊδούρια φορτωμένες στον ανήφορο και να τις γκαστρώνουν από πίσω!!! Η άλλη ήταν τυχερή γιατί τα σκάγια του αντρός της ήταν ζούφια κι έτσι γλίτωνε ακόμα ένα πρόβλημα. «Ποιος ξέρει τι διαβολάκια, τι διαβόλου κέρατα θα βγαίνανε κι εκείνα, αν ποτέ γεννιούνταν!». Κι έμεινε με την απορία.


Ο καλός της, απογοητευμένος που πήρε στέρφα κατσίκα για γυναίκα, την εγκατέλειψε με τον άρρωστο πατέρα του και την κατάκοιτη μάνα του και πήγε να ζήσει ένα διάστημα με μία ζωηρούλα ζωντοχήρα, ανενδοίαστη κι απροκάλυπτη, «ελαφρών, ελαφροτάτων ηθών, κουνιάδα μου!!!» έλεγε η μία παθούσα στην άλλη συνωμοτικά. Όμως όταν αυτή έμεινε έγκυος δεν ήξεραν ποιανού είναι το παιδί, γιατί οι σταθεροί, οι μόνιμοι εραστές ήταν τουλάχιστον μια ντουζίνα, άσε που την επισκεπτόταν ολόκληρη η ποδοσφαιρική ομάδα κάθε Κυριακή μετά τον αγώνα!!!


Τότε, το …γκρέμλιν ξαναγύρισε στη νόμιμη συμβία του για να αποφύγει την κατακραυγή του κόσμου και τις ευθύνες, το παιδί, το νεογέννητο μπήκε σε ορφανοτροφείο, μετά σε αναμορφωτήριο, φυλακή, ψυχιατρείο και κατέληξε στο νεκροταφείο στα σαράντα του, γιατί το άλογο, το περήφανο άσπρο άλογο, καθαρόαιμο άτι, που χρησιμοποιούσε σαν γιώτα χι έπεσε σε μποτιλιάρισμα, αφηνίασε και τον πέταξε κάτω μπροστά από μία νταλίκα που ο οδηγός της κοιμόταν όρθιος, ή – μάλλον – καθιστός…


Τώρα πια η νόμιμη σύζυγος κι ο προικοθήρας σύζυγός της είχαν φτάσει στα εβδομήντα περίπου (εκείνη τού έριχνε μια οκταετία, αλλά αυτό στα χαρτιά δε φαινότανε, γιατί ήτανε μπαλαμουτιασμένα)… Έλα μου όπως που εκείνη, μετά την κλιμακτήριο, έπαθε μία κατάθλιψη, μία ντουγρουντζά ένα πράμα κι έπεσε να πεθάνει, έτσι χωρίς (φανερό) λόγο και αιτία! Πηγαινοέρχονταν οι γιατροί στο αρχοντόσπιτο, χρυσές δουλειές κάνανε οι φαρμακοποιοί, αλλά κανείς δεν τόλμησε να πει ΠΩΣ ΕΙΧΕ ΑΛΛΕΡΓΙΑ ΣΤΟΝ ΆΝΤΡΑ ΤΗΣ!!! Εκείνος πήρε μία Ουκρανή στην αρχή, να την γυρνάει στο κρεβάτι, μετά προσέλαβε και την αδελφή της, ας όψονταν οι οικονομίες της συχωρεμένης πια!!! Σε λίγο βρέθηκε δηλητηριασμένη στο κρεβάτι της. Από υπερβολική δόση ινσουλίνης που δεν ανιχνεύεται. Και δεν ήταν καν διαβητικοί. Κάτι ανίψια και υποψήφιοι κληρονόμοι συνωμότησαν με τον φονιά Αγαμέμνονα ή Μένιο, λάδωσαν εκεί που έπρεπε και το πιστοποιητικό έγραφε «Θάνατος από φυσιολογικά αίτια». Στην κηδεία η μία Ουκρανή φορούσε κόκκινα και τη βέρα της νεκρής στο δάχτυλο κι οι άλλοι καναρινιά… Μόνον η κουνιάδα του θύματος δυσανασχέτησε και τα έβαλε με τον κοντούλη αδελφό της: «Πού τα βρήκες αυτά γραμμένα ρε;». Εκείνου όμως δεν φαινόταν να ιδρώνει το αυτί του και στον περίφημο καφέ της παρηγοριάς που βγαίνουν όλα τα σώψυχα και μυστικά πλέον οικογενειακά δεν υπάρχουν, εκεί, μπροστά σε όλους τους συγγενείς (της νεκρής και τους δικούς του) ομολόγησε (χωρίς να τον πιέσει κανείς): «Ξέρετε τι έγινε μία φορά που με βρήκε η συχωρεμένη – ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή της – ελαφρύ το χώμα που την σκεπάζει – με βρήκε που λες η συχωρεμένη καβάλα στη Νατάσσα, όχι αυτή, η άλλη, με τα κόκκινα… και ξέρετε τι μου είπε η αθεόφοβη; Όχι, ξέρετε τι μου είπε; “Μπράβο άντρα μου που τα καταφέρνεις ακόμα!!!”. Έτσι μου είπε, μα το Θεό, σας ορκίζομαι!!!». Και η κοκκινοβαμμένη Ουκρανή το επιβεβαίωσε με αλλεπάλληλες κινήσεις της κεφαλής καταφάσκοντας λες κι ήτανε μεγάλη της τιμή και καμάρι της κάτι τέτοιο. 


Μα ποιο ήταν το τέλος αυτής της ιστορίας; Το φαντάζεστε; Όχι βέβαια. Αι δύο Ουκραναί έφυγαν αφού μάδησαν τον αγαθο-πούλη, άδεισαν το σπίτι τρεις φορές με αντικλείδια που είχαν βγάλει κι όταν πήγε ο επιβήτορας να διαμαρτυρηθεί έφαγε της χρονιάς του από τον νταβατζή και προστάτη τους…


Όμως δεν μετάνιωσε και μυαλό δεν έβαλε καθόλου. Την έπεσε σε μια φιλάνθρωπη κυρία από σύλλογο της γειτονιάς, που την βίαζε ο αλκοολικός πατέρας της και την κακοποιούσε όταν ήταν μικρή, «αλλά αυτή τον είχε συχωρέσει» και την έψησε, με το καλό, με παρακάλια και κολακείες, να του κόψει λέει ένα γενναίο επίδομα για να πάρει μια Γεωργιανή (αυτή τη φορά) για να τον κοιτάει να μην καταλήξει ανθρώπινο σκουπίδι, όπως έλεγε και τον θάψουν οι γειτόνοι από τη βρώμα του. Θέατρο. Όσκαρ ηθοποιΐας. Ούτε η Σάρα Μπερνάρ έτσι. Και η Κατίνα Παξινού θα έμενε άφωνη μπροστά στην τόση μαεστρία του να καθηλώνει, να ελέγχει και να βάζει στο βρακί του τους πάντες. 


Τελικά, έζησε εκείνος σαν αυτοκράτορας και γηροκομήθηκε σαν Κροίσος και ζήσαμε εμείς χάλια κι αυτός …καλύτερα. Να, έτσι τελειώνουν οι πραγματικές ιστορίες, με χάπι-εντ κι άντε μετά εμείς να πάρουμε τα χάπια μας με τη χούφτα για να αντέξουμε τη ναυτία… της ύπαρξης… Και πάλι, δεν τα καταφέρνουνε πάντα τόσο καλά. Ενώ κάποιοι-κάποιοι, μερικοί-μερικοί, μια χαρά τα πάνε και γελάνε μέσα τους υποχθόνια, πίνοντας εις υγιείαν των κορόιδων…


Για κοιτάξτε γύρω σας, σας παρακαλώ. Ε, όλο και κάποιον τέτοιον ή τέτοια θ’ ανακαλύψετε… Τι κάνετε μετά; Τι να σας πω κι εγώ; Ό,τι σας φωτίσει ο θεός. Καλή τύχη. Θα την χρειαστείτε!!!

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;