15.5 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΗ άστεγη στο πάρκο Παστέρ

Η άστεγη στο πάρκο Παστέρ

Του Κωνσταντίνου Μπούρα


Η άστεγη στο πάρκο Παστέρ («τα τζιτζίκια αποχαιρετούν το καλοκαίρι – το φθινόπωρο θα καταφύγω κάτω από τα κεδροκυπάρισσα – Μα τι να κρατήσουν από τη βροχούλα; Τι να σου κάνουν κι αυτά τα έρμα; Όμως εγώ σε φυλακή δεν ξαναμπαίνω, σε τέσσερις τοίχους δεν κλείνομαι, ουρανό θέλω πάνωθέ μου όταν κοιμάμαι κι ας βρέχει κι ας φυσάει…»)

Μιλούσε σπαστά τα αγγλικά με σλάβικη προσφορά. Εμφανίστηκε μετά τον καταστροφικό πόλεμο στην πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία στον φιλόξενο κήπο του Ινστιτούτου Παστέρ, που γλίτωσε το μπετόν ένεκα γαλλικού …εδάφους. Δεν έβγαινε ποτέ από εκεί. Τα ρούχα είχαν κοριάσει επάνω της. Κινιόταν σα ζαρκάδι. Ποτέ δεν την εντόπιζαν οι φύλακες όταν έκλειναν τις πύλες για το κοινό. Εγώ είμαι σίγουρος ότι κρυβόταν πάνω στα δέντρα. Θα σας πω γιατί. Εκεί υπάρχουν κάτι γιγαντιαία κυπαρίσσια, όπου φωλιάζουν παπαγάλοι Βραζιλίας (μάλιστα), κοτσύφια που λαλούν σαν αηδόνια κι άλλα ωδικά (ή μη) πτηνά. 


Οι παπαγάλοι μάλιστα βγαίνουν από τις κρυψώνες τους όταν αδειάσουν τα διπλανά κτήρια γραφείων, μετά τις πέντε το απόγευμα δηλαδή, όταν ο ήλιος γέρνει πίσω από την Πάρνηθα και το όρος Αιγάλεω, οι σκιές μακραίνουν κι όλοι βιάζονται να χωνέψουν πριν έρθει η νύχτα. Μάλιστα, μερικοί παπαγάλοι κρώζουν κι αυτοί σαν κοτσύφια που κελαηδούν σαν αηδόνια!!! Μίμησις γαρ. Και μιμήσεως ένεκα, βεβαίως. Όμως ξεφεύγω από το θέμα μου [το έχω αυτό το κακό συνήθειο – πώς να το κάνεις; Το χούι πεθαίνει …τελευταίο]. Πού είχαμε μείνει; Τι λέγαμε; Α, ναι! Λοιπόν, πώς κατάλαβα ότι μένει κι αυτή η λεγάμενη πάνω στα δέντρα με τους παπαγάλους, μιαν αλεπουδίτσα και ποιος ξέρει πόσα άλλα αγρίμια, αγριοκάτσικα, κρι-κρι, χελώνες καρέτα-καρέτα και λοιπά. Όχι, αυτές θέλουν θάλασσα. Τέλος πάντων. 


Ποιητική αδεία. Ε, λοιπόν, ένα μεσημέρι που είχα βγει για να πάρω τον αέρα μου και καταβρόχθιζα το κολατσιό που είχα φέρει από το σπίτι τυλιγμένο άτσαλα σε ξαναχρησιμοποιημένο αλουμινόχαρτο (ανακύκλωση) κι άκουγα έντρομος τι ακούνε τα πουλιά από τα διπλανά κτήρια (ένα υπόκωφο μουρμουρητό, βογκητό σχεδόν, σαν κάποιο θηρίο να καταβρόχθιζε τα ίδια τα σωθικά του – το τέρας τής γραφειοκρατίας, ανυπερθέτως!] έπεσε πάνω από το σάντουιτς μία μακριά γυναικεία τρίχα που είχε πάρει να ασπρίζει. Κυριολεκτικά, από τον ουρανό! Κοίταξα πάνω αλλά δεν είδα τίποτα. Πρόλαβα όμως με την άκρη του ματιού να δω μια χορευτική κίνηση ακροβάτη στο διπλανό γιγαντιαίο κεδροκυπάρισσο. Έκανα ότι δεν συνέβη ποτέ το αλλόκοτο αυτό περιστατικό [το έχω αυτό! Έτσι έχω ξεφύγει από πολλά στραβοπατήματα στη ζωή μου: απλώς κάνω ότι δεν καταλαβαίνω] και συνέχισα να τρώω αμέριμνος, αφού παραμέρισα βεβαίως την τρίχα από το πολύσπορο ψωμάκι μου – καλή η φυσιολατρεία, αλλά μην πάθουμε και τίποτα! 


Η άστεγη στο πάρκο Παστέρ


Εξάλλου στον κήπο του Παστέρ ευρισκόμεθα. Ποιος ξέρει τι είδους μικρόβια και παθογόνοι μικροοργανισμοί έχουν ξεφύγει από τα όργανα με τους δοκιμαστικούς σωλήνες, έχουν δραπετεύσει ούτως ειπείν και κόβουν βόλτες εις τας αλέας με τους λιγοστούς περαστικούς (του στυλ «είδα σκιά και μπήκα»). Από τότε είχα το νου μου, όχι μήπως δω κι άλλη τρίχα ο γκάβακας (ολόκληρη προβοσκίδα ελέφαντα μπορεί να καταπιώ χωρίς να το καταλάβω) αλλά μήπως πέσει η ολόκληρη περούκα ανάμεσα στις γέφυρες και στα εμφυτεύματα που κάνουν τις μασέλες να μου φαίνονται σαν όαση εν τη ερήμω! Από τότε άφηνα πάντα ένα δεύτερο σάντουιτς για την δενδρόβια. Πέρασαν μήνες πολλοί μέχρι να ξεθαρρέψει και να έρχεται να κάθεται στο διπλανό παγκάκι και να τρώει μαζί μου, μετρώντας μου τις μπουκιές και παρατηρώντας με διαρκώς! Με κοίταζε με κάτι πλάγια γουρλωμένα μάτια, τόσο μαύρα, που δεν ήξερα αν πρόδιδαν απορία, τρόμο ή και τα δύο μαζί! Με τα πολλά γίναμε φίλοι, τρόπος του λέγειν, ένα αγριοκάτσικο ήταν, αλλά έχω κι εγώ τον τρόπο μου με τους κυνηγημένους. Ίσως γιατί νιώθω κι εγώ κατάβαθα έτσι: ορφανός, μετανάστης, πρόσφυγας, χωρίς οικογένεια, που ζει κατά λάθος κι από το έλεος των περαστικών. Θα μου πείτε πώς και πότε μού προέκυψε αυτό; Από την πρώτη μέρα που με πήγαν από το μαιευτήριο στο σπίτι (δεν μπορώ να πω «μου»). Έβαζα την πετσέτα πάνω στο πρόσωπό μου μετά το δείπνο και περίμενα να τελειώσουν κι οι άλλοι. Έτσι έμαθα να προσεύχομαι, βουβά.


Η μελαχρινή γαζέλα ήταν ακόμα πιο αλλόκοτη από μένα, έτρεχε να κρυφτεί, κανείς δεν ξέρει από τι, αχ και τι δεν θα ‘δινα να έβλεπα αυτά που είχαν δει τα μάτια της! Ίσως πάλι και όχι. Μπορεί να μην άξιζε τον κόπο. Η βία είναι βία. Απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ακόμα κι η σιωπή είναι βία. Η απάθεια, η αδράνεια, η μη συμμετοχή, η αδιαφορία. Είχα γράψει κάποτε σε ένα ποίημα για τη Μάνα: «κάποτε το πέταγμα των φτερών μιας πεταλούδας είναι πιο βίαιο κι από κανονιά!». Κι έτσι ήταν.


Δεν μιλήσαμε ποτέ για πολλή ώρα με τη χαριτωμένη συγκάτοικο στη ζούγκλα του κόσμου, μέχρι που μία μέρα, 21 Αυγούστου άρχισε να ψιλοβρέχει. Με κοίταξε θλιμμένα και μου είπε σε άπταιστα ελληνικά (με ένα περίεργο απροσδιόριστο αξάν):«τα τζιτζίκια αποχαιρετούν το καλοκαίρι – το φθινόπωρο θα καταφύγω κάτω από τα κεδροκυπάρισσα – Μα τι να κρατήσουν από τη βροχούλα; Τι να σου κάνουν κι αυτά τα έρμα; Όμως εγώ σε φυλακή δεν ξαναμπαίνω, σε τέσσερις τοίχους δεν κλείνομαι, ουρανό θέλω πάνωθέ μου όταν κοιμάμαι κι ας βρέχει κι ας φυσάει…»).


Έκανα το σταυρό μου κι αποχώρησα θαμπωμένος από τόση ποίηση. Από τότε δεν με ξαναπλησίασε. Είχε εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Μπορεί να μην ήθελε δεσμεύσεις. Μπορεί να την τρόμαζαν τα ανθρώπινα συναισθήματα. Να είχε ξεμάθει. Της άφηνα τακτικά στο γνωστό παγκάκι το σάντουιτς μέχρι που – λόγω κρίσεως – ο κήπος έκλεισε για το κοινό και δεν μπορούσα πια να μπω. 


Όμως ακόμη και τότε συνέχιζα να επιμένω: της το άφηνα στην ψηλή πέτρινη μάντρα κάτω από τα κάγκελα. Δεν ξέρετε τι διαβόλου κέρατο είμαι κι εγώ. Ισχυρογνώμων μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Φυσικά δεν γνωρίζω αν ζει ή πέθανε το αγρίμι του κήπου επί της οδού Τσόχα, πίσω από το Ινστιτούτο Παστέρ. Τι σημασία έχει; Θα ζει πάντα μέσα μου. Και στη γόνιμη φαντασία σας, αγαπημένοι ιδεατοί επαρκείς συνδημιουργοί αναγνώστες (όλ’ αυτά μαζί!). Σας αγαπώ και σας λατρεύω. Χάρη σ’ εμάς δεν διαλύεται το σύμπαν ακόμα. Γιατί όπου υπάρχει πίστη κι αγάπη, τα πράγματα βαίνουν καλώς, από το σκοτεινό προς το φαεινότερο! Αμήν. Γέγονε…


Η άστεγη στο πάρκο Παστέρ

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;