18.1 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΗ Ελλάδα στη δίνη του περιφερειακού ψυχρού πολέμου

Η Ελλάδα στη δίνη του περιφερειακού ψυχρού πολέμου

 

φωτο: Peter Paul Rubens, Η πτώση του Φαέθοντα

Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης, Μιχάλης Θεοδοσιάδης, Θοδωρής Παπαϊωάννου – respublica.gr

O όρος ψυχρός πόλεμος επινοήθηκε από τον πολιτικό αναλυτή Walter Lippmann το 1944 για να περιγράψει μια κατάσταση παρατεταμένης ή και ακραίας έντασης μεταξύ χωρών ή αντίπαλων συνασπισμών που φτάνει στα όρια και μόλις δεν ξεπερνά την κήρυξη του πολέμου. Στην συνέχεια, μετά από μια ιστορική αναδρομή, θα εξετάσουμε τη «αναβίωση» του διπολικού ψυχρού πολέμου (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ) και τον μετασχηματισμό του σε ένα μεταβατικό και ιδιαίτερα πολύπλοκο (πολυπολικό πλέον) γεωπολιτικό παιχνίδι. Σημαντικό επίκεντρο, στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, αποτελεί η Νοτιοανατολική Μεσόγειος. Όσα συμβαίνουν αυτή την περίοδο στην περιοχή – με πρωταγωνιστές την Τουρκία και άλλες παραδοσιακά ισχυρές δυνάμεις – αφορούν και επηρεάζουν άμεσα την Ελλάδα/Κύπρο, αλλά και την Ευρώπη συνολικά.

Μια ιστορική σύνοψη του ψυχρού πολέμου

Από τη δεκαετία του ’60 και μετά την αυξανόμενη εσωτερική διάσπαση του κομμουνιστικού κόσμου που οφειλόταν, εκτός των άλλων, στην όξυνση της εχθρότητας μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου, αλλά και στην ανάδυση της Ιαπωνίας και της Γερμανίας, ως οικονομικών υπερδυνάμεων, άρχισε να επισυμβαίνει μια σημαντική αλλαγή του παγκόσμιου μοντέλου: από το διπολικό μοντέλο του παλαιότερου ψυχρού πολέμου περνάμε σε μια πολυπολικότητα και στην αποκλιμάκωση των σχέσεων Ανατολής και Δύσης. Αυτή η «αποκλιμάκωση» (γνωστή ως détente) εκφράστηκε με την ιστορική επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Nixon στην Κίνα το 1972 και τις μετέπειτα συνομιλίες για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων (Strategic Limitation Talks) μεταξύ 1967 και 1979 οι οποίες οδήγησαν στις συμφωνίες SALT1 και SALT2. Έτσι έχουμε την προσάρτηση του Κουβέιτ από το Ιράν το 1990 και τη συγκρότηση μιας δυτικο-ισλαμικής συμμαχίας που μετά τον Πόλεμο του Κόλπου (1991) οδήγησε στη σύγκρουση της Κροατίας με τη Σερβία και την απόσυρση των ιρακινών δυνάμεων. Σειρά από οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις οδήγησαν σε ένα είδος μονοπολικής παγκόσμιας τάξης με μοναδική δύναμη τις ΗΠΑ που διέθεταν στρατιωτική ισχύ αλλά και πολιτικό κύρος να διαδραματίζουν τον ρόλο του «παγκόσμιου χωροφύλακα». Σε επίπεδο Ευρώπης και αργότερα ΕΕ, ένας από τους δορυφόρους των ΗΠΑ, ο βασικός, αυτή την εποχή της «ενδιάμεσης μονοπολικής κατάστασης» ήταν η Γερμανία. Οι Γερμανοί ωφελήθηκαν ποικιλοτρόπως από την αμερικανική στήριξη – και οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά – καθώς η δημιουργία μιας γεωπολιτικά συνεργατικής τριάδας (ΗΠΑ – Γερμανία – Τουρκία) επέτρεψε στην Γερμανία να τεθεί στο τιμόνι της ΕΕ ως οικονομική μηχανή και ως διαμεσολαβητής στα ζητήματα των σχέσεων της Ανατολής με τη Δύση. Ως και τις αρχές του 21ου αιώνα ο δυτικός κόσμος (κυρίως αυτός) είχε καταληφθεί από μια αίσθηση αισιοδοξίας και ιδεαλισμού: η διεθνής τάξη πλέον θα εξασφαλίζεται από την αποδοχή κοινών/διεθνών κανόνων, ανθρωπιστικών στάσεων και ηθικών μέτρων. Στην πραγματικότητα αυτή ήταν μια μεγάλη ψευδαίσθηση.

 Ο «νέος» περιφερειακός ψυχρός πόλεμος

Κατά τα γνώμη μας ο ψυχρός πόλεμος, μεταξύ Ανατολής και Δύσης (ή καλύτερα μεταξύ Ευρωατλαντικού και Ευρασιατικού μετώπου), δεν αποκλιμακώθηκε ποτέ πραγματικά, «απλά» άλλαξε η μορφή των εκδηλώσεων της επιθετικότητας και ως ένα σημείο περιορίστηκε η ακραία ρητορική. Αντιθέτως, αυτό που παρουσιάζεται «ανανεωμένο», ειδικά τελευταία, είναι ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός και το όραμα του Πολιτικού Ισλάμ να επεκταθεί και να επιβάλλει τους σκοπούς του σε χώρες του παραδοσιακού δυτικού κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό ο ρόλος της Τουρκίας είναι καθοριστικός και, όπως θα δούμε παρακάτω, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Αίγυπτος, η Αυστρία, η Αρμενία, οι δυνάμεις του στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ στην ανατολική Λιβύη, οι Κούρδοι, αλλά και χώρες, παραδόξως θα έλεγε κανείς, όπως το Ισραήλ και τα ΗΑΕ (τουλάχιστον προσωρινά), αποτελούν ορισμένα από τα εμπόδια στο νεο-οθωμανικό μονοπάτι που βάλθηκε να περιδιαβεί ο τούρκος Πρόεδρος θεωρώντας δεδομένες τις πολιτικές πλάτες της Γερμανίας, της Ρωσίας και των ΗΠΑ, αλλά και τις οικονομικές του Κατάρ και της Κίνας.

Για κάποιους η Ρωσία είναι δυνητικός σύμμαχος της Ελλάδας ως χώρα ομόδοξη, όμως αυτή η άποψη είναι άκρως επιφανειακή. Το γεγονός ότι και οι δύο χώρες είναι ορθόδοξες δεν αποτελεί παράγοντα σύσφιξης των μεταξύ τους δεσμών. Αν η πίστη, στο λαϊκό φαντασιακό ενός Ρώσου, εκκινείται από αφηγήσεις οι οποίες συνάδουν με δεσποτικές αντιλήψεις για τον άνθρωπο και την κοινωνία και αν, για έναν Έλληνα, η ορθοδοξία έχει ενσωματώσει ανθρωποκεντρικές ιδέες, τότε δεν έχουμε να κάνουμε παρά για δύο διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις, οι οποίες μόνο φαινομενικά συνδέονται, κάτω από το περιτύλιγμα της ομοδοξίας. Αν όμως σε μια δυτική χώρα (όπως η Γαλλία) ο Καθολικισμός είναι πλέον προϊόν μεθερμηνείας (όπως θα έλεγε ο Κονδύλης) που έχει ενταχθεί στον ανθρωποκεντρισμό, και αν η ορθόδοξη πίστη στην Ελλάδα είναι εξίσου ανθρωποκεντρική, τότε περισσότεροι δεσμοί θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μεταξύ Ελλάδας-Γαλλίας, παρά μεταξύ Ελλάδας-Ρωσίας. Αν η υπόθεσή μας είναι σωστή -και η Ρωσική Ορθοδοξία παραμένει εγγεγραμμένη σε μια θέαση καθαρά δεσποτική- τότε δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το φλερτ της Ρωσίας με την Τουρκία ή με άλλες Ισλαμικές χώρες (οι οποίες είναι εγγεγραμμένες σε ένα παρόμοια δεσποτικό σύστημα αντίληψης των πραγμάτων). Στον ίδιο βαθμό δεσποτικές χώρες είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και ουδεμία σχέση έχουν με την Ελλάδα, που όπως είπαμε βρίσκεται πιο κοντά στο ανθρωποκεντρικό σύστημα. Ποιός ο λόγος, όμως, που τα ΗΑΕ, όντας χώρα μουσουλμανική, στρέφεται υπέρ μιας συμμαχίας με την Ελλάδα; Οι Σαουδάραβες και τα Εμιράτα σήμερα τάσσονται υπέρ της Δύσης, ως προσωρινοί σύμμαχοι, διότι προσπαθούν να αποτρέψουν τον Ερντογάν να μετατρέψει την Τουρκία και τον εαυτό του στον βασικό εκφραστή του Ισλάμ. Στην περίπτωση, όμως, που ο Ερντογάν ηττηθεί, τότε και οι χώρες αυτές δεν θα διστάσουν να δείξουν το πραγματικό τους (Ισλαμικό) πρόσωπο στη Δύση -αν και εφόσον το οικονομικό συμφέρον τους το υποδείξει και το επιτρέψει.

ΗΠΑ – Τουρκία: ένας αιώνας ισχυρών, πλην όμως αβέβαιων σχέσεων

Δεν έχει περάσει πολύ καιρός από τότε όπου ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν – απειλώντας τις ΗΠΑ επί προεδρίας Τραμπ, δήλωσε στους New York Times: «Θα αναζητήσουμε νέους συμμάχους». Για κάποιους αυτή ήταν η κορύφωση μια κρίσης μεταξύ των δύο χωρών που διαγραφόταν οριστική. Όπως γνωρίζουμε υπήρξε το αίτημα απελευθέρωσης του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον και η επιβολή οικονομικών κυρώσεων από την Ουάσιγκτον, κίνηση που αύξησε την επισφάλεια της τουρκικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, αν κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας, αυτό που προκύπτει είναι αφενός η μεγάλη ανθεκτικότητα του δεσμού μεταξύ των δύο χωρών, αφετέρου η σταδιακή απόκλιση των αντίστοιχων στρατηγικών τους συμφερόντων, ειδικά σε όσα αφορούν το περιφερειακό πλαίσιο της Μέσης Ανατολής. Θεωρούμε κομβικό σημείο το ξέσπασμα των Αραβικών Ανοίξεων όπου κάτι φαίνεται να άλλαξε στην Μέση Ανατολή. Μετά τον Β’ΠΠ και την αυξανόμενη εχθρότητα μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ, η Βρετανία αναγνώρισε την αδυναμία της να συνεχίσει να υποστηρίζει την Ελλάδα και την Τουρκία (οικονομικά και στρατιωτικά). Δεδομένης της σημαντικής γεωστρατηγικής θέσης, τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας, προέκυψε η ανάγκη να παρέμβει ο τότε Πρόεδρος Τρούμαν ώστε να αποτρέψει την απορρόφηση των δύο χωρών από το σοβιετικό δίκτυο. Όλη αυτή την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία παραμένει πιστή στο πλευρό των ΗΠΑ: το 1952 προσχώρησε στο ΝΑΤΟ, πολέμησε μαζί με τους Αμερικανούς στον πόλεμο με τις δύο Κορέες και ουσιαστικά αντικατέστησε το Ιράν ως «προπύργιο» για την υπεράσπιση των δυτικών συμφερόντων στον Περσικό Κόλπο μετά τη γέννηση της λεγόμενης «Ισλαμικής Δημοκρατίας» το 1979. Εκείνη την εποχή η στρατιωτική ελίτ στην εξουσία της Τουρκίας μπόρεσε να επωφεληθεί από την προστασία της Ουάσιγκτον και να κάνει πιο συγκεκριμένους τους δυο πυλώνες της κεμαλιστικής ιδεολογίας: εκσυγχρονισμός και δυτικοποίηση. Η Τουρκία σταδιακά αρχίζει να αποδεικνύει ότι μπορεί να ενεργήσει ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ και να επιδιώξει μόνη της το δικό της συμφέρον. Τότε ακριβώς, το 1974, η Τουρκία εισβάλει στην Κύπρο, ωστόσο ήδη από το 1969, ο Πρόεδρος Τζόνσον είχε στείλει μια επιστολή με την οποία καλούσε τον Τούρκο σύμμαχό του να αποκηρύξει κάθε επιθετικότητα που θα μπορούσε να προκαλέσει μια σοβιετική αντίδραση. Τότε ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού απάντησε το εξής: «Εάν αλλάξουν οι συνθήκες και τα γεγονότα απαιτήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων, η Τουρκία θα βρει σίγουρα τη θέση της σε αυτήν τη νέα παγκόσμια τάξη». Η σχέση μεταξύ των δύο χωρών δεν έφτασε σε ολική ρήξη παρά το στρατιωτικό εμπάργκο που πέρασε τότε από το Αμερικανικό Κογκρέσο.

Τη δεκαετία του ’90 με τον Πόλεμο του Κόλπου και το τέλος του κομμουνιστικού κινδύνου δημιουργήθηκαν νέες πηγές ανασφάλειας για την Τουρκία. Εσωτερικοί κίνδυνοι είναι η επανεμφάνιση του κουρδικού ζητήματος και το πολιτικό Ισλάμ (τουλάχιστον στα χαρτιά) και εξωτερικοί, η επικείμενη απειλή ενός πυρηνικού Ιράν, η πιθανότητα του κουρδικού αλυτρωτισμού στο Ιράκ, ο κατακερματισμός του Λιβάνου και η υπόθεση του Άσαντ με το PKK. Οι ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας, όπως θα γίνουν ολοένα και πιο εμφανείς, δεν ήταν απαραίτητα προτεραιότητες που συμμερίζονται και στον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, η συνεργασία με τις ΗΠΑ υπήρξε σταθερή και στενή. Κατά τη δεκαετία του 1990, είχαμε τα «χρυσά χρόνια» της σχέσης μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας. Η Άγκυρα συμμετείχε στην Επιχείρηση Desert Fox κατά του Σαντάμ Χουσεΐν το 1991 και ο Κλίντον αναζωογόνησε τη στρατιωτική συνεργασία τον δυο χωρών με σκοπό τον περιορισμό της ισχύος Ιράν και του Ιράκ. Επιπλέον, η Τουρκία άρχισε να αναπτύσσεται οικονομικά και παρέμεινε ζωτικής σημασίας χώρα για τη μεταφορά φυσικού αερίου και πετρελαίου μέσω της Κασπίας Θάλασσας. Η Ουάσιγκτον το 1999 πίεσε επίσης για τα ενταξιακά της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τις ΗΠΑ η ώθηση της Τουρκίας προς τη Δύση είχε, εκτός των άλλων, ως στόχο να αποθαρρύνει τις όλο και πιο ισχυρές ισλαμιστικές φωνές στην τουρκική πολιτική αρένα.

Στην αρχική φάση της κυβέρνησής του το τουρκικό κόμμα AKP παραμένει επικεντρωμένο στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Τουρκία της οπτικής Νταβούτογλου αποκτά τον ρόλου του διαμεσολαβητή που θα εξομαλύνει τις σχέσεις του ισλαμικού κόσμου με τον δυτικό. Όμως η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας – με την σταθερή αντίθεση της Γαλλίας εξαιτίας ισχυρών αντικρουόμενων συμφερόντων- δεν καρποφορεί και λίγο αργότερα η ένταξη της, ασύμβατης με την ΕΕ, Τουρκίας στην ΕΕ βγαίνει εντελώς από την ατζέντα του Ερντογάν. Από το 2007 και μετά, η τουρκική εξωτερική πολιτική αποκτά νέο προσανατολισμό και εμφανώς μεγαλύτερο δυναμισμό. Πρώτα απ ‘όλα, η προσέγγιση της ασφάλειας που ήταν κυρίαρχη μέχρι εκείνη τη στιγμή συνδυάζεται με μεγαλύτερη τάση για χρήση ήπιας ισχύος και επιθετικής διπλωματίας. Η Τουρκία έως το 2011 διατυμπανίζει το γνωστό «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» ώστε να τονώσει την επιθυμία της να καλλιεργηθούν καλές περιφερειακές σχέσεις που θα μπορούσαν να την κάνουν μια κεντρική χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Στόχος είναι μια οικονομική ανάπτυξη που θα ωθούσε την Άγκυρα να αναζητήσει αγορές ακόμη κι εκτός της Ευρώπης. Αυτό το όραμα – που έχει ως πυξίδα την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – θέλει την Τουρκία ιστορικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά συνδεδεμένη με τη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική.

Σε κάποια φάση, η τουρκική πορεία διακόπτεται από την πολεμική πολιτική του Μπους μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης. Η τρομοκρατική απειλή που ένιωσαν οι ΗΠΑ δεν έπληξε την Τουρκία με την ίδια ένταση και, πράγματι, το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν εξασφάλιζε τη σταθερότητα στο νότιο μέτωπο. Επιπλέον, το AKP που είχε αναλάβει πρόσφατα τα ηνία της εξουσίας δεν ήταν διατεθειμένο να αντιμετωπίσει μια κρίση αυτού του μεγέθους. Έτσι, τον Μάρτιο του 2003, το τουρκικό κοινοβούλιο καταψήφισε τη δυνατότητα να επιτρέψει στον αμερικανικό στρατό να χρησιμοποιήσει το τουρκικό έδαφος για να ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο στο Ιράκ. Η Τουρκία από την πλευρά της απογοητεύτηκε από την έλλειψη στήριξης των ΗΠΑ στον αγώνα κατά του ΡΚΚ. Ο κίνδυνος για την Ουάσιγκτον ήταν στην πραγματικότητα ότι ο βομβαρδισμός των θέσεων των Κούρδων στο Ιράκ θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει μια σχετικά ήσυχη περιοχή, η οποία θα ήταν ανοιχτή στο πλαίσιο των πολιτικών των ΗΠΑ.

Ακολουθεί το άνοιγμα της Τουρκίας σε χώρες που οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να απομονώσουν όπως το Ιράν και η Συρία. Οι σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού είχαν επιδεινωθεί σε σημείο που το 1998 η Τουρκία απείλησε να διασχίσει τα σύνορα της Συρίας εάν το καθεστώς δεν προχωρούσε στην απέλαση του Α. Οτσαλάν, επικεφαλής του ΡΚΚ. Μετά το 2002, ωστόσο, η Τουρκία επιδίωξε μια νέα προσέγγιση με τη Συρία, δημιουργώντας ισχυρές σχέσεις με τον Μπασάρ αλ-Άσαντ, διαμεσολαβώντας μεταξύ Τελ Αβίβ και Δαμασκού για την απόσυρση των συριακών στρατευμάτων από το Λίβανο (το 2005) συμβάλλοντας στη σύσταση Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας το 2009.

Από την άλλη, η σχέση μεταξύ Τουρκίας και Ιράν είναι πολύπλευρη: η Τουρκία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους ενεργειακούς πόρους που εισάγονται από την Τεχεράνη και μετά το 2003, το κενό που άφησε ο Σαντάμ στο Ιράκ δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την προώθηση της ιρανικής επιρροής με τις δύο χώρες να διαγκωνίζονται για της περιφερειακή κυριαρχία στην περιοχή. Ως εκ τούτου, η Άγκυρα προσπάθησε να δημιουργήσει και να διατηρήσει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ συνεργασίας και ανταγωνισμού. Ενώ υποστήριζε τις αντίπαλες ομάδες στο Ιράκ, το 2010 η Τουρκία ξεκίνησε μια ξεχωριστή διπλωματική πρωτοβουλία για την πυρηνική ενέργεια στο Ιράν μαζί με τη Βραζιλία, αντιτιθέμενη στις κυρώσεις που προτάθηκαν στον ΟΗΕ. Οι ΗΠΑ έκτοτε δεν έχουν δείξει ουσιαστική αντίθεση στον νέο τουρκικό περιπετειώδη χαρακτήρα. Η προεδρία Ομπάμα αρχικά χαρακτηρίστηκε από φιλικές σχέσεις με την Τουρκία. Μάλιστα, ο τότε νεοεκλεγμένος πρόεδρος επισκέφθηκε την Τουρκία στο πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό και επαίνεσε το δημοκρατικό παράδειγμα που προσέφερε το ισλαμικό κόμμα, μιλώντας για μια «πρότυπη συνεργασία» μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας. Παρ ‘όλα αυτά, ήδη από το 2003 ο αντι-αμερικανισμός με την πάροδο του χρόνου ωριμάζει και ριζώνει στην Τουρκία.

Από την κρίση στην Κύπρο έως τον σχηματισμό κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ, μεταξύ του τουρκικού πληθυσμού, τροφοδοτήθηκε η αντίληψη μιας Αμερικής αναξιόπιστης και αδιάφορης για τις ανάγκες της Τουρκίας, αντίληψη που θα ξαναεμφανιστεί έντονα μετά το 2011. Με αρχή το “America First”, η εξωτερική πολιτική επί προεδρίας Τραμπ, οδήγησε σε περιορισμό της παρουσίας των ΗΠΑ στην ΝΑ Μεσόγειο, επιτρέποντας έτσι στην Ρωσία να στηρίξει τις επιθετικές βλέψεις της Τουρκίας, αλλά και να δώσει, ταυτόχρονα, χώρο στην Γαλλία να αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες στην περιοχή, ειδικά μετά το Brexit. Σήμερα οι σχέσεις της Αμερικής με την Τουρκία διέρχονται μια νέα περίοδο αβεβαιότητας, αν όχι κρίσης. Δεδομένων των παραπάνω οι επερχόμενες εκλογές στις ΗΠΑ αποτελούν, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, μια εξαιρετικά σημαντική (και άγνωστη) παράμετρο.

Η Τουρκία από το 2007 έως σήμερα

Ήδη από το 2007 – και με αποκορύφωμα το πραξικόπημα του 2016 – ο Ερντογάν και το AKP αλλάζουν την εξωτερική τους πολιτική. Η στροφή αυτή πλέον βασίζεται στην αυτοπεποίθηση, στον αναθεωρητισμό και στην επιθετικότητα/προκλητικότητα. Σε γενικές γραμμές, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι αυτή η πολιτική ήταν το αποκορύφωμα της πεποίθησης ότι η Τουρκία πρέπει, αξιωματικά (είτε με ήπια ισχύ, είτε με το σπαθί), να γίνει μια υπερδύναμη και σύντομα ηγέτης της Μεσογείου. Αυτές οι πολιτικές, δομούνται σε πέντε στρατηγικά σημεία:

  1. στην έντονη επιθυμία του AKP και της ηγεσίας του να αναδείξει την Τουρκία σε ένα «κεντρικό κράτος» στην παγκόσμια ιεραρχία ή αλλιώς να αποκτήσει ηγετικό παγκόσμιο ρόλο,
  2. να κερδίσει στρατηγική θέση στη Μεσόγειο ώστε να ασκήσει επιρροή στις γειτονικές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος,
  3. να αναδειχθεί στην 16η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο,
  4. να προωθηθεί το νεο-οθωμανικό όραμα μέσα από την ανανέωση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Μέση Ανατολή, την Σομαλία, του Αδελφούς Μουσουλμάνους κ.α. Σχέσεις που ο Ερντογάν θεωρεί σημαντικές δεδομένης της ύπαρξης ιστορικών, γλωσσικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών συγγενειών που θα βοηθούσαν στην οικοδόμηση δεσμών που είχαν μέχρι τώρα αγνοηθεί από την πιο «κοσμική και δυτικότροπη» Τουρκία.
  5. να δημιουργηθεί με τρόπο συστηματικό ένα συμπαγές εθνικό αφήγημα που θα προσβλέπει στην εγχώρια υποστήριξη των παραπάνω στόχων από την τουρκική κοινή γνώμη, κυρίως στην λεγόμενη βαθιά Τουρκία.

Απέναντι στην σημερινή Τουρκία, ο ρόλος της Ελλάδας, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν μπορεί να είναι παθητικός, διότι αυτό θα σήμαινε απώλειες ελληνικών εδαφών και εθνικής κυριαρχίας. Για κάποιους αναλυτές η Τουρκία βλέπει την Ελλάδα και την Κύπρο ως μελλοντικούς δορυφόρους της, κάτι σαν «Φινλανδίες του Νότου». Επίσης, μια παθητική στάση της Ελλάδας θα σηματοδοτούσε στρατηγική νίκη του Πολιτικού Ισλάμ στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, βασικός εκφραστής του οποίου είναι σήμερα ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν.

Η ελληνική στάση και η ασύντακτη ΕΕ

Αν υποθέσουμε ότι η Ελληνική διπλωματία έχει καταφέρει, τους τελευταίους μήνες, να συσπειρώσει συμμαχικές δυνάμεις εναντίον της Τουρκίας (τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο), αυτό δεν θα ήταν εφικτό αν είχε επιμείνει στην κατευναστική πολιτική εναντίον της Τουρκίας, όπως την είχαμε συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά μετά την περίοδο του σημιτικού εκσυγχρονισμού. Αν χώρες όπως η Γαλλία (και σε μικρότερο βαθμό η Αίγυπτος και το Ισραήλ) στράφηκαν υπέρ των Ελληνικών και Κυπριακών συμφερόντων, αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ταύτιση Γαλλικών και Ελληνικών/Κυπριακών συμφερόντων.

Στη δεδομένη στιγμή, η επιστροφή σε τακτικές κατευνασμού και «συναίνεσης» θα μπορούσαν να αποβούν ολέθριες. Αν στόχος της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η αναγνώριση των χωρών με σαφή αντι-τουρκικό προσανατολισμό, τότε δεν έχει παρά να δείξει, με πείσμα και επιμονή, ότι η Ελλάδα σε όλα όσα διαδραματίζονται εντός της ανατολικής Μεσογείου δεν είναι απλά ένας παθητικός θεατής αλλά ο βασικός παίκτης, ικανός να διασφαλίσει την κυριαρχία της και να υπερασπιστεί τα δίκαιά της. Σε προηγούμενη ανάρτησή μας, έγινε λόγος για τις θέσεις της Γαλλίας ενάντια στο πολιτικό Ισλάμ. Αξίζει να τονίσουμε, για μια ακόμη φορά, την παραδοσιακά αντι-Ισλαμική στάση της Γαλλίας, την οποία ισχυροποιεί μέρα με τη μέρα (ιδίως αν κρίνουμε από πρόσφατες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών). Στα μάτια των Γάλλων η Τουρκία αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές απειλές, για τους ίδιους και για την Ευρώπη γενικότερα.

Ωστόσο, με εξαίρεση την Γαλλία και την Αυστρία, οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθούν να τηρούν «ίσες αποστάσεις»· η Ισπανία και η Ιταλία (εξαιτίας της τραπεζικής τους έκθεσης στην Τουρκία) αποτελούν παραδείγματα πολιτικού στρουθοκαμηλισμού τη στιγμή που ο κίνδυνος της τουρκο-ισλαμικής επέκτασης γίνεται όλο και πιο ορατός. Δεν μας προκαλεί έκπληξη, βέβαια, η στάση της Ισπανίας, παρότι θα περίμενε κανείς μια διαφορετική στάση από την ηγεσία της χώρας, δεδομένου ενός ιστορικού επτά αιώνων αραβικής αποικιοκρατίας. Οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης, αναπαράγοντας σύνδρομα Ευρωπαϊκής αυτο-ενοχής, σπαταλούν ενέργεια, πόρους και δράσεις μονομερώς κατά του συντηρητισμού της Καθολικής εκκλησίας, ενώ βλέπουν το πολιτικό Ισλάμ περισσότερο σαν αντίδραση στη δυτική επικυριαρχία και όχι σαν απειλή. Στην ίδια γραμμή κινείται και η Γερμανία, ενώ οι χώρες δορυφόροι των Γερμανικών συμφερόντων (όπως η Ολλανδία, η Ιρλανδία και οι χώρες της Βαλτικής) με έμμεσο τρόπο παίρνουν το μέρος της Τουρκίας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι Τούρκοι μετανάστες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς πλέον παίζουν καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της Γερμανίας, όσο και της Τουρκίας. Όπως φαίνεται, η υποστήριξη που δίνουν στους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες, δεν είναι αμελητέα. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και εντός της Ολλανδίας, όπου εκτός από τη σαφή προτίμηση που δείχνουν για το Εργατικό Κόμμα (Ολλανδική κεντροαριστερά), μια νέα πολιτική δύναμη, το κόμμα Denk(έχοντας αποκολληθεί από τους Εργατικούς) έκανε την εμφάνισή του στις εκλογές του 2017. Η λέξη “Denk”, βέβαια, είναι διττής σημασίας: στα Ολλανδικά σημαίνει «σκέψου» (προστακτική) και στα τουρκικά «ισότητα». Το κόμμα αυτό έχει υιοθετήσει πλήρως τη γραμμή της πολιτικής ορθότητας (αντιδυτικισμός, φιλομεταναστευτισμός, συγκεκαλυμμένος αντισημιτισμός και πολιτική των ταυτοτήτων), προωθώντας τα τουρκικά συμφέροντα εντός της Ολλανδίας. Για πολλούς, το Denk δεν είναι παρά το μακρύ χέρι του Ερντογάν.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί οικειοποίησης της πολιτικής ορθότητας από τις δυνάμεις του Πολιτικού Ισλάμ (ιδίως του Ερντογανικού) δεν αποτελεί αυθαίρετη εικασία, αλλά έναν πραγματικό κίνδυνο, με την Γερμανία και την Ολλανδία να μην αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, καθώς το ίδιο φαινόμενο συναντά κανείς καί στην Σουηδία αλλά καί στην Βρετανία. Άλλωστε ο ίδιος ο Ερντογάν έχει κατά καιρούς «συμβουλέψει» τους αναρίθμητους πλέον Τούρκους μετανάστες στην Ευρώπη να προβούν σε ενέργειες που θα ενισχύσουν την παρουσία του Τουρκικού στοιχείου, ακόμα και μέσω της αύξησης των γεννήσεων. Παράλληλα, διαχρονικό αγκάθι για τους Τούρκους, πέρα από την πιθανή (και επιθυμητή) δημιουργία Κουρδικού Κράτους (βασικότατος ανασταλτικός παράγοντας στα σχέδια της Τουρκίας), είναι η πολύπαθη Αρμενία, που βλέπουμε να βρίσκεται ξανά στο πολυμέτωπο πολεμικό στόχαστρο του Ερντογάν και όχι τυχαία. Πράγματι, αν παρατηρήσει κανείς τον χάρτη της Ασίας, η Αρμενία είναι η μόνη χώρα που παρεμποδίζει την φυσική γεωγραφική συνέχεια της Τουρκίας, διαμέσου της Κασπίας Θάλασσας, με έξη (6) φυλετικά και γλωσσικά «αδελφές χώρες» oι οποίες κατοικούνται από τουρκικές εθνότητες. Αυτές οι χώρες είναι το Αζερμπαϊτζάν (που σήμερα επιτίθεται στην Αρμενία με τη βοήθεια της Τουρκίας), το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Καζακστάν, το Τατζικιστάν και η Κιργιζία. Σε ό,τι αφορά την επίθεση του Αζερμπαϊτζάν σε οικισμούς στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ της Αρμενίας, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης, υπήρξε απογοητευτική: αντί να καταγγείλει απερίφραστα άλλη μια εκδήλωση του ιστορικού μίσους της Τουρκίας προς την Αρμενία κατέφυγε σε υπεραπλουστεύσεις, κρατώντας «ίσες αποστάσεις».

Μια ευρωπαϊκή κοσμόπολη

Αν, όπως είχε γίνει λόγος σε προηγούμενη ανάρτηση, θεωρήσουμε τη σύγκρουση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας δεδομένη – την οποία, βέβαια, συγκαλύπτει ο πολιτικός φιλελευθερισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλαδή η αντίληψη ότι τα φιλελεύθερα κράτη δεν αντιμάχονται τα συμφέροντά τους αλλά συμπορεύονται από κοινού) – στη δεδομένη στιγμή η σύγκρουση αυτή παίρνει νέες διαστάσεις, με τη Γαλλία να έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο του Πολιτικού Ισλάμ και την Γερμανία να δείχνει απρόθυμη να υπερασπιστεί ακόμα και «ευρωπαϊκά» εδάφη έναντι της Τουρκικής απειλής. Κατά συνέπεια, κρίνουμε απαραίτητο να υποστηρίξουμε την ανάγκη ανατροπής της Γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη. Οι έκτακτες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο απαιτούν την ενίσχυση του ρόλου της Γαλλίας. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι για να μιλήσουμε για μια νέα ισχυρή Ευρώπη, πιο κοντά στα δημοκρατικά ιδεώδη, θα πρέπει να κάνουμε λόγο για Ευρωπαϊκή κοσμόπολη, σε αντίθεση με τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία (δίχως τη συγκατάθεση των λαών) εξελίσσεται σε ενιαίο κράτος αυτοκρατορικού τύπου. Η κοσμόπολη (σε αντίθεση με τις αυτοκρατορίες) είναι: α) ικανή να σέβεται την εθνική κυριαρχία κάθε μέλους κράτους και την αυτοδυναμία του στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και β) αποφασισμένη να προασπίσει τα μέλη της -και με τακτικά στρατιωτικά μέσα- από τις εξωτερικές απειλές.

Γνωρίζουμε ακόμη ότι η Γαλλική επιρροή (έναντι της Γερμανικής) μπορεί να ενισχυθεί μόνο αν οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, ιδίως του κεντροδεξιού χώρου, τολμήσουν αυτό που για τις ίδιες φαντάζει αδιανόητο: να απογαλακτιστούν από το πολιτικό αποκούμπι τους, την Γερμανία, δίνοντας περισσότερο χώρο στη Γαλλία, ενισχύοντας παράλληλα τις δικές τους διεκδικήσεις. Κάποιες φωνές, σωστά ως ένα βαθμό, εκφράζουν προβληματισμό και σκεπτικισμό αναφορικά με το ρόλο του Παρισιού. Εικάζουν ότι αργά ή γρήγορα η Γαλλία θα θυμηθεί τον «παλιό καλό αποικιοκρατικό της εαυτό», και θα μετατραπεί σε ένα νέο δυνάστη στη θέση της Γερμανίας, ελέγχοντας ασφυκτικά την ανατολική Μεσόγειο – ακόμα και εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στις Διεθνείς Σχέσεις και στην εξωτερική πολιτική δεν υφίσταται φιλία· κάθε συναισθηματική έκφραση αλληλεγγύης, είναι κατά βάση επικοινωνιακή και δίνει τη θέση της στην ωμή ισχύ και στην κυριαρχία. Ωστόσο, η ηγεμονία μιας χώρας μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο, πράγμα ζητούμενο, ώστε να γίνονται σεβαστά τα κυριαρχικά δικαιώματα των άλλων κρατών. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν τα λιγότερο ισχυρά κράτη μέλη έχουν τη βούληση να διατηρήσουν την ισχύ τους αποβάλλοντας τις ενδοτικές τάσεις κι επιδιώκοντας την ίδια στιγμή να παίξουν καθοριστικό ρόλο στο εμπόριο, την τεχνολογία και τον πολιτισμό. Μια κοσμόποληενδεχομένως με προεδρεύουσα πόλη την Μασσαλία (για ιστορικούς και συμβολικούς λόγους), θα μπορούσε να διασφαλίσει τις ισορροπίες εντός της επικράτειάς της και να προστατέψει την εσωτερική της συνοχή από διασπάσεις. Στην πραγματικότητα, όσοι μιλούν για κανόνες δίκαιης διακρατικής συνεργασίας, στα πλαίσια μιας κοινής Ευρωπαϊκής συμπολιτείας, κάνουν σα να μη θέλουν να αναγνωρίσουν ότι στις Διεθνείς Σχέσεις το Δίκαιο δεν είναι παρά ο νόμος του ισχυρού. Το όποιο κοσμοπολιτειακό δίκαιο, χωρίς την εμπράγματη αποφασιστικότητα των λιγότερο ισχυρών κρατών να το υπερασπιστούν, θα μένει πάντα κενό γράμμα, αντικείμενο εκμετάλλευσης των ισχυρών δυνάμεων.

Γεωπολιτικό όραμα και νοοπολιτική στρατηγική

Πέραν όλων όσων άπτονται, άμεσα ή έμμεσα, της πρακτικής τουρκικής γεωστρατηγικής, όπως η στρατιωτική παρουσία της σε χώρες όπως η Λιβύη, το Σουδάν και η Σομαλία, τα ισχυρά ερείσματα και η επιρροή σε χώρες όπως η Αλγερία, η Αίγυπτος ή η Αλβανία, οι μυστικές επιχειρήσεις της ΜΙΤ σε όλες τις χώρες – κοινωνίες της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, η χρήση του μεταναστευτικού και η επιδίωξη αποσταθεροποίησης, περικύκλωσης και φινλανδοποίησης της Ελλάδας, και ξέχωρα από τις κινήσεις της στο τεχνικο-οικονομικό πεδίο, όπως το οργανωμένο σχέδιο ανάπτυξης της στρατιωτικής της βιομηχανίας, η σημαντική χρηματοδότησή της από το Κατάρ ή η χρηματοδότηση από την ίδια προγραμμάτων σπουδών σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, δε μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η τουρκική ηγεσία, δεν υφίσταται την Ιστορία, αλλά την παράγει, αναφερόμενη σε ένα όραμα – αυτό της μεταμοντέρνας ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η Τουρκία είναι ένα κράτος με ηγεμονικές δυνατότητες που, εργαλειοποιώντας και προβάλλοντας το Πολιτικό Ισλάμ, κινείται ξεκάθαρα και δυναμικά στο πεδίο της διπλωματίας της πίστεως (faith based diplomacy), υπηρετώντας μία αφήγηση και αποσκοπώντας στην ευόδωση ενός σχεδίου – μύθου, μέσω συμβολικών και ψυχολογικών επιχειρήσεων.

Ανεξαρτήτως εάν θα λειτουργήσει ως προέκταση του ευρασιατισμού (τριγώνου Κίνας, Ρωσίας, Ιράν) και ως ρήγμα στον ευρωατλαντισμό (ΝΑΤΟ) ή αποτελεί πανίσχυρο εργαλείο με το οποίο οι Ανατολικοί επιχειρούν να καταστήσουν την Μεσόγειο μια ευρασιατική θάλασσα, ή εάν εντέλει θα υπαχθεί στο γνωστό σχήμα της βούλησης μίας ευρωατλαντικής τάσης, η οποία επιθυμεί μία ελληνοτουρκική συνομοσπονδία εναντίον της Ευρασίας, και άσχετα με το ποια κυβέρνηση θα κλείσει καλύτερα deals με τις πολεμικές βιομηχανίες ή τις υπερεθνικές των υδρογονανθράκων, με το εάν θα εμπλακούμε σε πόλεμο, και πέραν του διεθνούς δικαίου και αδίκου, η στάση και η κίνηση της Τουρκίας μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι είναι, δεδηλωμένη και φιλόδοξη, διεπόμενη από μία βαθιά ιστορική συνείδηση. Όσο, λοιπόν, γραφικό, οπισθοδρομικό ή βάρβαρο κι αν μοιάζει υπό το (μετα)νεωτερικό πρίσμα, η ηγεσία της σημερινής Τουρκίας, δεν μπορεί να κατηγορηθεί από κάποιον ότι δεν διαθέτει γεωπολιτικό όραμα, πλαισιωμένο από μία νοοπολιτική ενατένιση

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;