Το κείμενο της Elena Akrita στα Νέα, Σάββατο 22/10/16
“Η γυναίκα και το μπουφάν”
Μια ζωή τακτοποιείς, μια ζωή τα ξαναβρίσκεις στη λάθος θέση. Τι διάολο περπατάνε τη νύχτα; Καλά το πλυντήριο το είχε πάρει απόφαση. Μόλις σβήνανε τα φώτα, αυτό έπαιρνε τους δρόμους. Περπατούσε κανονικότατα. Την πρώτη φορά ξύπνησε έντρομη τον άντρα της. Νόμιζε ότι μπήκαν οι διαρρήκτες σπίτι να κλέψουν τα σεμέν. Μετά το συνήθισε. Μη σου πω ότι άρχισε να το ζηλεύει κιόλας. Εκείνη μέσα κλεισμένη, το πλυντήριο κοινωνικότατο.
Σάββατο μεσημέρι και ο άντρας της είχε πάει τα παιδιά στο λούνα πάρκ. Ωραία θα περάσουμε πάλι. Θα τους βάλει στο το στριφογυριστό μαραφέτι βζόινγ – βζόινγκ που σου πετάει τ΄άντερα έξω, θα τους ταϊσει μετά κι ό,τι τζανκ σκατολοϊδι βρει μπροστά του. Κι όταν με το καλό γυρίσουνε και τη βγάλουνε όλη νύχτα αγκαλιάζοντας στοργικά το καπάκι της λεκάνης, εκείνος θα λέει «ίωση είναι, που τα πήγες τα παιδιά και κρυώσανε:»
Και να πεις ότι δεν του μίλησε πριν φύγουν; Του είπε πως έχει ξεπαγώσει κιμά για μακαρόνια και να γυρίσουν να φάνε σπίτι. Που κι αυτό σχετικό είναι. Γιατί αγοράζεις εσύ τα μακαρόνια νούμερο 6, ο άλλος θέλει τα χοντρά, ο τρίτος τα φιογκάκια, ο τέταρτος τις πένες κι ο λογαριασμός στο 12.
Να συγυρίσει τα πάνω πάνω ή να μην μπει καν στη διαδικασία; Γιατί να της κοπεί η μέση μαζεύοντας κόκκινα τουβλάκια από τη μοκέτα; Ποιος ο λόγος; Αφού 5 θα γυρίσουνε, 5 και 5 το σπίτι θα έχει ξαναγίνει ακριβώς όπως πριν. Η μέρα της μαρμότας. Αυτό είναι η ζωή της.
Πλησίασε το πρόσωπο στον καθρέφτη. Μ’ αυτή τη ρυτίδα δεν θυμάται να συστηθήκανε, άγνωστη παντελώς με το έτσι θέλω θρονιάστηκε στο είδωλό της. Διαφημίζουν μια κρέμα στην τηλεόραση. Έχει χαβιάρι που τσιτώνει. Το ‘πριν’ και το ‘μετά’ της κυριούλας στην διαφήμιση είναι σαν να την πατήσανε με σίδερο ατμού. Να την αγόραζε; Ας το καλύτερα. Πήρε η Μαρία, την ξέχασε στο ψυγείο και παραλίγο να την αλείψει στη φρυγανιά του παιδιού.