15.5 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΚΟΣΜΟΣΗ ιστορία του άνδρα που μεγάλωσε με τους λύκους - Επέζησε μόνος...

Η ιστορία του άνδρα που μεγάλωσε με τους λύκους – Επέζησε μόνος στην άγρια φύση για 15 ολόκληρα χρόνια

Εγκαταλειμμένος ως παιδί, ο Marcos Rodríguez Pantoja επέζησε μόνος του στην άγρια φύση για 15 ολόκληρα χρόνια. Αλλά η ζωή με τους ανθρώπους αποδείχθηκε ακόμη πιο δύσκολη.
Την πρώτη φορά που ο Marcos Rodríguez Pantoja άκουσε φωνές στο ραδιόφωνο, πανικοβλήθηκε. “Γαμώτο”, θυμάται να σκέφτεται, “Αυτοί οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι εδώ μέσα για πολύ καιρό!” 
Ήταν 1966, και ο Rodriguez είχε μόλις ξυπνήσει με τον ήχο ανθρώπινων φωνών. Δεν υπήρχε κανένας άλλος στο δωμάτιο, αλλά οι ήχοι της συνομιλίας προέρχονταν από ένα μικρό ξύλινο κιβώτιο. Ο Rodríguez σηκώθηκε από το κρεβάτι και στράφηκε προς τη συσκευή. Όταν έφτασε πιο κοντά, δεν μπορούσε να δει κάποια πόρτα, μια καταπακτή ή ακόμα και μια μικρή ρωγμή στην επιφάνεια του κιβωτίου. Τίποτα. Οι άνθρωποι ήταν παγιδευμένοι.
Ο Rodríguez είχε σχέδιο. “Μην ανησυχείτε, αν όλοι μετακινηθείτε προς μία πλευρά, θα σας βγάλω από εκεί”, φώναξε στο ραδιόφωνο. Έτρεξε προς τον τοίχο στην άλλη άκρη του δωματίου, με τη συσκευή στο χέρι του. Εκεί, χωρίς ανάσα και με κατακόκκινο το πρόσωπο, το κράτησε ψηλά πάνω από το κεφάλι του και το έριξε με δύναμη στον τοίχο από τούβλα. Το ξύλο τσακίστηκε, το ηχείο πετάχτηκε έξω από το περίβλημα του και οι φωνές σταμάτησαν. Ο Rodríguez έριξε το ραδιόφωνο στο πάτωμα.
Όταν έψαξε μέσα στα σπασμένα κομμάτια του ραδιοφώνου, οι άνθρωποι δεν ήταν εκεί. “Τους σκότωσα”, σκέφτηκε ο Rodríguez και έτρεξε στο κρεβάτι του, όπου κρύφτηκε για το υπόλοιπο της ημέρας.
Ο Rodríguez ήταν είκοσι ετών. Δεν είχε καμία μαθησιακή αναπηρία. Δεν υπήρχε τίποτα που να υπονοεί ότι η νοημοσύνη του ήταν κάτω από το μέσο όρο. Αλλά αγνοούσε την πιο βασική τεχνολογία της εποχής, διότι, από επτά έως δεκαεννιά ετών, σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, ο Rodríguez έζησε μόνος του, μακριά από τον πολιτισμό, στη Σιέρα Μορένα, μια ερημική οροσειρά από οδοντωτές κορυφές που απλώνονται κατά μήκος της νότιας Ισπανίας.
Εγκαταλείφθηκε στα επτά του, το 1953, μόνος στην άγρια ​​φύση, και όπως λέει, ανατράφηκε από λύκους, που τον προστάτευαν. Δεν είχε κανέναν να μιλήσει, έχασε την ικανότητα να χρησιμοποιεί την ομιλία του, άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές και να ουρλιάζει σαν άγριο ζώο.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, η αστυνομία τον βρήκε να κρύβεται στα βουνά, τυλιγμένος με το δέρμα ενός ελαφιού και με μακριά μαλλιά. Προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά οι αστυνομικοί τον έπιασαν, του έδεσαν τα χέρια και τον μετέφεραν στο πλησιέστερο χωριό. Τελικά ένας νέος ιερέας τον μετέφερε στον νοσοκομειακό θάλαμο ενός μοναστηριού στη Μαδρίτη, όπου έμεινε για ένα χρόνο και έλαβε εκπαίδευση από τις καλόγριες.
Όταν έφυγε από το νοσοκομείο της μονής, η προσαρμογή στη ζωή με τους ανθρώπους του προκάλεσε σοκ. Όταν πήγε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο – για να δει ένα γουέστερν – έτρεξε έξω επειδή τρομοκρατήθηκε από τους καουμπόηδες που κάλπαζαν προς την κάμερα. Την πρώτη φορά που έφαγε σε ένα εστιατόριο, του φάνηκε παράξενο που έπρεπε να πληρώσει για το φαγητό του. 
Στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που βρέθηκε μόνος στην φύση, ο Rodríguez προσπάθησε να προσαρμοστεί στις προσδοκίες της κοινωνίας. Έζησε σε μοναστήρια, εγκαταλελειμμένα κτίρια και ξενώνες σε όλη την Ισπανία. Έχει δουλέψει σε εργοτάξια, σε μπαρ, νυχτερινά κέντρα και ξενοδοχεία. Τον λήστεψαν και τον εκμεταλλεύτηκαν: οι άνθρωποι επωφελήθηκαν από την έλλειψη εμπειρίας του. Μερικοί άνθρωποι προσπάθησαν να τον βοηθήσουν, αλλά οι περισσότεροι τον βρήκαν απρόσιτο, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνία. «Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου», λέει ο Rodríguez, μιλώντας στον Guardian, «περνούσα πολύ άσχημα ανάμεσα στους ανθρώπους».
Ο Rodríguez εξακολουθεί να βρίσκει δύσκολο να είναι άνθρωπος. Ζει στο Ράντε, έναν οικισμό από 60 περίπου οικογένειες στη Γαλικία, στη βορειοδυτική Ισπανία. Είναι συνταξιούχος και ξοδεύει το χρόνο του περπατώντας στην ύπαιθρο, στο τοπικό μπαρ ή στο κυνήγι αγριόχοιρου με έναν φίλο. Τον υπόλοιπο χρόνο, μένει σπίτι, παρακολουθώντας τηλεόραση για ώρες. Ο Rodríguez μετακόμισε στον οικισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Για πρώτη φορά από τότε που έφυγε από τα βουνά, η ζωή του είναι ήσυχη και ειρηνική. «Οι άνθρωποι εδώ με προσέχουν», λέει. “Είναι καλοί, πολύ καλύτεροι από αυτούς που γνώρισα στο παρελθόν.”
Πώς κατέληξε στα βουνά
O Rodríguez γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1946 στο χωριό Añora της Ανδαλουσίας. Οι γονείς του, ο Melchor και ο Araceli, είχαν άλλα δύο αγόρια. Η αγροτική οικονομία είχε καταρρεύσει μετά τον εμφύλιο πόλεμο και η ζωή ήταν δύσκολη. «Η οικογένεια ήταν φτωχή και έφυγαν στη Μαδρίτη για να βρουν δουλειά», λέει η Anastasia Sanchez, ξάδερφη του Ροντρίγκεζ, μιλώντας στον Guardian.
Στην πρωτεύουσα, ο Melchor βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο τούβλων, αλλά σύντομα μετά την άφιξη της οικογένειας, η σύζυγός του πέθανε. Ο πατέρας δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει μόνος του. Σύντομα γνώρισε μια άλλη γυναίκα και έστειλε έναν από τους γιους του για να ζήσει με την οικογένειά του στη Βαρκελώνη και άφησε τον άλλο με συγγενείς στη Μαδρίτη.
Κράτησε μαζί του τον Marcos και μαζί με τη νέα οικογένεια επέστρεψε στα νότια, στην Cardeña. Ο Marcos  σε ηλικία τεσσάρων ετών, φρόντιζε τους χοίρους της οικογένειας. Τον έστελναν να κλέβει βελανίδια από έναν ντόπιο γαιοκτήμονα, για να τα ταΐσει. “Αν δεν έφερνα αρκετά στο σπίτι, η μητριά μου δεν θα μου έδινε φαγητό”, λέει. Τον χτυπούσε συχνά.
Μια μέρα – ο Rodríguez θυμάται ότι ήταν περίπου έξι – ένας άνδρας έφτασε έξω από το σπίτι του πάνω σε ένα άλογο. Ο άνδρας μίλησε για λίγο με τον πατέρα του και στη συνέχεια πήρε μαζί του το παιδί. Ο Rodríguez δεν είχε βρεθεί ποτέ σε τόσο μεγάλο και πλούσιο σπίτι. Του έδωσαν να φάει και ο άνδρας του είπε ότι ο πατέρας του τον είχε πουλήσει. 
Από δω και πέρα θα δούλευε γι ‘αυτόν και θα φρόντιζε τις κατσίκες του… “Ποτέ δεν ανακάλυψα πόσο πληρώθηκε ο μπαμπάς μου”.
Ο Julian Pitt-Rivers, ένας βρετανός ανθρωπολόγος που δημοσίευσε μελέτη για μια παραδοσιακή ανδαλουσιανή κοινότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1950, έγραψε ότι ήταν σύνηθες στον αγροτικό νότο για τα παιδιά από φτωχές οικογένειες να στέλνονται στα βουνά, ώστε να φροντίσουν τα πρόβατα και τα κατσίκια, με αντάλλαγμα χρήματα στους γονείς τους.
“Υπήρχαν πολλά νεαρά αγόρια που εργάζονταν και κοιμούνταν στην πλαγιά του λόφου”, λέει ο Juan Madrid,  δημόσιος υπάλληλος στην Añora, ο οποίος έχει διερευνήσει την υπόθεση του Rodríguez. “Αλλά ότι ο πατέρας του τον πώλησε – δεν είμαι βέβαιος πως αυτό ήταν τόσο συνηθισμένο.”
Το επόμενο πρωί ο άντρας τον μετέφερε σε μια μικρή σπηλιά βαθιά στη Σιέρα Μορένα, μια αραιοκατοικημένη οροσειρά γεμάτη από λύκους και αγριόχοιρους. Εκεί, ο Rodríguez παραδόθηκε στη φροντίδα ενός ηλικιωμένου βοσκού. Κοιμήθηκε έξω και αρχικά φοβήθηκε από τους θορύβους των ζώων. Ο βοσκός του έδωσε να πιει γάλα κατσίκας και τον έμαθε πώς να παγιδεύει λαγούς και να ανάβει φωτιές.
Μια μέρα, όμως, λίγο μετά την άφιξη του Rodríguez, ο ηλικιωμένος βοσκός έφυγε για να κυνηγήσει ένα κουνέλι και δεν επέστρεψε ποτέ. Κανείς δεν ήρθε να τον αντικαταστήσει. 
Ο πλούσιος άντρας που είχε αγοράσει το αγόρι εμφανιζόταν καμιά φορά για να ελέγξει τις κατσίκες του, αλλά ο Rodríguez κρυβόταν από αυτόν. Δεν ήθελε να επιστρέψει στην οικογένειά του, όπου υπέφερε για χρόνια από τους ξυλοδαρμούς. “Ακόμη και στις χειρότερες στιγμές μου, προτιμούσα τα βουνά, από τη σκέψη να επιστρέψω στο σπίτι”, λέει ο ίδιος.
Τις επόμενες εβδομάδες, το μικρό αγόρι προσπάθησε να πιει γάλα από τις κατσίκες, να πιάσει φασιανούς και πέστροφες, αλλά χωρίς επιτυχία. Έτσι λοιπόν, άρχισε να παρακολουθεί τα χνάρια των ζώων και τις κινήσεις που έκαναν αυτά για να βρουν τροφή. 
Με τις βασικές γνώσεις που είχε μάθει από τον βοσκό, αυτοσχεδίαζε φτιάχνοντας παγίδες για τα κουνέλια και παρατήρησε ότι όταν τα ξέπλενε στο ποτάμι, το αίμα τους προσέλκυε τα ψάρια. 
Όταν ήταν μόνο έξι ή επτά, ήταν η πρώτη φορά που συνάντησε λύκους. Έψαχνε για καταφύγιο από την καταιγίδα, όταν σκόνταψε σε μια φωλιά. Χωρίς να έχει επίγνωση του κινδύνου, μπήκε μέσα και κοιμήθηκε με τα μωρά λυκάκια. 
Η λύκαινα είχε βγει για κυνήγι και όταν επέστρεψε με φαγητό, γρύλισε στο αγόρι. Σκέφτηκε ότι θα του επιτεθεί, λέει, αλλά εκείνη τον άφησε να πάρει ένα κομμάτι κρέας.
Οι λύκοι δεν είναι τα μόνα ζώα με τα οποία έζησε αρμονικά: λέει ότι έκανε φίλους αλεπούδες και φίδια και ότι εχθρός του ήταν ο αγριόχοιρος…
Η ιστορία του άνδρα που μεγάλωσε με τους λύκους - Επέζησε μόνος στην άγρια φύση για 15 ολόκληρα χρόνια
Πηγή: Guardian
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;