15.5 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕΛΛΑΔΑΗ «Όμορφη» που στη δικτατορία ερωτεύθηκε τον αρχιβασανιστή της ΕΣΑ και δήμιο...

Η «Όμορφη» που στη δικτατορία ερωτεύθηκε τον αρχιβασανιστή της ΕΣΑ και δήμιο του πατέρα της…

Ο Τηλέμαχος Χυτήρης αφηγείται το δράμα μιας νεαρής κοπέλας, η οποία στη δικτατορία επισκεπτόμενη τον πάτερα της στα κρατητήρια της ΕΣΑ ερωτεύτηκε παράφορα τον δήμιο που τον βασάνιζε, τον παντρεύτηκε τότε και έκανε μαζί του παιδί, δίχως να γνωρίζει τον πραγματικό του ρόλο! 

Όταν η χούντα κατέρρευσε και τον είδε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες με δηλώσεις πολιτικών κρατουμένων τους οποίους βασάνισε άγρια, ο κόσμος κατέρρευσε για εκείνη. Περιέπεσε σε κατάθλιψη και πέθανε νεότατη αφήνοντας πίσω της ένα μικρό παιδί και τον βασανιστή άντρα να περιφέρεται σε κατάσταση παράνοιας.

Ο Τηλέμαχος Χυτηρης περιγράφει στο παρακάτω απόσπασμα με γλαφυρό τρόπο το δράμα αυτής της οικογένειας, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα στα πρόσωπα της τραγωδίας. Δεν είναι δύσκολο, ωστόσο, να αναγνωρίσει κάποιος τον αρχιδήμιο, που βασάνισε τον πάτερα της κοπέλας και κατέστρεψε και την ίδια.

Κράτησα την αληθινή αυτή ιστορία της “Ομορφης” και του βασανιστή και την παραθέτω όπως την έχει καταθέσει στο βιβλίο του ο Χυτήρης.

Ήταν μια μέρα του 1994 εποχή που ο Τηλέμαχος Χυτήρης ασκούσε χρέη υπουργού Τύπου:

…Καθόμουν στο γραφείο σε μια από τις λίγες στιγμές ηρεμίας. Ήταν βράδυ, λίγο πριν φύγω, όταν μπήκε η γραμματέας να μου πει. ότι «Ένας νέος περιμένει να σας δει». «Ποιος είναι; Τι θέλει;» ρώτησα, «Είπε μόνο ότι είναι συμπατριώτης σας».

Όταν τον είδα δεν μου θύμιζε τίποτα. Ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, ψηλός, μελαχρινός με γελαστό πρόσωπο, έδειχνε απλός και άνετος. Άρχισε να μιλάει κι αμέσως φάνηκε ότι ήταν από το νησί. Του έγνεψα να καθίσει. Κάθισε λέγοντας ότι τον λένε Ιάσονα κι ότι ήρθε μόνο να ευχαριστήσει και να φέρει τις ευχαριστίες και της νόνας του.

Μιλούσε σαν να ήξερα πρόσωπα και συμβάντα. Τον ρώτησα σε τι ακριβώς αναφέρεται. «Με βοηθήσατε να βρω δουλειά. Σας είχε τηλεφωνήσει η νόνα μου. Ο πατέρας σας ήταν φίλος με τον παππού μου».

«Α είσαι ο εγγονός του ζωγράφου;» «Ναι, τους έχω σαν γονείς μου, μένω μαζί τους από πολύ μικρός. Αυτοί με μεγάλωσαν». Έτσι δόθηκε εξήγηση και για την τραγουδιστή προφορά του. Τον ρώτησα αν του αρέσει η δουλειά κι αν είναι ευχαριστημένοι από αυτόν.

Όταν τον αποχαιρετούσα, είπε ότι έρχεται στην Αθήνα τρεις, τέσσερις φορές το χρόνο για λίγο, «Να δω τον πατέρα μου και φεύγω». «Ο πατέρας σου μένει εδώ;» «Ναι στα Ηλύσια». «Τι κάνει;» εννοούσα με τι ασχολείται. «Τι να κάνει; Είναι κλεισμένος μέσα, πολύ σπάνια βγαίνει, δεν βλέπει κανένα, μόνο εμένα όταν έρχομαι και τον αδελφό του, που έρχεται από το χωριό του, στη Μακεδονία». Δεν επέμεινα, κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει που έχει να κάνει μάλλον με τους συνήθεις χωρισμούς γονιών. Του έσφιξα το χέρι, λέγοντας του να μου χαιρετίσει τη γιαγιά και τον παππού του.

Όταν έμεινα μόνος, θυμήθηκα ότι μήνες πριν, με είχε πάρει τηλέφωνο η κυρία Α. «Κάνε το ψυχικό στον Ιάσονα μας, ο Άγιος να σε έχει καλά» κι υστέρα από καιρό «Την ευχή μου να ΄χεις, δεν ξέρεις τι καλό μας έκανες».

Σκέφτηκα τα παιδικά μου χρόνια στο νησί. Τότε που πηγαίναμε στο καντούνι του Αγίου να συναντήσει ο πατέρας τους φίλους του. Τον τσαγκάρη και ποιητή Μανουσάκη και πιο κάτω στη γωνιά, τον Κόμη στο ατελιέ του. Ήμουν επτά, οκτώ χρονών. Όση ώρα μιλούσαν πατέρας και Μανουσάκης ή διάβαζαν ποιήματα, περιεργαζόμουν τα εργαλεία της δουλειάς του τσαγκάρη, τα σφυράκια, τα σουβλιά και τις φαλτσέτες, όλα πάνω στον μικρό του πάγκο. Μιλούσαν για τους ντόπιους ποιητές, αλλά και για τους Αθηναίους. πάντα όμως για τον Σολωμό. Ήταν ο άλλος Άγιος τους. Εκεί πρωτάκουσα πολλά ονόματα ποιητών.

Μετά φεύγαμε, πηγαίναμε λίγο πιο κάτω, στον ζωγράφο. Μερικές φορές μιλούσαν και για τα πολιτικά και τότε χαμήλωναν τη φωνή τους.

Μια μέρα, στο ατελιέ ήταν και το κοριτσάκι του ζωγράφου, τεσσάρων χρονών, με ξανθιά αλογοουρά, όπως ήταν της μόδας και κόκκινο φορεματάκι. Κρατούσε μια ξανθιά επίσης κούκλα στα χέρια της, που της έμοιαζε κι εγώ για να την πειράξω της είπα «Μια κούκλα κρατάει μια άλλη κούκλα» και γέλασα. Η μικρή όμως έτρεξε στον πατέρα της και του αγκάλιασε το ένα πόδι λέγοντας του ότι θέλω να της πάρω την κούκλα, Ο ζωγράφος την καθησύχαζε τρυφερά με την τραγουδιστή φωνή του «Έλα τζόγια μου, τι είναι αυτά που λες; Σε αγαπάει ψυχή μου, όλοι σε αγαπάμε, γιατί είσαι καλή και όμορφη». Στο τελευταίο συμφωνούσε κι ο πατέρας, που τη φώναζε έτσι. «Όμορφη».

…Τα Χριστούγεννα με πήρε από το νησί η νόνα του Ιά­σονα. Δεν τη γνώριζα προσωπικά, άκουγα μια φωνή κουρασμένη αλλά γλυκιά. «Τι κάνει ο Ιάσονας, χάρηκα που τον γνώρισα». «Α, το κακόμοιρο, η αγάπη μου, είναι δέκα φορές παιδί μου. Μόνο αυτό μου ΄μεινε και μόνο εγώ του έμεινα. Είμαστε οι δυο μας από τότε που έφυγε κι ο άντρας μου».

«Έχετε χρόνια μπροστά σας κι ο Ιάσονας είναι μεγάλος τώρα, έχει βρει το δρόμο του». «Όπως και να το κάνεις, ο καθένας κουβαλάει την ιστορία του. Εσείς με καταλαβαίνετε». Η αλήθεια είναι ότι δεν καταλάβαινα. «Τα ξέρεις» συνέχισε εκείνη, «θα τα πούμε κι από κοντά όταν έρθετε στο νησί το Πάσχα. Να μου τηλεφωνήσετε να βρεθούμε» μου είπε επιτακτικά. Της το υποσχέθηκα και μείναμε εκεί.

Με είχε ιντριγκάρει αυτή η ιστορία. Έκρυβε κάτι μέσα της δίχως άλλο, κάτι που μου διέφευγε. Μερικές φορές συλλογιζόμουν ότι θα το πάρει η γιαγιά στον τάφο.

Για ποια ιστορία μιλούσε; Δεν έβλεπα την ώρα που θα τη συναντούσα. Τώρα η επίσκεψη μου στο νησί το Πάσχα, αποκτούσε ένα επιπλέον ενδιαφέρον.

Όταν μπήκε η άνοιξη άρχισα τις ετοιμασίες. Με συγκινούσε ο ιδιαίτερος τρόπος που το νησί γιόρταζε τη Λαμπρή. Οι τελετές, οι λιτανείες, οι ψαλμωδίες και οι μουσικές μου ξυπνούσαν παιδικές μνήμες, αλλά κι ερωτικές, που με αναστατώνουν μέχρι και τώρα. Κατά κάποιον τρόπο διεκδικώ κι εγώ κάποιες στιγμές. ένα μερίδιο της Ανάστασης. Με αφορά προσωπικά.

Όταν φτάσαμε στο νησί, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να τηλεφωνήσω στην κυρία Α. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε στο καφενείο του Κεφαλλονίτη, κάτω από τα δέντρα.

Πήγα μόνος πιο νωρίς και την περίμενα με μεγάλη αδημονία. Κάθισα στο παραδοσιακό καφέ στον ονομαστό πεζοδρόμο και περίμενα κοιτάζοντας διερευνητικά κάθε ηλικιωμένη γυναίκα που περνούσε μήπως κι αναγνωρίσω την κυρία Α.

Τα τραπεζάκια είχαν γεμίσει από παρέες ντόπιες και ξένες, σε λίγο θα περνούσε ο πρώτος επιτάφιος, στο φως της ημέρας. Εκείνο το βράδυ όλο το κέντρο της παλιάς πόλης θα ζούσε σε μια μοναδική ατμόσφαιρα. Κόσμος, ψαλμοί, μουσικές, χορωδίες, χαμηλά μοβ φώτα, άμφια, κεριά, κορίτσια, άνθη, σε ένα μοναδικό σκηνικό. Όλα μαζί έδιναν έναν ιδιαίτερο τόνο, δημιουργώντας ένα κλίμα εξωπραγματικό, κατάνυξης αλλά και κοσμοπολιτισμού.

Κάποια στιγμή άκουσα το όνομα μου, γυρνώντας είδα μια κυρία με ευγενικό παρουσιαστικό, ντυμένη στα μαύρα, να στέκεται δίπλα μου. «Με συγχωρείς» μου είπε, «πήγα πρώτα από τον Άγιο να προσκυνήσω». Με ρώτησε για τη δουλειά μου, την οικογένεια κι εγώ της ανταπέδωσα το ενδιαφέρον. Μου μίλησε για τον πατέρα μου και τη φιλία που είχε με τον άντρα της και με ένα βαθύ αναστεναγμό, είπε «Άλλος κόσμος τότε παιδί μου».

Την έβλεπα να πίνει τον καφέ της με προσοχή και να μου μιλά αποπνέοντας μια γνησιότητα, που άλλοι την συγχέουν με την ευγένεια και τους “καλούς τρόπους”. Άρχισε να μου διηγείται πόσο ευτυχισμένη ήταν με τον άντρα της και τη μοναχοκόρη τους, την “Όμορφη”, πόσο πολύ την αγαπούσαν, πώς τη μεγάλωσαν με τον καλύτερο τρόπο, «είχε ό,τι ήθελε, τις σπουδές, την ελευθερία της, ώσπου ήρθε αυτή η καταραμένη δικτατορία κι άλλαξαν όλα».

Άνοιγε την ψυχή της. «Πού να το ξέραμε, παιδί μου, τι θα γινόταν. Εμείς είμαστε ήσυχοι άνθρωποι, δεν πειράξαμε ποτέ κανένα. Αλλά είμαστε άτυχοι, η κόρη μου ήτανε άτυχη και η ατυχία ήρθε με το πρόσωπο της τύχης και την κορόιδεψε!»

Την άκουγα να μιλάει χωρίς να τη διακόπτω, με πραγματικό ενδιαφέρον. Δεν ήξερα πού πάει αυτή η ιστορία, σίγουρα κάτι κακό θα συνέβαινε στο τέλος, αλλά τι και γιατί; Όσο την άκουγα, τόσο μου γινόταν πιο οικεία η μορφή της, σαν να ήταν ένας δικός μου άνθρωπος.

«Τον πρώτο καιρό της δικτατορίας ήμασταν όλοι σούζα. Τι να πεις και τι να κάνεις; Έπαιρναν γνωστούς μας για ανακρίσεις και μετά τους χάναμε, ούτε να ρωτήσουμε δεν μπορούσαμε. Εμείς είμαστε δημοκρατικοί άνθρωποι, ο άντρας μου είχε φάει την πετριά από μικρός κι ανακατευότανε. Του έλεγα, “κάτσε στα αβγά σου χριστιανέ μου, δεν βλέπεις; αυτοί δεν καταλαβαίνουν τίποτα”. Μου έδινε δίκιο, αλλά κρυφά όπως αποδείχτηκε έκανε άλλα. Πέρασε ο πρώτος καιρός και τα πρώτα χρόνια κι ένα βράδυ γιόμισε η πόλη από χαρτάκια, αυτά τα, πώς τα λένε, φέιγ-βολάν, με συνθήματα κατά της χούντας και υπέρ της Δημοκρατίας.

Εγώ δεν ήξερα τίποτα η κακομοίρα, είχα μεσάνυχτα κι ένα πρωί μπονόρα-μπονόρα χτυπάει η πόρτα και είναι η Αστυνομία. Κακό που μας βρήκε! Πήραν τον άντρα μου χωρίς άλλη κουβέντα μαζί τους. Τι είχε γίνει; Όπως έμαθα, ήταν ανακατωμένος κι αυτός με τα φέιγ-βολάν. Άκου να δεις! Κάποιος, φαίνεται, ότι μίλησε και τσου πιάσανε όλους. Πήγα να τον βρω, μα πού να μ΄ αφήσουν;

Τελοσπάντων, έμαθα που θα τον πάρουν στην Αθήνα και πήγα και του πήρα δυο σώβρακα και δυο φανέλες, τα άφησα σε έναν αστυφύλακα εκεί στην είσοδο. Τώρα που το θυμάμαι, ούτε ρώτησα αν του φτάσανε ποτέ.

Μετά, μάθαμε ότι τον πήγαν μαζί με άλλους στην Αθήνα, εκεί που τους έπαιρναν όλους, στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Τι να κάμουμε οι κακομοίρες, εμείναμε εγώ κι η κόρη μου. Αυτή που τον αγαπούσε πολύ τον πατέρα της, μου λέει, “Δεν γίνεται μάνα θα πάω να τον βρω, να δω πού τον έχουν; Τι κάνει; Πολλά ακούγονται, δεν θα μείνουμε στο σκοτάδι”.

Πού να ξέρω κι εγώ η άμοιρη, λύγισα. Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος. “Να προσέχεις κόρη μου, να προσέχεις, ακούς;” “Ακούω”. Κι έτσι που λες έμεινα μόνη μου εδώ. Κούτσουρο. Χωρίς να ξέρω τι μου γίνεται. Μετά από τρία τέσσερα μερόνυχτα, που ήτανε ο Γολγοθάς για μένα, με πήρε τηλέφωνο, μου λέει, “Είναι καλά και να μην ανησυχείς”. Εμένα όμως, ο Θεός να με συγχωρέσει, μ΄ έτρωγε το μέσα μου. Μετά πάλι από κάτι μέρες, μου λέει. “Εντάξει, θα τον αφήσουν και θα ΄ρθει σπίτι”. Έκανα το σταυρό μου. Δεν πίστευα στ΄ αυτιά μου. Κι ήταν έτσι. Μου ΄λεγε αλήθεια, όσο κι αν δεν το πιστεύεις ούτε κι εσύ τώρα που σου μιλώ.

Πράγματι ήρθε, μόνο που ήρθε μόνος του και στενοχωρημένος, με κάτι μούτρα μέχρι εκεί κάτω, δεν μιλούσε, δεν λαλούσε. Ρε καλέ, ρε χρυσέ, τι σου κάμανε; Πού είναι το παιδί; Τσιμουδιά. Με τα πολλά μου λέει, “Έκατσε κάτι να κανονίσει και θα ΄ρθε. Με ζώσανε τα φίδια, την κακομοίρα. Βρήκα τον άντρα μου κι έχασα το παιδί μου!

Να μη στα πολυλογώ, αφού ζήσαμε στη βουβα­μάρα κάποιες μέρες, ήρθε το κορίτσι μας. Ήτανε αλλαγμένο, τα΄ αντίθετο από τον άντρα μου, χαρούμενο, όλο μπαμπά και μαμά, μπαμπά και μαμά, ώσπου μας το ξεφούρνισε, την ερωτεύτηκε, είπε, ένας υπεύθυνος εκεί αρχηγός κι αυτή ενθουσιάστηκε, ήταν μεγάλος αυτός και “του περνούσε”, έκανε ό,τι ήθελε, άφησε και τον πατέρα της ελεύθερο, της πήρε τα μυαλά και τον ερωτεύτηκε κι εκείνη. Μείναμε χωρίς μιλιά.

“Ξέρεις κόρη μου πού πας να μπλέξεις; Δεν είναι για μας αυτά, ξανασκέψου το γιατί είναι η ζωή σου”. Μπα, εκείνη τίποτα, ούτε άκουγε, σηκώθηκε κι έφυγε. Ήταν η μοίρα της κι η μοίρα μας και αυτού του παιδιού που ήρθε στον κόσμο. Μία την είχαμε, στα πούπουλα, κι έφυγε. Να μη σε κρατάω, μετά από λίγο καιρό τον παντρεύτηκε στα γρήγορα, μπαμ-μπουμ! Φαίνεται κι αυτός την αγαπούσε, δεν μπορώ να πω, κάμανε τον Ιάσονα μου, ευχαριστημένη, όλα καλά, πήρανε και σπίτι, ώσπου ήρθαν οι ταραχές, το Πολυτεχνείο, η Κύπρος και τον διώξανε.

Ύστερα άλλαξε η κατάσταση και βγήκανε όλα στη φόρα, Θε μου συγχώρεσε με, αληθινά η ψέματα, ένα σωρό βασανιστήρια, δικάστηκε και τον καταδικάσανε κάπου τριάντα χρόνια. Η κόρη μου από τον Ουρανό βρέθηκε στη Κόλαση, μόνη της, με ένα παιδάκι, χωρίς άντρα, με κατηγορίες και σούσουρα, τι να πει; Θα την τρώγανε ζωντανή! Έφυγε η γης κάτω από τα πόδια της, από τα ψηλά στα χαμηλά, δεν τολμούσε ούτε να πάρει εφημερίδα, να ακούσει ραδιόφωνο, να ανοίξει τηλεόραση, τίποτα, τέτοια που γράφανε και λέγανε εναντίον. Τι να σου πω; Ούτε στα χειρότερα όνειρα μας.

Εκείνη δεν ήξερε, ζούσε μέχρι τότε στον κόσμο της και της ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Θα τα θυμάσαι, ε; Τον βάλανε, λοιπόν, φυλακή για είκοσι τόσα χρόνια, φαντάσου! Με τον άντρα της μέσα, ζούσε σαν να ήταν κι αυτή φυλακισμένη και χειρότερα, εκείνος τουλάχιστον ήταν κλεισμένος με τους άλλους τους δικούς του και ήξερε, η κόρη μου χωρίς λεφτά, μόνη, μάθαινε πράματα που δεν τα πίστευε, δεν μπορούσε να βγει στο δρόμο, δεν είχε μούτρα, τη δείχνανε, λέγανε ένα σωρό, τι να κάμει; Μας έδωσε το παιδί κι έκατσε στην Αθήνα, να πηγαίνει να τον βλέπει στον Κορυδαλλό, να τα βγάλει πέρα μόνη της. Αλλά πού! Με τον καιρό έπαθε κατάθλιψη, δεν έτρωγε αλλά την έτρωγε το σαράκι, δεν κοιμότανε, στο τέλος δεν άντεξε έγινε πετσί και κόκαλο, πήγαμε νοσοκομείο, έπαθε σοκ και νευρική ανορεξία, μας λένε, ούτε τι είναι δεν ξέραμε, της δίνανε φαί με ορό από το χέρι, τι να σου κάνει ο ορός, πού να αντέξει; Έγινε ίσκιος κι έφυγε το κορίτσι μου, η ζωή μας, ό,τι καλύτερο είχαμε στον κόσμο, η μοναχοκόρη μας κι έγινα διπλομάνα του Ιάσονα, τι να φταίει το κακόμοιρο κι αυτό». Είχε βγάλει το μαντίλι της και σκούπιζε τα δάκρυα της. «Καλύτερα να ΄χε παντρευτεί τον πιο φτωχόνε του κόσμου. Αμή ο άντρας μου; Το ‘χε τύψεις, ότι αυτός έφταιγε, ότι αυτός ήτανε η αιτία για όλα. Πέθανε με τον καημό αυτόνα».

Προσπάθησα να την παρηγορήσω, να της πω κάτι, αλλά μάγκωσαν τα χείλη μου, η ιστορία με συνεπήρε κι ένιωθα σοκαρισμένος με ανάκατα συναισθήματα. Με λίγο νερό που είχε απομείνει, πήρα το χάπι μου.

…Ο πρώτος επιτάφιος του Αγίου Γεωργίου είχε φτάσει, κι όλοι σηκώθηκαν να δουν κάνοντας το σταυρό τους, σηκωθήκαμε κι εμείς. «Μην κλαίτε» της λέω, «σας καταλαβαίνω, η ζωή παίζει άσχημα παιχνίδια» κι ύστερα σαν να μετάνιωσα γι΄ αυτή μου την γενικότητα, συνέχισα αμήχανα, «Ο Ιάσονας τώρα, μόνο ο Ιάσονας που σας αγαπάει πολύ». Οι διπλανοί έβγαζαν φωτογραφίες του επιταφίου και το Ω γλυκό μου έαρ από τους καλλίφωνους ντόπιους, έδινε μια άλλη διάσταση σε όλα. Ακουγόταν κατά κύματα να διαχέεται πάνω στα δέντρα, κάτω από τα βόλτα στις καμάρες. Της έδωσα το χέρι μου για στήριγμα. Σκούπιζε τα μάτια της και δεν ήξερες αν παρακολουθούσε τον επιτάφιο ή την κηδεία της “Όμορφης” που γι΄ αυτήν, όπως ο Χριστός, ποτέ δεν είχε πεθάνει, αφού την κρατούσε ζωντανή μέσα της. μεγαλώνοντας το παιδί της.

Τη συνόδεψα προς την πιάτσα των ταξί, «Πόσα χρόνια πέρασαν;» τη ρώτησα αμήχανα πάλι, «Πολλά, αλλά για μένα δεν πέρασε μια μέρα, είναι σαν να ΄ταν χτες». «Και ο πατέρας του Ιάσονα;» «Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο Ιάσονας είναι ο σταυρωμένος χωρίς σταυρό, ο πατέρας του δεν είναι πατέρας, γέρος τώρα κοντά σαν κι εμένα, πάει και τον βλέπει, αλλά εκείνος του λέει διάφορα τρελά πράματα, που δεν καταλαβαίνουμε. Μένει κι αυτός μόνος του, σαν καταραμένος. Πραγματικός πατέρας του Ιάσονα ήταν ο παππούς του, με αυτόν μεγάλωσε, αυτόν γνώριζε».

Καθώς τη βοηθούσα να μπει, στο ταξί ένιωθα σαν να τη γνώριζα από χρόνια και κάτι περισσότερο, σαν να ΄βλεπα τη μάνα μου.

…Αυτό το Πάσχα στο νησί ήταν διαφορετικό, δεν έμοιαζε με τα άλλα, δεν έγινα ξανά παιδί όπως πάντα, ίσως αντίθετα, να μεγάλωσα κάπως περισσότερο. Σκεφτόμουν την ιστορία της “Όμορφης”, την έβλεπα μικρή να ακολουθεί τους επιτάφιους ξανθή με αλογοουρά κι ένα καλαθάκι με ροδοπέταλα στα χέρια. Η γυναίκα μου κατάλαβε την αλλαγή μου, κάτι της ψιθύρισα για την ιστορία και δεν πίστευε στ΄ αυτιά της.

Οι επόμενες μέρες πέρασαν χωρίς να μειώσουν την αναστάτωση που ένιωσα. Μου έρχονταν και μου ξανάρχονταν στο μυαλό όλες οι λεπτομέρειες και οι άνθρωποι που έμπλεξαν σε ένα γαϊτανάκι μιας λιγόχαρης ζωής. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα όλο και περισσότερο μου καρφωνόταν στο μυαλό μια περίεργη εμμονή, να δω με κάποιο τρόπο τον τελευταίο αυτής της πλοκής, τον αρνητικό πρωταγωνιστή της, τον βασανιστή τον ίδιο.

Τον Ιούνιο πέρασε ξανά από το γραφείο ο Ιάσονας, ήταν ευδιάθετος μιλούσε για τη γιαγιά του «Έφτακε τα ογδόντα και δεν κάθεται καθόλου όλο και κάτι κάνει, θέλει να ασχολείται». Μετά είπε «Έχω και μια βάρκα με μηχανή, τον Αύγουστο που θα ΄ρθετε, να πάμε καμιά βόλτα. Είναι ωραία η θάλασσα στο νησί, να πηγαίνεις κόστα-κόστα». Τον ρώτησα, διακριτικά για τον πατέρα του. «Μόνος του μένει, δεν είναι καλά, λέει πάντα τα ίδια και τα ίδια, ο αδελφός του σκάφτεται να τον πάρει στο χωριό. Τι να κάνει εδώ; Πρέπει κάποιος να τον προσέχει. Ευτυχώς του δίνουν κανένα πιάτο φαΐ κάποιοι διπλανοί. Του αφήνουν το πιάτο έξω από την πόρτα. Δεν την ανοίγει όταν χτυπούν». Και κούνησε το κεφάλι του κάνοντας μια απαξιωτική γκριμάτσα. «Μα πού ακριβώς είναι το σπίτι;» ρώτησα κι ο Ιάσονας μου έδωσε τη διεύθυνση και μου περιέγραψε το δρόμο και την πολυκατοικία.

Στο διαμέρισμα του αρχιβασανιστή

…Τον θυμόμουν με τα χαρακτηριστικά μαύρα γυαλιά στη δίκη των βασανιστών της χούντας, όπως τον έβλεπα στις εφημερίδες και στην ασπρόμαυρη τηλεόραση. Πήγα στη Βιβλιοθήκη και ζήτησα εφημερίδες της εποχής. Όλες είχαν πρωτοσέλιδα τις μαρτυρίες των βασανιστηρίων στο ΕΑΤ-ΕΣΑ με μεγάλες φωτογραφίες των κατηγορουμένων. Οι βασανιστές ήταν θρασείς και προκλητικοί, διατηρούσαν ακέραιο το φανατισμό τους. Υποστήριζαν ότι έσωσαν την Ελλάδα από τον κομμουνισμό. Όποιος συλλαμβάνονταν με την κατηγορία της αντίστασης κατά της “εθνικής κυβερνήσεως”, και μάλιστα αν είχε κάποια σχέση με τις ένοπλες δυνάμεις, οδηγείτο στο ΕΑΤ-ΕΣΑ για ανάκριση, έπεφτε στα χέρια των ανδρών του Θεοφιλογιαννάκου και του Χατζηζήση και έπρεπε “να τα πει όλα”, “να σπάσει”, ώστε να πάψει να σέβεται τον εαυτό του, να ξευτελιστεί. να καταντήσει ψυχολογικά, και καμιά φορά και σωματικά, ράκος. Η περιγραφή των βασανιστηρίων από τους μάρτυρες ξεπερνούσε σε ευρηματικότητα κάθε αρρωστημένη φαντασία.

Ξαναθυμήθηκα μετά από τόσα χρόνια εκείνη τη σκοτεινή εποχή. Ένας εφιάλτης. Μελαγχόλησα πάλι κι αναρωτήθηκα για μια ακόμα φορά, για τους ανθρώπους.

Μου ήρθε στο μυαλό μια σκηνή που είδα μικρός στο χωριό. Μια γάτα να παίζει με ένα ποντίκι χτυπώντας το πότε σιγά, πότε δυνατά, πάντα μεθοδευμένα, με προτεταμένα τα νύχια της, σε μια κολασμένη τελετουργία, σε έναν αιμόφυρτο χορό θανάτου. Μετά εγκατάλειψε το θύμα της, σχεδόν ξέπνοο, στην τύχη του.

(Γάτες και ποντίκια, βασανιστές, βασανιζόμενοι, μάρτυρες ή ήρωες, ιδεολόγοι και πελταστές, προδότες και θύματα μιας ασύμπτωτης ζωής που κινείται βουστροφηδόν.)

Έβλεπα στις εφημερίδες τις φωτογραφίες του αξιωματικού Μουστακλή, το απλανές βλέμμα του, το ανέκφραστο πρόσωπο και τα ερωτήματά μου τώρα, τριάντα χρόνια μετά, επανήλθαν βασανιστικά. Το βράδυ το συζητούσα με τη γυναίκα μου. «Θα πεθάνω και ορισμένα πράγματα των κωλοανθρώπων δεν θα τα ΄χω καταλάβει». Πιο ψύχραιμη εκείνη προσπαθούσε να με ηρεμήσει. «Αναστατώθηκες από μια ιστορία, γιατί τα πρόσωπα είναι γνωστά σου. Ξέρεις πόσες τέτοιες ιστορίες υπάρχουν σε ανώμαλες περιόδους; Δεν μπορείς να φανταστείς. Και στη Δικτατορία και στην Κατοχή και στον Εμφύλιο όλο τέτοια ακούς, αδέλφια έσφαξαν αδέλφια, ξεκληρίστηκαν οικογένειες». Το ήξερα, όμως δεν έπαυε να με απασχολεί το γεγονός. Δεν το δεχόμουν κι ένα αναπάντητο ερωτηματικό ορθωνόταν μπροστά μου.

Η επιθυμία μου, νοσηρή ίσως, να δω από κοντά εκείνον που ήταν βασανιστής, ερωτευμένος με την “Όμορφη” και πατέρας του Ιάσονα, δεν με εγκατέλειπε.

Από δισταγμό σε δισταγμό, μια νύχτα είδα στον ύπνο μου τον Ιάσονα να μου χαμογελά και να τρέχει να πιάσει τον ήλιο. Έναν ήλιο κόκκινο, αστραφτερό, που απομακρυνόταν όμως συνεχώς πέρα κι απ΄ τον ορίζοντα.

Το πρωί πήρα την απόφαση και κοντά μεσημέρι. μπήκα σ΄ ένα ταξί. Βρήκα την πολυκατοικία κι έκοβα βόλτες από κάτω. Κοίταξα στην είσοδο τα κουδούνια, αλλά δεν αναγνώρισα κανένα όνομα.

Μια γυναίκα που έμπαινε στην είσοδο, με ρώτησε τι ψάχνω κι αν μπορούσε να με βοηθήσει. Της ανέφερα το όνομα. «Ναι, εδώ μένει, να ‘ τος, είστε τυχερός, έρχεται» κι αμέσως μετά φώναξε, «κυρ Πάνο, σε ζητάνε» και συμπλήρωσε χαμηλόφωνα «δεν ακούει και δεν θέλει να τον φωνάζουμε με το όνομα του». Στο απέναντι πεζοδρόμιο στεκόταν ένας γέρος, κοντά ογδόντα, με σώμα που έγερνε προς τα μπρος. Δεν μου θύμιζε αυτόν που έβλεπα στις εφημερίδες. Κρατούσε μια πλαστική τσάντα στο δεξί του χέρι και πλησίαζε σέρνοντας τα βήματα του. Έδειχνε να μη βλέπει καλά. Όταν έφτασε δίπλα μου, τον χαιρέτησα και χωρίς να διστάσω του είπα ότι είμαι συγγραφέας κι ότι κάνω μια έρευνα για τα παλιά, όχι πολιτική, μόνο ανθρώπινη, πώς περνά σήμερα μετά τόσα χρόνια; «Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι», του είπα. Όση ώρα μιλούσα, ο γέρος με κοίταζε, κάνοντας προσπάθεια να με δει καλά, αλλά και να με καταλάβει. Χωρίς να ρωτήσει ποιος είμαι, ή πώς τον βρήκα (είχα έτοιμες απαντήσεις), μου είπε ότι έχει σπουδαία στοιχεία στην κατοχή του και γι΄ αυτό θέλουν να τον σκοτώσουν και μου έδειξε την τσάντα. «Την έχω πάντα μαζί μου κι όταν κοιμάμαι».

Ομολογώ ότι ήμουν απροετοίμαστος να αντιμετωπίσω κάτι τέτοιο και του είπα αμήχανα «Είναι χρήσιμα. Να τα φυλάτε». Ο γέρος, που κάποτε το όνομα του ήταν συνώνυμο του φόβου και του τρόμου στο κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ, τώρα ήταν μπροστά μου ένα σκεβρωμένο ανθρωπάκι, που δεν μπορούσε να σύρει τα πόδια του. Ίσως να τα ΄χε και λίγο χαμένα. Εξακολούθησα να τον περιεργάζομαι, ώσπου ο γέρος αναπάντεχα, κάνοντας ένα μορφασμό δυσφορίας, μου λέει «Πάμε στο σπίτι να καθίσουμε, με βασανίζει ένας πόνος στα πόδια και στη μέση». Αυθόρμητα, παρ΄ όλο το ρήμα που άκουσα, χωρίς καν να σκεφτώ, του μίλησα στον πληθυντικό, «Θέλετε βοήθεια σε κάτι;» κι έκανα μια αυθόρμητη κίνηση προς αυτόν, εκείνος όμως, επίσης αυθόρμητα τραβήχτηκε, σφίγγοντας επάνω του την πλαστική τσάντα με το πολύτιμο περιεχόμενό της.

Ο κόσμος που περνούσε δίπλα, δεν μας έδινε την παραμικρή σημασία. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμα χωρίς να ανταλλάξουμε λέξη, μόνο εγώ κάποια στιγμή είπα, «Ζέστη».

Όταν μπήκαμε, ο γέρος κάθισε σε μια καρέκλα χωρίς να αφήσει την πλαστική τσάντα από τα χέρια του. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, οι βαριές κουρτίνες εμπόδιζαν το φως να μπει μέσα. «Δεν ανοίγω τα παράθυρα, με παρακολουθούν μέσα στο σπίτι μου, μέρα νύχτα». Τον άκουγα ενώ συγχρόνως, με μια γρήγορη ματιά, περιεργάστηκα το αμυδρά φωτισμένο σαλόνι. Αναφαίνονταν τα παλιά καφέ έπιπλα, οι ξεφτισμένοι τοίχοι, οι μονόχρωμες σκούρες κουρτίνες, κάτι σημάδια από σύρσιμο στο πάτωμα και σκόνη. Όλα έδειχναν εγκατάλειψη και παρακμή. Ο γέρος επανέλαβε ότι τον κυνηγούν να τον σκοτώσουν. «Ποιοι;» τόλμησα να τον ρωτήσω. «Οι Αμερικάνοι», μου απάντησε με φυσικότητα κι ύστερα από λίγο «και η Ασφάλεια». «Ξέρω ποιος σκότωσε τον διευθυντή της Βραδυνής. Μόνο εγώ τον ξέρω. Θέλουν να με βγάλουν από τη μέση. Μου στέλνουν ραδιοκύματα να με εξοντώσουν. Αυτοί με κατάντησαν έτσι».

Τα μάτια μου καρφώθηκαν σε μια φωτογραφία στον τοίχο, σηκώθηκα να τη δω από κοντά. Έδειχνε τον συνομιλητή μου, κορδωμένο, τότε που ήταν στις δόξες του, να ΄χει δίπλα του μια νεαρή κοπέλα που χαμογελούσε. «Η γυναίκα σας είναι στη φωτογραφία;» ρώτησα, «Ναι, τη σκότωσαν στο νοσοκομείο με μια ένεση… Όσο ζούσε, είχαν δώσει εντολή σε όλους να την απομονώσουν. Ήθελαν να την τρελάνουν… Δεν ήθελαν να βγω από τη φυλακή και να ΄ναι ζωντανή. (Μιλούσε με ενδιάμεσες παρατεταμένες σιωπές.) Εμένα μου ρίχνουν ραδιενέργεια τόσα χρόνια… από τότε που ήμουν φυλακή… Δεκαεννέα χρόνια έμεινα μέσα!… Τη γλίτωσα γιατί κοιμόμουν κάτω, στο δάπεδο και δεν με έπιαναν τα ραδιοκύματα… Αυτά πιάνουν όπου έχει μέταλλο… Μετά που βγήκα και ήρθα εδώ, πήρα τα μέτρα μου… Έβγαλα ό,τι μέταλλο είχα στο σπίτι και πάνω μου… Να -άνοιξε το στόμα του- έβγαλα τα δόντια μου που ήταν σφραγισμένα,… έβγαλα τα γυαλιά και τώρα δεν βλέπω καλά, πέταξα και το ακουστικό μου… Δεν ακούω καλά… Με κατασκοπεύουν… Κανένας δεν με πιστεύει ούτε ο γιος μου, αλλά δεν ξέρουν… Αυτοί είναι ικανοί για όλα». «Ο γιος σας πού είναι;» ρώτησα επωφελούμενος από την αναφορά. «Ζει μακριά, τον είχε στείλει η γυναίκα μου στους γονείς της… Έρχεται και με βλέπει… Εγώ δεν θέλω… Θα τον σκοτώσουν κι αυτόν. Θέλει να μπω σε νοσοκομείο. Τρελάθηκες;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;