21.4 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕΝΕΡΓΕΙΑΗ πρακτική της Αποανάπτυξης - Τοπικοποίησης στον ενεργειακό τομέα

Η πρακτική της Αποανάπτυξης – Τοπικοποίησης στον ενεργειακό τομέα

Οι εφαρμογές και τα συστήματα των Ήπιων Μορφών Ενέργειας(ΗΜΕ)[1] μπορούν να έχουν δύο βασικές κατευθύνσεις: με τη μορφή μεγάλης κλίμακας, όπου μεγάλες εταιρείες επενδύουν σε μεγάλα βιομηχανικά συστήματα ΒΑΠΕ, με σκοπό τη μεγαλύτερη απόδοση για το κέρδος, αλλά και με τη μορφή μικρής κλίμακας.

Τα μικρά αυτά συστήματα, για παράδειγμα οι μικρές ανεμογεννήτριες και όχι οι τεράστιες των εταιρειών, μπορούν να συνεισφέρουν στην αυτοδυναμία ενέργειας σε νοικοκυριά ή οικισμούς, χωρίς να πωλείται το ρεύμα πρώτα στον διαχειριστή του δικτύου και μετά να έρχεται μέσα από το δίκτυο στη πρίζα τους. Το πιο προωθημένο βέβαια στην αυτονομία σύστημα είναι το εντελώς αυτόνομο. Αυτό που δεν μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλασσόμενο.

Το εκατό τοις εκατό αυτόνομο σύστημα δεν χρειάζεται μετασχηματιστή για να το κάνει με τη μορφή που το παίρνουμε από τη πρίζα σήμερα. Άρα δεν θα έχουμε και τις γνωστές απώλειές του, πράγμα που είναι πλεονέκτημα. Το μειονέκτημα όμως είναι ότι χρειαζόμαστε συσσωρευτές, μπαταρίες δηλαδή, για να αποθηκεύουμε το ρεύμα και να έχουμε και τη νύχτα ή όταν δεν έχει ηλιοφάνεια. Οι συσσωρευτές είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα.

Από τη μια πρέπει να είναι μεγάλης διάρκειας ζωής και να έχουν πολλούς κύκλους φόρτωσης-εκφόρτωσης και από την άλλη η μέχρι τώρα τεχνολογία που χρησιμοποιείται για την κατασκευή, τους μετατρέπει σε τοξικά απόβλητα μετά το πέρας της ζωής τους, οπότε χρειάζονται ειδική μεταχείριση.  Για αυτό η καλύτερη μέθοδος αποθήκευσης- σε εισαγωγικά το αποθήκευση- είναι το δίκτυο διανομής. Όμως αυτό δεν εξασφαλίζει την αυτονομία του νοικοκυριού.

Αυτονομία σημαίνει ότι έχεις στη διάθεσή σου ένα σύστημα παραγωγής που σου εξασφαλίζει το ρεύμα που χρειάζεσαι-με μέτρο βέβαια και εξοικονόμηση- όταν το χρειάζεσαι. Αν αυτό το θέλεις από εναλλακτικές πηγές ενέργειας, τότε θα πρέπει να έχεις σε παράλληλη σύνδεση και φωτοβολταϊκή εγκατάσταση και αιολική. Έτσι όταν δεν έχεις ήλιο, έχεις συνήθως αέρα. Αν δεν έχεις ούτε το ένα ούτε το άλλο, τότε θα πρέπει να συμβιβασθείς με κεριά ή φακό ή με σχόλη ή να πέσεις για ύπνο.

Όλα αυτά απαιτούν να μην είσαι στη φιλοσοφία καταναλωτής. Να μη λες «ρεύμα θέλω, τώρα το θέλω». Αν όμως δεν μπορείς να αποφύγεις αυτή τη νοοτροπία, τότε θα χρειασθεί να κάνεις ένα συμβιβασμό, που δεν είναι καθόλου οικολογικός, δηλαδή να έχεις παράλληλα και μια ντιζελογεννήτρια, η οποία να μπει σε λειτουργία καίγοντας πετρέλαιο, όταν δεν υπάρχει ρεύμα από τις άλλες πηγές. Όλα αυτά μπορούν να λειτουργούν και αυτόματα, χωρίς δική σου παρέμβαση, αρκεί να έχεις στο παράλληλο αυτό σύστημα και έναν επιπλέον ηλεκτρονικό ρυθμιστή -inverter το λέμε- και ο οποίος αποφασίζει κάθε φορά από πού θα έχουμε τροφοδοσία.

Η αυτοδυναμία παράγεται όχι στα πλαίσια ενός νοικοκυριού, αλλά στα πλαίσια ενός δικτύου συλλογικοτήτων ή κοινοτήτων ή δήμων ή περιφερειών, που έχουν στη διάθεσή τους συμπληρωματικά μεταξύ τους συστήματα παραγωγής ενέργειας από ΗΜΕ, αλλά και το σύστημα διανομής της παραγόμενης ενέργειας. Τα δίκτυα δηλαδή χαμηλής και μεσαίας τάσης με τα οποία γίνεται η διανομή σε ένα τόπο ή μια μεγαλύτερη περιοχή.

Οι ΗΜΕ υπάρχουν μεν παντού στη διάθεσή μας, αλλά δυστυχώς όχι οπωσδήποτε την ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο. Όταν δεν έχει ηλιοφάνεια ή αέρα ή υδατόπτωση σε μια συγκεκριμένη χωρική κοινότητα ή δήμο, μπορεί να έχει σε κάποιον άλλο. Βιομάζα βέβαια μπορεί να έχει πάντα στη διάθεσή του, αρκεί να το έχει προγραμματίσει. Δεν χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις, αρκεί να κατασκευασθούν μικρά τέτοια συστήματα, αποκεντρωμένα και τοπικά. Χωρίς πολύ υψηλή τεχνολογία και μεγάλη εξειδίκευση.

Η απελευθέρωση από την κεντρικά διανεμόμενη ενέργεια και ο δυνητικά αποκεντρωμένος χαρακτήρας αυτών των συστημάτων, είναι που τα κάνει επαναστατικά. 

Βέβαια 100% επαναστατικά θα ήταν, αν μπορούσαμε να κατασκευάσουμε και μόνοι μας τα φωτοβολταϊκά στοιχεία ή τις ανεμογεννήτριες και να μην τις αγοράζαμε από κατασκευάστριες εταιρείες για να τις εγκαταστήσουμε.

Υπάρχουν και απλοί τεχνίτες που μπορούν μόνοι τους, με απλά υλικά, να φτιάξουν π.χ. μια μικρή ανεμογεννήτρια. Για πλήρη όμως ενεργειακή αυτονομία, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν σύλλογοι ή συνεταιρισμοί από ενδιαφερόμενους πολίτες, που μαζεύοντας τις οικονομίες των μελών τους, αλλά και από άλλους για οικολογικούς και πολιτικούς λόγους υποστηρικτές και σε συνεργασία με κάποιους ειδικευμένους, να αναλαμβάνουν και τη κατασκευή των στοιχείων και την εγκατάσταση τέτοιων μικρών συστημάτων.

Ο κατασκευαστής δε χρειάζεται να είναι ιδιωτική εταιρεία που θα λειτουργεί με βάση το κέρδος. Μπορεί να είναι και ένας συνεταιρισμός κοινωνικής οικονομίας ή μια δημοτική επιχείρηση που λειτουργεί για κοινωνικούς και οικολογικούς σκοπούς.

Να αυτοοργανωθούμε σε τέτοιες κινήσεις πολιτών, που θα κάνουν πραγματικότητα τέτοιους δήμους και την τροφοδοσία με ρεύμα από αποκεντρωμένα μικρά συστήματα ΗΜΕ και δέσμευσης της ελεύθερης ενέργειας. Μέσα από τις συνελεύσεις κάθε τοπικής κοινότητας θα αποφασίζονται οι ανάγκες σε ενέργεια και το μέγεθος(μικρό ή μεσαίο) των συστημάτων που θα τις ικανοποιούν.

Σε ένα χωριό θα μπορούσαν π.χ. να ικανοποιηθούν με φωτοβολταϊκά στις στέγες των σπιτιών ή των αγροτικών αποθηκών μαζί με κάποιες μικρές ανεμογεννήτριες για τις περιόδους που δεν έχουμε ήλιο και συνήθως έχουμε άνεμο ή σαν συμπληρωματικό ένα μικρό υδροηλεκτρικό σε υπάρχον τυχόν υδατικό ρεύμα(π.χ. απότομο ποταμάκι που το χειμώνα που δεν έχουμε ήλιο θα έχουμε αρκετό νερό, όπως συμβαίνει π.χ. στον Βελβεντό Κοζάνης όπου λειτουργεί ήδη ο πρώτος αυτοδιαχειριζόμενος υδροηλεκτρικός σταθμός[2]). 

Από τη στιγμή που μας είναι ακόμα απαραίτητο το ηλ. ρεύμα θα χρειασθεί να κάνουμε κάποιους συμβιβασμούς, αλλά όσο γίνεται πιο ανώδυνους για την τοπική κοινωνία και το τοπικό περιβάλλον. Με αυτό όμως που δεν πρέπει να συμβιβασθούμε σε καμιά περίπτωση, είναι να περάσει ο ενεργειακός εφοδιασμός μας στα χέρια ιδιωτών-επενδυτών ή εταιρειών- καθώς και να εξακολουθεί η ΔΕΗ να παράγει την πιο «βρώμικη κιλοβατώρα στην Ευρώπη» με λιγνίτη, στην Κοζάνη ή την Μεγαλόπολη, κάνοντάς τες «κρανίου τόπους» και σκορπώντας τον καρκίνο στον ντόπιο πληθυσμό[3]. 

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η απελευθέρωση στον τομέα της ενέργειας είναι η λύση για να μην λειτουργεί η ΔΕΗ σαν μονοπώλιο. Η  δημιουργία όμως ιδιωτικών εταιρειών στο χώρο, όπου και αν έγινε αυτό σε άλλα κράτη, δεν λειτούργησε υπέρ του «κοινωνικού συνόλου», αλλά σχεδόν πάντα υπέρ των εταιρειών. Για παράδειγμα στη Γερμανία. Με την απελευθέρωση στη δεκαετία του `90, πολλοί δήμοι προχώρησαν στην πώληση ή παραχώρηση των δημοτικών τους επιχειρήσεων και ένα μεγάλο μέρος των τοπικών δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ( δίκτυα Μέσης Τάσης / Μ.Τ. και Χαμηλής Τάσης / Χ.Τ. ) και διανομής αερίου, βρίσκεται στα χέρια των 4 μεγάλων εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ( E.ΟΝ, RWE, EnBW, Vattenfall ) και περιφερειακών θυγατρικών τους[4]. 
Αποτέλεσμα: ραγδαία αύξηση του κόστους παροχής των υπηρεσιών χωρίς απαραίτητα την ποιοτική αναβάθμισή τους. Απομάκρυνση από τον δημότη, αγνόηση της ανάγκης συμβολής στην αντιμετώπιση των οξυνόμενων περιβαλλοντικών προβλημάτων, έλλειψη από τα ταμεία των ΟΤΑ σημαντικών οικονομικών πόρων από τη λειτουργία των ενεργειακών δικτύων, οι οποίοι πόροι κατέληγαν στα ταμεία των ιδιωτικών ενεργειακών κολοσσών που τα διαχειρίζονταν. 

Δέκα – δεκαπέντε χρόνια μετά, πολλοί ΟΤΑ στη Γερμανία το ξανασκέφθηκαν. Εξετάζουν σήμερα την επιστροφή τους στους τομείς παροχής ενεργειακών υπηρεσιών, προτάσσοντας τον ΄΄Πράσινο΄΄ και ΄΄Αποκεντρωμένο΄΄ χαρακτήρα παροχής τους. Η συζήτηση περί Επαναδημοτικοποίησης (Rekommunalisierung) παίρνει τα τελευταία χρόνια μία ώθηση. Οι ΟΤΑ δεν ανανεώνουν τις Συμβάσεις με τις εταιρείες και αναλαμβάνουν οι ίδιοι δράση στους τομείς του εφοδιασμού ( με ενέργεια και νερό ύδρευσης ) και της διαχείρισης των απορριμμάτων και των λυμάτων, και μάλιστα συχνά με ευνοїκότερες τιμές. Η πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία μία εταιρεία ενεργειακού εφοδιασμού πρέπει, με τη λήξη της Σύμβασης Παραχώρησης, να πωλεί και να μεταβιβάζει τα τοπικά δίκτυα στον οικείο ΟΤΑ, έρχεται να ενισχύσει αποφασιστικά τις διαθέσεις πολλών δήμων, ώστε να τολμήσουν την Επαναδημοτικοποίηση των ενεργειακών δικτύων στις περιοχές τους.

Το πρώτο βήμα λοιπόν για τη λύση του ενεργειακού προβλήματος και της χώρας μας θα ήταν-με την ευκαιρία της απελευθέρωσης- η μεταβίβαση της υποχρέωσης του ενεργειακού εφοδιασμού των πολιτών στους ΟΤΑ και η δημοτικοποίηση-κοινωνικοποίηση της παραγωγής της ενέργειας και των τοπικών ενεργειακών δικτύων.

Οι ΟΤΑ είναι η πλέον κατάλληλη σημερινή δομή για τον ενεργειακό σχεδιασμό στην περιοχής τους. Ο ενεργειακός εφοδιασμός μπορεί και αξίζει να γίνει το αποφασιστικό πεδίο επιχειρηματικής δράσης των δημοτικών-διαδημοτικών επιχειρήσεων. Με την προϋπόθεση φυσικά ότι η δημοτική-διαδημοτική επιχείρηση θα έχει ως στόχο την ικανοποιητική παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών στους πολίτες της περιοχής και δεν θα μοιάζει στην επιχειρηματική της πολιτική με το ενεργειακό μονοπώλιο της ΔΕΗ ή των άλλων ιδιωτικών εταιρειών. 

Η λειτουργία των τοπικών ενεργειακών δικτύων μπορεί να εξασφαλίσει ένα, χαμηλό μεν, αλλά καθαρό οικονομικό όφελος για τους δήμους. Αυτό μπορεί να είναι λίγο για μία μεγάλη εταιρεία, αρκετό όμως για έναν δήμο. Υψηλότερες αποδόσεις  προέρχονται από τη λειτουργία ιδίων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. Επιπλέον, ένα μεγαλύτερο μερίδιο συναφών οικονομικών δραστηριοτήτων και προστιθέμενης αξίας παραμένουν στην ίδια την περιοχή. 
Με την απελευθέρωση των αγορών, οι δήμοι και οι δημότες -χωρίς δικές τους μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας- είναι εκτεθειμένοι στη διαμόρφωση των τιμών απ΄ τα ενεργειακά μονοπώλια. Με την ανάληψη της λειτουργίας των δικτύων από μία δημοτική επιχείρηση αναμένονται πάντα φθηνότερες τιμές ρεύματος για τους δημότες. Επιπλέον, πόροι από τη λειτουργία των δικτύων μπορούν να καλύψουν τα έξοδα σε άλλους τομείς παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του δήμου, οι οποίοι θα είναι ελλειμματικοί, όπως συνήθως ο τομέας της πρόνοιας κ.ά.

Ένας ΟΤΑ, ο οποίος έχει στην κυριότητά του τα τοπικά ενεργειακά δίκτυα, έχει πλέον αυξημένες δυνατότητες να σχεδιάσει και να ξεκινήσει τον ενεργειακό αναπροσανατολισμό στην περιοχή του, ο οποίος θα στηρίζεται στην αξιοποίηση των ΗΜΕ( τεράστιο δυναμικό με τις καιρικές συνθήκες της χώρας ), καθώς και στην αποτελεσματική χρήση και εξοικονόμηση ενέργειας, με την οικοδόμηση αποκεντρωμένων ενεργειακών υποδομών. Δήμοι οι οποίοι δημοτικοποιούν τα τοπικά ενεργειακά δίκτυα καθώς και τον ενεργειακό εφοδιασμό με δικές τους ενεργειακές μονάδες παραγωγής, με δικές τους δια-δημοτικές επιχειρήσεις, είναι η πλέον κατάλληλη βαθμίδα κοινωνικής οργάνωσης και δημόσιας διοίκησης, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνικοποίηση της ενέργειας[5],στην περίοδομετάβασης προς την Κοινότητα των Κοινοτήτων.

Συνοπτικά η πρόταση[6] για να περάσει στα χέρια της κοινωνίας η παραγωγή-διανομή ενέργειας είναι η εξής:
α) Προς τους πολίτες-δημότες: Εγκατάσταση φ/β συστημάτων στις στέγες και ταράτσες των σπιτιών, στις στέγες των αγροτικών υπόστεγων και αποθηκών, σε μη παραγωγική γη. Εγκατάσταση μικρών ανεμογεννητριών σε ευνοϊκά σημεία μη παραγωγικής γης. Δημιουργία μη κερδοσκοπικών εταιρειών, εταιρειών λαϊκής βάσης, συνεταιρισμών κοινωνικής-αλληλέγγυας-συνεργατικής οικονομίας  για την παραγωγή ενέργειας από μικρές εγκαταστάσεις ΗΜΕ και διάθεσή της στα τοπικά δημοτικά δίκτυα.
β) Προς τους ΟΤΑ: Επιδίωξη ενεργειακής αυτοδυναμίας μέσω ενεργειακού εφοδιασμού από δημοτικές-διαδημοτικές επιχειρήσεις, που παράγουν ηλεκ. ενέργεια από ΗΜΕ, εξασφαλίζουν από τον διαχειριστή του Δικτύου Υψηλής Τάσης( ΥΤ) το ποσοστό της ενέργειας που ακόμα δεν παράγουν οι ίδιες, κατέχουν τα τοπικά δίκτυα ΜΤ-ΧΤ και διαχειρίζονται τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές της περιοχή τους.
γ) Προς τον διαχειριστή του δικτύου ΥΤ: Ένα αποκεντρωμένο, βασισμένο στα μικρής κλίμακας ενεργειακά συστήματα, κοινωνικά-κοινοτικά ελεγχόμενο μοντέλο ενέργειας από ήπιες πηγές πρέπει να είναι το επιδιωκόμενο μοντέλο. Ο ρόλος του κεντρικού κράτους[7] θα ανάγεται στον συντονισμό των περιφερειακών, δημοτικών και των συνεταιριστικών μορφών παραγωγής και διαχείρισης της ενέργειας, στον εκσυγχρονισμό του δίκτυου μεταφοράς, διανομής και εξαγωγής ενέργειας και στην επίβλεψη της απο-εμπορευματικοποίησης της ενέργειας, για σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων( να μη θεωρεί και να μην επιδοτεί το φυσικό αέριο σαν «πράσινη ενέργεια»), ώστε να είναι συνεπής σε σχέση με την κλιματική αλλαγή και τη προστασία του περιβάλλοντος,  να δεσμευτεί για την ανάπτυξη και την προώθηση της ηλιακής, αιολικής, και ίσως γεωθερμικής ενέργειας, τη στήριξη της ενεργειακής διαφοροποίησης και της εξοικονόμισης ενέργειας, την επίτευξη ενεργειακής αυτάρκειας.
δ) Προς το Κίνημα Μετάβασης: το υπάρχον σήμερα κίνημα για την προστασία του κλίματος θα πρέπει να βρει απαντήσεις για το ποιά μπορεί να είναι η ιδανική κατάσταση, για το ποιός είναι ο καλύτερος δρόμος για την ενεργειακή αυτοδυναμία με το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα, όχι μόνο στο θέμα τηε ηλεκτρικής αλλά και στην ενέργεια που αφορά στους τομείς της μετακίνησης – κυκλοφορίας, των μεταφορών ή της θέρμανσης των κτιρίων: Το μέλλον θα ανήκει στην μπαταρία(μεγάλο πρόβλημα σπάνιων υλικών κατασκευής τους); Στην δέσμευση της ελεύθερης ενέργειας; Στην κυψέλη καυσίμου υδρογόνου ή ίσως και στη μηχανή καύσης με ανανεώσιμα παραγόμενο μεθάνιο από την ανακύκλωση της βιομάζας; Ή και στον συνδυασμόόλων αυτών; Η ηλεκτρόλυση του νερού-με ρεύμα από ΗΜΕ- για την παραγωγή καύσιμου υδρογόνου  δεν θα ήταν η ιδανική λύση αφού δεν θα είχαμε απόβλητα παρά μόνο νερό;
 
[1]Επειδή ο όρος ΑΠΕ έχει ταυτισθεί με τα μεγάλα βιομηχανικά συστήματα ΒΑΠΕ, χρησιμοποιούμε τον όρο όπως είχε διατυπωθεί από το αντιπυρηνικό κίνημα στη 10ετία του 1970, δηλαδή Ήπιες Μορφές Ενέργειας(ΗΜΕ)
[2]Βλέπε: efsyn
[3]Στη χώρα μας σήμερα, η ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν από το λιγνίτη οι 7 λιγνιτικοί σταθμοί της ΔΕΗ καλύπτουν το 41,6% της εγκατεστημένης της ισχύος της, δηλαδή περίπου το 60% της ετήσιας ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια, ενώ ταυτόχρονα  εκπέμπουν μεγάλες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου. Στην περίπτωση των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, η εξαιρετικά χαμηλή θερμογόνος δύναμη του συνεπάγεται πολύ χαμηλούς βαθμούς απόδοσης της τάξης του 33% . Έχουν τεράστιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανά παραγόμενη κιλοβατώρα. Συγκεκριμένα, οι σταθμοί της Μεγαλόπολης εκπέμπουν 1,550–1,593 kg CO2/kWh, ενώ οι μονάδες της Πτολεμαΐδας 1,420–1,656 kg CO2/kWh.
 ( https://dspace.lib.ntua.gr/dspace2/bitstream/handle/123456789/5938/anastasopouloua_lignite.pdf?sequence=1) .

Με βάση τις επιστημονικές μελέτες που έχουν δημοσιευτεί μέχρι τώρα, αποδεικνύεται ότι η λειτουργία των λιγνιτικών κέντρων στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα δυσμενής για την ανθρώπινη υγεία. Η ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλείται από τις διαδικασίες εξόρυξης και μεταφοράς του λιγνίτη μέχρι και την καύση του στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής έχει συσχετιστεί με πλήθος επιπτώσεων. Μερικές από αυτές είναι η αυξημένη συχνότητα εμφάνισης παθήσεων του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού, αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αγγειακών διαταραχών και στεφανιαίας νόσου αλλά και υψηλά ποσοστά πρόωρων θανάτων από καρκίνους και θρομβοεμβολικά επεισόδια. Οι ευπαθείς ομάδες καθώς και οι έγκυοι και τα παιδιά βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των επιπτώσεων.
[4]Τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα στη Γερμανία τις περιγράφουμε σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο-Το ενεργειακό ζήτημα στη Γερμανία-μαζί με τον Βασίλη Γιόκαρη, στο βιβλίο μας: Κοινωνικοποίηση, η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης, οι εκδόσεις των συναδέλφων 2012.
[5] Ενώ δεν υπάρχει μεγάλη αντίσταση στις περιοχές που αναπτύχθηκαν οι εξορύξεις λιγνίτη και τα αντίστοιχα εργοστάσια- εκτός βέβαια από το κίνημα που δημιουργείται σιγά-σιγά ενάντια στις έρευνες για εξορύξεις νέων υδρογονανθράκων, όπως π.χ. στην Ήπειρο- έχουν αντίθετα αναπτυχθεί κάποια σοβαρά τοπικά κινήματα  πολιτών ενάντια  στις Βιομηχανικές Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΒΑΠΕ) . Και με τοδίκιο τους αντιστέκονται οι τοπικές κοινωνίες ενάντια στις επιπτώσεις των ΒΑΠΕ. Θα χρειασθεί όμως αυτά τα κινήματα να μην παραμείνουν στο στάδιο της αντίστασης. Θα χρειασθεί να μπολιασθούν με τις ιδέες της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης και του κοινοτισμού, ώστε να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με την παραγωγή και την διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας για την κοινωνία του σήμερα. Οι Ήπιες Μορφές Ενέργειας (ΗΜΕ) και τα μικρά αποκεντρωμένα συστήματα  εφαρμογών τους, θα μπορούσαν να είναι μια εναλλακτική. Σε συνδυασμό βέβαια με την κοινωνικοποίηση-κοινοτικοποίηση της παραγωγής και διανομής της.
[6] Η ολοκληρωμένη πρόταση στο αναφερθέν πιο πάνω βιβλίο μας.
[7] Ενόσω θα υπάρχει ακόμα το κεντρικό κράτος και δεν έχει αντικατασταθεί από την αμεσοδημοκρατική Πολιτεία των ομοσπονδοποιημένων Κοινοτήτων-Δήμων-Περιφερειών, δηλαδή από την Κοινότητα των Κοινοτήτων

Η πρακτική της Αποανάπτυξης - Τοπικοποίησης στον ενεργειακό τομέα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;