Στο τελευταίο έργο του Αντρέι Ταρκόφσκι ο Αλεξάντερ, o πρωταγωνιστής του έργου, έχει γενέθλια.
Βεβαία την ταινία αυτή δεν την είδε ο Νίκος Καραντούρος γιατί αυτός τελείωσε το ταξίδι του στην γη το 1972 και η ταινία θα γυριστεί το 1986.
Ο Νίκος Καραντούρος δεν είχε κανένα επάγγελμα, ήταν ένα παιδί.
Προσπαθώ να φανταστώ τη ζωή αυτού του παιδιού.
Ο Νίκος είχε γεννηθεί με την ρετσινιά του ξεχωριστού.
Ο Νίκος ήταν ένα μαζεμένο παιδί αδύνατος αλλά γεροδεμένος.
Πήγαινε όμως με τα παιδιά στο μπιλιαρδάδικο του Νιόνιου, κατέβαινε για καφέ στην Μινέρβα.
Ο Νίκος είχε μια αδελφούλα ακόμη κι έναν αδελφό.
Ο Νίκος από νωρίς γνώρισε στη ζωή του τι σημαίνει πείνα.
Ποτέ δεν έδειχνε ούτε την αναπηρία του ούτε την πείνα του.
Είχε από κείνη την περηφάνια την κρυφή της Νέας Ιωνίας, μια περηφάνια ταπεινή γεμάτη γνώση και συμπόνια.
Και είχε έναν φίλο ο Νίκος τον Ηλία.
Κολλητός ο Ηλίας δεν τον κορόιδευε όπως οι άλλοι, τον αγαπούσε.
Μαζί του πήγαινε στις εκδρομές και το καλοκαίρι μαζί του πήγαινε για μπάνιο σε ερημικές ακτές γιατί δεν ήθελε στον κόσμο να δείχνει το πόδι του.
Εκείνη την ημέρα ήταν η τελευταία του σχολείου.
Τα παιδιά είχαν αφήσει την δερμάτινη τσάντα με κείνα τα μπλε παναρομένα τετράδια.
Τα ποδήλατα ανέβαιναν και κατέβαιναν την Κύπρου.
Για τους πιο φτωχούς οι «νταλίκες», τα Γκόρικ και τα Φλάντρια και για τους πιο πλούσιους τα κουρσάκια.
Εκεί στην Κύπρου ήταν το θηλέων και περνούσαν τα αντρικά ποδήλατα γεμάτα αέρα από έναν κόσμο που δεν γνωρίζει ποτέ φθορά και θάνατο.
Το τέλος του σχολείου ήταν γλέντι.
Αλλοι στις καφετέριες, άλλοι πήγαιναν για μπάνιο.
Άλλοι στον Αναυρο σπανίως στις Αλυκές γιατί ήθελε η μπενζίνα εισιτήριο και δεν ήταν του καθενός να πληρώνει και βέβαια στις Πλάκες.
Ο Νίκος και ο Ηλίας είχαν συνεννοηθεί να πάνε στα Πευκάκια.
Ηταν μακριά αλλά είχαν το λόγο τους.
Εκεί έχει κάτι μικρούς κολπίσκους που πήγαινε ο Νίκος και ο Ηλίας μαζί γιατί δεν είχε κόσμο να τον κοροϊδεύει για το λειψό του πόδι.
Ο Ηλίας στα δεκαπέντε τότε είχε πάρει μια σαμπρέλα.
Την φούσκωνες και γίνονταν καράβι και πήγαινες σε μια άλλη θάλασσα που συναντούσε αυτή του μυαλού και όλα γίνονταν ταξίδι.
Ο Ηλίας φούσκωσε την σαμπρέλα και έπεσε.
Είχε χαρά ο Ηλίας εκείνη τη μέρα.
Σε μια στιγμή όχι μακριά από την ακτή η σαμπρέλα του γλίστρησε από τα χέρια και έφυγε.
Μπάνιο δεν ήξερε.
Πανικοβλήθηκε κι άρχισε να φωνάζει.
Άλλος κανένας δεν ήταν στην ακτή μόνο ο Νίκος κι ο Νίκος δεν δίστασε.
Δεν πέρασε από το μυαλό του που πάω εγώ με το κουτσό το πόδι».
Ο φίλος του κινδύνευε.
Μήπως ήξερε κι αυτός μπάνιο;
Πήγε όπως μπορούσε τον έπιασε τον Ηλία που χτυπούσε με τα χέρια του τη θάλασσα και βούλιαζε και πνιγόταν.
Τον έπιανε και αυτός ξέφευγε.
Βούλιαζε μαζί του κι ο Νίκος.
Μέχρι που ο Ηλίας έφτασε το πόδι του να πατήσει αλλά ο Νίκος δεν άντεξε πριν να πατήσει το πόδι του στεριά πνίγηκε εκεί στην ακτή από τα Πευκάκια.
Τον Νίκο δεν τον γνωρίσαμε ποτέ.
Περνούσαμε και περνώ ακόμα από το τρίγωνο της Κύπρου.
Και είναι εκεί σοβαρός με ένα κουστουμάκι και ένα ταπεινό χαμόγελο σφιχτό γεμάτο δύναμη.
Σκέφτομαι ότι είναι μόλις 16 χρονών τότε που τα παιδιά γίνονται μεγάλοι και βγάζουν γένια και ερωτεύονται.
Σκέφτομαι ότι μπορεί να κρύβει στην κάλτσα του ένα μικρό Καρέλια, μαθητικό που λέγαμε.
Περνώ καμιά φορά φορά αλλά δεν τον κοιτάζω γιατί ντρέπομαι.
Γιατί αυτός παιδάκι με ένα κουτσό ποδαράκι με την θυσία του δεν έσωσε μόνο τον Ηλία αλλά έσωσε και τον κόσμο ολόκληρο.
Γιατί με τη θυσία του ενός όπως λέει ο Ταρκόβσκι συνεχίζει να υφίσταται ο κόσμος.
Ο Νίκος με το ωραίο βλέμμα και την καθαρή καρδιά βλέπει αυτή την πόλη.
Την συγχωρεί.
Ο Νίκος βλέπει την ασχήμια και την αδυναμία μας.
Αλλά δεν μπορεί πια να μας σώσει γιατί η σαμπρέλα ξεφούσκωσε πια.
Και η ζωή μας έγινε ένα πεδίο στυγνό προς εκμετάλλευση και μόνο.
Αλλά υπήρξε κι ήταν παιδί.
Αλλά υπάρχει και συγκρατεί με το κουτσό του ποδαράκι τον πνιγμό μας.
Κι αν σας ρωτήσουν «τι έχετε καλό έχετε εκεί στο Βόλο;» δείξτε του τον Νίκο Καραντούρο.
Αυτοί που ακόμα η καρδιά τους είναι ανθρώπινη, θα καταλάβουν.
Ν.Β.