Ημέρα 8η του ταξιδιού
18.11.2017
Για το ταξίδι μας γράφει η Ζέλα Φυκούρα
Αρχισυνταξία: Βιβή Συργκάνη
Επιμέλεια: Το παιδί για όλες τις δουλειές Ανδρέας Ρουμελιώτης
Τους χάρτες σχεδίασε η Κατερίνα Βανταράκη
Αυτό ήταν το ταξίδι μας (χάρτες)
Συνεχίζουμε στην Σιέμ Ρεπ και θαυμάζουμε τους αρχαίους ναούς του Αγκόρ.
Από εκεί περνάμε στο Λάος και ανεβαίνουμε με ποταμόπλοιο, ταχύπλοα, κανό και πολύωρες πεζοπορίες τον Μεκόνγκ, μέχρι το Χρυσό Τρίγωνο (στα σύνορα Λάος – Βιρμανίας – Βιετνάμ), στο κέντρο του οπίου και της ηρωίνης.
Πάμε!
Έκτο: Δεν αξίζει να πεθάνεις πριν διασχίσεις αυτά τα υδάτινα σύνορα [ΦΩΤΟ-ΒΙΝΤΕΟ]
Έβδομο: Μπήκαμε στο “εργοστάσιο παραγωγής Θανάτου” στην đau khổ này, την “πόλη που υποφέρει” [ΦΩΤΟ – ΒΙΝΤΕΟ]
Ένατο: Ανγκόρ, το θαύμα! Η μεγαλειώδης Ακρόπολη μέσα στη ζούγκλα! [photos]
Δέκατο: Ανγκόρ: Η λίμνη που γιατρεύει, οι ουράνιες χορεύτριες και το ποτάμι με τα χίλια Linga (πέη)
Δωδέκατο: Ανγκόρ Τομ, η χρυσαφένια πόλη
Δέκατο τρίτο: Το enallaktikos.gr έφτασε στη μυστηριώδη χώρα των χιλίων ελεφάντων! ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ
Δέκατο τέταρτο: Τόσο παλιά αυτή η άγνωστη πόλη… όσο η απαρχή του Ανθρώπου
Διαβάστε ακόμη:
Μπορείτε να βλέπετε όλα τα κείμενα που δημοσιεύονται και στο hashtag #indokina
Λουάνγκ Πραμπάνγκ 18/11/2016 ακόμη πρωί.
Περιήγηση ανεβαίνουμε για καταράκτες
Αφού τελειώσαμε με τα μουσεία και τους ναούς της Λουάνγκ Πραμπάνγκ, πήραμε … τα βουνά.
…γιατί τι είναι μια πόλη ή μια χώρα, χωρίς την φύση που την περιβάλλει και την προσδιορίζει.
Πήραμε λοιπόν τους δρόμους των βουνών με 2 βανάκια για να επισκεφθούμε τους περίφημους τυρκουάζ καταρράκτες του Kuang Xi και το κέντρο διάσωσης για τις απειλούμενες αρκούδες που βρίσκεται δίπλα.
Καθώς χαζεύω από το παράθυρο αυτό το απόλυτο πράσινο, αυτή την κυριαρχία μιας φύσης άγριας και εύφορης μαζί που δεν διακρίνεις χώμα, που δεν βλέπεις σκουπίδια πεταμένα και σκισμένες πλαστικές σακούλες, λυπάμαι την ομορφιά της πατρίδας μου έτσι που την κακοποιούν κυβερνήτες και λαϊκοί.
Ένας μοτοσικλετιστής κατηφορίζει αργά σφυρίζοντας.
Αυτό που μοιάζει με καρότσα είναι ότι απομένει από ένα τρίκυκλο βιδωμένο στη μηχανή του.
Το βαν σταματάει κι ενώ περιμένουμε να φανεί το δεύτερο βαν της παρέας, κατεβαίνουμε να ξεμουδιάσουμε λιγάκι.
Οι ορυζώνες κλιμακώνονται στην πλαγιά του λόφου, οι χωρικοί που τους καλλιεργούν είναι σχεδόν κρυμμένοι ανάμεσα τους, το ρύζι παραμένει τσαλακωμένο απ’ την ξεκούραση των βοδιών.
Φωτογραφίζουμε μικρές αγροικίες και φράχτες καμωμένους από σταυρωμένα ξύλα.
Το κύριο αγροτικό προϊόν της χώρας είναι το ρύζι.
Οι καλλιέργειες και η εκτροφή ζώων με στόχο την διαβίωση, είναι η κύρια απασχόληση της οικογένειας και καλύπτει περίπου το 80% των απασχολούμενων στο Λάος.
Ένα ελάχιστο ποσοστό γης – 4% – είναι αρώσιμο, που σημαίνει ανυπαρξία στην ουσία μεγάλων αγροτικών μονάδων ικανών να παράξουν πλεόνασμα και κάτω του 1% αποτελούν οι σταθερές καλλιέργειες, μιας και ο προγραμματισμός για την σπορά αποφασίζεται κάθε χρονιά σύμφωνα με τις ανάγκες της οικογενειακής μονάδας.
Για να αποφύγουμε τον ήλιο βρίσκουμε καταφύγιο σε ένα σπίτι – υπόστεγο, που οι τοίχοι είναι διαπερατοί απ’ τη φθορά, τους κουρασμένους περιμένουν μεγάλα σανιδένια τραπέζια με άνισες καρέκλες, μια γραναζένια πολυθρόνα και ένα παιδικό αλογάκι από μισά στεφάνια από ρόδες ποδηλάτου που θα έκαναν ευρωπαίους σχεδιαστές να ονειρεύονται.
Να είναι άραγε ο ευρηματικός κατασκευαστής αυτός που ξεκουράζεται σε ένα τσαρδάκι στο πλάι;
Ίσως…
Δεν προλάβαμε να το μάθουμε, όμως, γιατί το δεύτερο βαν που είχε πάθει λάστιχο έφθασε, και εμείς έπρεπε τώρα να ψάξουμε τους Αντρέα και Βούλα που θεώρησαν σκόπιμο να κάνουν μια βόλτα στο χωριό, να ψωνίσουν από υφαντές πανάκριβες εσάρπες (τις γυρίσαμε πίσω) και να συνομιλήσουν και φωτογραφηθούν με την πλειονότητα των χωρικών.
Κάτι ήξερε η Βιβή που όταν φωνάζαμε Αντρέα, κουνούσε με νόημα το κεφάλι της…
Ο καταρράκτης του Kuang Xi δηλαδή… τα ύδατα σε μεγάλα κέφια
Ανεβαίνουμε ένα μονοπάτι ανάμεσα σε ψηλά δένδρα με θαλερά φυλλόδενδρα τυλιγμένα στους κορμούς τους.
Ακούμε πρώτα το βουητό – έτσι γίνεται πάντα, οι καταρράκτες κάνουν φασαρία ικανή να σκεπάσει το συνεχές μουρμουρητό της παρέας γιατί ακόμα τον ψέλναμε τον Αντρέα – και μετά αντικρίζουμε τον καταρράκτη.
Ξεχύνεται από τα ψηλά αφρίζοντας και κατεβαίνει γελώντας, αφού πρώτα ανακόψει τη δύναμη των νερών του πάνω στα βράχια, για να βυθιστεί ήρεμα σε μια σειρά βάθρες που κατεβαίνουν απαλά.
Μαντεύω την απειλή των σκοτεινών υδάτων στην κόντρα του ήλιου.
Χαζεύω χείλη ρευστά, δόντια νερού διάφανα, τις σκοτεινές εσοχές των πράσινων νερών.
Ακολουθούμε την κάθοδο δίπλα στο ποτάμι.
Κόσμος τρώει στα απλωμένα τραπέζια, οι καταρράκτες γίνονται πλατύτεροι, μικρές γέφυρες ενώνουν τις άκρες.
Τουριστικό αλλά όμορφο.
Ευκαιρία να βγάλουμε κι εμείς φωτογραφίες, η Θάλεια, η Μαρία η γιάτρισα, η Κατερίνα, η Μαρία κι ο Γιώργος απ’ τη Σίκινο.
Κι εγώ ενθουσιασμένη με τα χέρια απλωμένα να αγκαλιάσω ότι βλέπω και μια μικρή πανέμορφη μαθήτρια.
Και ναι, ο κόσμος σε αυτόν τον τελευταίο καταρράκτη κολυμπάει!!!
Για πότε βρέθηκαν, δανείστηκαν μαγιό, εγώ κολύμπησα με μια βερμούδα, έτσι όπως είμαστε, ιδρωμένοι κουρασμένοι, πλατσουρίζοντας στην λάσπη της όχθης, βυθιστήκαμε με αγαλλίαση, στα όντως γαλαζοπράσινα κρύα νερά.
Μετά από αυτό το αναζωογονητικό μπάνιο, ώρα για φαΐ.
Επειδή όμως είμαστε πολύ “εναλλακτικοί”, αντί να καθίσουμε εκεί στη δροσιά, ζητήσαμε να μας πάει στις πιο λαϊκές ταβέρνες παρακάτω. Εμάς κι όλα τα ΚΑΠΗ της Κορέας.
Που περιμέναμε για να φάμε μια ώρα, κι αρχίσαμε να κόβουμε βόλτες στα σουβενίρ και στους τεχνίτες.
Γυναίκες πουλούσαν μικρές καυτερές πιπεριές.
Σου έδιναν να δοκιμάσεις, σε κοίταζαν καλά-καλά κι έσκαγαν στα γέλια…
Μια μανούλα έψηνε γλυκοπατάτες με κρεμασμένο πάνω της το μωρό της που κοιμάται με στρουφιγμένα τα χειλάκια του.
Όταν άρχισε να γελάει, γέλαγα κι εγώ και δεν σταματούσαμε…
Και το φαγητό, στην ταβέρνα, με κόστος κάτω απ