18.6 C
Athens
Σάββατο, 11 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΟ άστεγος και τα άγρια κριάρια της Χηλής | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Ο άστεγος και τα άγρια κριάρια της Χηλής | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Ο άστεγος και τα άγρια κριάρια της Χηλής | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Εξορία με εξορία έχει διαφορά. Εξορία από τον εαυτό σου όμως, η χειρότερη… Ήταν κάποτε μεγάλος και τρανός, καθηγητής πανεπιστημίου, διευθυντής σε κρατικά ιδρύματα, μέλος επιτροπών βραβεύσεων (παντός είδους), κριτής σε υποτροφίες ευαγών και κοινωφελών ιδρυμάτων, αξιολογητής για χορήγηση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος, και τα λοιπά και τα λοιπά… Μετά από δύο διαζύγια, πέντε εξώγαμα κι έξι νόμιμα τέκνα, βρέθηκε να κατοικεί σε ημιαγρία κατάσταση σε θαλασσινό-ορεινή σπηλιά κάπου μεταξύ όρους Δίρφυς κι ενός νησιού χωρίς όνομα απέναντι από το ψαροχώρι Χηλή (που πήρε το όνομά του από το διχαλωτό πέλμα του προβάτου, του βοδινού και του αγριοκάτσικου, βεβαίως). Το νησί δεν ήτο ακριβώς ερημονήσι, αφού εκατοικείτο από αγριοκάτσικα (κοπάδια ολόκληρα, αδέσποτων υπάρξεων, ελεύθερων κι ασυμβίβαστων, που τρέφονταν από τη λιγοστή χλόη και το λιγοστό νερό της βροχής που κράταγαν κάτι γούρνες μέσα στο συμπαγή πτυχωσιγενή βράχο. Στη στεριά απέναντι χαράδρες απάτητες έφερναν από τη χιονοσκέπαστη κορυφή γάργαρο γλυκό νερό, ψοφίμια, ξύλα ξερά, σπόρους, αγριολούλουδα και νεκρές μέλισσες. Οχιές και μαύροι σκορπιοί έφτιαχναν τις φωλιές τους εκεί που πατούσαν μόνον αγριοκάτσικα. Πόδι ανθρώπου σπανίως περνάει από εκεί, κανενός κυνηγού, βοσκού ή τρελαμένου.


Ο δικός μας ανήκε στην τρίτη περίπτωση. Μία μέρα των ημερών, χάθηκε από τον κόσμο, αφού μοίρασε προηγουμένως τα υπάρχοντά του κι ενημέρωσε πάντα ενδιαφερόμενο (λέμε τώρα!): «μην με ψάξετε! Θα πάω κάπου μακριά, που δεν έχει πατήσει ανθρώπου πόδι, μην με αναζητήσετε!». Είχε κουραστεί από τους ανθρώπους κι αποφάσισε να ζήσει όσο του απομένει ασκητικά, εις ημιαγρίαν κατάστασιν, αλλά τι πειράζει. Γνώρισε τα ανθρώπινα θηρία κι οι οχιές και οι σκορπιοί δεν τον τρόμαζαν πλέον. Παιδί της πόλης βεβαίως. Είχε δει εξοχή μόνο σε κατασκήνωση και με τους πρόσκοπους μια φορά, όσο πρόλαβε δηλαδή πριν τον αποβάλουν «δι’ ανάρμοστον συμπεριφοράν». Ήταν χούντα βλέπεις και μιλούσαν κι έγραφαν έτσι. «Μα τι θα μπορούσε να κάνει ένα παιδάκι επτά μόλις ετών;», αναρωτήθηκα εγώ που δεν έχω καμία πείρα ούτε ιδέα από αυτά. «Ου, πολλά», μου αποκρίθηκε ανενδοίαστα ένας ειδήμων (επί του θέματος, κι εφ’ όλης της ύλης, γενικώς). Εμπόδισα τη φαντασία μου να οργιάσει, γιατί ξέρετε τι είναι η γόνιμη φαντασία ενός συγγραφέα σε οίστρο: το πιο επικίνδυνο όπλο σε ολάκερη την ανθρωπότητα! Μια φορά, ένας από τους άπειρους τσιγκούνηδες σπιτονοικοκυραίους που δεν είχε ιδέα για το μεγαλείο του Σταντάλ κι ουδεμία εκτίμησιν έτρεμε προς το πρόσωπο του μετέπειτα κλασικού συγγραφέως, τον απείλησε ότι θα τον διαπομπεύσει ανά τας ρύμας και τας οδούς του Παρισιού, ομού με τα λιγοστά του υπάρχοντα, ότι θα τον κάνει ρεζίλι με άλλα λόγια, για τα απλήρωτα ενοίκια και για τα φέσια και για τις αβαρίες που υπέστη για πάρτη του. Ο σοφός γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, θυμόσοφος από τα γεννοφάσκια του ως φαίνεται, του χαμογέλασε και τον προειδοποίησε: «πρόσεξε, γιατί αν σε περιλάβει η πέννα μου δεν θα σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας! Θα σε κάνω ρεζίλι στην αιωνιότητα!!!». Δεν ξέρω αν ελύγισεν ο άκαρδος ούτος εισοδηματίας, μάλλον όμως, αλλιώτικα θα ξέραμε περισσότερα για το πρόσωπό του, όλο και κάποιος λίβελλος θα είχε τυπωθεί εναντίον του από αυτόν ή άλλον συγγραφέα.


Επανερχόμεθα εις το θέμα μας μετά από μικράν παρένθεσιν [μακρά είναι, αλλά τι να την κάνουμε]. Ο κύριος καθηγητής μας, άστεγος πια, μονήρης και πένης, ζούσε κορφολογώντας τ’ αγριοχόρταρα, σαν τους πρώτους πυθαγόρειους, λίγο άγριο μέλι καμιά φορά που ντρεπόταν να το κλέψει από τα αγαθά πετούμενα, άφθονο γάργαρο νερό και… τίποτ’ άλλο. Ήταν όμως ευτυχισμένος, είχε πάρει ν’ αδυνατίζει, να «λιώνει στον πάνω κόσμο», να μαυρίζει, να γίνεται αθλητικός (που ποτέ δεν ήταν), να έχει γράμμωση στους μυς της κοιλιάς, που ήταν πλαδαροί, χάλια μέχρι τότε… Πέταξε και τα γυαλιά. Τι τα χρειαζόταν πια; Σάμπως θα γράψει; Κι όμως σκάλιζε που και που σε έναν βράχο με ένα σκουριασμένο καλέμι που του έφερε ο χείμαρρος, πεσκέσι στα πόδια του, ευλογία ή κατάρα; «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας». Όμως αυτό ήταν δώρο εξ ουρανού κι όχι ο Δούρειος Ίππος που έσπρωξαν οι παμπόνηροι Αχαιοί μέσα στα τείχη της Τροίας…


Όταν τον έπιανε της συγγραφής ο πυρετός, σκάλιζε το βράχο. Μετά τα παράταγε για μήνες. Και τα ξανάπιανε. 


Ένα βράδυ, λίγες μέρες πριν το τέλος, εμφανίστηκαν δύο αρσενικά γιγαντιαία άγρια κριάρια στο βράχο επάνω, με την πανσέληνο ξωπίσω τους και τον κοιτούσαν στοχαστικά, με τις ώρες. Πού και πού άφηναν να τους ξεφύγει ένας ορθά υπολογισμένος μυκηθμός κυριαρχικού αρσενικού άγριου ζώου που σφραγίζει έτσι την περιοχή του. Όμως εκείνος ήταν πλέον μακριά από κάθε τρόμο και ειδικά από εκείνον του θανάτου. Βλέποντας την αφοβιά του τα αθώα ζωντανά ξεθάρρεψαν και πλησίασαν, τον μύρισαν, τον έγλειψαν, τον πάτησαν δοκιμαστική με την αριστερή χηλή του εμπρόσθιου ποδιού τους, ξάπλωσαν δίπλα του, έγειραν πλάι του, όμως εκείνος τίποτα… Τα αντιμετώπιζε σα να ήταν οπτασίες, τόσο μεγάλη ήταν η πόρωση από τη μακρόχρονη μοναξιά του (επτά χρόνια είχαν περάσει από τότε που τον αναζητούσαν τα κανάλια – μίλησαν για Αργεντινή, για Γη του Πυρός, ακόμα και για Μαδαγασκάρη, Μπουτάν κι άλλα πιθανά κι απίθανα εξωτικά μέρη… όμως εκείνος ήταν κάτω από τη μύτη τους, ρακένδυτος, λιπόσαρκος, χωρίς γυαλιά, με μούσια και μαλλιά που σέρνοντας κάτω στο χώμα). Το μεγάλο κριάρι ήταν γέρικο, ο αρχηγός… Θα παρέδιδε σε λίγο την εξουσία στο γιο του, λιγότερο ογκώδες αλλά επιβλητικό κι εκείνο, τρομακτικό στην όψη, γερό στο δέμας, δυνατό και πανίσχυρο. Έδινε την εντύπωση του θεού Πάνα που θα φωνάξει σε λίγο τους Σειληνούς και τους Σάτυρους, Νύμφες και Νεράιδες, Βάκχες ξεμαλλιασμένες… για να στήσουνε χορό τρελό, οργιαστικό κάτω από τα αστέρια. 


Τα ζώα όμως είχαν καταλάβει πως πλησίαζε το τέλος του ερημίτη κι είχαν πάει να τον συντρέξουν, όπως μπορούσαν τα καημένα τα ζωντανά, τα ψυχοπονιάρικα, που φιλάνθρωπα δεν θα μπορούσες να τα πει. Είχε καεί η γούνα τους αυτών από τους ανθρώπους. Όπου έβλεπαν κυνηγό ή μύριζαν μπαρούτι από μακριά, το έβαζαν στα πόδια. Όπου φύγει-φύγει… Γίνονταν μπουχός εν ριπή οφθαλμού.


Εκείνος μόνο μια φορά τα κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Όταν πονούσαν τα σπασμένα του πλευρά αριστερά, πήγε ο μικρός, ο διάδοχος να πούμε, κι εκοιμήθηκε πάνω στο πονεμένο μέρος για να τον ανακουφίσει!


Πέρασαν νύχτες πολλές μέχρι το ψυχορράγημα να ολοκληρωθεί. Στο τέλος ο παρίας εκοιμήθη. Τότε τα κριάρια, τα αγριοκάτσικα της χηλής τον έθαψαν σκάβοντας το λιγοστό χώμα με τις οπλές τους, έφεραν χόρτα και κλαδιά και τον σκέπασαν, μέχρι και λουλούδια πικροδάφνης έριξαν στα μαλλιά του έτσι που αν κάποιος περνούσε από εκεί (των απιθάνων απίθανον) να νομίσει ότι έχει να κάνει με ψοφίμι, με ζώο που αναπαύεται μετά από μια μακρά ζωή δυσκολιών κι ασκήσεων… «Κάρμα» το λένε αυτό οι βοσκοί στο άγριο βουνό κι αφήνουν τα κοράκια να ξεκοκαλίσουν το ψοφίμι. Που να φανταστούν τα έρμα τα όρνια ότι αυτό το κουφάρι ανήκε κάποτε σε έναν που έλυνε κι έδενε στην πανεπιστημιακή, ακαδημαϊκή και πολιτική ακόμα ζωή του τόπου. «Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις». Όμως εκείνος πέθανε αμετανόητος. Διάλεξε καλά τον τρόπο της αναχώρησής του. Καλύτερα με τα άγρια ζωντανά παρά με τα θηρία των πόλεων. Οι όχεντρες τον σεβάστηκαν (εκτός από μία φορά που πήγε να πατήσει κατά λάθος τα μικρά τους σε μια φιδοφωλιά καλά κρυμμένη κάτω από ένα βράχο χτισμένο σαν ξερολιθιά… – όμως κι εκεί τη γλίτωσε, ένα «χου» από τη φιδομάνα λειτούργησε ως προειδοποιητικό κι έτσι απεκλείσθη το κακό που «δεν το θέλει ούτε κι ο θεός»)… Τον συνάντησα μια φορά στις περιπλανήσεις μου καταλάθος. Αρνήθηκε να μου μιλήσει. Μπορεί και να μ’ αναγνώρισε. Ήμουν φοιτητής του, πάλαι ποτέ… Δεν θα τον πρόδιδα ποτέ. Και το ήξερε. Τη μέρα του θανάτου του ήρθε στο όνειρό μου κι εξομολογήθηκε: «μόνο σ’ έναν ποιητή μπορώ να τα πω, αυτός δεν θα με κρίνει». «Ο Θεός ακούει του απάντησα, και δείχνει μεγάλη τρυφερότητα στους απελπισμένους, στους χαμένους, στους παραδαρμένους, στους εξόριστους… Κι η χειρότερη εξορία είναι από τον εαυτό μας στον ίδιο».


Στο μέρος όπου πέθανε ο πρώην δάσκαλός μου σκαρφάλωσα με δυσκολία κι εσκάλισα στο βράχο ένα ποίημα που το κράτησα κρυφό για χρόνια, θα το βάλω όμως στην επόμενη ποιητική συλλογή μου:

Χ7

Η πέτρα σβήνει,

Κι ο ουρανός πεθαίνει.

Μόνο η αγάπη μένει,

Τα λόγια εκείνα

Που μας βοηθούν

Να συν-χωρέσουμε τον εαυτό μας.

X7

And  the stone fades,

Even the sky dies.

Only love remains,

Those words helping us

To become one with ourselves.

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;