17.3 C
Athens
Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΟ άστεγος της πλατείας Κλαυθμώνος αμήχανος με το δεκαχίλιαρο | Του Κωνσταντίνου...

Ο άστεγος της πλατείας Κλαυθμώνος αμήχανος με το δεκαχίλιαρο | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Ο άστεγος της πλατείας Κλαυθμώνος αμήχανος με το δεκαχίλιαρο | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Περνούσε μία από εκείνες τις φάσεις της ζωής του που νιώθεις περισσότερο κοντά στο θάνατο κι η απελπισία σου γνέφει κάθε πρωί αόριστα πως «θα τα ξαναπούμε, σύντομα!». Κι αυτό είναι απειλή, αλλά είναι κι ανακούφιση, γιατί όταν σε έχουν εγκαταλείψει όλοι και όλα, ακόμα κι μια αποτρόπαια συντροφιά, είναι παρεούλα μολοντούτο. Ήταν τότε που είχαν τυπωθεί τα δεκαχίλιαρα, μετά από κάποια υποτίμηση της δραχμής, το 1998, αν δεν με απατά η μνήμη μου η κουρασμένη. Όχι, δεν με απατά. Το έλεγξα στο Διαδίκτυο! 


Ο ήρωάς μας λοιπόν, τριάντα έξι ετών είχε προλάβει να παντρευτεί να χωρίσει, να ερωτευτεί, να χάσει και τον έρωτα της ζωής του, να χαλάσει την καριέρα του, να αποβληθεί από το σπίτι το πατρικό (λέμε τώρα!), να χάσει τις παρέες, να απογαλακτισθεί από τους φίλους του, να πάψει να δηλώνει στο κούτελο «ορφανό», «θύμα», «γίνομαι χαλί να με πατήσεις», «λίγη αγάπη σου ζητάω κι έως την άλλη μου ζωή θα σου χρωστάω, Μιχαλού!»… Έμενε μόνος, σε ένα τεράστιο άδειο σπίτι στο κέντρο της Αθήνας που μόλις είχε αγοράσει, με έναν αδέσποτο γάτο, που τον βρήκε μωρό στο λόφο του Στρέφη, η μανούλα του είχε πεθάνει στη γέννα και τα ματάκια του ήταν ακόμα κλειστά. Τον είχε αναθρέψει σαν παιδί του, σαν το γιο που δεν είχε. Μόνο που τον βάφτισε Αγαύη, αλλά ο γατούλης αποδείχτηκε αρσενικό και …άτακτος. Τέλος πάντων. Καθείς με τα ελαττώματά του.


Ο δικός μας λοιπόν συνήθιζε τις άγριες νύχτες της αγρύπνιας να πηγαίνει σινεμά για να μην ουρλιάζει σαν λύκος στο φεγγάρι και φωνάξουν οι γείτονες τον ζουρλομανδύα. Ειδικά ο από κάτω, ο χαρτοπαίχτης, που θα έχανε ένα χρόνο μετά όλη του την περιουσία στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, θα γινόταν στην αρχή τραπεζοκόμος και μετά θα χανόντουσαν τα ίχνη του… Διάφοροι αστικοί μύθοι κυκλοφορούν επί του θέματος, αλλά δεν είναι του παρόντος.


Ένα βράδυ λοιπόν κατά τις δέκα και μισή, έβγαλε τις παντούφλες, ξαναφόρεσε τα μαύρα μοκασίνια, δεν πήρε πορτοφόλι, μόνο τα κλειδιά (είχε πάντα κρυμμένο στη θηκούλα της κλειδοθήκης ένα δεκαχίλιαρο για ώρα ανάγκης) και το ακριβές αντίτιμο του χειμερινού κινηματογράφου δίπλα στην πλατεία Κλαυθμώνος που τώρα είναι ακόμα καμμένος…


Περπάτησε μέχρι εκεί, δεν κατάλαβε πότε έφτασε, έκοψε μηχανικά εισιτήριο, είδε την ταινία μηχανικά, ανάθεμα κι αν θυμάται τίποτα, ούτε μια σκηνή, δεν είχε λεφτά για ποπ-κορν και μπύρα («καλύτερα! Δίαιτα!»)… Είχε ξεχάσει βλέπεις το δεκαχίλιαρο. Πάντα λησμονούσε τον εαυτό του. Για τους άλλους όμως ήταν πάντοτε εκεί, «κερί αναμμένο».


Βγήκε τελευταίος από την αίθουσα. Έσερνε τα κουρασμένα νεανικά βήματά του. Και τότε ξαφνικά τον είδε. Ο άστεγος από την διπλανή πλατεία Κλαυθμώνος λερωμένος, πληγιασμένος και ξυπόλητος, ζητιάνευε απελπισμένος κι ούτε ένα κέρμα στην άδεια παλάμη του. Έβγαλε το δεκαχίλιαρο και του το έδωσε. Ο άλλος αρνήθηκε να το πάρει. Του έσφιξε την παλάμη με το μεγάλο χαρτονόμισμα μέσα. Του ψέλλισε λόγια παρηγοριάς. Τον αγκάλιασε κι έκλαψε μαζί του. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Άλλος θρήνος ο ένας άλλο μοιρολόι έπιασε ο άλλος. Όμως συμφωνήσανε, όπως δεν είχε συμφωνήσει ποτέ με κανέναν άλλον. Από τότε πήγαινε τακτικά την ώρα που σχολούσε αυτός ο κινηματογράφος για να αφήνει μερικά κέρματα, ή χαρτονομίσματα – ανάλογα – στο φίλο του. Μέχρι που κάηκε το συγκρότημα κι έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη τους. Όμως ο άστεγος «τού έσωσε τη ζωή μια φορά» που είχε πέσει σε κώμα κι ήρθαν οι άγγελοι να τον πάρουν τον ήρωά μας, κι έφευγε σε ένα φως γλαυκό και βυθιζόταν, και βούλιαζε σε μια πρωτόγνωρη μέθη και με τις έξι αισθήσεις σε εγρήγορση, τότε θυμήθηκε αίφνης τον φίλο του που εξαρτιόταν από την ελεημοσύνη του κι επέστρεψε να τον βοηθήσει. Ακόμα κι όταν χάθηκαν, πήγαινε συχνά στα παγκάκια στο πίσω μέρος της πλατείας Κλαυθμώνος κι άφηνε τρόφιμα, γλυκά, ποτά, χυμούς, αμύγδαλα, κουφέτα, παστέλια, σύκα ξερά, σύκα χλωρά κι ό,τι άλλο του βρισκόταν. Αυτή η φιλία θα κρατήσει για πάντα. Αιώνια.


Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;