20.2 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΟ χούμος του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ο αντιλαϊκιστικός ελιτισμός της Αριστεράς και...

Ο χούμος του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ο αντιλαϊκιστικός ελιτισμός της Αριστεράς και η εκλογική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ

Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης

Για να περιγραφεί, σε γενικές γραμμές, το εγχώριο πολιτικό σύστημα οφείλει κανείς να επικεντρωθεί στα δύο χαρακτηριστικά του γνωρίσματα. Πρώτον στο ότι πρόκειται για ένα παλαιοπολιτικό και παλαιοκομματικό σύστημα, με την έννοια ότι εξακολουθεί να μένει εγκλωβισμένο σε παθογένειες τις οποίες ουδέποτε κατάφερε να ξεπεράσει, παθογένειες που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στις ιδιόρρυθμες ιστορικο-πολιτικές (και γεωπολιτικές) συνθήκες από τα πρώτα χρόνια της σύστασης του νεοελληνικού κράτους.

Δεύτερον, θα πρέπει να γίνουν εκτενείς αναφορές και στον τρόπο με τον οποίο η αριστερή ιδεολογία υπήρξε απόλυτος κυρίαρχος και/ή ρυθμιστής των πραγμάτων σε πολιτισμικά ζητήματα, ιδίως από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα. Με λίγα λόγια, μπορούμε εξαρχής να πούμε ότι το ελληνικό σύστημα περισσότερο ομοιάζει με έναν κομματικό βάλτο· παρότι φαινομενικά όλα δείχνουν να κινούνται και να μεταλλάσσονται, με μια Ηρακλείτεια τάση θαρρεί κανείς, στην πραγματικότητα κυριαρχεί η αδράνεια και η ακινησία, στοιχεία που συνεπάγονται την πλήρη παράλυση της κριτικής ενδοσκόπησης.

Κι ενώ ο πυρήνας του πολιτικού συστήματος φαίνεται να παραμένει στάσιμος και αμετάβλητος, οι κοινωνικές δυναμικές συνθέτουν ένα νέο τοπίο ραγδαίων μεταβολών, ιδίως λόγω της επικράτησης ενός ακραίου καταναλωτισμού, που συνοδεύεται από έναν επιθετικό μηδενισμό, που στο όνομα της εξέλιξης, της προόδου, της «απελευθέρωσης από τις παρωχημένες συμβάσεις», διαβρώνει κάθε αυθεντικό λαϊκό στοιχείο, διαλύει τους κοινωνικούς δεσμούς καθώς και τα θεμέλια πάνω στα οποία θα μπορούσαν να βασιστούν ενωτικές αξίες.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τη βαλτώδη κατάσταση της ελληνικής εμπειρίας, κάτι παρόμοιο είχε βιώσει ο γαλλικός λαός με την 4η Γαλλική Δημοκρατία κατά τη δεκαετία του πενήντα του περασμένου αιώνα. Πράγματι ο Maurice Duverger επεσήμανε πως ο βάλτος αποτελεί τον ιδανικό χούμο[1] μιας πολιτικής που έχει χάσει την αίσθηση κάθε έννοιας καθήκοντος, οράματος και αποστολής[2]. Στην περίπτωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα προσθέταμε και την επαφή με τα προβλήματα και τις ανάγκες της μικρομεσαίας τάξης[3]. Θεωρητικά ο χούμος αυτός θα μπορούσε να αποτελέσει το μοιραίο, πλην όμως ιδανικό υπόστρωμα για την βλάστηση και ανάπτυξη νέων πολιτικών προτάσεων. Με άλλα λόγια να φέρει την πολιτική αναγέννηση της χώρας.

Ας δούμε όμως, σε πρώτη φάση, γιατί το ελληνικό σύστημα παραμένει παλαιοπολιτικό και ποια είναι, κατά την τελευταία δεκαετία, τα δυστυχώς ανώφελα και επιζήμια για τη χώρα παράγωγα αυτού του χούμος. Η αποσάθρωση του ελληνικού πολιτικού συστήματος μαζί με τα οικονομικά της χώρας ήταν εμφανής, ήδη από την κυβέρνηση του Κώστα Α. Καραμανλή[4], ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η περίοδος εκείνης της διακυβέρνησης τείνει -εν πολλοίς- να αγνοείται κατά την αποτίμηση του «τι μας έφερε ως εδώ, στην κατάρρευση και στην οικονομική[5] (και μη) χρεοκοπία». Στη συνέχεια, είναι γνωστό, ότι μετά το Καστελόριζο του 2010[6] για την Ελλάδα ξεκίνησε ένας σύγχρονος εθνικός Γολγοθάς.

Η είσοδος της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, το γεγονός ότι απώλεσε τμήμα της εθνικής της κυριαρχίας με στόχο την ένταξή της σε έναν ακραία συγκεντρωτικό, αντιδημοκρατικό και αυταρχικό μηχανισμό που, υπό μια έννοια, θυμίζει γραφειοκρατικό και δημοσιοϋπαλληλικό μοντέλο Σοβιετικής Ένωσης, επέφερε ελάχιστα οφέλη, ιδίως αν κρίνουμε από τον σχεδόν αποικιοκρατικό τρόπο με οποίο αντιμετωπίστηκε και χλευάστηκε σύσσωμος ο ελληνικός πληθυσμός κατά τη διάρκεια της κρίσης. Κάτι τέτοιο, σε συνδυασμό με όλα όσα έλαβαν χώρα στη διεθνή σκηνή (όπως η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007) καθόλου δεν απαλλάσσει των ευθυνών του το εγχώριο πολιτικό σύστημα[7].

Επιπλέον, η συνηθισμένη κατηγορία περί συνυπευθυνότητας πολιτικού προσωπικού και εκλογικού σώματος, ή αλλιώς το γνωστό: «οι πολιτικοί είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας», ενώ δεν μπορεί να απορριφθεί ως μια γενικώς αβάσιμη κατηγορία, είναι μια απλοϊκή προσέγγιση που αντί να δίνει καίριες απαντήσεις, αναπαράγει ενοχικά σύνδρομα, τα οποία θεμελιώνουν ακόμα περισσότερο την αδράνεια, δεδομένου ότι προσπαθούν -συχνά με έμμεσο τρόπο- να αποτρέψουν οποιαδήποτε διαμεσολάβηση των πολιτών με στόχο την αλλαγή του συστήματος, πείθοντας την πλειοψηφία πως είναι ανίκανη να αναλάβει έργο, εθισμένη στη διαφθορά, και, συνεπώς, αδύναμη να κρίνει ορθά και με βάση το κοινό καλό.

Επί της ουσίας, οι αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, είναι οντότητες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Αυτό που πρέπει, εξαρχής, να γίνει κατανοητό είναι ότι εφόσον κάθε λαός είναι διαφορετικός, ως σύνολο ανθρώπων που ζουν μόνιμα και σταθερά σε ένα ορισμένο έθνος/κράτος της Ευρώπης, δηλαδή διαθέτει διαφορετική κουλτούρα, ιστορία, συνήθειες, έθιμα, κλπ., τότε διαφορετική θα είναι και η «δημοκρατία» του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα βρούμε κοινά στοιχεία στα επιμέρους Συντάγματα και στους Πολιτειακούς Κανόνες, εθιμικούς και μη, αντιθέτως σημαίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο η δημοκρατία γίνεται πράξη και τα αποτελέσματα αυτής της πράξης, διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα.

Η θέση αυτή μπορεί φαινομενικά να ενισχύει την κατηγορία περί συνυπευθυνότητας, όμως στην πραγματικότητα αυτό που μας λέει, με απλά λόγια, είναι ότι κάθε προσπάθεια σύγκρισης (των πολιτικών συστημάτων) και αναλογίας μεταξύ χωρών της ΕΕ, αν και χρήσιμη, ως μέθοδος ανταλλαγής εμπειριών και βελτίωσης, είναι καταδικασμένη να λέει μόνο ένα μέρος της αλήθειας και να μην περιγράφει καλά την εθνική πραγματικότητα.

Η ανεύρεση των ιδιαίτερων αιτιών οφείλει να εστιάζει στο επίπεδο συγκεκριμένης χώρας. Γιατί επομένως λέμε ότι το ελληνικό είναι ένα παλαιοπολιτικό σύστημα; Με ποιο άλλο το συγκρίνουμε για να φτάσουμε σε αυτή την παραδοχή; Το κριτήριο που θέτουμε εδώ, όπως διαφαίνεται, από την εισαγωγή αυτού του δοκιμίου, είναι η παραγωγή δημοκρατικών αποτελεσμάτων[8], δηλαδή η αποτροπή της ακινησίας, του λιμνάσματος και της αδράνειας που οδηγεί σε αυτό που αρχικά ονομάσαμε ως χούμος (ενν. του πολιτικού συστήματος).

Υπό αυτή την έννοια η ελληνική περίπτωση -μετά από σχεδόν 10 χρόνια κρίσης- είναι χαρακτηριστική και, υπό αυτό το πρίσμα και μόνο, μπορεί να συγκριθεί με άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία και η Κύπρος, που πέρασαν παρόμοια προβλήματα και σήμερα φαίνεται ότι έχουν, έστω μερικά, ορθοποδήσει, τουλάχιστον οικονομικά[9]. Η έποψη είναι ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα την τελευταία δεκαετία βιώνει μια παρατεταμένη -άνω του αναμενόμενου συγκριτικά- κατάσταση αποσύνθεσης που είχε ήδη ξεκινήσει παλαιότερα. Για να γίνει κατανοητό αυτό το «άνω του αναμενόμενου» πρέπει να δούμε τι συνέβη μετά και κυρίως κατά τη διάρκεια του 2011.

Τότε οι κινητοποιήσεις των πλατειών και των αγανακτισμένων δημιούργησαν κάποιες προσδοκίες για ουσιαστικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση μιας δημοκρατίας πιο άμεσης και τέλος πάντων περισσότερο ελεγχόμενης από τους πολίτες, πιο κοντά στις πραγματικές ανάγκες της πλειοψηφίας. Εκ του αποτελέσματος φυσικά – και αφήνοντας στην άκρη κόμματα όπως αυτό των ΑΝ.ΕΛ και της Ένωσης Κέντρου που σταδιακά απορροφήθηκαν και τελικά εξαϋλώθηκαν – μπορούμε να καταλάβουμε ότι τα δύο κεντρικά εκβλαστήματα αυτού του χούμος υπήρξαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή.

Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν γεννήθηκε από τις πλατείες του 2011, όμως εκεί κατάφερε να κάνει αποτελεσματικό εισοδισμό σε αντίθεση με τις μακροχρόνιες αποτυχημένες, και γραφικές, μέχρι τότε προσπάθειές του να «εισχωρήσει» σε ευρύτερα στρώματα ή να επηρεάσει την τροπή των κοινωνικών κινημάτων του millennium. Παρά τις διαφορετικές ιδεολογίες, απαρχές, σκοπούς, στάσεις και τρόπους, τα δύο αυτά, προϋπάρχοντα εν υπνώσει, πολιτικά κόμματα, που μεγάλωσαν εξαιτίας της παλαιότερης σήψης, έχουν ως κοινό στοιχείο ότι ήρθαν να «ανακινήσουν» την ελληνική πολιτική σκηνή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως φορέας αντιλαϊκισμού και ελιτισμού

Ας γίνει λόγος, στο σημείο αυτό, για τη σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Επιμένουμε στον όρο Ριζοσπαστική Αριστερά ασχέτως και αν η μικρή μειοψηφία των ακτιβιστών δεν επιθυμεί να την αποκαλεί έτσι, εκτρέφοντας αυταπάτες ότι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ «δεν ήταν πραγματική Αριστερά» αλλά μια ακόμη «λανθασμένη εφαρμογή του αριστερού προγράμματος».

Αυτή είναι η συνήθης δικαιολογία, που εξακοντίζεται σχεδόν μηχανικά και άμεσα όταν κάποιο σοσιαλιστικό καθεστώς ή μια αριστερή κυβέρνηση αποτυγχάνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, που αξιώνεται να αντιπροσωπεύσει στην Ελλάδα το νέο ΠΑΣΟΚ (βλ. προοδευτικές δυνάμεις της κεντροαριστεράς), μας έδωσε την εντύπωση πως είδε την πρόσφατη ήττα του στις ευρωεκλογές[10]σαν ένα αναπάντεχο φυσικό φαινόμενο -σαν κεραυνό που πέφτει σπανίως και τυχαία στο κεφάλι ενός αγέρωχου περιπατητή.

Ένα φαινόμενο επομένως ανεξάρτητο από τα πεπραγμένα και τις ρητές πολιτικές επιλογές της διακυβέρνησής του. Για να καταλάβουμε την εκλογική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ -που κατά πάσα πιθανότητα θα επιβεβαιωθεί στις προσεχείς εθνικές εκλογές (07 Ιουλίου 2019)- πρέπει να σημειώσουμε ότι η γενικά Αριστερά και ειδικά η μεταπολεμική χαρακτηρίζεται από τα εξής γνωρίσματα στα οποία βασίζεται διαχρονικά:

  1. στην ιδεολογία ενός μεσσιανικού οπτιμισμού ο οποίος είναι, εν μέρει, κληροδότημα του Διαφωτισμού. Αυτός ο οπτιμιστικός τρόπος προσέγγισης καλλιεργεί ευσεβείς πόθους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μιλά για «ανώτερες» επιδιώξεις, πως θα μετασχηματίσει δηλαδή η κοινωνία με βάση κάποιες αλάνθαστες ιδέες[11],
  2. σε έναν προσεκτικά κεκαλυμμένο αντιλαϊκισμό και περιφρόνηση για τον μέσο άνθρωπο, τον λεγόμενο μικροαστό. Παρότι όλες οι αποχρώσεις της Αριστεράς και σε κάθε τους βήμα μιλούν υπέρ «του λαού», χρησιμοποιούν πομπώδεις εκφράσεις υπέρ της «λαϊκής κυριαρχίας», στην πραγματικότητα αυτό που διατυμπανίζουν δεν είναι η λαϊκή κυριαρχία, με την έννοια της δημοκρατίας, δηλαδή της άμεσης συμμετοχής, αλλά η αναγνώριση ότι υφίσταται μια volonté générale (γενική βούληση κατά τον Ρουσσώ[12]) που εκφράζει το σύνολο των λαϊκών αιτημάτων. Αν η εξουσία της Αριστεράς δεν βρίσκει σύμφωνη την πλειοψηφική γνώμη, τότε αυτό σημαίνει ότι η πλειοψηφία δεν εκφράζει με σωστό τρόπο τη βούλησή της· έχει ψευδή συνείδηση (διότι έχει διαφθαρεί από τα μέσα ενημέρωσης και τους μηχανισμούς του συστήματος[13]), άρα δεν είναι και έτοιμη να εκφραστεί.

Τα παραπάνω φυσικά γνωρίσματα, σε συνδυασμό με τα αρνητικά εκλογικά αποτελέσματα, προκάλεσαν μια θόλωση στους ηττημένους ριζοσπάστες του κόμματος. Το εγγενές στοιχείο αυτού του αντιλαϊκισμού και της περιφρόνησης για τον μικροαστό (κοινώς για την πλειοψηφία του λαού), είχε ήδη φανεί κυρίως κατά την περίοδο υπογραφής της συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά φάνηκε ακόμη πιο καθαρά τις πρώτες ημέρες μετά τις ευρωεκλογές.

Βέβαια πρέπει να αναφέρουμε ότι και στο παρελθόν, και αλλού, η ευαίσθητη και πολιτικά ορθή αριστερή ψυχή έχει δεχθεί πλήγματα, ήττες, «αναπάντεχα γεγονότα», αλλά και αρνητικές στάσεις από ιδιαίτερα αξιόλογα πρόσωπα του ευρύτερου χώρου της. Αξίζει να θυμηθούμε τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι, στο διάσημο ποίημά του για τον Μάη του 1968 (βλ. μεταφρασμένο απόσπασμα[14]), όπου τάχθηκε στο πλευρό των προλετάριων αστυνομικών εναντίον των αλαζόνων, καλομαθημένων και ελιτιστών φοιτητών της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Αναρχίας που ήθελαν να αλλάξουν τα πάντα.

Σε παρόμοιες δηλώσεις είχε προβεί και ο Άγγλος φιλόσοφος Roger Scruton: όντας στο Παρίσι κατά την περίοδο του εξεγερσιακού Μάη, διαπιστώνει, ξαφνιασμένος από τη μνησικακία και την αυθάδεια των φοιτητών, ότι οι πραγματικοί προλετάριοι δεν είναι οι διαδηλωτές, αλλά οι αστυνομικοί που εισέπρατταν χλευασμό και προσβολές ενώ κινδύνευε η ίδια τους η σωματική ακεραιότητα. Εν συντομία, αυτού του είδους ο «λαϊκισμός αλά Παζολίνι», ενώ μερικές φορές μπορούσε να σοκάρει, τελικά «απορροφήθηκε» από τα αριστερά, δηλαδή από τις ευσεβείς αριστερές ψυχές.

Άλλωστε ο προγραμματικός/κομματικός λαϊκισμός και η ταυτόχρονη ταύτιση των λογοτεχνών και γενικά των οργανικών διανοούμενων με τους φοιτητές είναι πράγματα απολύτως συμβατά με τη σιωπηρή διατήρηση εκείνων των λεπτών προνομίων, έμπλεων διανοητικής αλαζονείας, τα οποία προνόμια οι μορφωμένες ελίτ της Αριστεράς θέλουν πάση θυσία να διατηρήσουν, συχνά κατ’ αποκλειστικότητα. Ας θυμηθούμε πόσο αποτελεσματικός υπήρξε ο «φιλολαϊκός» κυνισμός του Massimo D’Alema, της Ιταλικής Δημοκρατικής Αριστεράς, να προωθήσει στην Ιταλία τον φιλελεύθερο αμερικανισμό και τον υπερκαταναλωτισμό.

Ο φαινομενικός λαϊκισμός, πιο συγκεκριμένα, δεν είναι απλά συμβατός, αλλά ο συμπληρωματικός ιδεολογικός παράγοντας που ενσωματώνει την ελιτίστικη ταυτότητα του μορφωμένου και καλοστεκούμενου αριστερού. Τις τελευταίες δεκαετίες, φυσικά όχι μόνο στην Ελλάδα, μπορεί κανείς να εντοπίσει ανυπολόγιστες σφαίρες υποκρισίας και ελιτισμού της Αριστεράς που θα έκαναν ακόμη και τον Δάντη Αλιγκέρι να σαστίσει. Ας μην ξεχνάμε την έκδηλη ασχήμια της Βρετανικής Αριστεράς μετά το δημοψήφισμα αναφορικά με την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση· η 24η Ιουνίου του 2016 βρήκε τους Βρετανούς αριστερούς στην κυριολεξία να βράζουν στο ζουμί τους!

Έχοντας ταυτίσει την αποχώρηση με τον εθνικισμό και την ακροδεξιά, τα μηνύματα που κατακλύζουν τους ψηφιακούς χώρους «κοινωνικής δικτύωσης» είναι ανάλογα των φιλοτεχνοκρατικών «Μένουμε Ευρώπη» που οι ίδιοι οι αριστεροί ένα χρόνο πριν (2015) απέρριπταν ως «ελιτιστές» και «νεοφιλελεύθερους»: «πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος λαός να αποφασίζει για τόσο σοβαρά ζητήματα»; «η Βρετανία είναι ένα συνονθύλευμα από ρατσιστές κωλόγερους» ήταν μερικές από τις πιο συνηθισμένες εκφράσεις! Αντί να μιλάμε για πάγια λαϊκά αιτήματα τα οποία ενδέχεται να εκφράζουν δημοκρατικότερες αντιλήψεις από αυτές των αριστερών τεχνοκρατών, αιτήματα όπως η «εθνική κυριαρχία», ο «έλεγχος των συνόρων», η υπεράσπιση του ιστορικού common law έναντι του Ευρωπαϊκού νόμου (που σε πολλά είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με τον πρώτο), αυτόματα, όλα αυτά, βαφτίστηκαν «ακροδεξιές διεκδικήσεις», νοσταλγία «υπέρ της αποικιοκρατίας», κτλ.

Επί της ουσίας, το διαχρονικό προπύργιο του αριστερού επιχειρήματος, το οποίο βλέπουμε πολύ έντονα στην περίπτωση του προεκλογικού ΣΥΡΙΖΑ, είναι η νομιμοποίηση της κούρσας για τη νομή της εξουσίας -και του κοινωνικού κύρους- στο όνομα μιας φερόμενης ανωτερότητας σε σχέση με την επαίσχυντη «φύση της Δεξιάς» και του νεοφιλελευθερισμού.

Παρ’όλα αυτά, ετούτο το επιχείρημα, τον 21ο αιώνα, από ένα κόμμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει τόσο πρόσφατα κυβερνήσει και έχει δείξει τί ακριβώς πρεσβεύει και πόσο αντιπροσωπεύει το καλύτερο, ικανότερο και «ηθικά ανώτερο άλλο», είναι σίγουρα αποδυναμωμένο[15]. Ωστόσο στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία δεν έχει ζήσει τον στυγνό αυταρχισμό εξ αριστερών ορμώμενο, όπως λ.χ. η Ουγγαρία, το παραπάνω επιχείρημα, περί αριστερού ηθικού πλεονεκτήματος, μπορεί να είναι αποδυναμωμένο, είναι όμως υπαρκτό στο μυαλό κάποιων ανθρώπων.

Μάλιστα η επικοινωνία και η αίσθηση αυτού του ηθικού πλεονεκτήματος, καλλιεργείται συστηματικά εδώ και δεκαετίες από την Αριστερά και είναι αναμενόμενο να έχει αφ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;