20.9 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΟ Ιπποκράτης και η χαρωπή τρέλα του Δημόκριτου

Ο Ιπποκράτης και η χαρωπή τρέλα του Δημόκριτου

 

Charles Antoine Coypel – Δημόκριτος ο Γελασίνος (1746)

Του Γιώργου Κουτσαντώνη- respublica.gr

Ο Τσαρούχης είπε το γνωστό «είμαι μαθητής του αττικού φωτός» που για μας σημαίνει περόνιασμα απ’ τις ακτίνες του, διάτρηση. Μολονότι έχει μεγαλύτερη ένταση το μεσημεριανό, είναι πιο επικίνδυνο το φως της αυγής, διότι πίσω απ’ την απαλή και ροδαλή ενέργειά του, κρύβεται η όψη ενός αρπακτικού: δεν τρυπά μονάχα, αλλά αλωνίζει μετρώντας το χρόνο και την αναπόδραστη ροή του· ρουφάει χωρίς ενδοιασμό. Ο χρόνος είναι μια λεπτομέρεια που ο νους λησμονεί, το σώμα όμως τη μετρά αδιάλειπτα, σαν ένας τρομακτικός μετρονόμος που συνεχίζει, εκεί! Χωρίς να ξεχαρβαλώνεται. Η πανδημία τάνυσε κάπως τα πλαδαρά τύμπανα των αυτιών· ο χτύπος του ρολογιού έγινε κάπως πιο αισθητός, σαν την τσιρίδα μιας σοπράνο που ξαφνικά αναδύεται απ΄το πηγάδι. Πρέπει λοιπόν, στοχαζόμενοι, να ευθυμούμε και ορισμένες αναγνώσεις βοηθούν σ ‘αυτό. Οι λέξεις κάποιων βιβλίων αφήνουν να περάσει εκείνη η συχνότητα του φωτός που τονώνει την ψυχή κι όταν η γραφή είναι εξαίρετη, μυθεύοντας, σταματούν το χρόνο: δίνουν σάρκα σε θηρία και μύθους, σε θεούς και ημίθεους … κάποτε δημιουργούν ιατροφιλοσοφική λογοτεχνία[1].

Ο σπουδαίος φιλόσοφος Δημόκριτος, θεωρούμενος τρελός από τους συμπολίτες του κατοίκους των Αβδήρων στη Θράκη (επειδή γελούσε με κάθε τι) χρειάστηκε τη φροντίδα του σημαντικότερου ιατρού της εποχής: του Ιπποκράτη. Το εκπληκτικό, στην ιστορία αυτή, είναι η ανατροπή της έννοιας «τρέλα». Όμως όχι, δεν θα γίνει εδώ η νιοστή φουκωική προσέγγιση. Από θολές κουλτούρες, εξουσιαστικές λούπες, υμνητές της εκτροπής και του μοδάτου περιθωρίου παραχορτάσαμε.

«Δείτε γιατρέ, είναι ένας άνθρωπος που χαχανίζει συνεχώς, τον αποκαλούμε Γελασίνο». Όμως με τι γελάει ο Δημόκριτος; Είναι προφανές ότι γελά με τη μοίρα των ανθρώπων, επομένως και με τη δική του, έτσι απελευθερώνεται από αυτή χωρίς να διαλυθεί. Νομίζουμε ότι ανάμεσα στη θεραπευτική συνταγή του Δημόκριτου (που είναι το γέλιο) και στη φιλοσοφία του (τον ατομισμό), υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος. Ο Διογένης Λαέρτιος συνοψίζει τη θεωρία του Δημόκριτου ως εξής: «αρχές όλων των πραγμάτων είναι το άτομο (το ὄν) και το κενό που όμως δεν ταυτίζεται με το τίποτα (το μή ὄν), δηλαδή αλλιώς, τα πλήρη και τα κενά, όλα τα υπόλοιπα είναι υποκειμενική γνώμη[2]. Υπάρχουν άπειροι κόσμοι, οι οποίοι δημιουργούνται και καταστρέφονται. Τίποτα δεν προέρχεται από τη μη ύπαρξη (δηλαδή το μή ὄν), τίποτα δεν μπορεί να χαθεί, ούτε να διαλυθεί στη μη ύπαρξη … Όλα παράγονται σύμφωνα με την ανάγκη … Ο ανώτατος στόχος της ζωής είναι η ψυχική γαλήνη, η οποία δεν είναι όμοια με την ευχαρίστηση».

Όπως γνωρίζουμε, από τον Επίκουρο και τον Λουκρήτιο, ο Δημόκριτος θεωρείται ο πρώτος ατομικός επιστήμονας της αρχαιότητας. Αυτό όμως δε λέει όλη την αλήθεια, ούτε είναι απολύτως ακριβές. Θα ήταν σα να λέμε πως ο Θαλής ο Μιλήσιος, για τον οποίο η πρώτη αρχή δεν ήταν το άτομο, αλλά το μόριο του νερού, υπήρξε και ο πρώτος υδραυλικός της ιστορίας. Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Ο Δημόκριτος αρχικά μυήθηκε και εκπαιδεύτηκε στα θεολογικά και αστρολογικά δόγματα, επένδυσε τους πόρους του για να ταξιδέψει πολύ μακριά. Πήγε στην Αίγυπτο για να μάθει γεωμετρία και από τους Χαλδαίους στην Περσία έφτασε μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα. Κάποιοι λένε ότι εξασκούσε τις πρακτικές των γυμνοσοφιστών στην Ινδία και ότι πήγε επίσης στην Αιθιοπία. Ήταν οιωνοσκόπος, έζησε για κάποιες περιόδους σε ερημικά μέρη ψάχνοντας τα σημάδια, ακόμη και ανάμεσα σε τάφους. Θεωρήθηκε προφήτης, απέκτησε τεράστια αναγνώριση επειδή είχε προβλέψει επιτυχώς το μέλλον κι από τότε τον περιέβαλλε μια σχεδόν θεϊκή φήμη. Λέγεται ότι γνώριζε τον άνθρωπο, τη φύση και την κατάστασή του, σε τέτοιο βαθμό που τελικά προτίμησε την απομόνωση. Ξόδεψε την ιδιωτική του περιουσία σε ταξίδια γνώσης και αντιπαρέβαλε στον πλουτισμό τους κανόνες της φιλοξενίας. Ο Δημόκριτος είχε, με άλλα λόγια, λίγη και απόμακρη σχέση με την οικονομία αυτού του κόσμου. Όταν ήρθε η ώρα του διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων του πατέρα του, θέλησε το μικρότερο μέρος για τον εαυτό του. Δε φρόντισε τη φήμη του και, για μεγάλες περιόδους, έζησε σε ακραία φτώχεια. Ο Αριστοτέλης θέλησε να φωτίσει τα έργα του Αβδηρίτη (κι όχι με φωτιά, όπως ο Πλάτων), συμβάλλοντας έτσι στη διάδοση των θεωριών του. Για τον Δημόκριτο «οι προσδοκίες των ανόητων ανθρώπων, είναι πάντα παράλογες», όπως αναφέρει ο Ιωάννης Στοβαίος, κι ο Αριστοτέλης σίγουρα δεν ήταν ανόητος.

Πολύ αργότερα ο Σενέκας θα σακατέψει το γάργαρο γέλιο του Δημόκριτου με τη ρηχή ηθικολογία του: «Πρέπει να μάθετε να αποδραματοποιείτε κάθε τι και να το αντέχετε με πνεύμα απόλαυσης: είναι πιο άξιο πράγμα για κάποιον να γελάει με τη ζωή, παρά να κλαίει γι’αυτή». Αντιθέτως, άξιος λόγου είναι ο στοχασμός του Μισέλ ντε Μονταίν, ο οποίος σε μια σελίδα των Δοκιμίων του φέρνει σε αντιπαράθεση δυο μεγάλους προσωκρατικούς. Από τη μια τον Δημόκριτο, ο οποίος θεωρώντας την ανθρώπινη κατάσταση μάταιη και γελοία, εμφανιζόταν στο δημόσιο χώρο με όψη ιλαρή, χαχανίζοντας και χλευάζοντας, και από την άλλη τον Ηράκλειτο, που αισθανόμενος οίκτο και συμπόνια για την ανθρώπινη κατάσταση, το πρόσωπό του ήταν σχεδόν πάντα λυπημένο και τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. Από τη σοφή κατήφεια του Ηράκλειτου, ο Μονταίν προτιμά το κυνικό γέλιο του Δημόκριτου: «όχι επειδή είναι πιο ευχάριστο να γελάς απ΄ το να κλαις, αλλά επειδή είναι πιο περιφρονητικό και καταδικάζει περισσότερο». Το γέλιο κυριεύει την καλή θέληση ή τη δίψα για εξουσία – τις καρφώνει πάνω στο δόρυ της γελοιότητας ή της ειρωνείας. Τα πράγματα που χλευάζονται απαλλάσσονται από την αξία τους, άλλωστε για τον Μονταίν, «ο άνθρωπος δεν είναι τόσο άθλιος, όσο δειλός». Προς επίρρωση αυτής της δειλίας ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος θα συμβουλέψει: «μη γελάς επιδοκιμαστικά γι᾽ αυτόν που περιπαίζει, γιατί θα επισύρεις το μίσος αυτών που περιπαίζονται».

Πάντως, στο μεγάλο ιατρό που του ήρθε με μια θεραπεία για την τρέλα, ο Δημόκριτος αντιπαραθέτει μια ηθική στάση – τη δική του υπαρξιακή ποιητική. Το χαρούμενο γέλιο του Δημόκριτου αποδίδεται με τρόπο δηλητηριώδη (που ίσως δείχνει απέχθεια) σε έναν ζωγραφικό πίνακα του Antoine Coypel του 1692. Πώς άλλωστε να μην προκαλέσει αυτός ο φιλόσοφος; Ένας άνθρωπος που βάζει στα πάντα φωτιά, που αναγνωρίζει το κενό σε κάθε βήμα, που δραπετεύει από το λαβύρινθο του φαίνεσθαι, που κατοχυρώνει το «δικαίωμα» να μπορεί να γελάει με τις μάταιες φιλοδοξίες, να σατιρίζει ακόμη και την αέναη κυκλική «μάχη» των ανθρώπων: γέννηση-συνoυσία-θάνατος. Για τον Δημόκριτο δεν είμαστε παρά βδέλλες που ρουφούν τα κενά και ρουφώνται απ’το Σύμπαν το πολλαπλούν. Για εκείνον αρμόζει απλώς να καθόμαστε και να γελάμε μπροστά στους άλλους. Αυτός είναι ένας θεμελιακός φιλοσοφικός «εξτρεμισμός»· γεννήθηκε στην Ελλάδα των προσωκρατικών και, όπως θα δούμε, δεν ταυτίζεται καθόλου με το μηδενισμό της εποχής μας.

«…και τότε ο Δημόκριτος συνέχισε τη συνηθισμένη του συμπεριφορά: το γέλιο. Ενόσω όμως εκείνος γελούσε, εμπρός στους Αβδηρίτες που παρακολουθούσαν χτυπώντας τα κεφάλια τους και τραβώντας τα μαλλιά τους, ο Ιπποκράτης τον ρωτάει: «Με τι γελάς, Δημόκριτε;», και εφόσον εκείνος συνεχίζει να γελάει ακόμη πιο δυνατά, ο ιατρός του επιβάλλεται ως εξής: «από έναν μεγάλο σοφό σαν εσένα, θα ήθελα να μάθω γιατί συμβαίνει όλο αυτό: δε νομίζεις ότι είναι ακατάλληλο να γελάς με το θάνατο ενός ανθρώπου, με μίαν ασθένεια, με το παραλήρημα, την αγωνία, τη μελαγχολία, τη δολοφονία και ακόμα χειρότερα να μην ευτυχείς στους γάμους και στις γεννήσεις, στα μυστήρια, στην απόδοση τιμών και σε οποιοδήποτε άλλο καλό πράγμα; Εσύ όμως γελάς με αυτά που πρέπει να κλαις και χλευάζεις όλα όσα είναι πηγές χαράς: για σένα δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ καλού και κακού».

«Ορθώς μιλάς Ιπποκράτη», αποκρίθηκε ο Δημόκριτος, «αλλά ακόμα δεν ξέρεις την αιτία του γέλιου μου. Όταν τη γνωρίσεις, είμαι βέβαιος ότι θα μεταφέρεις στις αποσκευές σου μια βέλτιστη θεραπεία, θα πάρεις μαζί σου το γέλιο μου για φάρμακο, για την πόλη σου και για τον εαυτό σου … Εγώ γελώ μόνο με συγκεκριμένο άνθρωπο, το γεμάτο ανοησία, άδειο από ορθές και δίκαιες πράξεις, που είναι παιδαριώδης σε όλες τις προσδοκίες του, που υπομένει τη χειρότερη δουλεία χωρίς να αποκομίζει ουδένα όφελος ή πλεονέκτημα, που με τις απεριόριστες επιθυμίες του ταξιδεύει τη γη στα σύνορά της και διεισδύει στις τεράστιες κοιλότητές της, που λιώνει ασήμι και χρυσό και δε σταματά να συσσωρεύει, να αποκτάει όλο και περισσότερα και να γίνεται όλο και μικρότερος. Γελάω με τον άνθρωπο που δεν ντρέπεται να θεωρείται ευτυχής επειδή σκάβει τα βάθη της γης με τα χέρια αλυσοδεμένων ανδρών. Ανδρών που κάποιοι πεθαίνουν με την κατάρρευση των χωμάτων, ενώ άλλοι ζουν σ’αυτή τη φυλακή σα να’ταν η πατρίδα τους. Μερικοί αγοράζουν σκύλους, περισσότερα άλογα, άλλοι σηματοδοτούν μια μεγάλη περιοχή θέλοντας να γίνουν κύριοι τεράστιων εδαφών, ενώ δεν είναι καν άρχοντες του εαυτού τους. Προσπαθούν να παντρευτούν μια γυναίκα που σύντομα αποδιώχνουν, ερωτεύονται και μετά μισούν, γεννούν παιδιά με περισσή επιθυμία και έπειτα τα αποδιώχνουν κι αυτά. Αδικούν και βλάπτουν, αλλά βρίσκουν κάτι, παράλογο ή ανώτερο, για να δικαιολογήσουν την πράξη τους. Ενώ δεν εκτιμούν την αρετή θυμώνουν που η κακία μιλάει ελεύθερα. Πες μου Ιπποκράτη, σε τι διαφέρει αυτή η άλογη αγωνία απ’ την τρέλα;»

«Γελώ με τους ανθρώπους που παλεύουν με το ίδιο τους το είδος. Αντί να επιλέξουν την ειρήνη, τοποθετούν παγίδες, σκοτώνουν τους άρχοντές τους, φθονούν την κυριαρχία του Δήμου … Αν δεν έχουν αγαθά, θέλουν να τα κατέχουν, όταν τα κατέχουν τα αποκρύβουν και τα κάνουν αόρατα. Γελάω ακόμη περισσότερο με εκείνους που έχουν κάποια ατυχία και πονούν επειδή έχουν παραβιάσει τους ιερούς νόμους της αλήθειας, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους λυσσαλέα, βυθισμένοι στο αμοιβαίο μίσος … Που μετατρέπουν άχρηστα κι άψυχα πράγματα σε πλούτο, που αγοράζουν αγάλματα για ιδιωτική θέα, επενδύοντας όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, γιατί “φαίνεται ότι το άγαλμα έχει τη λέξη”, αλλά φθονούν εκείνους που μιλούν πραγματικά και τελικά δεν αγάλλονται. Όταν ζουν σε ξηρά, θέλουν τη θάλασσα και αν ζουν σε νησί λαχταρούν την ξηρά. Γελώ με όσους διαστρεβλώνουν κάθε τι για να δικαιολογήσουν την ακόρεστη επιθυμία τους. Φαίνεται ότι στον πόλεμο επαινούν το θάρρος, αλλά στην καθημερινή ζωή ξεχνούν, περιφρονούν την αριστεία, τούς νικά η άμετρη ευχαρίστηση, η βουλιμία κι όλα τα κακά απ’ τα οποία πάσχουν…»

«Είσαι πραγματικά στενόμυαλος κι απέχεις πολύ απ’ τη σκέψη μου, Ιπποκράτη, αν μέσα στην άγνοιά σου δεν αναζητάς το μέτρο της αταραξίας και της ταραχής. Μάθε πως ταξίδεψα μακριά, γνώρισα πολλές χώρες και κλίματα, άκουσα πάμπολλους μορφωμένους ανθρώπους, όμως στη σύνθεση σχημάτων που συνοδεύονται από απόδειξη κανείς ως τώρα δε με ξεπέρασε. Στην τρέλα τους, οι άνθρωποι εξαπατώνται από πράγματα τετριμμένα, τα οποία θεωρούν σταθερά, κρίνουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την άτακτη κίνησή τους. Λησμονώντας όλα τα κακά που τους χτυπούν, και που κατά καιρούς προκαλούν μεγάλο πόνο, σύντομα αναζητούν ξανά τη βλάβη και κατακλύζονται από κακοτυχίες. Αν κάποιος ενδιαφέρεται να κάνει τα πάντα σύμφωνα με τις δυνάμεις του, διατηρεί τη ζωή του αδιασάλευτη, γνωρίζοντας σε βάθος τον εαυτό του, δηλαδή κατανοώντας διεξοδικά και καθαρά ποια είναι η σύνθεσή του».

Ο αρχαίος ιατρός αφού προηγουμένως συνομίλησε αρκετά με το φιλόσοφο, κατάλαβε το χάρισμά του, αντιλήφθηκε δηλαδή τον ακρογωνιαίο λίθο της υποτιθέμενης τρέλας, την πολυμάθεια, την τραχιά και προκλητική του αγνότητα. Έτσι, στο τέλος της ιατρικής επίσκεψης, του απαντά: «Δημόκριτε, ήρθα εδώ σ ’εσένα, για να χορηγήσω ελλέβορο[3] σε έναν τρελό […] μόλις όμως σε συνάντησα και μιλήσαμε, δε διέγνωσα το έργο της τρέλας, αλλά την ικανότητα ενός ανθρώπου να κατανοεί τα πράγματα σε βάθος […] τώρα κατηγορώ εκείνους τους τρελούς που μ’ έφεραν σ ’εσένα».

Ενίοτε τα βιβλία επιστρέφουν στους εξαίσιους προσωκρατικούς και τότε το φως διαπερνά τους τοίχους των «πανδημικών» σπιτιών. Ο χρόνος σταματάει, έστω για λίγο. Η σοπράνο σιωπά και ακούγεται μόνο ο θεραπευτικός γέλωτας του Δημόκριτου που προκαλεί σε ακροβασίες: ανάμεσα στην ιλαρότητα και τον θυμό, στη ζήλεια και το θαυμασμό, στην απάθεια και την έξαψη … Μέχρι να σβήσει η απόλαυση και να επιστρέψει το κλάμα του Ηράκλειτου, ο αναστοχασμός των παθών και το «μέτρον άριστον» γίνονται πολύτιμες υπενθυμίσεις της ανθρώπινης ατέλειας. Γελώντας η λυτρωτική πορεία, που κάποτε χαράσσει ο αυτοσαρκασμός, διαγράφεται καθαρότερα και το ελληνικό φως είναι άριστος οδηγός.


[1] Ψευδο-ιπποκράτης, Το γέλιο και η τρέλα, Επιστολές εκδ. Άγρα, Αθήνα 1999 και Ippocrate, “Lettere sulla follia di Democrito”, Liguori Editore, 1998.

[2] Για τον Δημόκριτο, όπως και για τον δάσκαλό του, τον Λεύκιππο, υπάρχει το μη ὄν όσο και το ὄν. Στην πραγματικότητα υπαρκτά είναι μόνο τα άτομα και το κενό· η γνώση, μέσω των αισθήσεων, είναι αποκύημα της φαντασίας του ανθρώπου.

[3] O ελλέβορος είναι δηλητηριώδες φυτό με ισχυρή ναρκωτική και παραισθησιογόνο δράση, γνωστό από την αρχαιότητα και καταγεγραμμένο από τον Πλίνιο και τον Λουκιανό.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;