21.7 C
Athens
Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΟ περιπλανώμενος άστεγος με την αμνησία | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Ο περιπλανώμενος άστεγος με την αμνησία | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Ο περιπλανώμενος άστεγος με την αμνησία | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Μπήκα στο τρένο μετά από μια επίσκεψη σε φίλη μου στην Άνω Κηφισιά (υπάρχει τέτοιο πράγμα;). Ο δίχρονος εγγονός ξύπνιος και λαλίστατος. Συζητούσαμε με την κόρη της πόσα διπλά και τρίδιπλα κάγκελα πρέπει να παραγγείλουν για να μην σκαρφαλώνει το μικρό πιθηκάκι. Αγωνίες… Καθείς και τα όπλα του. Καθένας με το πρόβλημά του. Μετά κατέβηκα με τα πόδια στον πάλαι ποτέ «τροχονόμο» της Κηφισιάς για να πάρω το λεωφορείο. Πλην όμως, φευ, ατυχήσαμε όλοι οι αναμένοντες ως μωρές παρθένες κι ο …Γκοντό οδηγός λεωφορείου δεν ερχότανε. Τέσσερις γραμμές και καμία δεν λειτουργούσε. Μετά το πρώτο μισάωρο πήρα τα πόδια μου βαριά και με κατεβασμένο το κεφάλι, κατηφόρισα προς τον Ηλεκτρικό για να κατέβω Αττική, να αλλάξω συρμό προς Ελληνικό, να κατέβω Πανεπιστήμιο, να ανηφορίσω Χαριλάου Τρικούπη, να αράξω σπίτι μου μετά από καμιά ωρίτσα…

Η «ενσυναίσθηση» και η «εμπάθεια» φαίνεται πως έχουν κάποια υπόγεια σύνδεση, άλλως πως δεν εξηγείται ούτε εκείνο το αγγλικό “empathy” μήτε η κακεντρέχεια κάποιων ανθρώπων απέναντι σε κάποιους αναξιοπαθούντες ή μη συμπολίτες τους στα ούτως ή άλλως δύσκολα χρόνια της Κρίσης που περνάμε με το κεφάλι ψηλά. Λέμε τώρα!


Πρώτα μπήκε ένας απροσδιορίστου καταγωγής (κάτι μεταξύ Ινδονησίου και Αφρικανού) με σκούρο δέρμα κι ένα μονάχα κάτασπρο δόντι στο πάνω μέρος του άδειου στόματος. Λιπόσαρκος καχεκτικός και σε πανικό. «Πεινάω ρε, πεινάω ρε…», έλεγε συνέχεια σα χαλασμένο γραμμόφωνο. «Εσύ όλο πεινάς, όλο πεινάς», του λέει άσπλαχνα μια κοντή μεσόκοπη με περμανάντ πολυκαιρισμένη που είχε πάρει τα «πάνω της» σα να είχε βάλει το δάχτυλο με καρφί στην πρίζα και δεν είχε στον παλιό πίνακα με τις ασφάλειες από βακελίτη το απαραίτητο πια ρελαί δαιφυγής. Αχ, εμείς πώς θα διαφύγουμε από αυτό το λούκι που βρεθήκαμε εκόντες-άκοντες; «Σταματήστε τη γη να κατέβω» έγραφε κάποιος απελπισμένος σε έναν τοίχο με μια μαύρη μπογιά που είχε πάρει να μουχλιάζει.


Ο περιπλανώμενος άστεγος με την αμνησία | Του Κωνσταντίνου Μπούρα


Ο επόμενος όμως που μπήκε ήταν πραγματικά αξιολύπητος, ακόμα πιο αξιολύπητος από τον προηγούμενο, αν υπάρχει κλιμάκωση στη δυστυχία. Και βέβαια  υπάρχει. Οι σύγχρονοι «Άθλιοι των Αθηνών» σίγουρα κυμαίνονται από το μείον ένα έως το μείον άπειρο, ενώ εμείς οι υπόλοιποι μικρομεσαίοι μάταια ελπίζουμε να ξεκολλήσουμε από το συν πέντε, αφού στο «δέκα το καλό» ελάχιστα σκαρφαλώνουν, έρπουν, αναρριχώνται ή γεννιούνται…


Αυτός ο συμπαθής πολίτης του κόσμου ήταν «νέος», αν σημαίνει βέβαια κάτι αυτό για ένα σώμα κατατρυπημένο από τα τατουάζ, με χαλκάδες παντού (στη μύτη, στα αυτιά, στον αφαλό, στα γεννητικά όργανα που ξεκρίνονταν μέσα από κάτι τρύπια παντελόνια, ενώ τα καλάμια των ποδιών του έπλεαν μέσα σε κάτι χειμωνιάτικα αναρριχητικά άρβυλα, λυμένα τα κορδόνια, πεσμένοι οι σφυγμοί, χαμένο το κορμί, γυρνούσε άσκοπα εδώ κι εκεί, σαν πεταλούδα σε λάμπα θυέλλης και σκόρπιζε λόγια αχαμνά:


«δεν είμαι τοξικομανείς, δεν είμαι άστεγος καλοί μου άνθρωποι… με έκλεψαν, πορτοφόλι, ταυτότητα, πιστοποιητικά, φοιτητής είμαι ήμουν δηλαδή, πήγα στο σταθμό Λαρίσης να μου βγάλουν ένα εισιτήριο να γυρίσω σπίτι μου… αλλά τι να σου κάνουν οι εταιρείες, έκαναν ότι δεν κατάλαβαν, τι τους ένοιαζε; Αδιαφορία, καθένας κοιτάει το τομάρι του… Βοηθείστε με καλοί μου άνθρωποι, έστω δέκα λεπτά, να μαζέψω λεπτά, να αγοράσω ένα εισιτήριο, να γυρίσω σπίτι μου…»


Ήταν τόσο άπλυτος κι έμοιαζε αποκρουστικός με τόσα τατουάζ που έβγαζαν γλώσσες πύρινες, τέρατα της Κολάσεως που κατάντησε η ζωή μας, σε αυτή την επίγεια φυλακή που αναζητούμε μετά μανίας όχι πια να ζήσουμε αλλά να επιβιώσουμε μέχρι το θάνατό μας, να χτίσουμε ένα παράδεισο πριν, να γελάσει το χειλάκι μας κι εμάς βρε αδερφέ, να ξαποστάσουμε, να γείρουμε στο προσκεφάλι μας ευτυχισμένοι, ανακουφισμένοι έστω…


Βγαίνοντας στην Πανεπιστημίου αντιλήφθηκα ότι αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα με ακολουθούσε αρκετά πίσω, τελευταίο στις κυλιόμενες σκάλες. Τον άκουσα να μονολογεί: «Άντε να δω εγώ πότε θα πάω σπίτι μου!». Αυτή η αυθόρμητη έκκληση για βοήθεια από το σύμπαν φαίνεται ότι με συντάραξε. Έφαγα μια φτερούγα από μπαγιάτικο κοτόπουλο, μια κουταλιά σκορδαλιά (για την πίεση) και ξεράθηκα στον ύπνο.


Γύρω στις τρεις και τέταρτο τη νύχτα ξύπνησα από έναν εφιάλτη: ήμουνα λέει σε μιαν άλλη, άγνωστη έκτη ήπειρο, εκεί που οι πόλεις στο χάρτη είχαν περίεργα ονόματα, άλλοτε μόνο σύμφωνα και πολλά φωνήεντα (πολλά υ-γκρεκ, ύψιλον, γιώτα, δίγαμα, δεν ξέρω). Η κοπέλα πίσω από το τζάμι ασφαλείας του σταθμού (ή μήπως ήταν ξενοδοχείο, νοσοκομείο, διαμετακομιστικό κέντρο;)… η κοπέλα λοιπόν προσπαθούσε να με εξυπηρετήσει με ένα ψυχρό καλοσυνάτο βλέμμα σπουδαγμένης ψυχολόγου-κοινωνικής λειτουργού-ανθρωπολόγου-ειδικευμένης στην εξωγήινη νοημοσύνη ίσως… Εγώ δεν είχα μαζί μου κανένα χαρτί, τίποτα από «ταξιδιωτικά έγγραφα», δεν μπορούσα να διαβάσω τη γραφή τους, δεν μιλούσα τη γλώσσα τους και το κυριότερο: δεν θυμόμουνα από πού ερχόμουν, αμνησία, πλήρης. Μήτε χώρα, μήτε εθνότητα, μήτε γενέθλια γη. Τίποτα. Ένας άνθρωπος χωρίς ρίζες. Ξεπατωμένος. Εξαντλημένος. Αηδιασμένος. Το μόνο που έλεγα στη γλώσσα μου (μια πρόταση που δεν φαινόταν να καταλαβαίνει κανείς, ή μήπως έκαναν ότι δεν καταλαβαίνουν;): «θέλω να γυρίσω στην Αθήνα, θέλω να γυρίσω στην Αθήνα».


Ξύπνησα από το σκύλο, που ως φαίνεται είχε τρομάξει από τις κραυγές μου και είχε σκύψει πάνω από το μαξιλάρι και με έγλυφε. Το στόμα μου είχε γίνει τσαρούχι από τη σκορδαλιά, το μπαγιάτικο ψημένο κοτόπουλο και την αγωνία. Ήπια ένα ολόκληρο μπουκάλι κρύο νερό (το ψυγείο δεν τα παγώνει πια, έχει αρχίσει να τα φτύνει κι αυτό) και βγήκα με τις πυτζάμες στους δρόμους. Έψαχνα με αγωνία τον άστεγο εκείνον με τα τατουάζ και την αμνησία, όχι για να τον ελεήσω, αλλά να τον φέρω σπίτι μου να τον κοιμίσω, τουλάχιστον μέχρι να θυμηθεί ποια είναι η πατρίδα του και πώς γυρνάνε εκεί. Όμως άφαντος, πουθενά. Ένας αστυνομικός με σταμάτησε, μου ζήτησε ταυτότητα, δεν είχα μαζί μου, του είπα, μόνο τα κλειδιά, βγήκα βιαστικά… Έδειξε κατανόηση, με πήγε μέχρι το σπίτι με το μηχανάκι του και με άφησε, αφού βεβαίως πρώτα βεβαιώθηκε ότι ξεκλείδωσα την εξώπορτα και μπήκα στο ασανσέρ.

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

Ο περιπλανώμενος άστεγος με την αμνησία | Του Κωνσταντίνου Μπούρα


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;