23.8 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΟ συνταξιούχος καρκινοπαθής επιπλοποιός μένει πλέον μόνιμα στα πολυσύχναστα βράχια της Βάρκιζας

Ο συνταξιούχος καρκινοπαθής επιπλοποιός μένει πλέον μόνιμα στα πολυσύχναστα βράχια της Βάρκιζας

Ο συνταξιούχος καρκινοπαθής επιπλοποιός μένει πλέον μόνιμα στα πολυσύχναστα βράχια της Βάρκιζας 


Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Πέθανε πια η γυναίκα του. Πόσο ν’ αντέξει η έρμη; Δέκα χρόνια κατάκοιτη. Δυο γυναίκες χρειαζόντουσαν να τη γυρίσουν για να μην «τρυπήσει» και σαπίσει ζωντανή στον πάνω κόσμο και τραβήξει η βρώμα της τα σκυλιά. 


Τα λιγοστά χρήματα που είχαν μπει στη μπάντα με χίλιους κόπους και στερήσεις εξανεμίστηκαν κι αυτά. Τα δυο παιδιά μετανάστες, παντρεμένα, στον Καναδά η μία, στην Αυστραλία ο άλλος, εργάτες ήτανε κι αυτά, άντε, τεχνίτες έστω, δεν μπορούσαν πια να βοηθήσουν. Και στην κηδεία με το ζόρι ήρθαν. Πού να πληρώνεις αεροπορικά στις μέρες μας;


Εκείνος είχε δουλέψει σαράντα χρόνια επιπλοποιός σε μια υπόγεια (κυριολεκτικά) βιοτεχνία, είχε κολλήσει ένσημα βαρέα κι ανθυγιεινά, θα μπορούσε να είχε βγει νωρίτερα στη σύνταξη, αλλά τι να κάνει; Παρέα στη γυναίκα του, στο δίπλα μαξιλάρι να σαπίζουν μαζί σαν φαραώ σε κοινή σαρκοφάγο; Τα χημικά και τα λούστρα και οι μπογιές, ειδικά εκείνες που ψεκάζονταν, του είχαν ρημάξει τα πνευμόνια. Έλα μου όμως που η συνήθεια είναι μεγάλη θεά και τον είχε σκλαβώσει για πάντα στον τροχό της Ανάγκης! Άσε που όλα αυτά τα χημικά λειτουργούν εθιστικά. «Σαν πρέζα, παιδί μου, ένα πράμα! Τις Κυριακές που δεν πάω στη δουλειά πνίγομαι! Τα Σάββατο όλο και κάτι βρίσκω να ψευτομαστορέψω, στη ζούλα βέβαια, εννοείται», έλεγε σε κάτι φίλους του στο καφενείο που παίζανε χαρτιά: πρέφα, θανάση και τα λοιπά.


Όμως όταν πέθανε η γυναίκα του, όταν είδε το χώμα, την πρώτη φτυαριά να προσγειώνεται στο ζαρωμένο πρόσωπο που τόσο είχε αγαπήσει και κάποτε φιλούσε μετά μανίας μέρες και νύχτες ατελείωτες, εεε, τότε, εκείνη τη στιγμή, ένιωσε ένα λαγήνι να σπάει μέσα του, πόνεσε, κρατήθηκε να μην ουρλιάξει, βόγκηξε όμως σαν πληγωμένο θηρίο, σαν ελάφι που το βρήκε το βόλι του κυνηγού στο στήθος την ώρα που έσκυψε στην πηγή να πιει γάργαρο νερό…


Τα παράτησε όλα, πούλησε το σπίτι, έβαλε τα λεφτά στην τράπεζα στον κοινό λογαριασμό των παιδιών του, που τους είχε ανοίξει όταν πήγαιναν στο Γυμνάσιο (χρυσά χρόνια εκείνα, οι δουλειές πήγαιναν πρίμα, όλο και κάτι περίσσευε)… Τους έστειλε ένα γράμμα. Το ίδιο και στους δύο με καρμπόν: «Είμαι βαριά καρκινοπαθής. Οι γιατροί μού δίνουν έξι μήνες ζωή, μάξιμομ!!! Πούλησα το σπίτι κι έβαλα τα λεφτά στην τράπεζα, στο λογαριασμό σας, να τα βρείτε όταν τα χρειαστείτε. Για μένα μη νοιαστείτε. Θα με θάψει η βρώμα μου. Φεύγω τώρα. Προς άγνωστον κατεύθυνσιν. Μην με αναζητήσετε. Προς Θεού! Θα με ταράξετε. Θα μου χαλάσετε τις τελευταίες ωραίες αναμνήσεις μου από τη γη».


Ο συνταξιούχος καρκινοπαθής επιπλοποιός μένει πλέον μόνιμα στα πολυσύχναστα βράχια της Βάρκιζας


Πήγε και πήρε λοιπόν μία σκηνή, από τις καλές, με αντοχή, «χοντρική! Εννοείται…», είχε τις άκρες του αυτός, πάντα «κύριος του εαυτού του», αξιοπρεπής και τα συναφή… Αγόρασε γκαζάκι, είδη εξοχής, καρέκλες, τέσσερις και τραπέζι στρογγυλό, με τρύπα στη μέση, για να μπαίνει η ομπρέλλα θαλάσσης και τάβλι βεβαίως, αδιάβροχο. Είχε και σκάκι, αλλά δεν το χρειαζότανε. Πού πια υπομονή; Παιχνίδι για όσους νομίζουν ότι θα ζήσουν αιώνια, σαν τα ψηλά βουνά. Αγόρασα και κάτι ληγμένα μπισκότα που τα έριχνες στον τοίχο και γυρίζανε, ανέπαφα. «Τι θα πάθω περισσότερο; Ο καρκίνος προχωρεί ακάθεκτος!». Του είχαν μείνει κάτι ελληνικούρες από τα διαβάσματά του, στη ζούλα, όταν ήταν παιδί, κάτω από τον καναπέ, με το κερί, μία φορά παραλίγο να βάλει φωτιά κι έφαγε της χρονιάς του από τη μάνα του, ο πατέρας του μονίμως απών, ναυτικός, νταλικέρης ή κάτι τέτοιο, οι απόψεις διΐστανται… κάθε φορά κι άλλο παραμύθι άκουγε. «Μπα, μετανάστης θα ήταν, στην Αστόρια, δίχως άλλο! Και μια μέρα θα τον δούμε να γυρίζει, φάντης μπαστούνης μπροστά μας, τσακισμένος από τα χρόνια, τη σκληρή δουλειά και με μια παχουλή σύνταξη…», αυτά ήθελε να σκέφτεται από μικρός, να παρηγοριέται και να αποκοιμιέται με έναν μικρό αναστεναγμό αδέσποτου σκύλου που του είχε πέσει βαριά η καλογερική και σκεφτότανε να ζευγαρώσει, να νοικοκυρευτεί για να προκόψει…


Τώρα έστησε τη σκηνή του στα πολυσύχναστα βράχια της Βάρκιζας, λίγο μετά το Riba’s, εκεί που έχει και κάτι θαλασσινές σπηλιές, περιζήτητες το καλοκαίρι με τον ήλιο να βράζει αυγό στο κούτελο!


Κάλεσε και κόσμο: φίλους από παλιά. Να τους τρατάρει μπαγιάτικο καφέ με ληγμένα μπισκότα, να παίξουν τάβλι, να θυμηθούν ιστορίες από το στρατό, να πούνε ανέκδοτα, να ξεδώσουν βρε αδερφέ! Μιζέρια; Μάλλον όχι. Δεν ξέρετε τι λέτε! Γιατί «το καλό έρχεται πάντα στο τέλος» και «τα στερνά νικούν τα πρώτα». Τον ερωτεύτηκε μια φοιτήτρια, μικρότερη από την κόρη του, που θα μπορούσε να ‘ναι κι εγγονή του ακόμα. Τον πρόσεξε, τον περιέθαλψε, του μαγείρευε καθημερινώς και του τα πήγαινε δυο-δυο τα ταπεράκια… Τα σαββατοκύριακα, εννοείται, κατασκήνωνε μαζί του «παρά θίν’ αλός», έτσι το έλεγε… «Γραμματισμένοι, παιδί μου, άλλο πράμα…».


Έτσι πέρασε μία άνοιξη κι ένα καλοκαίρι θανατερό, με τόση ζέστη και καπνούς από τα καμμένα βουνά γύρω-γύρω που σου ερχόταν να πεθάνεις από απελπισία. Όμως εκείνος άντεξε. Γελούσε, γυρνούσε, ψάρευε, ερωτοτροπούσε, χαριεντιζόταν, κέρναγε, τράταρε μπισκότα και καφέ τους πάντες. «Κάνω το συχώριο μου ενόσω είμαι ζωντανός», αστειευόταν, μα κανείς δεν γέλαγε. Αστείο πράμα ο θάνατος; Δεν είναι.


Γιόρτασε έτσι και την εικοστή ογδόη Οκτωβρίου. Η φίλη του δεν ήρθε, γιατί λόγω της παρέλασες δεν περνούσαν συγκοινωνίες από το Σύνταγμα. Μόνο με λεωφορείο πήγαινες τότε εκεί (θα ήταν το σωτήριο έτος 2005, αμέσως μετά την Ολυμπιάδα κι όλοι είμασταν πεπεισμένοι ότι «λεφτά υπάρχουν για πάντα – να φάνε κι οι κότες).


Τη νύχτα εκείνη έπεσε βαριά μπόρα. Κι αμέσως μετά ανεμική. Ο βοριάς τα σήκωσε όλα. Το πρωί πήγε έντρομη η φοιτήτρια να δει τον άστεγο προστατευόμενό της. Τίποτα. Τα υπάρχοντά του σκορπισμένα, διάσπαρτα παντού στα βράχια, όμως ο ίδιος πουθενά. Πτώμα παντού. Σα να αναλήφθηκε εις τους ουρανούς. «Θα έβαλε καμιά πέτρα στο λαιμό του και θα φούνταρε στα βαθιά», είπαν οι πλέον απαισιόδοξοι και διέγνωσαν ότι σύντομα θα βρεθεί η σορός του. Όμως δεν βρέθηκε τίποτα, ποτέ, ακόμα… Σα να ήρθε ένα μεγάλο ψάρι από μακριά, ένα θηλαστικό του Ατλαντικού ας πούμε, ένα μυθικό τέρας της Αποκάλυψης, να τον κατάπιε και να τον πήρε μακριά, μαζί του, για πάντα. «Ήταν τόσο γλυκούλης, που ακόμα και το θαλάσσιον κήτος θα τον ηγάπησε» είπε μια θεούσα, που του άναβε συχνά κερί κι έγραφε πάντα τ’ όνομά του «υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δούλου Σου…». Όμως εκείνος είχε αναπαυθεί πριν αποθάνει. Είχε ζήσει τον παράδεισο οκτώ μήνες επί γης και τώρα αναπαυόταν ποιος ξέρει που, σε κάποια θαλασσινή σπηλιά, σε ένα μπουντρούμι που θα είχε σκάψει ο ίδιος με τα έμπειρα σκληραγωγημένα από τη δουλειά χέρια του… Ποιος ξέρει; Το σίγουρο είναι ότι δεν θα τον βρούνε ποτέ, γιατί δεν υπήρχε, δεν είχε ζήσει ποτέ. Ένας επισκέπτης ήταν από άλλη χωροχρονική πύλη, που βρέθηκε εκεί κατά λάθος κι έκανε τουρισμό στη γη για οκτώ συναπτούς μήνες μέχρι να έρθουν οι δικοί του με τα σκάφη και να τον πάρουν. Τι να πει κανείς; Σταματάει το μυαλό του ανθρώπου μέσα σε τόση δυστυχία. Έρρωσθε!!!

Ο συνταξιούχος καρκινοπαθής επιπλοποιός μένει πλέον μόνιμα στα πολυσύχναστα βράχια της Βάρκιζας

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;