17.2 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΟ θρίαμβος του Λόγου: Μακεδονία, καταλήψεις, "κοινωνικός αυτοματισμός". Του Αθ. Γεωργιλά

Ο θρίαμβος του Λόγου: Μακεδονία, καταλήψεις, “κοινωνικός αυτοματισμός”. Του Αθ. Γεωργιλά

Δημοκράτες είστε και φαίνεστε
(σύνθημα αναρχικών στις καταλήψεις του πολυτεχνείου 1995)
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ασφαλώς τους «αγανακτισμένους πολίτες» του ΠΑΣΟΚ και τις επιθέσεις τους κατά των αναρχικών και των φοιτητών στις καταλήψεις και τις πορείες τη δεκαετία του ’80. Λίγα χρόνια αργότερα το φαινόμενο αυτό πήρε καθολικές διαστάσεις και επεκτάθηκε κατά κάθε αγωνιζόμενη συντεχνιακή ομάδα -αλλάζοντας ασφαλώς τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά: από την ωμή βιαιοπραγία στην κοινωνική δηκτικότητα και την πολιτική απομόνωση- και έλαβε μορφή και εφαρμογή στο εφεύρημα του όρου «κοινωνικός αυτοματισμός».
Η πρώτη εφαρμογή της στρατηγικής αυτής έγινε από την κυβέρνηση Σημίτη και τον τότε κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Ρέππα για να αντιμετωπιστούν οι αγροτικές κινητοποιήσεις του 1997. Το στρατήγημα ήταν απλό και για τον λόγο αυτό ευφυέστατο: αντί το κράτος να χρεώνεται το κόστος της καταστολής, ανελάμβαναν δράση οι δημοσιογράφοι και οι «ευυπόληπτοι πολίτες», οι οποίοι διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους μπροστά από τις κάμερες για τις καταστρεπτικές επιπτώσεις των συντεχνιακών αγώνων στο κοινωνικό σύνολο – ακόμα και της υλοποίησης των αιτημάτων τους. Τη σκυτάλη έπαιρναν μετά με ενθουσιασμό ανώνυμοι πολίτες οι οποίοι μπροστά στον τηλεοπτικό φακό παρουσιάζονταν ως θύματα κακοποίησης των αγωνιστικών κινητοποιήσεων και εκλιπαρούσαν τη κυβέρνηση να λάβει μέτρα για τον τερματισμό της φαυλότητας. Λίγο μετά, με ή χωρίς την παρέμβαση της κρατικής καταστολής, το σκηνικό της εκτόνωσης που είχε στηθεί ευνοούσε τους συντεχνιακούς ηγέτες να διαπραγματευτούν -ευνοϊκούς για τους ίδιους- όρους συμφωνίας, και οι κινητοποιήσεις έληγαν, αφήνοντας κάποιους μεμονωμένους να ωρύονται για «προδοσία του αγώνα» και τους συνδικαλιστές σε ρόλο νέου Μακ Άρθουρ να ξεστομίζουν κούφιες απειλές  ότι του χρόνου «θα ξαναγυρίσουν».
Το σενάριο αυτό βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε μια αυθεντικά χομπσιανή ιδέα ότι η κοινωνία αποτελεί ένα σύνολο ανταγωνιζομένων (και όχι συνεργαζόμενων) μερών -κατά βάση ατόμων- των οποίων η μερική δράση επηρεάζει δυσμενώς την ανάπτυξη των υπολοίπων. Σε αυτή την απολυτοκρατική «πάλη των επιμέρους» το κράτος επιτελεί τον ρόλο του διαιτητή ή του τροχονόμου, δείχνοντας το σημάδι του στοπ σε όσες επιμέρους ομάδες παραβιάζουν τους κανόνες της ευνομίας ή αναπτύσσουν ταχύτητες πέραν του επιτρεπτού.  Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη ώστε το ίδιο έργο επαναλήφθηκε εκατοντάδες φορές, έως και τις πρόσφατες ημέρες μας, με διαφορετική κάθε φορά πρωταγωνίστρια κοινωνική ομάδα (μαθητές, αγρότες, απεργούς, καθηγητές, ταξιτζήδες, βενζινοπώλες κλπ), αλλά με ισόβια πάντοτε διορισμένη την κατηγορία των τιμητών: αγανακτισμένοι δημοσιογράφοι, ευυπόληπτοι πολίτες, και κυβερνητικοί εκπρόσωποι.
Η πανουργία της στρατηγικής του «κοινωνικού αυτοματισμού» έχει να κάνει με την ανάδειξη της γενικής βούλησης σε υπέρτατο αγαθό. Επειδή η «γενική βούληση» σε συνθήκες μαζικής κοινωνίας δεν έχει καμμία σχέση με την πολιτειότητα της volonté générale του Rousseau, αποτελεί μέγεθος που υποστασιοποιείται στο πρόσωπο της κυβέρνησης. Κάθε επιμέρους ομάδα που αντιδρά στην κυβέρνηση εκλαμβάνεται, σύμφωνα με τον στοχασμό του Rousseau, ως «εγωιστική», και θεωρείται ότι στρέφεται κατά του συνόλου. Η επιτυχία της στρατηγικής του «κοινωνικού αυτοματισμού» ήταν ότι ενσωμάτωσε τα ιδεολογικά εργαλεία που είχαν τεθεί για τη χειραφέτηση του πολιτικού σώματος στρέφοντάς τα εναντίον του, και μάλιστα στο όνομά του.
Το διάστημα που χωρίζει το σήμερα από τις δεκαετίες που εφαρμόστηκε ο «κοινωνικός αυτοματισμός» (1980-2000) είναι αρκετά μικρό και η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να βρίσκεται υπό το καθεστώτος του σοκ και της βίαιης αναδιανομής του πλούτου προς τα πάνω για να το έχει εκτιμήσει ιστορικά, δηλαδή αντικειμενικά. Η επανασχεδίαση του πολιτικού χάρτη δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.  Είναι φυσιολογικό λοιπόν η μνήμη να μην έχει επεξεργαστεί πλήρως τη σημασία και τη φθορά που ο «κοινωνικός αυτοματισμός» έχει προκαλέσει στο κοινωνικό σώμα. Όπως πολύ συχνά ως πρόσωπα ξεχνάμε τα πολύ κοντινά τραύματα, ή δεν τα αποτιμούμε με την σημασία τους κατά τη στιγμή που συμβαίνουν, έτσι και ως κοινωνία δε έχουμε ακόμα αντιληφθεί την αλλοίωση που έχει επιφέρει ο κοινωνικός αυτοματισμός στο κοινωνικό σώμα και την ενσωμάτωσή του στη καθημερινή πρακτική. Στην περίπτωση που εξετάζουμε για τις «μακεδονικές» μαθητικές καταλήψεις, ο κοινωνικός αυτοματισμός έχει τεθεί σε λειτουργία από φορείς που υποτίθεται ότι ήταν τα προηγούμενα χρόνια τα θύματά του. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι ο τρόπος και η φυσιογνωμία του κοινωνικού αυτοματισμού έχει λάβει ένα ριζικά διαφορετικό χαρακτήρα από εκείνο που είχε πριν μερικές δεκαετίες. Το ίδιο φαινόμενο άλλωστε διαπιστώσαμε το φετινό καλοκαίρι στη περίπτωση της εκατόμβης στο Ματι, όταν στο στόχο του κοινωνικού αυτοματισμού τέθηκαν οι ίδιοι οι πυρόπληκτοι.  Ο λόγος για αυτές τις ποιοτικές αλλαγές δεν είναι άλλος από την επίδραση της «κρίσης» στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Η χρήση του όρου «κρίση» έχει περισσότερο αξία να περιγράψει μια περίοδο της ιστορίας που γράφει η σύγχρονη Ελλάδα και να τη διακρίνει από τις υπόλοιπες (μετεμφυλιακή, επταετία, μεταπολίτευση), παρά να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει αμιγώς οικονομικούς όρους και συνθήκες. Έτσι η περίοδος της ελληνικής κρίσης αποτελεί στάδιο μετάβασης από την προηγούμενη στη νέα εποχή, με ένα νέο «πνεύμα του λαού», και με νέα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά δεδομένα – ενδεχομένως και γεωστρατηγικά. Παρόλο που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα το στάδιο μετάβασης τα πρώτα της σημάδια είναι πλέον αρκετά ορατά ώστε να σχηματίσει κανείς άνετα συγκρίσεις της προ-κρίσης περιόδου με την μετα-μεταπολιτευτική. Ένα τέτοιο στοιχείο για παράδειγμα αποτελεί η νέα μορφή που έχει λάβει η δεξιά ατζέντα όσο και ο πολιτικός προσανατολισμός της αριστεράς. Όσον αφορά τη τελευταία αυτή δεν αποτελεί πλέον πολιτικό χώρο υπό διωγμό. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι μετά την εφαρμογή των πολιτικών της πολυπολιτισμικότητας και την ενσωμάτωσή τους στον νομικό κώδικα αυτός που διώκεται πλέον είναι ο ιδεολογικός χώρος της δεξιάς. Υπερβάλουμε ασφαλώς. Δεν άνοιξαν ακόμα τα νησιά για εξόριστους δεξιούς, αν και έχει ένα ενδιαφέρον να αποτιμήσουμε το βαθύ νόημα των ιδεών που εξέφρασε πρόσφατα η δήμαρχος του Παρισιού για το σωφρονισμό των ομοφοβικών. Η χρήση του όρου «κρίση» έχει περισσότερο λοιπόν αξία να περιγράψει τη μετάλλαξη που συντελείται στις βασικές πολιτικές και πολιτισμικές έννοιες. Αυτό έχει ως συνέπεια μια εντελώς διαφορετική καθημερινή πρακτική, στην οποία βλέπουμε να διαγράφεται και το φαινόμενο των «μακεδονικών» καταλήψεων με τις αντιδράσεις που προκαλούν.
Ζηλωτές της δημοκρατίας και χιτλερικές νεολαίες
Για τους ζηλωτές της δημοκρατίας και του Liberté, égalité, fraternité οι καταλήψεις αυτές διαστρεβλώνουν ένα αποκλειστικό μέσο για αγώνες δικαιωμάτων, ισότητας, και ελευθερίας, και το χρησιμοποιούν για μισαλλόδοξα και σοβινιστικά αιτήματα, επιδιώκοντας να αναζωπυρώσουν το μίσος με τους γειτονικούς λαούς – ακόμα και τον πόλεμο. Για τους ζηλωτές της δημοκρατίας το χειρότερο από όσα κάνει η μαθητική νεολαία είναι το γεγονός ότι έχει ανοίξει τις θύρες των καταλήψεων σε ακροδεξιές οργανώσεις δίνοντας πάτημα να αποκτήσουν πανεθνική εμβέλεια και επιρροή. Δεν είναι λίγοι όσοι βλέπουν τη μαθητική νεολαία να έχει «μολυνθεί», και κάνουν  αναγωγές συνδέοντας τους μαθητές με τη χιτλερική νεολαία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη οι μαθητές δεν λειτουργούν αυτοβούλως αλλά άγονται και φέρονται, και γι’ αυτό το λόγο τα προοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας οφείλουν να κινητοποιηθούν. Αν και σε καμμία περίπτωση δεν υποστηρίζονται μέθοδοι καταστολής του παρελθόντος, θεωρείται ότι τουλάχιστον τα παιδιά αυτά πρέπει να «πειστούν»  ότι κάνουν λάθος και να επιστρέψουν ήσυχα στα μαθήματά τους. Έτσι η αντίδραση στις «υποκινούμενες» από ακροδεξιά στοιχεία καταλήψεις δεν άργησε να προκληθεί από την πραγματικά «αυθόρμητη» αντίδραση των αντιφασιστών μαθητών. Στο κάλεσμά της η  Πρωτοβουλία μαθητών ενάντια στις εθνικιστικές καταλήψεις εναντιώνεται στις «καταλήψεις σχολείων με εθνικιστικά και φασιστικά συνθήματα, πορείες μαθητών σε πόλεις της Β. Ελλάδας» και καλεί τους υπόλοιπους μαθητές να καταδικάσουν τις ενέργειες των καταλήψεων, να «τσακίσουν τον φασισμό», και να πραγματοποιήσουν «συμβολικές αποχές» (sic).
Για τους «μακεδονομάχους» η εικόνα που παρουσιάζεται παραπάνω είναι λανθασμένη, ακόμα και κακόβουλα διαστρεβλωμένη. Η κατηγορία των «υποκινούμενων» καταλήψεων προσβάλει κατά κύριο λόγο τους ίδιους τους μαθητές, που θα πρέπει να τους θεωρούμε πρώτα απ’ όλα νέους πολίτες και όχι ανώριμο όχλο που «άγεται και φέρεται». Αντί να κατηγορούμε τα παιδιά ότι παρεμβαίνουν στα πολιτικά ζητήματα και να ζητάμε να κοιτάνε μόνο τα μαθήματά τους, ή να ασχολούνται μόνο με συντεχνιακά ζητήματα, θα έπρεπε να είμαστε ικανοποιημένοι από τη «μαχόμενη νεολαία» που είναι ζωντανή και εκφράζεται πολιτικά – ακόμα και αν διαφωνούμε με τα αιτήματά της. Οι «μακεδονομάχοι» υπενθυμίζουν τους ζηλωτές της δημοκρατίας ότι αυτά που κάνουν τώρα οι μαθητές αναπαράγουν επί της ουσίας νεολαιίστικους αγώνες και μεθόδους περασμένων γενεών (καταλήψεις 90-91 επί Υπουργού παιδείας Κοντογιανόπουλο, μαθητικές κινητοποιήσεις «κάτσε καλά Γεράσιμε», 98-99 επί Υπουργού παιδείας Γεράσιμο Αρσένη κλπ). Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι ο σημερινός πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έγινε γνωστός στο πανελλήνιο, και έκανε την είσοδό του στην πολιτική, ως πρόεδρος δεκαπενταμελούς και εκπρόσωπος του μαθητικού συντονιστικού των καταλήψεων του 1990. Εύλογα λοιπόν οι «μακεδονομάχοι» θέτουν το ερώτημα: «αν αυτός μπορούσε γιατί όχι και οι σημερινοί νέοι;».
Η απάντηση είναι ασφαλώς ότι οι σημερινές καταλήψεις κρίνονται πολιτικά, και για αυτό θεωρούνται «εχθροί της δημοκρατίας». Τα παιδιά αυτά δεν πρέπει να νουθετηθούν γιατί επιλέγουν να κάνουν κατάληψη -τουναντίον θα πρέπει να ενθαρρύνονται να κάνουν καταλήψεις αλλά με φιλελεύθερα αιτήματα- αλλά γιατί τα συνθήματα που χρησιμοποιούν, όπως «η δημοκρατία πρόδωσε τη Μακεδονία», ευνοούν τον ακροδεξιό λόγο και τα σπρώχνουν στον ναζισμό.
Μεταξύ των δύο παραπάνω επόψεων επιβιώνει και μια τρίτη η οποία αναπαράγει το πρότυπο του απολιτικού κοπανατζή μαθητή (κρίνοντας πιθανός εξ ιδίων τα αλλότρια), ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για το περιεχόμενο των συνθημάτων ούτε το πολιτικό τους γνώρισμα, και είναι διατεθειμένος να υιοθετήσει οποιοδήποτε αίτημα απλά και μόνο για να κάνει κατάληψη και να μην κάνει μάθημα. Στην περίπτωση αυτή επισημαίνεται μια σημαντική πτυχή των καταλήψεων. Η πραγματικότητα είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με «κύμα καταλήψεων», ούτε με κίνημα, ούτε καν τις περισσότερες φορές με καταλήψεις. Κινητοποιήσεις μαθητών κατά της συμφωνίας των Πρεσπών γίνονται ήδη από το καλοκαίρι, και στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει το «κύμα καταλήψεων» είναι περισσότερο μια προβολή του διαδικτύου παρά κοινωνική πραγματικότητα. Σημειώθηκαν κάποιες καταλήψεις, έπειτα μερικοί ακροδεξιοί τις διέδωσαν, και η αντίδραση που προκάλεσαν στους χρήστες του διαδικτύου διόγκωσε περισσότερο ένα είδος «κύματος εντύπωσης» παρά τις ίδιες τις καταλήψεις.
Κοινό γνώρισμα και των τριών κατηγοριών που αναφέρουμε είναι ο διχαστικός τους λόγος και η πόλωση. Και η μία και η άλλη ομάδωση κατηγορεί με αφορμή τις μαθητικές καταλήψεις την άλλη, ή και τις δύο, με απόλυτους και πολεμικούς χαρακτηρισμούς. «Προδότες», «φασίστες», «δωσίλογοι» και «εθνομηδενιστές», είναι μερικοί από αυτούς τους χαρακτηρισμούς που εξηγούν πολλά περισσότερα για το κλίμα το οποίο δημιούργησε τις μαθητικές καταλήψεις παρά τις ίδιες ή το τι πρέπει να γίνει με αυτές. Αντί δηλαδή οι «μακεδονομάχοι», οι «απολίτικοι», και οι «δημοκράτες ζηλωτές», να διεκδικούν το ρόλο του εκφραστή, ή του ποδηγέτη του φαινομένου που υπερασπίζονται ή κατηγορούν, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι αποτελούν οι ίδιοι μέρος του προβλήματος που το δημιούργησε -με την πόλωση και τον κοινωνικό τους αυτοματισμό- παρά τη λύση και τη διέξοδο που τα παιδιά αυτά θα πρέπει να ακολουθήσουν.
Αυτό που προτείνεται τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στους μαθητές των καταλήψεων είναι να ακολουθήσουν ένα από τα τρία πρότυπα των κατηγοριών που τους ερμηνεύουν κοινωνικά. Του ζηλωτή δημοκράτη, του μακεδονομάχου και του απολίτικου. Όντας οι μεγαλύτεροι βυθισμένοι μέσα σε μια διαρκή εχθρότητα και ασυνέπεια ιδεών και έργων δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει ιδιαίτερα αν η δράση των μαθητών αντανακλά τα δικά μας -εντέλει δύσμορφα- χαρακτηριστικά.
Αλλά ας προσπαθήσουμε χωρίς να αξιολογήσουμε τους ίδιους τους μαθητές να καταλάβουμε το πλαίσιο στο οποίο αναδύθηκαν οι καταλήψεις. Δύο είναι τα κύρια γνωρίσματα πίσω από τις κινητοποιήσεις των μαθητών για την ελληνικότητα της Μακεδονίας: Η εναντίωση στην αυταρχικότητα και η τοπικότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που προκάλεσε τη θρυαλλίδα των καταλήψεων ήταν οι αποβολές κάποιων μαθητών που τους είχε απαγορευτεί να τραγουδούν γνωστά τραγούδια του μακεδονικού αγώνα ή να θέτουν το μακεδονικό ζήτημα μέσα στις τάξεις και τα σχολεία. Η τιμωρία των 6 μαθητών στο ΓΕΛ του Γέρακα Αττικής είχε ως αποτέλεσμα να εκδηλωθεί η πρώτη κατάληψη στις αρχές Νοεμβρίου. Στην εκδήλωση της κατάληψης αυτό που συνέβαλε με κρίσιμο τρόπο -έστω ως αφορμή- ήταν η τυπική αυταρχική στάση των καθηγητών κάθε φορά που έρχονται αντιμέτωποι με ένα μαθητή που έχει διαφορετικές πολιτικές ιδέες με τους ίδιους. Στην εποχή κρίσης που ζούμε (μετάλλαξης) λίγη σημασία έχει -ή ίσως μόνο σαρκαστική- το γεγονός ότι για τη περίπτωση που μιλάμε οι καθηγητές θεωρούνται πως είναι δημοκράτες και οι μαθητές τους ακροδεξιοί. Αλλά αυτό το γεγονός δεν λέει τίποτα παραπάνω αν θα έπρεπε ή όχι ο καθηγητής αυτός να αποβάλει του μαθητές (ή μάλλον ως δημοκράτης δεν θα έπρεπε). Διατηρείται έτσι σταθερός ο κανόνας οτιδήποτε απαγορεύεται στα νέα παιδιά να είναι πάντα το πιο γλυκό. Η ηγεσία της εκπαιδευτικής κοινότητας μάλλον έχασε τη ψυχραιμία της όταν επιχείρησε να αποκλείσει το ενδεχόμενο στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου να μην τραγουδήσουν οι μαθητές μπροστά στην εξέδρα των επισήμων το γνωστό (αντιστασιακό πλέον) τραγούδι «Μακεδονία ξακουστή».
Απαγορεύοντας αυτή τη δραστηριότητα η πολιτική εξουσία τροφοδότησε μόνη της τις καταλήψεις. Το γεγονός αυτό εξηγείται άλλωστε από την τοπική εξάπλωση των καταλήψεων σε επαρχιακές κυρίως πόλεις της βόρειας Ελλάδας και όχι της Αθήνας. Ενδιαφέρον στοιχείο αφού για πρώτη φορά στην ιστορία οι κινητοποιήσεις μαθητών δεν έχουν αναφορά τους το κέντρο της πρωτεύουσας: βρίσκονται άρα εκτός του ελέγχου των κλασικών διαύλων καθοδήγησης. Αυτό άλλωστε είναι το στοιχείο που φαίνεται πως ενόχλησε περισσότερο τους τυπικούς «μαθητοπατέρες», ΕΛΜΕ και τα λοιπά συντονιστικά. Ότι δηλαδή οι καταλήψεις της επαρχίας διέφυγαν τον έλεγχό τους, και τις καθοδηγούν απ’ ότι φαίνεται τώρα νέου τύπου «μαθητοπατέρες», με πιο σκιώδη ιστορία και φρονήματα.
˜
Λίγα λόγια για τα στοιχεία της «κρίσης» που αναδεικνύουν οι μαθητικές καταλήψεις για το Μακεδονικό.
Όσοι συγχέουν τις καταλήψεις με τον φασισμό δεν έχουν αντιληφθεί το πραγματικό διακύβευμα που διχάζει τον πληθυσμό με αφορμή την ονομασία της πανωμερίτικης χώρας: Ο Λόγος αντιμέτωπος με το Δίκαιο. Ισχύει αυτό που γνωρίζουμε ότι αποτελεί αλήθεια ή ο Λόγος -δηλαδή η ισχύς- δημιουργεί τη δική της εκδοχή;
Στο φαινόμενο που περιγράφουμε έχουν αναμφισβήτητα ενεργό ρόλο ακροδεξιές ομάδες. Όμως ενδέχεται οι ομάδες αυτές να αποτελούνται από μαθητές, άρα δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για «εξωσχολικές ομάδες». Ο χαρακτηρισμός «ακροδεξιοί μαθητές» είναι υπόλογος απέναντι στα ίδια τα παιδιά και την ιστορία.
Πώς είναι δυνατόν μικρές και περιθωριακές ομάδες ακροδεξιών να δημιουργούν κίνημα και να κινητοποιούνται πανεθνικά; Μα με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν αυτό παλαιότερα οι αριστεροί πυρήνες μαθητών. Υπάρχει το πρόπλασμα (των στοιχείων) και υπάρχει η αιτία (της αυταρχικότητας για το Μακεδονικό). Τα υπόλοιπα είναι δράση.
Ο κοινωνικός αυτοματισμός έχει υποστεί στις μέρες μας δύο ειδών μεταλλάξεις. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν υποκαταστήσει των ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ο ρόλος του «αγανακτισμένου δημοσιογράφου» έχει υποκατασταθεί από τον «αγανακτισμένο χρήστη». Τις ημέρες αυτές διεξάγεται ένας ιδιότυπος πόλεμος πληκτρολογίων στις βουνοκορυφές του διαδικτύου.
Οι καταληψίες μαθητές κρίνονται στο σύνολό τους ως ακροδεξιοί γιατί αίτημά τους είναι η  ελληνικότητα της Μακεδονίας. Συνθήματα που πριν 30 χρόνια κατέβαζαν δέκα εκατομμύρια πολίτες στους δρόμους ταξινομούνται τώρα ως «φασιστικά», και τραγούδια που έχουν γίνει χρυσοί δίσκοι συμψηφίζονται με το Die Fahne hoch (Υψώστε τις σημαίες) του NSDAP.
Ο συμψηφισμός της ιστορικής Μακεδονίας με τη Μακεδονία – κράτος, είναι καταστρεπτικός και για τους δύο λαούς. Ένα πραγματικά πρωτότυπο και αξιοπερίεργο κοινωνικό πείραμα επιβολής του Λόγου στο Δίκαιο πραγματοποιείται στην πλάτη των δύο λαών. Ο ένας λαός πείθεται ότι είναι κάτι που ποτέ του δεν ήταν, ο άλλος λαός εκβιάζεται να πειστεί πως δεν είναι αυτό που πάντοτε γνώριζε ότι ήταν.
Οι νέοι άνθρωποι που αντιδρούν στη συμφωνία των Πρεσπών προσπαθούν να υπερασπιστούν τη συνοχή της ταυτότητάς τους με την ιστορική αλήθεια της μνήμης τους. Κάνουν δηλαδή ένα βαθύ υπαρξιακό αγώνα που οφείλουμε να σεβαστούμε.
Στο 1984 του Όργουελ, ο Smith υποχρεώθηκε να πειστεί από τον O’Brien ότι έβλεπε πέντε δάχτυλα αντί για τέσσερα. Να «πειστεί», όχι να υποκριθεί ούτε να υποχρεωθεί. Οι μαθητές «μακεδονομάχοι» πρέπει λοιπόν να «πειστούν»  και αυτοί (νηφάλια και ήρεμα) πως ό,τι ξέρανε ως τώρα δεν ισχύει και μια νέα αλήθεια από εδώ και πέρα θα αποτελεί την ιστορία τους.
Αν το τελευταίο επιτευχθεί, η κρίση σημαίνει ότι ένας νέου τύπου, «προοδευτικός» αυτή τη φορά ολοκληρωτισμός ορθώνει τη σκιά του επάνω στην ανθρωπότητα. Ο Λόγος αντιμέτωπος με το Δίκαιο. “Ο Θρίαμβος του Λόγου” αντί του Triumph des Willens. Αρκετά μπερδεμένοι καιροί για να τους αναλύουμε με τυπικούς όρους από τα γνωστά ιδεολογικά σχήματα.
Ο θρίαμβος του Λόγου: Μακεδονία, καταλήψεις, "κοινωνικός αυτοματισμός". Του Αθ. Γεωργιλά
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;