18.8 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΟι κλοσάρ της ζωής μου: εκατομμυριούχοι και πένητες, αξιολύπητοι με ερωτηματικό, τραγικοί...

Οι κλοσάρ της ζωής μου: εκατομμυριούχοι και πένητες, αξιολύπητοι με ερωτηματικό, τραγικοί ούτως ή άλλως | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Οι κλοσάρ της ζωής μου: εκατομμυριούχοι και πένητες, αξιολύπητοι με ερωτηματικό, τραγικοί ούτως ή άλλως | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Γιατί τα πράγματα έχουν τουλάχιστον δύο όψεις: γνώρισα πάμφτωχους εκατομμυριούχους και πανευτυχείς αδέκαρους. Και μερικοί με τα πολλά σπίτια, άστεγοι ήταν εν τέλει και ζητιάνοι του ελέους των άλλων, ενώ κάποιοι από αυτούς που τρέφονται σαν τα πετεινά τ’ ουρανού και τους στεγάζει ουρανός, βλέπουν το θεό κατάματα χωρίς να τρέμουν ή να μελαγχολούν. 


Κι ας ξεκινήσουμε με τη θεία μου την Ευδοξία (ο θεός να αναπάψει την ψυχούλα της – που δεν το νομίζω!). Λοιπόν, ένα χάσιμο το είχε από μητέρα και μια πετριά από πατέρα όσο να ‘ναι… Από μικρή, μοναχοπαίδι στερημένο από αγάπη και προσοχή, κακάσχημη και παραμελημένη, σαν γκρέμλιν ένα πράμα, από νωρίς λοιπόν έπαιρνε τους δρόμους, με την καλή την έννοια… 


Γιατί «κακή» δεν υπήρχε. Αθώα κι αγαθιάρα δεν έμαθε ποτέ πώς λειτουργεί αυτός ο κόσμος. Μοίραζε τα εκατομμύριά της σα να ήταν άχυρα [όταν επιτέλους τα κληρονόμησε από τον τσιγκούνη πατέρα της], αγόραζε αγάπη, φιλοξενία, κουμπαριές – υποκατάστατα οικογενειακής θαλπωρής… 


Μια ζωή με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και την κάρτα απεριορίστων διαδρομών, φορτωμένη σακούλες (με τρόφιμα και ρουχισμό για αναξιοπαθούντες …πλουσίους, μεσοαστούς, ανερχόμενους μικροαστούς και άλλα παράσιτα). 


Στο τέλος είχε καταλήξει να φοράει, στα λεωφορεία, στο τραίνο, στο τραμ, στο μετρό και την τεράστια διαμαντένια καρφίτσα στο παλιομοδίτικο καπέλο της μητέρας της. 


Οι κλοσάρ της ζωής μου: εκατομμυριούχοι και πένητες, αξιολύπητοι με ερωτηματικό, τραγικοί ούτως ή άλλως | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Wikipedia

Κανείς δεν διανοήθηκε να της την κλέψει. Θα φαντάζονταν ότι είναι …φω (faux)! Πού να φανταστεί ο μέσος δουλευταράς εργαζόμενος που τρέχει να προλάβει να χτυπήσει κάρτα στη δουλειά του μην τύχει και του κόψουν κανένα λεπτό, ότι αυτή η πλούσια – τι λέω; – η εκατομμυριούχος κυρία με τις επιχειρήσεις στο Λιχνενστάιν [έτσι γράφεται αυτό; Δεν ξέρω ούτε πού πέφτει] με τη σπιταρόνα στο Σίτυ του Λονδίνου που έπινε κάθε απόγευμα τσάι με τη βασίλισσα, πού να διανοηθεί κανείς, πού να χωρέσει το ανθρώπινο μυαλό ότι αυτή ακριβώς η γυναίκα ήταν η πιο φτωχή κι άστεγη ύπαρξη του κόσμου ολάκερου; 


Αφού κάθε βράδυ κοιμόταν και σ’ άλλο σπίτι, κοράκια ανθρωπόμορφα περίμεναν από πάνω ξάγρυπνα το θάνατό της για να την κατασπαράξουν και να ξεκοκαλίσουν την αμύθητη περιουσία της. Και βεβαίως, χάπια για να κοιμηθεί και χάπια να ξυπνήσει. 


Τα τσιγάρα; Το ένα μετά το άλλο. Το ένα έσβηνε, το άλλο άναβε. Όλοι την πρόδωσαν. Όλοι. Εκτός από έναν. Που δεν είχε ανάγκη από χρήματα. Για την ακρίβεια, δεν είχε μάθει την αξία τους και δεν τα εκτιμούσε. Μόνον εκείνον αποκλήρωσε. Γιατί δεν την έγλειφε, δεν την κολάκευε, δεν την «κογιονάριζε», δεν πήγαινε με τα νερά της. Μα αυτόν βρήκε να αδικήσει; 


Κρίμα στο «Βασιλιά Ληρ» που λάτρευε! Μα τίποτε λοιπόν δεν διδάχτηκε από το σαιξπηρικό δράμα; Τίποτα δεν διδασκόμεθα εμείς οι ανθρώποι; Πάντα τα ίδια λάθη επαναλαμβάνουμε;

Μετά θα πάμε στον κλοσάρ της πάλαι ποτέ Κτηματικής Τράπεζας. Ήταν λοιπόν πριν από τριάντα χρόνια όταν απολύθηκα από το στρατό κι άρχισα την διπλή καριέρα μου ως διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός Ε.Μ.Π. κι επαγγελματίας συγγραφέας. 


Με τις λιγοστές οικονομίες μου (πολλή πείνα αδέλφια! Το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα μου, η κοφτερή πένα, η πολυτέλεια της αυτονομίας, η ειλικρίνεια, «μα σταματήστε επιτέλους να λέτε αλήθειες κύριε Μπούρα!» μου είχε πει κατάμουτρα ένας γνωστός μεγαλό-παράγων…) όλ’ αυτά μου εξασφάλιζαν ένα σακουλάκι φακές, κολοκυθοκορφάδες από τη λαϊκή της Καλλιδρομίου και μια καλύτερη σιλουέτα από αυτή που …θρέφω σήμερα… 


Με τις λιγοστές οικονομίες μου λοιπόν άνοιξα ένα βιβλιαράκι τραπέζης στην τότε Κτηματική επί της οδού Πανεπιστημίου. Για κάθε ποσό που συγκέντρωνα μπορούσα να πάρω δάνειο το αντίστοιχο. Πήγαινα λοιπόν κάθε πρώτη του μήνα και κατέθετα τον οβολόν μου. 


Έξω ακριβώς από τα κεντρικά του χρηματοπιστωτικού αυτού ευαγούς ιδρύματος ήταν ένας κλοσάρ που έσερνε πάντα μια μεγάλη πράσινη σακούλα σκουπιδιών. Όλοι φανταζόμασταν πως θα ήταν το νοικοκυριό του, τα λιγοστά υπάρχοντά του και κάθε ένας που έμπαινε στην τράπεζα άφηνε ένα μικρό χαρτονόμισμα στον ενδεή συμπολίτη μας που φαινότανε καλοζωισμένος, ευσταλής και με έναν αέρα διανοούμενο στην αριστερή άκρη των χειλιών που ανασηκώνονταν θαρρείς ειρωνικά, ενώ την ίδια περίπου κίνηση φάνηκε να έκανε και το αντίστοιχο φρύδι του (τώρα αριστερό ήταν, δεξί ήταν… θα σας γελάσω, ό,τι και να σας πω θα σας πω ψέματα, μετά από τόσα χρόνια… ο νεκρός δεδικαίωται). 


Πέρασαν έτσι μήνες πολλοί μέσα στη βιοπάλη κι ο λογαριασμός αυξανόταν αργά αλλά σταθερά και ο κλοσάρ παρέμενε απτόητος στη θέση του κάθε πρώτη του μήνα… και ζούσαμε καλά κι αυτός καλύτερα. 


Όπως αποδείχτηκε αργότερα. Δεν ξέρω τι είχε συμβεί και κάποιο μήνα αμέλησα να πάω στην αρχή (μάλλον δεν θα είχα δεκάρα τσακιστή) κι έσπευσα να πάω μια καλή προς το τέλος του. 


Μπαίνοντας δίνω ένα κέρμα στον ταλαίπωρο γέροντα, περιμένω στην ουρά, αδημονώ, γιατί έχω φύγει κοπανιστός από τη δουλειά χωρίς άδεια, μου έχει πέσει κι ο αιματοκρίτης από τις φακές με ξύδι, ζαλίζομαι, πιάνομαι από μια κολώνα, δεν υπάρχει καρέκλα να ξεκουραστώ, αντέχω, υπομένω, ο ηρωισμός της καθημερινότητας… 


Και ξάφνου βλέπω σαν σε όραμα τον γνωστό κλοσάρ να μπαίνει με αέρα στην τράπεζα, κινούμαι προς το μέρος του για να τον προασπίσω και να τον προφυλάξω από αγενείς συμπεριφορές, όμως ο διευθυντής κινείται προς το μέρος του, προσφέρει καρέκλα, πορτοκαλάδα, πούρο ακριβό, Αβάνας ίσως, εγώ κοντεύω να ταβλιαστώ από την ορθοστασία, κλείνουν το ταμείο για χάρη αυτού του χαριτωμένου αστού με τη μαύρη σακούλα σκουπιδιών, κανείς δεν διαμαρτύρεται, εγώ μόνον ασφυκτιώ… ανοίγουν τη μαύρη σακούλα σκουπιδιών κι αρχίζουν να μετρούν λερωμένα χαρτονομίσματα χωριστά ανάλογα με την αξία τους, τα κέρματα τα ανέλαβα μια τότε υπάλληλος από το δεύτερο υπόγειο που αργότερα έμαθα ότι έγινε ακαδημαϊκός σε μια κάποια βαλκανική (ή τριτοκοσμική;) χώρα… Νόμιζα ότι έχω πεθάνει και βλέπω σκηνές φύρδην-μίγδην από τον πλανήτη γη. 


Αφού ολοκληρώθηκε η κατάθεση σε ένα παμβρώμικο βιβλιάριο τού κλοσάρ εκείνου που διόλου αξιολύπητος δεν ήτο, αποφάσισε να σχολάσει κι αυτός, έτσι δεν τον βρήκα στο συνηθισμένο πόστο του όταν βγήκα, με αρκετή είν’ αλήθεια καθυστέρηση, κινδυνεύοντας να χάσω τη δουλειά μου και να βρεθώ στο δρόμο, άστεγος, κυριολεκτικά, γιατί η σακαφιόρα που μου νοίκιαζε το δώμα, το χαρτόμουτρο, η λυκόφατσα, δεν θα μου έδινε τράτο ούτε ένα μήνα αν δεν της κατέβαλα το ενοίκιο εγκαίρως.

Και μετά ας περάσουμε στον λούστρο που φιλοξενούσε η Χριστιανική Ένωση της γειτονιάς στο δώμα της πολυκατοικίας μας, που ήταν κληροδότημα μιας θρήσκας γιαγιάς, πολλοί στη γειτονιά διατείνονται ότι ήταν αγία… οι απόψεις διΐστανται, όμως αυτό δεν είναι στο θέμα μας. 


Ο θεός θα κρίνει τους πάντες. Δικαίους και αδίκους. Αυτός ο κακομοίρης ήταν από την Κινέττα κι έβγαζε κάτι κραυγές τρομακτικές, που έδιωχναν ακόμα και τους αδέσποτους σκύλους. Ήταν κάτι σαν υπαρξιακή κραυγή αγωνίας, σα διαμαρτυρία κολασμένου που δεν περιμένει πια τίποτα… Όμως εγώ ήξερα βαθιά μέσα μου ότι όλο αυτό ήταν θέατρο (κάπως έτσι έγινα …κριτικός!). Θέατρο για να τον λυπούνται. Τέλος πάντων. Ευγενέστατος κι ακίνδυνος. Μ’ ένα γλυκό βλέμμα όταν συναντούσε αδέσποτο γατί. 


Ο γάτος μου, ο Κούνης, τον λάτρευε, κι έβγαινε να κουλουριαστεί στα παμβρώμικα πόδια του, κάθε που ανεβοκατέβαινε ασθμαίνων την πολυκατοικία, γιατί έπασχε από στηθάγχη, αυτό τον έστειλε μια ώρα αρχύτερα, στα ογδόντα εννέα του (μπορεί να κάνω και λάθος, δεν ξέρω πόσο πραγματικά ήταν… απροσδιόριστο). Στο τέλος είχε καταλάβει την έξοδο του ασανσέρ στον πέμπτο, το διαμέρισμα μέσα βρωμοκοπούσε κι έζεχνε, κανείς δεν ασχολιόταν, η καθαρίστρια της πολυκατοικίας διαμαρτυρόταν ότι δεν την άφηνε να πλησιάσει τα λιγοστά υπάρχοντά του. 


Τα κοινόχρηστα όμως τα πλήρωνε στον διαχειριστή τακτικότητα, βγάζοντας κάτι κολαρισμένα πενηντάευρα από την τσέπη του μπουφάν του, που το φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι, αιώνες τώρα… Μόλις πέθανε, έφυγε επεισοδιακά, ουρλιάζοντας επί ώρα στο κλιμακοστάσιο… μόλις ήρθε το ασθενοφόρο, είχε πλέον ξεψυχήσει… όταν τέλος πάντων αναπαύτηκε κι αυτή η ταλαιπωρημένη ψυχούλα, εμφανίστηκαν δύο νταγλαράδες από δύο μέτρα ο καθένας, τ’ ανίψια του, όπως μας συστήθηκαν, μπήκαν στο όζον δώμα, έκοψαν με ξυράφι το στρώμα, μας απαγόρεψαν βεβαίως να πλησιάσουμε κι έφυγαν σέρνοντας δύο πράσινες σακούλες σκουπιδιών… 


Έκτοτε δεν τους ξαναείδε κανείς. Οι κακές οι γλώσσες μίλησαν για εκατομμύρια σε πεντακοσόευρα, για συμμορίες που εκμεταλλεύονται αστέγους, για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τα λοιπά και τα λοιπά… Το δώμα παρέμεινε άδειο για δύο χρόνια, μέχρι που πουλήθηκε σε έναν χρόνια άνεργο, με κάρτα από τον ΟΑΕΔ, που βρήκε μόνο μια παλιά μεταλλική πολυθρόνα, χαμηλή, σχεδόν άφθαρτη, κατάλληλη για να ζητιανεύεις σε πεζοδρόμιο… Να μην του το φέρει η μοίρα του καλού αυτού ανθρώπου να έχει τέτοια τύχη.

Και τώρα σας ερωτώ: μετά την παράθεση των τριών αυτών ιστοριών, ποιος από αυτούς τους πάμφτωχους εκατομμυριούχους ήταν ο λιγότερο άστεγος; 


Ρητορική η ερώτησις. 


Μην μου απαντήσετε. 


Αλλά σκεφτείτε το!

Οι κλοσάρ της ζωής μου: εκατομμυριούχοι και πένητες, αξιολύπητοι με ερωτηματικό, τραγικοί ούτως ή άλλως | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;