Οι περιπέτειες του προτάγματος της αποανάπτυξης και της Κοινωνικής Αλληλέγγυας και Συνεργατικής οικονομίας στην Ελλάδα της κρίσης. Tου Γιώργου Λιερού
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο “δρόμο ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ” το περασμένο Σάββατο.
Στην πραγματικότητα είναι η κατακλείδα σε μια σείρα κείμενων που δημοσιεύθηκαν κατα την διάρκεια της κρίσης
-“Εμεις μονοι”.
Γράφτηκε το Μάιο του 2010 και περιλαμβάνεται στο Γιώργος Λιερός.
“Ξαναπιάνοντας το νήμα”, που κυκλοφόρησε ηλεκτρονικά απο τις εκδόσεις των συναδέλφων ekdoseisynadelfwn.wordpress.com
– “Η αριστερή διακυβέρνηση και η συνεργατική και αλληλέγγυα οικονομία”.
Συντάχθηκε με βάση την εισήγηση μου στη παρουσίαση του βιβλίου μου “Υπαρκτος καινούργιος κόσμος” που έγινε στο Χαλάνδρι στις 14/12/2012, με ομιλήτες τους Νώντα Σκυφτούλη, Γιώργο Σταθάκη και Νίκο Χρυσόγελο.
Δημοσιεύθηκε στην “Εποχή”
-“Η πολιτική της κατασκευής του κατασκευαστή”.
Συντάχθηκε με βάση την εισήγηση μου στο συνέδριο που οργάνωσαν οι ΗΛΙΟΣΠΟΡΟΙ τον Φεβρουάριο του 2015.
Οι περιπέτειες του προτάγματος της αποανάπτυξης και της αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας στην Ελλάδα της κρίσης[1]
Με την αποανάπτυξη και την αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία προσπαθήσαμε να σχεδιάσουμε μια απάντηση στην κρίση.
Ήδη από το 2010 – με την αρχή των μνημονίων – κατατέθηκε στον δημόσιο διάλογο και περιγράφηκε με μια σχετική επάρκεια το πρόταγμα της αποανάπτυξης, ενώ σκιαγραφήθηκε σε αδρές γραμμές ο ρόλος της αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την έξοδο από την κρίση σε μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Την περίοδο 2010-12 στοχαστές όπως ο Σερζ Λατούς είχαν μιλήσει σε κατάμεστα αμφιθέατρα, κυκλοφόρησαν βιβλία, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες να μεταφερθεί η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής αλλά και της Ευρώπης, κινητοποιήθηκαν οι πανεπιστημιακοί κ.λπ.
Με την ώθηση που έδωσαν οι πλατείες πολλαπλασιάστηκαν οι δομές αλληλεγγύης και τα συνεργατικά εγχειρήματα.
Μέχρι την αρχή του 2012 τα βασικά είχαν λίγο-πολύ ειπωθεί: παραγωγικοί/καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, αυτοδιαχείριση των χρεωκοπημένων επιχειρήσεων, τοπικές κοινωνικά ελεγχόμενες αυτοσυντηρούμενες οικονομίες, οικονομίες εγγύτητας, τροφική κυριαρχία, ενεργειακή αυτάρκεια από τοπικές ανανεώσιμες πηγές, τοπική επεξεργασία της αγροτικής παραγωγής, βιοτεχνικά/βιομηχανικά τοπικά οικοσυστήματα, μια τεχνολογικά προηγμένη μαστορική, τοπικές αγορές, τοπικά νομίσματα, συντονισμός των μικρής κλίμακας οικονομιών σε ευρύτερες βιοπεριφέρειες.
Σήμερα, το 2017, είμαστε πλέον αναγκασμένοι να ομολογήσουμε ότι αυτές οι ιδέες, και οι πρώτες πειραματικές πρακτικές, δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μια υπολογίσιμη κοινωνική δυναμική, να αποτελέσουν τα πρώτα έστω βήματα σε μια διαδικασία παραγωγικής/κοινωνικής ανασυγκρότησης υπό την ηγεμονία των λαϊκών τάξεων. Γιατί;
-Ούτε καν εμείς δεν μπορούσαμε να φανταστούμε το 2010 ποια ήταν η πραγματική έκταση που είχε πάρει η τραγωδία των κοινών στην Ελλάδα.
Το 2010, σε μια μεγάλη έκταση, η καταστροφή των τοπικών κοινωνιών είχε ήδη συντελεστεί, περισσότερο βέβαια όσον αφορά τις γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων, λιγότερο στις επαρχιακές πόλεις και χωριά.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη χώρα μας μόνο το 7% των αγροτών είναι συνεταιρισμένοι, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά της Ευρώπης, όπου συνήθως συνεταιρισμένοι είναι το 50-80% των αγροτών, οι ενεργοί αγροτικοί συνεταιρισμοί στην Ελλάδα δεν ξεπερνούν τους 150[2].
Ήδη πριν ξεκινήσει η κρίση είχε εξανεμιστεί το «κοινωνικό κεφάλαιο», οι δυνατοί κοινωνικοί δεσμοί, που θα επέτρεπαν την ρωμαλέα ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, ένα μαζικό κίνημα συλλογικής αυτοαπασχόλησης κ.λπ.
– Τα κόμματα της Αριστεράς – συμπτώματα και ενεργοί συντελεστές της τραγωδίας των κοινών- ήταν αδιάφορα (ΣΥΡΙΖΑ) ή και εχθρικά (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) σ’ αυτές τις ιδέες και πρακτικές και η έχθρα τους δεν ερχόταν από το παρελθόν, η συλλήβδην απόρριψη των συνεταιρισμών δεν θα μπορούσε καν να περάσει από το μυαλό των παλαιότερων σταλινικών.
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υιοθέτησε ποτέ, και μάλιστα ως κύριο μέρος του προγράμματος του, τις απόψεις της αυτοδιαχείρισης, των αγροτοβιομηχανικών συνεταιρισμών, της κοινωνικοποίησης (αντί της κρατικοποίησης) όπως το ΠΑΣΟΚ το 1974-81.
Αλλά ακόμα κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε, δεν θα μπορούσε –κάτι τέτοιο προϋποθέτει σιδερένια γιακωβινική θέληση και όχι τιποτένιους απατεώνες- να μετασχηματίσει τις σκόρπιες θεωρητικές ιδέες σε συνεκτικές κρατικές πολιτικές στην κατεύθυνση της «κατασκευής του κατασκευαστή[3]» της παραγωγικής ανασυγκρότησης (του κατασκευαστή που εξέλειπε λόγω της τραγωδίας των κοινών).
Το 2012-15 η διεκδίκηση μιας κυβέρνησης που θα έσκιζε τα μνημόνια, θα έπρεπε να συμβαδίζει με την προετοιμασία ενός καλοδουλεμένου σχεδίου το οποίο θα επέτρεπε στην κυβέρνηση της αριστεράς να δράσει ως θεσμικός καταλύτης –ο όρος είναι της Ε. Οστρομ- για να απελευθερώσει μπλοκαρισμένες κοινωνικές δυναμικές.
Μα τι πάμε και τους ζητάμε τώρα! Τρία χρόνια στην κυβέρνηση και ακόμη δεν έχουν καταφέρει να σχεδιάσουν μια στοιχειώδη πολιτική για την κοινωνική οικονομία!
Η ουτοπία της Αριστεράς –και εδώ συμφωνούν όλες οι τάσεις- είναι ένα κράτος στο οποίο όλοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Ο κρατισμός της Αριστεράς είναι η ιδεολογία, η ψευδής συνείδηση που συνοδεύει την κοινωνική αναβάθμιση των ανθρώπων της, οι οποίοι από τη δεκαετία του 1980 και μετά ανέρχονται κοινωνικά, χάνουν την επαφή τους με τα υπόγεια της κοινωνίας και υιοθετούν ατομικές στάσεις ζωής που συνάδουν με τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό.
Δεν είναι μόνο μια αναλογία με το «παράδοξο» των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που η εφαρμογή τους τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησε στη γιγάντωση των κρατικοδίαιτων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Αυτός ο κρατισμός και μάλιστα συνδυασμένος με μια κούφια επαναστατική φρασεολογία, έναν αφόρητα κουραστικό βερμπαλισμό για την εργατική τάξη, την επανάσταση, την ταξική μεροληψία, τα ταξικά πρόσημα και άλλα τέτοια που δεν δεσμεύουν πρακτικά σε τίποτα, λειτουργεί σαν ψευδής συνείδηση, σαν ιδεολογία, μια διπλή γλώσσα που συγκαλύπτει βαθιά φιλελεύθερες πρακτικές και στάσεις ζωής.
-Τις ιδέες της αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας και της αποανάπτυξης τις υιοθέτησαν οι οικολόγοι, αντιεξουσιαστές, μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, άνθρωποι των κινημάτων κ.ά. οι οποίοι λειτουργήσαμε μάλλον σαν μια εσωτερική αντιπολίτευση στις ιδέες της Αριστεράς και όχι σαν προπομπός ενός πραγματικού κοινωνικού κινήματος.
Επτά χρόνια μετά, είμαστε ακόμη κυρίως ένας πολιτικοϊδεολογικός χώρος, δεν είναι τυχαίο το ότι οι πρωτοβουλίες για τον συντονισμό των εγχειρημάτων είναι ίσως περισσότερες από τα ίδια τα εγχειρήματα.
Ως επί το πλείστον μοιραζόμαστε το ίδιο κοινωνικό έδαφος με την Αριστερά, μερικές φορές απλώς είμαστε πιο ειλικρινείς, άλλοτε πάλι –ευτυχώς όχι πια τόσο συχνά- δίνουμε το στίγμα ενός χιπισμού μεσηλίκων. Σε κάθε περίπτωση οι ώμοι μας αποδείχτηκαν αδύναμοι για τα βαριά καθήκοντα της περιόδου.
Μιλώντας για την τραγωδία των κοινών στη χώρα μας ουσιαστικά αναφερόμαστε στον κίνδυνο να χαθεί η σπουδαία ελληνική παράδοση ανεξαρτησίας, ανεξαρτησία σε επίπεδο ατομικό, οικογενειακό, κοινοτικό, πολιτικό (όχι ότι αυτή η παράδοση είναι η μόνη στην περιοχή, η Ροζάβα είναι μόνο ένα επεισόδιο μιας άλλης εξίσου παλιάς και σπουδαίας παράδοσης στην άλλη πλευρά του Αιγαίου).
Ο νεότερος ελληνισμός κυοφορήθηκε στις κοινότητες των ελληνικών βουνών και των νησιών οι οποίες όχι μόνο ήταν πρακτικά κοινωνίες έξω από το κράτος, αλλά επίσης ήταν στενά συνδεδεμένες με τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της εποχής τους: Παρίσι, Βιέννη, Μόσχα, Κωνσταντινούπολη, Κάιρο, Βαγδάτη.
Εδώ ωρίμασαν οι δυνάμεις οι οποίες διεξήγαγαν με επιτυχία τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, το 1821.
Έκτοτε γνωρίσαμε τρεις γύρους καταστροφής των κοινών.
-Τον πρώτο γύρο τον επιχείρησε το αρτιγέννητο ελληνικό έθνος-κράτος. Και όμως όχι μόνο άντεξαν οι παλαιότερες κοινοτικές δομές αλλά ήδη από τα τέλη του 19ου αι. αναδύεται μια ιδιαίτερα πλούσια συλλογική ζωή με νέες μορφές και περιεχόμενα: συνεταιρισμοί αγροτικοί και αστικοί, «συντεχνίες», σωματεία, ταμεία αλληλοβοήθειας, αυτασφάλισης, μορφωτικοί και εκπαιδευτικοί όμιλοι κ.ά.
Όλος αυτός ο κοινωνικός και πολιτιστικός πλούτος υποστρώνει μια έντονη δημόσια ζωή και θα κορυφωθεί με την ελεύθερη Ελλάδα των βουνών, την Ελλάδα του ΕΑΜ, ένα κοινοτικό κράτος, μια πραγματική κοινοτική δημοκρατία όπως την είχε ονειρευτεί ο Καραβίδας.
-Ο δεύτερος γύρος καταστροφής των κοινών ήταν υπόθεση της αντεπανάστασης και του μετεμφυλιακού κράτους που οικοδόμησε.
-Ο τρίτος και πιο αποφασιστικός γύρος, δεν χρησιμοποίησε τόσο τη βία αλλά τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με την «πρώτη φορά αριστερά» (το ΠΑΣΟΚ) και ολοκληρώνεται στις μέρες μας στο καθεστώς της κρίσης με την «δεύτερη φορά αριστερά» (τον ΣΥΡΙΖΑ).
Ό,τι δεν κατάφερε με την καταστολή το μετεμφυλιακό κράτος, το πέτυχαν τα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Ήδη από την αρχή της κρίσης –και αυτό σήμερα γίνεται περισσότερο καθαρό από ποτέ- δεν ήταν δυνατή κανενός είδους παραγωγική ανασυγκρότηση έξω από ένα ευρύτερο κίνημα κοινωνικής, πολιτισμικής και πολιτικής αναγέννησης, τέτοιου που να ανοίγει δρόμους και για όλους τους άλλους λαούς της περιοχής.
Το πρόταγμα της αποανάπτυξης –και μαζί εκείνο της άμεσης δημοκρατίας- παραπέμπει σε ένα τέτοιο πολυεπίπεδο κίνημα. Είμαστε σε θέση να αναδείξουμε πρακτικά αυτό το πρόταγμα σε όλο τον πλούτο των περιεχομένων του;
13/6/2017
[1] Το παρόν κείμενο έχει σαν βάση την εισήγηση στη συζήτηση με θέμα «Το πρόταγμα της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης-Μετάβασης ως απάντηση στην καταστροφή του περιβάλλοντος και των τοπικών κοινωνιών» που έγινε στα πλαίσια του πρόσφατου «4ου Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας» (Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, 9-11 Ιουνίου, Αθήνα).
[2] Σύμφωνα με την Ματίνα Κανάκη, 5η συνεδρία της 4ης Μαΐου 2017 του 1ου Πανελλήνιου Διεπιστημονικού Συνεδρίου για τα Κοινά και την Κοινωνική Αλληλέγγυα Οικονομία, ΑΠΘ.
[3] Πρόκειται για μια φράση με την οποία ο Α. Γκράμσι αναφέρεται στην πολιτική του Ιταλού πρωθυπουργού Φ. Κρίσπι (1818-1901) ο οποίος ασκώντας την εξουσία με σιδερένιο χέρι βοήθησε στην ανάδυση της βιομηχανικής αστικής τάξης της Β. Ιταλίας, II Risorgimento, ελλ. Εκδ. Στοχαστής 1987, σ. 130.
Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ*
Είναι ώριμες οι συνθήκες στη χώρα μας για την αριστερή διακυβέρνηση;
Μια άλλη κοινωνική προοπτική και όχι απλά η διαχείριση της κρίσης, αν και είναι εν μέρει υπόθεση και της πολιτικής των κομμάτων, δεν μπορεί να προκύψει κυρίως μέσα από τα πολιτικά προγράμματα ή τις ορθές κεντρικές πολιτικές αποφάσεις (π.χ. ακύρωση ή επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, αποκατάσταση των μισθών και του κράτους πρόνοιας, νέα φορολογική πολιτική, έξοδος από το Ευρώ κ.τ.λ.).
Οι πολιτικές λύσεις είναι εφικτές μόνο όταν έρχονται στη συνέχεια της επινόησης, της επεξεργασίας ή της ωρίμανσης λύσεων μέσα στην κοινωνία (ή όταν σπανιότερα, τις πυροδοτούν).
Τα προγράμματα της αριστεράς δεν είναι τόσο πειστικά όσο θα θέλαμε, όχι μόνο γιατί αυτά τα ίδια είναι ενδεχομένως ανεπαρκή.
Το ζήτημα δεν είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμος να κυβερνήσει.
Ένα αριστερό κόμμα υποτίθεται ότι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να μπει μπροστά στη συγκυρία που θα δημιουργούσε μια απροσδόκητη και ξαφνική ιλιγγιώδης επιτάχυνση του ιστορικού χρόνου.
Το πραγματικό ζήτημα, είναι οι διαδικασίες ωρίμανσης των εναλλακτικών λύσεων μέσα στην ίδια την κοινωνία.
Στη Λατινική Αμερική, μια-δυο δεκαετίες εκπληκτικής ανάπτυξης κοινωνικών κινημάτων, προετοίμασαν το έδαφος για τις κυβερνήσεις μιας Αριστεράς, η οποία είχε συσσωρεύσει εντωμεταξύ κυβερνητική εμπειρία διοικώντας μεγάλους μητροπολιτικούς δήμους. (Κατά κανόνα, τα κινήματα υποστήριξαν μόνο κριτικά ή με πολλές επιφυλάξεις τις αριστερές κυβερνήσεις και κράτησαν μια εξωτερική σχέση προς αυτές· ωστόσο, κατά την αριστερή διακυβέρνηση, παρήκμασαν, έχασαν τη δύναμή τους ή αφυδατώθηκαν).
*
Η κρίση στη χώρα μας δεν μπορεί να λυθεί μόνο με οικονομικο-πολιτικά μέτρα.
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση πυροδότησε μια σοβούσα για δεκαετίες κοινωνικο-πολιτισμική κρίση.
Οι προοπτικές είναι ζοφερές, δεν είναι μόνο η δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου, η πρωτοφανούς έκτασης ανεργία, η κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, αλλά επίσης το ότι η κοινωνία διολισθαίνει στον πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Ας φανταστούμε μια χώρα της οποίας εκτεταμένες περιοχές θα είναι παραδομένες στην ανομία, το νόμο του οργανωμένου εγκλήματος και τις φασιστικές συμμορίες, ας φανταστούμε ένα μεγάλο Κόσσοβο.
Στο βάθος του χρόνου μπορούμε να δούμε μια χώρα ηλικιωμένων και υπερηλίκων, μια χώρα που θα έχουν εγκαταλείψει οι μετανάστες και επίσης οι νέοι, οι μορφωμένοι, το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας – και η χώρα
με τη σημερινή της γεννητικότητα δεν μπορεί να αντέξει μια
μεταναστευτική έξοδο όπως εκείνη της δεκαετίας του 1950 και του 1960.
Όλα αυτά δεν μπορούν να αποσοβηθούν απλά με μια άλλη κυβερνητική
πολιτική ακόμη κι αν την υποστηρίζει ο λαός στο δρόμο.
_____________________________________________________________________
*Το κείμενο αυτό συντάχθηκε με βάση την τοποθέτηση του Γιώργου Λιερού, στη βιβλιοπαρουσίαση των βιβλίων: «Υπαρκτός καινούριος κόσμος» του Γ. Λιερού και «Εισαγωγή στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία» των Τάκη Νικολόπουλου και Δημήτρη Καπογιάννη, που έγινε στο Χαλάνδρι με ομιλητές τους Γιώργο Σταθάκη, Νίκο. Χρυσόγελο και Νώντα Σκυφτούλη, στις 14/12/2012.*
Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις· δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στον προστατευτισμό και τον κρατισμό της δεκαετίας του 1930 αλλά πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να λέμε ότι θα διασώσουμε την ελληνική κοινωνία των δεκαετιών του 1990 και του 2000 φορολογώντας το κεφάλαιο και αναγκάζοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση να μας χρηματοδοτήσει απειλώντας την για τη συνοχή της ζώνης του Ευρώ.
Όλα αυτά δεν είναι ούτε σοβαρά, ούτε πειστικά.
Μια αριστερή κυβέρνηση, μπορεί ίσως να αντιμετωπίσει κάπως καλύτερα τη φοροδιαφυγή. Όμως ήδη το μεγάλο μέρος του κεφαλαίου των Ελλήνων αστών βρίσκεται έξω από τη χώρα.
Γιατί οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις των άλλων χωρών θα βοηθούσαν μια κυβέρνηση αριστεράς, μια κυβέρνηση που θα κατηγορούσαν ότι έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις της, να βάλει χέρι σ’ αυτόν τον πλούτο;
Στα πλαίσια μιας αστικής λύσης θα μπορούσε, αν όχι το μεγάλο κεφάλαιο, να φορολογηθούν βαριά τα μεσοστρώματα.
Αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει στην αρχή της κρίσης.
Πλέον η μεσαία τάξη καταρρέει, η φοροδοτική της ικανότητα εν πολλοίς έχει εξανεμιστεί και μερικά σχέδια σαν αυτά που κυκλοφορούν στο οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ θα την ριζοσπαστικοποιούσαν και θα την έστρεφαν κατευθείαν στην άκρα δεξιά.
Επιπλέον, σε συνθήκες χρεοκοπίας ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (το 40% κατά τη Χάρνεκερ στη Λ. Αμερική), εξασφαλίζει την επιβίωσή του μέσα από την άτυπη οικονομία, κάτι που εκ των πραγμάτων επιβάλλει την ανοχή του κράτους και καθιστά προβληματική τη σοβαρή περιστολή της φοροδιαφυγής.
Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Δεν είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία ήδη πριν την κρίση δεν παρήγαγε τίποτα. Όμως, η εγκατάλειψη του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα τις προηγούμενες δεκαετίες και η εξειδίκευση στις υπηρεσίες, έκανε την οικονομία πιο ευάλωτη στις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ( η οποία επιβεβαίωσε την ανάγκη μιας ισορροπημένης σχέσης πρωτογενούς/δευτερογενούς/τριτογενούς τομέα).
Τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες, καταλύθηκε η τροφική κυριαρχία της χώρας (η αυτάρκειά της σε τρόφιμα) και διαλύθηκε λίγο-πολύ η εγχώρια παραγωγή των βασικών καταναλωτικών αγαθών.
Η σημερινή παραγωγική διάρθρωση, όχι μόνο δεν είναι κατά κανένα τρόπο βιώσιμη στα πλαίσια της παγκόσμιας αγοράς αλλά επίσης δεν είναι συμβατή με τις συνθήκες της παρατεταμένης ταξικής αναμέτρησης που θα συνόδευε για αρκετό διάστημα είτε μια κυβέρνηση της αριστεράς στοιχειωδώς αξίας του ονόματός της είτε την ανάδυση μιας αμεσοδημοκρατικής επαναστατικής αντιεξουσίας.
Τι περιθώρια ριζοσπαστικής πολιτικής έχει η αριστερή κυβέρνηση σε μια οικονομία που στηρίζεται στον τουρισμό και τη ναυτιλία;
Δεν μας προσφέρεται ένας έτοιμος παραγωγικός μηχανισμός που απλώς πρέπει να αλλάξει χέρια. Πρέπει να ξεκινήσει άμεσα, από τα κάτω, με πολλές χιλιάδες πρωτοβουλίες η ανασύσταση του παραγωγικού ιστού.
Αυτή τη στιγμή μας λείπει το ίδιο το έδαφος στο οποίο θα πατήσει μια αριστερή διακυβέρνηση (ή μια αμεσοδημοκρατική αντιεξουσία).*
Το έδαφος αυτό δημιουργεί η “αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία”, ένα κίνημα οικονομικής και κοινωνικο-πολιτισμικής αυτοοργάνωσης.
Στην αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία κατ’ αρχήν συμπεριλαμβάνουμε τα σημερινά δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας τα οποία όμως περνούν σε μια νέα ποιότητα στο μέτρο που γίνονται ένα πλατύ κίνημα συλλογικής αυτοαπασχόλησης, ένα κίνημα συγκρότησης παραγωγικών συνεταιρισμών από τους άνεργους οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να ελπίζουν ούτε σε διορισμό στο δημόσιο, ούτε να περιμένουν τις ξένες επενδύσεις και η αξιοπρέπειά τους δεν τους επιτρέπει να αφεθούν στη “φιλανθρωπία” των πελατειακών μηχανισμών των κομμάτων.
Η διάδοση, ο πολλαπλασιασμός συνεταιριστικών μονάδων προσανατολισμένων “στην επιδίωξη του συλλογικού οφέλους και την εξυπηρέτηση των γενικότερων κοινωνικών συμφερόντων ”, που παράγουν διατηρώντας μια συμβιωτική σχέση με τη φύση και που δραστηριοποιούνται μέσω τοπικών δικτύων τα οποία αφορούν πολιτισμικές και άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, θα μπορούσε να συμβάλλει καθοριστικά στην δημιουργία των όρων για να λυθεί η οικονομική και κοινωνική κρίση.
Ένα τέτοιο συνεταιριστικό κίνημα θα βοηθούσε αποφασιστικά στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κοινωνική Οικονομία στην αντιφατικότητά της, απασχολεί έντεκα εκατομμύρια μισθωτούς, το 6% του ενεργού πληθυσμού, ενώ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες φτάνει το 10% του Α.Ε.Π. Δεν είναι λοιπόν παράλογος ο στόχος που έθεσε ο Γ. Σταθάκης, να φτάσει η κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα το 20% του Α.Ε.Π.
Ένα τέτοιο κίνημα είναι η μόνη λύση όχι μόνο για τους άνεργους αλλά προπάντων για τη χώρα.
Αν έπαιρνε πράγματι τις μεγάλες διαστάσεις που απαιτούν οι περιστάσεις, θα μπορούσε – και αυτό είναι το πιο σημαντικό – να προκαλέσει μια αληθινή μεταστοιχείωση στο ζοφερό πολιτισμικό και κοινωνικό τοπίο της σύγχρονης Ελλάδας.
Θα βοηθούσε στην επικράτηση μιας κουλτούρας αλληλεγγύης, συνεργασίας και αλληλοβοήθειας, στην αναδημιουργία-ανάκτηση του κοινού κόσμου, του κοινού που συνδέει τα διάσπαρτα άτομα και τους επιτρέπει να γίνουν δημόσιο σώμα.*
Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας στην κατεύθυνση μιας νέας κοινωνίας, φυσικά δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί μόνο από την αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία. Εξίσου σημαντική είναι η συμβολή:
- του εργατικού ελέγχου (του ελέγχου πάνω στην καπιταλιστική παραγωγή που επιβάλλει η εργατική τάξη “σαν εκπρόσωπος των κοινωνικών αναγκών γενικά”
- του αγώνα των πολιτών (και ιδίως των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα) για την επανοικειοποίηση της κρατικής ιδιοκτησίας και τη μετατροπή της σε δημόσια κτήση.
Ένα κοινωνικό κίνημα τέτοιου εύρους θα άνοιγε στα σοβαρά την δημόσια συζήτηση για τον χαρακτήρα και τις κατευθύνσεις που θα έπρεπε να πάρει η παραγωγική ανασυγκρότηση. Θα την άνοιγε όχι στη Βουλή, τα τηλεοπτικά πάνελ ή στα κομματικά γραφεία, αλλά σαν μια συζήτηση ανάμεσα σε παραγωγούς αποφασισμένους να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, ανθρώπους που συζητούν όχι για το τι θα γίνει αλλά για το τι θα κάνουν οι ίδιοι.
Εάν μάλιστα υιοθετείτο το πρόταγμα της αποανάπτυξης, από πολλές απόψεις μια πολύ ρεαλιστική λύση για τη χώρα μας, και άρχιζε να υλοποιείται με επιτυχία, τότε το όλο εγχείρημα θα τράβαγε πάνω του την προσοχή όλων των λαών της Ευρώπης και της Μεσογείου και θα κέρδιζε την ηθική και όχι μόνο υποστήριξή τους.*