«Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει».
Στους κρύους δρόμους κυλούσαν ύπουλες οι σκιές του κακού.
Ένας ψηλός ολέθριος άνθρωπος σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι του γράφοντας πάνω στο φάκελο της συνείδησής του τη λέξη Σφαγή.
Όλη τη νύχτα έβρεχε.
Η ψυχή ήταν μουσκεμένη από ιδρώτα και δάκρυα.
Ολονυχτίς οι καμπάνες χτυπούσαν το σηκωμό του γένους.
«Η πατρίδα σε κίνδυνο».
Ολονυχτίς.
Αύριο θα κατεβαίναμε όλοι, γιατί όλοι ήμασταν σύμφωνοι κι όλοι αδικημένοι.
Την άλλη μέρα κλείσανε όλες οι πόρτες, τα παράθυρα, οι φάμπρικες κι ένας άνθρωπος κατέβηκε μέσα στην Αθήνα και τη γιόμισε.
Ήταν ήρεμος, αποφασιστικός.
Είχε μια ολύμπια αταραξία και σιγουριά.
Λευτεριά ή θάνατος!
Οι φονιάδες είχαν αποφασίσει αποβραδίς: «Θάνατος!»
Μενέλαος Λουντέμης