24.5 C
Athens
Τρίτη, 16 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΠερί ανέμων και υδάτων και άλλων τεράτων (μέρος δεύτερον). Του Γιώργου Σπύρου

Περί ανέμων και υδάτων και άλλων τεράτων (μέρος δεύτερον). Του Γιώργου Σπύρου

ΠΕΡΙ ΑΝΕΜΩΝ ΚΑΙ ΥΔΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ  ( μέρος δεύτερον )

Είχα υποσχεθεί (εν τη ρύμη του λόγου μου) σε προηγούμενο ομότιτλο άρθρο, (www.enallaktikos.gr/ar20833el-peri-anemwn-ydatwn-kai-allwn-teratwn-toy-giwrgoy-spyroy.html) την κατάθεση κάποιων θετικών  σκέψεων (όσο κι αν αυτές παραμένουν ακόμη ουτοπικές) για την  βιώσιμη και αειφορική ανάπτυξη στον   πλανήτη και τη χώρα.

Επειδή κατόπιν αυτού  εκτέθηκα  και πλέον και δεν γίνεται αλλιώς, είπα με την είσοδο του καινούργιου χρόνου και μαζί με τις ευχές μου για μια καλή χρονιά, να τηρήσω και αυτή  την υπόσχεση.  (Στο μέτρο των δυνατοτήτων μου βεβαίως). 

 Ας ξεκινήσουμε λοιπόν και να δούμε που θα βγει.

 Μια τέτοια πρόταση χωρίς να διεκδικεί ούτε αυθεντία ούτε καν πληρότητα,  πρέπει  να ικανοποιεί τουλάχιστον κάποιους στοιχειώδεις  στόχους και να στηρίζεται σε κάποιες παραδοχές.

Α      Οι παραδοχές μου:

Η ελεύθερη οικονομία παράγει καινοτομία,  πρόοδο και πλούτο και αυτός ο μηχανισμός παραγωγής στηρίζεται στη νομική αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Αρχή που βρίσκεται στο υπόβαθρο της ελεύθερης οικονομίας.

Στον αντίποδα αυτής αλλά με πολλούς από  τους κανόνες λειτουργίας αυτής, είναι δυνατόν να λειτουργεί μια παράλληλη οικονομία με κρατική μόχλευση για την ικανοποίηση κοινωνικών και εν γένει συλλογικών προτεραιοτήτων, οι οποίες αποφασίζονται δημοκρατικά. Τέτοιες προτεραιότητες είναι και αυτές, αλλά όχι μόνο αυτές , που αποσκοπούν στην μείωση του οικολογικού αποτυπώματος και την αποκατάσταση των οικολογικών ζημιών του πλανήτη και που συνθέτουν αυτό που κατά συνθήκη  αποκαλείται «πράσινη οικονομία».

Ελεύθερη οικονομία επ’ ουδενί δεν σημαίνει οικονομία χωρίς κανόνες και χωρίς μηχανισμούς που να  ελέγχουν τους κανόνες.

Η πολιτική μπορεί και πρέπει να θέτει τους κανόνες λειτουργίας της οικονομίας.

Η πολιτική μπορεί και πρέπει να θεσμοθετεί τα όργανα έλεγχου της λειτουργίας των κανόνων της οικονομίας.

Η υπερσυγκέντρωση του πλούτου (συνθήκη που ισχύει σήμερα), δημιουργεί στρεβλώσεις που επηρεάζουν αρνητικά και μάλιστα έντονα, τόσο τη λειτουργία της οικονομίας, όσο και τη λειτουργία των θεσμών και της κοινωνίας. Συνεπώς  αυτή δεν είναι επιθυμητή, ενώ αντίθετα είναι επιθυμητή η λελογισμένη διασπορά  πλούτου και αυτά είναι παραδοχές που κατ εμέ πρέπει να συνιστούν σταθερές επιδιώξεις της πολιτικής. 

Η ποσότητα και ο μηχανισμός διασποράς του πλούτου που θα παραχθεί είναι επίσης  αντικείμενο της πολιτικής.

Όλα τα παραπάνω καθίστανται πολιτικά  δυνατά, κυρίως  μέσω των φορολογικών και δασμολογικών συστημάτων, καθώς και των πιστωτικών συστημάτων και των  συστημάτων παροχής οικονομικών κινήτρων και αντικινήτρων για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων, στα πλαίσια μιας μη γραφειοκρατικής αλλά αποτελεσματικής  κρατικής λειτουργίας.

Η φέρουσα ικανότητα του πλανήτη ως προς τον δυνάμενο να φιλοξενηθεί ανθρώπινο πληθυσμό και δραστηριότητες, είναι πεπερασμένη και κατά συνέπεια αυτά δεν μπορεί να αυξάνονται επ’ άπειρον. Ο πληθυσμός του πλανήτη αυξάνεται συνεχώς από τον 14ο αιώνα, τα δε τελευταία 10 χρόνια με μέσο ρυθμό 1,5  %  ετησίως. Αν και το ποσοστό αυτό φαίνεται μικρό, και βαίνει μειούμενο, θα πρέπει να το μετατρέψουμε σε απόλυτους αριθμούς για να αναληφθούμε, ότι με τον συνυπολογισμό όλων των δεδομένων οι προβολές δείχνουν ότι το 2050 θα ζουν στον πλανήτη από 8,3 έως 10,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ενώ σήμερα υπολογίζεται ότι ζουν 7,35, τη στιγμή που  μετά τη λήξη του β’ παγκόσμιου πολέμου (1948) εκτιμάται ότι  ζούσαν περίπου 2,5. Μιλάμε δηλαδή για μια αναμενόμενη  αύξηση κατά 20% περίπου  μέσα στα επόμενα  35 χρόνια, επί ενός πληθυσμού που αυξήθηκε κατά 300 % τα τελευταία 65 χρόνια.  Σ αυτό θα πρέπει να προστεθεί ότι όλο και περισσότεροι πληθυσμοί «εκπολιτίζονται» βιαίως, από οικονομικής απόψεως  και μετέχουν των αχράντων μυστηρίων του καπιταλισμού, αυξάνοντας το οικολογικό τους αποτύπωμα.

  Είναι προφανές λοιπόν, ότι το «αυξάνεστε και πληθύνεστε» κάπου θα πρέπει να σταματήσει, γιατί αλλιώς θα απευθύνεται πλέον υπέρ μόνο κάποιων και θα στρέφεται σε βάρος κάποιων άλλων. Δηλαδή θα επακολουθήσει το «και κυριεύσατε πάντα τα έθνη της γης». Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός δεν αυξάνεται συμμετρικά αλλά ασύμμετρα και μάλιστα με τεράστιες διαφορές, με την Ευρώπη να έχει σχεδόν μηδενική αύξηση και την Αφρική και την Ασία την μέγιστη. Διαπιστώνεται δηλαδή κάποιο φαινομενικό παράλογο ότι  οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες,  αναπτύσσονται πληθυσμιακά  με  μεγαλύτερο ρυθμό από τις αναπτυγμένες την ίδια στιγμή που πολλές εξ αυτών αντιμετωπίζουν προβλήματα επάρκειας τροφής και μέσων στοιχειώδους διαβίωσης, που όμως εξηγείται μέσα από την συνθήκη, ότι οι πολλές γεννήσεις ήταν η φυσική και ενστικτώδης  απάντηση των «υπανάπτυκτων» λαών στις απώλειες λόγω ασθενειών, πρόωρων θανάτων κλπ,  που οφείλονταν στην έλλειψη μέσων.

Β     Οι στόχοι:

Σχεδόν πλήρης απασχόληση σε συνθήκες σχεδόν πλήρως ανταγωνιστικών και επαρκώς εποπτευόμενων  αγορών, μέσω μιας ανεμπόδιστης αλλά όχι ανεξέλεγκτης οικονομίας.

 Διατήρηση και επέκταση των εναλλακτικών η ανταλλακτικών οικονομιών, όπου αυτές λειτουργούν η μπορεί να λειτουργήσουν. Επισημαίνω ότι όταν αναφέρομαι σε πλήρως ανταγωνιστικές αγορές δεν εννοώ ότι όλα, δηλαδή και τα κοινωνικά αγαθά είναι αντικείμενο των πράξεων των αγορών. Επίσης με τον όρο πλήρως ανταγωνιστικές δεν εννοώ ανεξέλεγκτες, αλλά αγορές στις οποίες ισχύουν οι κανόνες του ανταγωνισμού και είναι απαλλαγμένες από μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά συστήματα.

Εξασφάλιση της δυνατότητας πρόσβασης του συνόλου του πληθυσμού σε βέλτιστα συστήματα υγείας, πρόνοιας και παιδείας και μέσω της πλήρους απασχόλησης της  δυνατότητας  ικανοποίησης των αναγκών αξιοπρεπούς διαβίωσης και πρόσβασης στα πολιτιστικά  επιτεύγματα και αγαθά.

Μείωση του οικολογικού αποτυπώματος του ανθρώπου στον πλανήτη

        4      Σταδιακή αποκατάσταση της βλάβης που έχει ήδη επέλθει στα φυσικά συστήματα και  οικοσυστήματα  του πλανήτη.

        (Οι παραπάνω  στόχοι και παραδοχές, είναι  αυτονόητα συμβατοί με την λεγόμενη    δημοκρατική αρχή, σε ένα οικονομικό σύστημα ελεύθερης οικονομίας, που έχει ως  θεμέλιο την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που εντοπίζεται σε όλα τα δημοκρατικά  συντάγματα του ανεπτυγμένου κόσμου.  Κάθε παραβίαση της δημοκρατικής αρχής, που «δικαιολογείται» στη βάση κάποιας ιδιότυπης κατάστασης ανάγκης, είναι κακόβουλη και αποσκοπεί στο να την αντικαταστήσει σταδιακά η ρηξικέλευθα,  με την αρχή της κυριαρχίας των αγορών, δηλαδή με την απροκάλυπτη υποκατάσταση των δημοκρατικών πολιτευμάτων από πολιτεύματα απρόσωπων δικτατοριών, που κατευθύνονται από οικονομικά κέντρα, πράγμα που επ’ ουδενί δεν πρέπει να γίνεται ανεκτό από τους πολίτες).

Γ     Η κλίμακα αναφοράς.

Η κλίμακα αναφοράς, δηλαδή εφαρμογής των πολιτικών που προτείνονται, εξαρτάται από την κλίμακα συναίνεσης που είναι δυνατόν να διαμορφωθεί.

Η αρχή της αποτελεσματικότητας προωθεί την ανάγκη επίτευξης οικουμενικής συναίνεσης.

Η αρχή της εφικτότητας προτάσσει την εστίαση στη  δυνατότητα επίτευξης περιορισμένης, σε εθνικά  όρια, συναίνεσης.

Οι δυο αυτές αρχές πρέπει να συγκεραστούν, γιατί μια συναίνεση που επιτυγχάνεται  ευκολότερα σε εθνικό επίπεδο (με την κατάκτηση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας αλλά  και άλλους τρόπους) θα είναι πολύ δύσκολο να φέρει αποτελέσματα ακόμη και σε αυτό το επίπεδο αν είναι ξεκομμένη από τα διεθνώς τεκταινόμενα. Από την άλλη, μια διεθνής συναίνεση είναι εξαιρετικά δύσκολη, γιατί προϋποθέτει ταυτόχρονη ωρίμανση συνθηκών και υπέρβαση εμποδίων σε πολλές και διαφορετικές χώρες.

Όμως αυτός δεν είναι λόγος για να εγκαταλειφτεί η προσπάθεια διατύπωσης μιας πρότασης και ενός σχεδίου, γιατί άλλως τε το βασικότερο επιχείρημα της άλλης πλευράς είναι η έλλειψη μιας ρεαλιστικής πρότασης και  ενός ρεαλιστικού σχεδίου, αντίθετου από το τρέχον σενάριο που ωθεί την ανθρωπότητα σε μια μοιραία σύγκρουση με τον εαυτό της.

Προς το παρόν θα πρέπει να πούμε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο οι βασικοί παίκτες – κράτη  σχηματοποιούνται σε λιγότερους από μια οκτάδα και ένας από αυτούς μπορεί να είναι η Ευρωπαϊκή  Ένωση  (όχι  Γαλλία + Γερμανία),  λόγος που μας προτρέπει να μην μας ενθουσιάζει και τόσο  η διάλυση της ΕΕ, πράγμα όμως που όμως  είναι σαφώς προτιμότερο για τη χώρα μας, από την συνέχιση της λειτουργίας της με βάση το υφιστάμενο status.

Η πρόβλεψη μου βεβαίως  είναι, ότι η πιθανότερη εκδοχή είναι, όχι μόνο να μην υπάρξει καμία συναίνεση σε διεθνές επίπεδο, αλλά οι αντιφάσεις να κλιμακωθούν και να ωθήσουν την ανθρωπότητα προς τον παραδοσιακό τρόπο επίλυσης τους που είναι τα όπλα. Είναι λοιπόν εθνικό καθήκον παράλληλα με την διατύπωση του «δέοντος γενέσθαι» όχι μόνο να μην παραβλέπουμε αυτή την πιθανότητα,  αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες να ενεργούμε κατά το δυνατόν για την αντιμετώπιση των συνεπειών και  μιας τέτοιας αρνητικής  εξέλιξης.

Από την άλλη εξ αρχής θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι καμία οικουμενική συναίνεση δεν πρέπει να συγχέεται με σκέψεις για μια παγκόσμια διακυβέρνηση, με παράλληλη κατάργηση της λαϊκής κυριαρχίας στα πλαίσια των κρατών εθνών, πράγμα που θα συνιστά μια εκτροπή από την δημοκρατική αρχή, αλλά για ένα «consensus» μεταξύ κυριάρχων κρατών σε πρόσφορα διεθνή φόρα ( ΟΗΕ,ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΙΑΣΚΕΨΕΙΣ, κλπ).

Δ   Το πρόβλημα χρηματοδότησης των «πράσινων δράσεων»

    Το προβλήτα αυτό έγκειται στη δυσκολία  των  κρατικών  προϋπολογισμών, η των  προϋπολογισμών των επιχειρήσεων, σε συνθήκες υπερχρέωσης και οξυμένου ανταγωνισμού, να χρηματοδοτήσουν δράσεις για τις οποίες σχεδόν  κανένας καταναλωτής δεν είναι διατεθειμένος να καταβάλλει τίμημα. Την ίδια στιγμή υπάρχουν περιοχές στον πλανήτη οι οποίες συμμετέχουν ισότιμα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και έχουν σχεδόν μηδενίσει το περιβαλλοντικό κόστος παραγωγής, όχι χάρη σε εξελιγμένες μεθόδους διαχείρισης αποβλήτων, αλλά σε βάρος του περιβάλλοντος ,  γεγονός που ασκεί πίεση και στις χώρες που υλοποιούν στοιχειώδεις η αρκετά προχωρημένες δράσεις για τη διαχείριση των βιομηχανικών και αστικών τους  απόβλητων. Πέρα λοιπόν από μια στοιχειώδη πρόνοια για ένα περιβαλλοντικό σήμα που θα πρέπει να διαθέτει κάθε  προϊόν για να μπορεί να διακινηθεί στην εξωτερική αγορά, ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει τα αρμόδια όργανα του ΟΗΕ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, θα πρέπει να επινοηθούν και πηγές χρηματοδότησης της «πράσινης οικονομίας», η οποία θα πρέπει να καταλάβει σχεδόν το σύνολο της αύξησης του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος και να δημιουργήσει μια νέου τύπου  ανάπτυξη, η οποία θα αποκαθιστά αντί να εντείνει το οικολογικό αποτύπωμα του ανθρώπου στον πλανήτη. Από την άλλη παρατηρείται η προσπάθεια ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας σε Ευρώπη και Αμερική με την μέθοδο της παραγωγής εκ του μηδενός  νέου χρήματος  ( πολιτικές ποσοτικών  χαλαρώσεων  βλ  πακέτο Ντράγκι), όμως μικρή μόνο  ποσότητα αυτής της χρηματοδότησης φτάνει στην πραγματική οικονομία, ώστε να δημιουργήσει νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας και κυρίως δεν κατευθύνεται έτσι ώστε να μοχλεύσει μια νέα οικονομία στον τομέα του περιβάλλοντος.

Παρίσταται λοιπόν η ανάγκη να εξευρεθεί ένας  νέος τρόπος χρηματοδότησης της οικονομίας του περιβάλλοντος και σίγουρα μια καλή και ρεαλιστική  επιλογή είναι, οι ποσοτικές χαλαρώσεις να πέρανε πρώτα  μέσα από αυτόν τον υπό ίδρυση  τομέα της οικονομίας και εν συνεχεία να διαγράφουν τον οικονομικό τους κύκλο, διαχεόμενες μέσω της πράσινης οικονομίας και στους άλλους τομείς και να ξαναγυρνάνε κατά μείζον τμήμα στο κράτος μέσω της φορολόγησης των δραστηριοτήτων στις οποίες έχουν διαχυθεί και των εισοδημάτων που θα έχουν παραχθεί  από αυτές.

Ε    Τα μέσα

Τα εργαλεία μόχλευσης και επίτευξης των στόχων, είτε υπάρχουν, είτε θα πρέπει να  επινοηθούν και κάποια από αυτά είναι :

Ο μηχανισμός παραγωγής χρήματος.

Ο μηχανισμός αυτός, στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε παραπάνω, σήμερα υπάρχει και ευρίσκεται στα χέρια των κεντρικών τραπεζών, οι δε κεντρικές τράπεζες σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο έχουν σταδιακά περιέλθει δυστυχώς στα χέρια των ιδιωτών που ταυτίζονται με αυτό που αποκαλείται σήμερα «αγορές», αν και η σωστή ορολογία είναι χρηματαγορές και χρηματιστηριακές αγορές σε αντιδιαστολή με τις πραγματικές αγορές, αυτές δηλαδή στις οποίες ανταλλάσσονται  αγαθά και υπηρεσίες.

Η διαδικασία παραγωγής χρήματος είναι στη βάση της απλή και έγκειται στη δυνατότητα- προνόμιο  των κεντρικών τραπεζών να χορηγούν πιστώσεις – δάνεια με τόκο στις εμπορικές τράπεζες, όχι όμως  από χρήματα που έχουν, αλλά εκ του μηδενός, δηλαδή που παράγονται στη βάση μιας νομικής δυνατότητας – εξουσιοδότησης από  κρατική αρχή. Αυτό δεν είναι κατ ανάγκη  ούτε κακό ούτε αχρείαστο. Αντίθετα στο βαθμό που διαστέλλεται η οικονομία, δηλαδή  οι αξίες και  τα κυκλοφορούντα αγαθά, θα πρέπει να διαστέλλεται και το κυκλοφορούν χρήμα, έτσι  ώστε να ευρίσκεται πάντα σε μια λογική αντιστοιχία με αυτά. Επίσης μια ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος καταστρέφεται μέσω των αθετήσεων και πρέπει να αποκατασταθεί ως κυκλοφορούν χρήμα, μια άλλη δε αυξομειούμενη ανάλλαγα με τις συνθήκες, λιμνάζει με τη μορφή καταθέσεων.  Όμως αυτό που  είναι αδιανόητο, είναι  να παραμένει η δυνατότητα παραγωγής χρήματος εκ του μηδενός, νομοθετημένο προνόμιο των ιδιωτικών κεντρικών τραπεζών. Επίσης η διαδικασία εισόδου των πιστώσεων αυτών στην οικονομία, είναι μέσω δανεισμού προς τις  εμπορικές  τράπεζες, και από αυτές η διάχυση γίνεται προς το κράτος, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με τη μορφή πάλι έντοκου  δανεισμού, χωρίς κάποιες ιδιαίτερες  προτεραιότητες τουλάχιστον εξ αυτών οι οποίες μας αφορούν.

Είναι λοιπόν προφανές ότι οι ένας ενάρετος οικονομικός στόχος είναι κεντρικές τράπεζες  να ξαναγινούν κρατικές. Για την ακρίβεια δεν χρειάζεται να κρατικοποιηθούν καν. Απλά πρέπει να  αφαιρεθεί το συγκεκριμένο προνόμιο από τις συγκεκριμένες τραπεζικές εταιρίες και να αποδοθεί σε μια νέα 100% κρατική τράπεζα που έχει κάθε δικαίωμα κάθε κυρίαρχο κράτος να ιδρύσει. Έτσι δεν θα μπορεί κανείς να διαμαρτυρηθεί και να απαιτεί αποζημιώσεις.

Εν συνεχεία η επί πλέον ρευστότητα που θα χορηγείται στην οικονομία και τα επιτοκιακά κέρδη από αυτές τις χορηγήσεις θα καθίστανται αυτομάτως εθνικός πλούτος.  Επί πλέον όμως η Πολιτεία με τα συντεταγμένα της θεσμικά όργανα  μπορεί να καθορίσει και εναλλακτικά κανάλια μεταφοράς της ρευστότητας στην οικονομία σε σχέση με αυτά των εμπορικών τραπεζών και κάλλιστα μπορεί να αποφασιστεί ότι το κυριότερο εξ αυτών θα είναι οι επιχειρήσεις και γενικά δραστηριότητες με συγκεκριμένα, μετρήσιμα αποτελέσματα στον τομέα που ονομάσαμε παραπάνω «πράσινη οικονομία». Η παροχέτευση αυτών των πιστώσεων θα γίνεται  πάλι μέσω των εμπορικών τραπεζών, αλλά όχι ως δανεισμός αλλά ως  διεκπεραίωση επί  προμήθεια, δηλαδή  χωρίς χρέωση τόκων σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.

Με αυτόν τον τρόπο θα επιλυθεί το ζήτημα της χρηματοδότησης αυτού του πολύ σοβαρού τομέα της οικονομίας και της έρευνας, θα παραχθούν νέες  θέσεις εργασίας και θα πραγματοποιηθεί αναπτυξιακή διαδικασία, όχι μόνο χωρίς επιβάρυνση της πλανητικής ισορροπίας, αλλά και επ’ ωφελεία αυτής. Αυτή η δραστηριότητα θα συντηρείται και θα επεκτείνεται αρχικά και σε ένα βαθμό  με πόρους που θα προέρχονται από την παραπάνω «ποσοτική χαλάρωση», όπως αποκαλείται το τρομπάρισμα φρέσκου χρήματος στην αγορά και εδώ πλέον στην  παραγωγική διαδικασία. Σε μεταγενέστερη φάση η συντήρηση του κόστους των δραστηριοτήτων αποκατάστασης του οικολογικού αποτυπώματος θα μεταφέρεται όλο και περισσότερο στους υπευθύνους, με τη μορφή των ήδη θεσμοθετημένων πράσινων τελών τα οποία θα εξειδικεύονται και θα επεκτείνονται ομαλά.

Το μέτρο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί είτε σε εθνική είτε σε υπερεθνική κλίμακα. Η  αντίδραση των σημερινών κατόχων του δικαιώματος να κόβουν χρήμα είναι αναμενόμενη, αλλά δεν πρέπει να πτοεί κανένα. Οι αντιδράσεις λαμβάνονται υπ όψιν,  αλλά υπάρχουν για να ξεπερνιούνται. Αρκεί να υπάρχει αποφασιστικότητα και επίγνωση ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν είναι ούτε περίπατος,  ούτε υπόκειται στη συνταγή «ψεκάστε σκουπίστε τελειώσατε», ή αλλιώς  «σήμερα ψηφίζουμε, αύριο τελειώνουμε», όπως έλεγε ένα πρόσφατο εκλογικό σλόγκαν. Η διεθνής συγκυρία βαίνει ευνοϊκά, αν ληφθούν υπ όψη οι προσπάθειες Κίνας, Ρωσίας και Λατινικής Αμερικής,  για την προώθηση ενός νέου ενοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος  χειραφετημένου από την ένωση κεντρικών τραπεζών (BIS), πράγμα που αν ευοδωθεί θα σηματοδοτήσει ένα  διπολισμό σε αυτόν τον τομέα που θα αφήνει έδαφος για πολλές εναλλακτικές.

Από την άλλη ακόμη και αν δεν υπάρξουν οι συνθήκες για μια τέτοια εξέλιξη, (ανάκτησης από το κράτος ή τα κράτη του έλεγχου των κεντρικών τραπεζών τους), ακόμη και στα πλαίσια του υφιστάμενου τραπεζικού  καθεστώτος, πάλι μπορεί να συνομολογηθεί πολιτικά, ότι οι ποσοτικές χαλαρώσεις το μέγεθος των οποίων θα καθορίζεται και με πολιτική απόφαση, θα περνάνε πρώτα  μέσα από την πράσινη οικονομία, χωρίς να ανοίγονται πιστώσεις που θα πρέπει να κλείνουν σε συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο  και μάλιστα εντόκως.

Ο μηχανισμός των φόρων.

      Τα φορολογικά συστήματα δεν είναι μόνο μηχανισμοί αναδιάρθρωσης και αναδιανομής εισοδημάτων αλλά και μέσα μόχλευσης παραγωγικών και άλλων δραστηριοτήτων.

Είναι  προφανές ότι αν θέλεις να μοχλεύσεις μια κατηγορία δραστηριοτήτων είτε προς θετική είτε προς αρνητική πλευρά, αυτό μπορεί να γίνει με επιτυχία μέσω του φορολογικού μηχανισμού και της φορολογικής νομοθεσίας.

 Προϋπόθεση βεβαία είναι το κράτος που αποφασίζει για τα φορολογικά θέματα, να είναι εθνικά κυρίαρχο, πράγμα που δεν συντρέχει στη περίπτωση της Ελλάδας , γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη  ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας με οποιοδήποτε κόστος.

 Τα φορολογικά μέτρα εφαρμόζονται σε εθνική κλίμακα, αλλά για κάποια περιβαλλοντικά τέλη υπάρχει προηγούμενο αποφάσεων  σε διεθνή κλίμακα και αυτή η πρακτική μπορεί να επεκταθεί.

Ο μηχανισμός των δασμών.

Αυτός ο μηχανισμός έχει σχεδόν απομειωθεί ως αποτέλεσμα της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, κατάστασης η όποια εν πολλοίς ευθύνεται για την υφιστάμενη απορύθμιση σε παγκόσμια κλίμακα.

Αποτέλεσμα της απομείωσης αυτής, είναι η αφιλτράριστη εισαγωγή  προϊόντων και μαζί με αυτά καθαυτά τα προϊόντα και των συνθηκών παραγωγής τους, αφού ο δασμός, όταν υπάρχει, λειτουργεί ως οικονομικό φίλτρο που προστατεύει την εγχώρια  οικονομία από επιμολύνσεις  που οφείλονται στις συνθήκες  παραγωγής στη χώρα παραγωγής του προϊόντος. Η εισαγωγή προς κατανάλωση ενός αδασμολόγητου προϊόντος από μια χώρα χαμηλού κόστους, σε μια χώρα υψηλού κόστους παραγωγής, εισάγει στην χώρα κατανάλωσης, αυτούσιες δηλαδή αφιλτράριστες από το εξισορροπητικού σύστημα των  δασμών, τις εργασιακές συνθήκες της χώρας παραγωγής και έτσι πιέζει τους μισθούς και τα εργασιακά δικαιώματα στη χώρα κατανάλωσης, εκτοπίζοντας από την αγορά της  τα προϊόντα που έχουν παραχθεί σε αυτήν με μεγαλύτερο ασφαλώς κόστος παραγωγής. Το αυτό συμβαίνει και με το περιβαλλοντικό κόστος του προϊόντος , το όποιο μπορεί να είναι ανύπαρκτο στη χώρα παραγωγής και ως εκ τούτου πιέζει για εκπτώσεις σε βάρος του περιβάλλοντος  στις χώρες κατανάλωσης. Αυτό συμβαίνει σήμερα  με τα κινέζικα προϊόντα που κυκλοφορούν στην Ευρώπη.

Εστί ουν καιρός, επανεισαγωγής των δασμών, η  αποπαγκοσμιοποίησης, θέμα που τελικά είναι εθνικής κλίμακας, ως προς την έκφραση βούλησης, αλλά επιλύεται τελικά  σε διεθνές επίπεδο.

 Επίσης μπορεί και πρέπει να εφαρμοστεί άμεσα ένα είδος κατάλληλα πιστοποιημένης ταυτότητας που θα βεβαιώνει την εφαρμογή στοιχειωδώς διεθνώς αποδεκτών κανόνων όσον αφορά στις εργασιακές και περιβαλλοντικές συνθήκες παραγωγής, έτσι  ώστε να είναι δυνατόν να κυκλοφορήσει διεθνώς ένα προϊόν. Αυτό είναι στοιχειώδης απαίτηση προς την διεθνή κοινότητα και αφορά το σήμερα. Μια τέτοια πρόταση είναι τιμή για μια χώρα να την επεξεργαστεί και να την καταθέσει επίσημα για διαβούλευση στα αρμόδια όργανα του ΟΗΕ, ακόμη και αν αυτή απορριφθεί μετ’ επαίνων.

Οι μηχανισμοί διαχείρισης κεφαλαιακών και ανθρωπίνων ροών.

               α)  Κεφαλαιακές ροές .

 Ένα ζήτημα που συνδέεται με τα δυο προηγούμενα είναι η διαχείριση υπό τις παρούσες συνθήκες εκτός των εμπορευματικών ροών και των ροών κεφαλαίων και ανθρώπων.

Σήμερα κυριαρχεί η συνθήκη σε σχέση με τις κεφαλαιακές ροές, της επέκτασης της ασυδοσίας που ίσχυε ήδη για τα ναυτιλιακά κεφάλαια. Έτσι πλέον τα κεφάλαια εδράζονται και φορολογούνται υπό ευνοϊκό καθεστώς σε χώρες άσχετες  από αυτές στις οποίες επενδύονται και εκ των οποίων αντλούν κερδοφορία, αξιοποιώντας συστήματα αθέμιτων τριγωνικών συναλλαγών. Όλοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι όσον αφορά αυτό το φαινόμενο «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον». Όμως δεν είναι έτσι. Ένα κυρίαρχο κράτος μπορεί να φορολογεί τα κεφάλαια που δραστηριοποιούνται σε αυτό με τον βέλτιστο κατά τη κρίση του τρόπο. Ένας τρόπος που λύνει σα σπαθί επί γόρδιου δεσμού το ζήτημα των τριγωνικών συναλλαγών είναι η φορολόγηση επί του τζίρου (εννοείται  με πολύ χαμηλότερο  ποσοστό από τα κέρδη) και όχι επί των κερδών για επιχειρήσεις που πραγματοποιούν τζίρους άνω ενός ορίου που θα οριστεί με τον βέλτιστο τρόπο. Οι επιχειρήσεις θα καλούνται ως εκ τούτου, όταν κάνουν τον επιχειρησιακό τους σχεδιασμό και την τιμολόγηση των αγαθών, να προϋπολογίζουν το παραπάνω φορολογικό κόστος το όποιο θα καταβάλλεται τελικά  άμεσα σε τριμηνιαία βάση όπως ο ΦΠΑ. Μπορεί άνετα να προβλεφτεί και πλήρης ατέλεια για τον πρώτο χρόνο, ως κίνητρο εγκατάστασης. Το σύστημα αυτό εξασφαλίζει ότι όλοι όσοι πραγματοποιούν τζίρο άνω ενός ορίου στη χώρα, θα καταβάλουν φόρο ανεξαρτήτως κερδοφορίας και μάλιστα άμεσα, με την ελάχιστη εμπλοκή του φορολογικού μηχανισμού. Όποιος διαμαρτύρεται με την ένσταση γιατί να πληρώνουν φόρο οι ζημιογόνες επιχειρήσεις (που στη πράξη είναι επίτηδες ζημιογόνες γιατί έχουν υπερκοστολογήσει τις αγορές τους μέσω δικών τους εταιριών με έδρα φορολογικούς παραδείσους) λαμβάνει την απάντηση ότι οι ζημιογόνες επιχειρήσεις δεν έχουν καμία θέση στην αγορά εκτός αν πληρώνουν τον φόρο επί του τζίρου  και ως εκ τούτου ζημιώνουν με την δράση  άλλους (τους  μετόχους) πλην του κοινωνικού συνόλου. Άλλως τε μια ζημιογόνος επιχείρηση, διατηρούμενη τεχνηέντως εν ζωή, βλάπτει με την δράση της, μέσω αθέμιτου ανταγωνισμού τις υγιείς του αντιστοίχου κλάδου. Αυτό είναι μέτρο εθνικής κλίμακας.

Το ζητούμενο είναι η διοχέτευση των κεφαλαιακών ροών στις σκοπούμενες δραστηριότητες και αυτό μπορεί να επιτευχτεί με το φορολογικό πρόσημο που θα τεθεί  επί του τζίρου ανάλογα με το είδος της δραστηριότητας. Πχ αν υποτεθεί ότι η χρήση του ιδιωτικού αυτοκίνητου αξιολογείται ότι αυξάνει το οικολογικό αποτύπωμα, άρα είναι μια επιβλαβής για τον πλανήτη δραστηριότητα, τόσο αυτό όσο και κάθε σχετική με αυτό  οικονομική δραστηριότητα, θα φορολογείται με αυξημένο ποσοστό επί του  τζίρου, ενώ μια ουδέτερη δραστηριότητα με μέτριο και μια επωφελής με σχεδόν μηδενικό. 

β) Ανθρώπινες ροές  

Ως προς τις ανθρώπινες ροές, πράγμα πολύ σημαντικό και επίκαιρο λόγω του προσφυγικού, θα πρέπει εισαγωγικά να ειπωθεί ότι  είναι ένα δίδυμο  θέμα ως προς αυτό των κεφαλαιακών ροών, που ο σχεδιασμός της παγκοσμιοποίησης δεν το παρέβλεψε, αλλά το άφησε τεχνηέντως να το επιλύσει η πράξη  σε βάρος των πολιτών του ανεπτυγμένου κόσμου. Οι πρόσφυγες είναι καλοδεχούμενοι από αυτό σχεδιασμό, στο βαθμό που αποτελούν εν δυνάμει πρόσθετη εργατική εφεδρεία, κάτι δηλαδή που θα πιέσει και άλλο τα εργασιακά δικαιώματα και θα δημιουργήσει ανασφάλεια στο εργατικό δυναμικό  στον ανεπτυγμένο κόσμο. Επίσης και οι  πολιτιστικές πολτοποιήσεις είναι καλοδεχούμενες, αφού στις πολιτιστικές αξίες των εθνών του δυτικού και κυρίως ευρωπαϊκού πνεύματος, εδράζονται όλες οι αντιστάσεις στη βαρβαρότητα της παγκόσμιας αντιδημοκρατικής διακυβέρνησης.

 Όλο το κόλπο των παγκοσμιοποιητών και των λούμπεν παρακολουθημάτων τους  εδράζεται στην εκμετάλλευση του ανθρωπιστικού αντανακλαστικού των λαών και των προοδευτικών κόμματων στη δύση. Έτσι  όταν σου πετάνε ένα μωρό μισοπνιγμένο στη μέση της θάλασσας το ανθρωπιστικό σου αντανακλαστικό επιβάλει να το σώσεις ακόμη και  με κίνδυνο και της ζωής σου, και αυτό είναι καθήκον για όποιον θέλει να λέγεται άνθρωπος. Όμως είναι μωρία και αυτοεξευτελισμός ιδιαίτερα για τα κόμματα της αριστεράς, να εγκλωβίζονται σε τριτοδιεθνιστικά ιδεολογικά κλισέ και τελικά να περιορίζονται στο ρόλο του ναυαγοσώστη.  Η παγκόσμια κοινότητα επιβάλλεται άμεσα και επιτακτικά και χωρίς καθυστερήσεις να διαμορφώσει ένα μόνιμο μηχανισμό, να εκπονήσει ένα πρόγραμμα και να διαθέσει τα απαιτούμενα χρηματοδοτικά μέσα, έτσι ώστε οι πιεζόμενοι, είτε από πόλεμο, είτε από πείνα, να διαμένουν προσωρινά στις γείτονες χώρες, υπό συνθήκες ασφαλούς διαβίωσης, αλλά χωρίς ανάμιξη στην παραγωγική δραστηριότητα, ώστε να είναι δυνατή η σύντομη επανεγκατάσταση στη χώρα προέλευσης μετά την επίλυση  με κάθε πρόσφορο μέσο, της ανθρωπιστικής  κρίσης που τους κατέστησε πρόσφυγες. Οι αναλυτικές προτάσεις και πρωτοβουλίες  σε αυτή τη κατεύθυνση πρέπει να είναι προτεραιότητα για μια χώρα σαν την Ελλάδα. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι οι αποφάσεις της τελευταίας συνόδου κορυφής της ΕΕ για το μεταναστευτικό και ως εκ τούτου δεν έχω καμία δυσκολία να την χαιρετήσω ως μια πρωτοβουλία που πρέπει να χτίσουμε πάνω σ αυτή.  Κατά τα λοιπά τα σύνορα προς το παρόν είναι χρήσιμα και πρέπει να φυλάσσονται, μέχρις  ότου η ανθρωπότητα είναι έτοιμη για μια διαφορετική παγκόσμια ειρηνική διευθέτηση.  Όποιος νομίζει ότι ανοίγοντας τα σύνορα υπό τις παρούσες συνθήκες ενεργεί ανθρωπιστικά, θα του απαντήσω ότι απλώς ανοίγει τις πύλες της κολάσεως χωρίς να το έχει καταλάβει. 

 Η διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας, των πολιτισμικών αξιών και παραδόσεως των εθνών, είναι πλούτος για την ανθρωπότητα και καμία σχέση δεν έχει με τα περί φυλετικής καθαρότητας, η οποία είναι  φασιστικού τύπου αντίληψη και έχει σαν ειδοποιό διαφορά, μια συγκεκριμένη ιδέα περί υπεροχής μιας φυλής ή ενός έθνους έναντι των υπολοίπων.  Η  εθνικοπολιτιστική  ταυτότητα κάθε λαού  πρέπει να είναι σεβαστή. Και αυτή τελικά απειλείται από την βίαιη υπέρβαση της φέρουσας ικανότητα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;