23.8 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕΛΛΑΔΑΠερί κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικού ανταγωνισμού

Περί κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικού ανταγωνισμού

Τον τελευταίο καιρό οι έννοιες τρίτος τομέας, κοινωνική και αλληλέγγυα
οικονομία έχουν αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα στην Ελλάδα, μια χώρα που
μέχρι πρόσφατα απουσίαζε από τις περισσότερες διεθνείς συγκριτικές
μελέτες, επειδή ακριβώς δεν είχε να παρουσιάσει σημαντικές πρωτοβουλίες
σ’ αυτή την κατεύθυνση.[1]
Προφανώς, ο δριμύς χαρακτήρας που πήρε η καπιταλιστική κρίση στην
περίπτωση της Ελλάδας δημιούργησε το υπόστρωμα για την αναζήτηση νέων
τρόπων παραγωγής, ανταλλαγής, κατανάλωσης και κοινωνικής φροντίδας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα παραδείγματα που αναδύονται
χαίρουν υποστήριξης από ένα ευρύ φάσμα, συχνά αντιθετικών, αντιλήψεων
για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και το ρόλο του κράτους.

Πριν επιχειρήσουμε να συνδέσουμε τα εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας με
ευρύτερα ζητήματα πολιτικής στόχευσης, είναι χρήσιμο να αποκτήσουμε μια
κοινή γλώσσα για το συγκεκριμένο πεδίο. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να
συνδράμει σ’ αυτή την κατεύθυνση, μέσα από μια επισκόπηση των
ιδεολογικών πλαισίων που έχουν εμποτίσει τα εγχειρήματα αυτά στην πορεία
του χρόνου και των βασικών εννοιών που έχουν χρησιμοποιηθεί διεθνώς για
την περιγραφή τους. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε την
προβληματικότητα μιας a priori αποδοχής ή κατακραυγής της κοινωνικής
οικονομίας. Τέλος, θα επιχειρήσουμε να θέσουμε ορισμένες κατευθύνσεις
για την προσέγγιση του πεδίου από μια ριζοσπαστική οπτική.

Ιδεολογικές παρακαταθήκες: Σε ποιον ανήκει η κοινωνική οικονομία;

 Αρχικά,
οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι τα εγχειρήματα του τρίτου τομέα
(συνεταιρισμοί, κοινωνίες αλληλοβοήθειας, πρωτοβουλίες άρνησης
μεσαζόντων, κοινωνικά ιατρεία) ούτε υπάγονται σε ένα ενιαίο ιδεολογικό
πλαίσιο ούτε ανήκουν δικαιωματικά σε έναν διακριτό πολιτικό χώρο.
Απεναντίας, σχεδόν όλες οι πολιτικές παραδόσεις έχουν κατά καιρούς
υποστηρίξει τη δημιουργία τέτοιων εγχειρημάτων, η καθεμιά για τους
δικούς της λόγους. Για φιλελεύθερους όπως ο Τζων Στιούαρτ Μιλ, η
κοινωνική οικονομία αποτυπώνει την ανάγκη να προστεθούν στα ενδιαφέροντα
της πολιτικής οικονομίας τα μέσα που παράγουν κοινωνικό πλούτο και
ευημερία πέρα από την άμεση υλική παραγωγή.

Ορισμένοι φιλελεύθεροι
δημιουργούν δομές για την καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής
τάξης, τις οποίες διευθύνουν «εξέχοντα» μέλη της κοινωνίας και έχουν
στόχο την εμπέδωση ηθικών αξιών συμβατών με τον ανερχόμενο καπιταλισμό. Η
εχθρότητα προς τους μεσάζοντες και η ανάγκη ελέγχου και ηθικής
καθοδήγησης των εργατών οδηγεί τον Τζων Στιούαρτ Μιλ να προκρίνει τις
ενώσεις εργατών και εργοδοτών. Από την άλλη, η παράδοση του κοινωνικού
χριστιανισμού των συνεχιστών του Σαιν-Σιμόν υποστηρικτές των ενώσεων και
συνεταιρισμών (associationalists), όπως ο Philippe Buchez, ο Auguste
Ott και πρώιμοι σοσιαλιστές σαν τον Λουί Μπλανκ, υποστηρίζουν τις
ενώσεις εργατών και τα κοινωνικά εργαστήρια[2]
ως μια πρόταση για να διασφαλιστεί το δικαίωμα προς εργασία με
αξιοπρεπείς όρους και να καμφθούν οι δηλητηριώδεις συνέπειες του
ανταγωνισμού που οδηγεί στην εξαθλίωση των εργατών.

Χαρακτηριστική,
και πιο συναφής με τα ενδιαφέροντα του συγκεκριμένου άρθρου, είναι η
σύγκρουση ανάμεσα στον Προυντόν και στον Μαρξ αναφορικά με την
υπεράσπιση των συνεταιρισμών έναντι των πολιτικών ενώσεων των εργατών
αντίστοιχα.[3]
Βέβαια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μια σχετική αμφιθυμία του Μαρξ ως
προς τους συνεταιρισμούς. Έτσι, ενώ στην εναρκτήρια ομιλία του στην Α΄
Διεθνή Ένωση Εργατών χαιρετίζει τους εργατικούς συνεταιρισμούς ως νίκη
του κόσμου της εργασίας έναντι του κόσμου της ιδιοκτησίας, σπεύδει να
ασκήσει κριτική σε δύο επίπεδα.

Αφενός, οι συνεταιρισμοί, ως σποραδικά
και μεμονωμένα παραδείγματα, δεν έχουν την απαιτούμενη δυναμική για να
οδηγήσουν σε κοινωνικό μετασχηματισμό. Αφετέρου, οι συνεταιρισμοί στην
καθημερινή λειτουργία τους έρχονται αντιμέτωποι με όλους τους δομικούς
καταναγκασμούς του υπάρχοντος συστήματος. Στην καλύτερη περίπτωση,
βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην καπιταλιστική οργάνωση της
παραγωγής και στην οργάνωση της παραγωγής που μόνο η μετακαπιταλιστική
κοινωνία μπορεί να προσφέρει. Αντιθέτως, για τον Προυντόν, οι αμοιβαίες
κοινωνίες, με βασικό όχημα τις ενώσεις παραγωγών-καταναλωτών, καταργούν
τους μεσάζοντες και γεφυρώνουν τα διαφορετικά συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα
μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο και να συντονίσουν την οικονομία χωρίς την
αναγκαιότητα του κράτους οργανώνοντας συνεταιριστικά τη στέγαση, την
ασφάλιση, την ανταλλαγή και την πίστωση.

Οι απόψεις του Μαρξ ευδοκιμούν,
ενώ του Προυντόν υποχωρούν στο εργατικό κίνημα. Έκτοτε, η κοινωνική
οικονομία αρθρώνεται ως ρεφορμιστικός λόγος από τα κάτω ή ως ανάχωμα
απέναντι στο σοσιαλισμό και κομμουνισμό από τα πάνω. Εξαίρεση αποτελεί η
μετά τα κινήματα του ’60 εποχή, όταν η κοινωνική οικονομία αναβιώνει
και πάλι από τα αριστερά ως μια προσπάθεια εναλλακτικής οικονομίας. Η
εναλλακτική οικονομία νοηματοδοτείται ως η ριζοσπαστική μορφή της
κοινωνικής οικονομίας, η οποία αναστοχάζεται πάνω στην κοινωνική
χρησιμότητα των παραγόμενων προϊόντων, την οργάνωση της εργασίας, την
ιεραρχία, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον τρόπο που παρέχεται η ιατρική
φροντίδα και η εκπαίδευση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;