17.7 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΣΥΝΕΡΓΑΤΙΣΜΟΣΠοιοι φοβούνται την κοινωνική οικονομία;

Ποιοι φοβούνται την κοινωνική οικονομία;

Ενώ στην Ευρώπη οι κοινωνικές επιχειρήσεις κερδίζουν έδαφος, στην Ελλάδα οι αρμόδιοι σφυρίζουν αδιάφορα

Είναι δυνατόν εν έτει 2014 κάποιοι να φοβούνται την κοινωνική οικονομία;
Είναι δυνατόν την ίδια ώρα που στην Ευρώπη οι κοινωνικές επιχειρήσεις
κερδίζουν συνεχώς έδαφος, στην Ελλάδα αρμόδιοι και δήθεν αρμόδιοι φορείς
και επιτελείς να κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου; Και ακόμα, ώς πότε θα
ψηφίζονται νόμοι έτσι για το θεαθήναι και δεν θα εφαρμόζονται;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι μία. Φοβούνται και αρκετές φορές
ακόμα και σαμποτάρουν ό,τι ξεφεύγει από τα μέτρα τους. Ό,τι δεν
βρίσκεται εντός του κύκλου των «αξιών» τους, ό,τι δεν συμπεριλαμβάνεται
στο σκονάκι διά χειρός τρόικας με τις αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις» για την
έξοδο της χώρας από την κρίση.

Γιατί εκτός των «αξιών» και των «μεταρρυθμίσεών» τους είναι η προσέγγιση
της επιχειρηματικότητας μέσα από την αλληλεγγύη, την κοινωνική συνοχή,
την κοινωνική υπευθυνότητα και τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων. Και με
δεδομένο ότι αυτή είναι η βάση της κοινωνικής οικονομίας και της
ανάπτυξης κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων, οι αρμόδιοι φορείς
σφυρίζουν αδιάφορα τοποθετώντας συνεχώς εμπόδια σε όσους πολίτες, εν
μέσω μάλιστα ακραίας κρίσης και με την ανεργία σε δυσθεώρητα ύψη,
προσπαθούν να ακολουθήσουν ένα άλλο μονοπάτι για την ανάπτυξη.

Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο που στην Ελλάδα υπάρχουν κάπου 470
κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, την ίδια ώρα που στην Ευρώπη οι
εργαζόμενοι στους τομείς της κοινωνικής οικονομίας φτάνουν τα 14,5
εκατομμύρια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο τομέας της κοινωνικής
οικονομίας στην Ελλάδα καλύπτει μόλις το 1,8% της συνολικής απασχόλησης,
την ίδια ώρα που στη Γαλλία το 10% του ενεργού πληθυσμού – πάνω από 2
εκατομμύρια άνθρωποι – εργάζεται σε κοινωνικές επιχειρήσεις.

Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν κυρίως δυο πράγματα: το έλλειμμα ενημέρωσης
που υπάρχει τόσο στους πολίτες όσο και στις δημόσιες υπηρεσίες αλλά και
το μέγεθος της αδιαφορίας των αρμόδιων αρχών, αφού παρόλο που εδώ και
τρία χρόνια έχει ψηφιστεί ο σχετικός νόμος, συστηματικά τον έχουν αφήσει
να γίνει κενό γράμμα.

Για παράδειγμα:

■  Καταργήθηκαν οι φοροαπαλλαγές που προβλέπονταν για τις Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις.

■  Ανεστάλη η λειτουργία της Ειδικής Υπηρεσίας για την Κοινωνική Ένταξη και Κοινωνική Οικονομία.

■  Παραμένει χωρίς αντικείμενο ο κεντρικός μηχανισμός υποστήριξης αφού δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμα οι περιφερειακοί μηχανισμοί.

■  Ασφαλιστικά ταμεία, εφορίες και τράπεζες δεν έχουν εξοικειωθεί με τη
νομική μορφή της Συνεταιριστικής Επιχείρησης με αποτέλεσμα οι πολίτες να
πέφτουν στα βράχια.

Μια οικογένεια με πληθώρα πρακτικών…

Η κοινωνική οικονομία λειτουργεί εδώ και τουλάχιστον δυο αιώνες. Δεν
πρόκειται ούτε για καινούργιο φρούτο, όπως κάποια στελέχη υπουργείων
λένε υποτιμητικά, ούτε για μόδα που δεν θα προλάβει να ξεχειμωνιάσει.

Η κοινωνική οικονομία είναι μια άλλου είδους επιχειρηματική προσέγγιση,
που βασίζεται σε άλλες αρχές. Όπως σημειώνει η Σοφία Αδάμ, δρ
οικονομολόγος, ερευνήτρια σε θέματα κοινωνικής και αλληλέγγυας
οικονομίας και συγγραφέας του άκρως διαφωτιστικού εγχειριδίου «Οδηγός
Δημιουργίας Κοινωνικών Επιχειρήσεων»
που εξέδωσε το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ
Ελλάδας, η κοινωνική οικονομία περιλαμβάνει όλες τις οικονομικές
δραστηριότητες που διεξάγονται από συλλογικές πρωτοβουλίες και
εμφορούνται από τις εξής αρχές:

■ Δίνουν προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών τους, καθώς και της ευρύτερης κοινότητας, και όχι στο κέρδος.

■  Έχουν αυτόνομη διοίκηση, δηλαδή αποφασίζουν αυτόνομα τον τρόπο λειτουργίας τους.

■ Εφαρμόζουν δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων με βάση την αρχή
«ένα μέλος – μία ψήφος» ανεξάρτητα από τη συνεισφορά του κάθε μέλους στο
κεφάλαιο.

■ Κατά τη διανομή των κερδών, προβάδισμα έχουν τα μέλη και οι εργαζόμενοι/ες έναντι του κεφαλαίου.

Συνεπώς, η κοινωνική οικονομία είναι μια μεγάλη οικογένεια που
περιλαμβάνει μια πληθώρα πρακτικών, όπως οι συνεταιρισμοί, οι κοινωνίες
αλληλοβοήθειας, οι σύλλογοι/ενώσεις προσώπων, τα κοινωφελή ιδρύματα και
οι κοινωνικές επιχειρήσεις.

Για να το κάνουμε πιο λιανά, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τρεις
κατηγορίες ανάπτυξης Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων και
συγκεκριμένα:

Ένταξης: Αποσκοπούν στην ένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή των
ατόμων που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού (ΑμεΑ, εξαρτημένοι,
απεξαρτημένοι, οροθετικοί, φυλακισμένοι, αποφυλακισμένοι, ανήλικοι
παραβάτες). Τουλάχιστον το 40% των εργαζομένων θα πρέπει να ανήκει
υποχρεωτικά στις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Κοινωνικής Φροντίδας: Αποσκοπούν στην παραγωγή προϊόντων και την παροχή
υπηρεσιών κοινωνικού – προνοιακού χαρακτήρα που απευθύνονται σε ομάδες
πληθυσμού όπως ηλικιωμένοι, βρέφη, παιδιά, ΑμεΑ και άτομα με χρόνιες
παθήσεις.
Συλλογικού και Παραγωγικού Σκοπού: Αποσκοπούν στην προαγωγή του τοπικού
και συλλογικού συμφέροντος, στην απασχόληση, στην ενδυνάμωση της
κοινωνικής συνοχής και της τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης.
Ενδεικτικά, μπορούν να δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως ο πολιτισμός,
το περιβάλλον, η εκπαίδευση, οι παροχές κοινής ωφέλειας, η αξιοποίηση
τοπικών προϊόντων, η διατήρηση παραδοσιακών δραστηριοτήτων και
επαγγελμάτων.

Ρωτήσαμε τη Σοφία Αδάμ εάν στην Ελλάδα της κρίσης η δημιουργία
κοινωνικών και συνεταιριστικών επιχειρήσεων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο
εργαλείο για την ανάπτυξη και σε ποιους τομείς η χώρα έχει συγκριτικό
πλεονέκτημα. Όπως μας είπε, καταρχήν πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ο όρος
ανάπτυξη δεν είναι καθόλου ουδέτερος και έχει συγκεκριμένο ιδεολογικό
φορτίο στον σύγχρονο κόσμο. «Δεν συνεπάγεται, τις περισσότερες φορές,
την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών, πολύ περισσότερο με δίκαιο τρόπο.
Για παράδειγμα, ορισμένοι θεωρούν λύση στο πρόβλημα της μετακίνησης την
κατοχή 3 Ι.Χ. ανά οικογένεια και αυτό θεωρείται ανάπτυξη. Σε αυτό το
ζήτημα, μια πρόταση στο πνεύμα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας
θα αφορούσε συχνά και ποιοτικά ΜΜΜ, δίκτυα κοινής χρήσης Ι.Χ., ήπιες
αστικές μεταφορές (π.χ. κοινόχρηστα ποδήλατα κ.λπ.). Ως εκ τούτου, η
κοινωνική οικονομία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως οριζόντια στρατηγική
για την επαναδιατύπωση της σχέσης κοινωνίας – οικονομίας με άλλους
όρους». Όσον αφορά τους τομείς στους οποίους η Ελλάδα έχει συγκριτικό
πλεονέκτημα, η δρ Αδάμ μας επισήμανε ότι «αν μπορούσαμε να
οικειοποιηθούμε την έννοια του συγκριτικού πλεονεκτήματος από την
κυρίαρχη οικονομική επιστήμη, θα εξετάζαμε τη μεταστροφή της γεωργίας
και του τουρισμού στην Ελλάδα σε μια κοινωνικά χρήσιμη κατεύθυνση μέσα
από πρακτικές της κοινωνικής οικονομίας (π.χ. ήπιος κοινωνικός
τουρισμός, σύνδεση αγροτών – καταναλωτών, προώθηση της μεσογειακής
διατροφής κ.λπ.)».

Μπλόκο στους κοινωνικούς «επενδυτές»

Το θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει με ενιαίο τρόπο τις κοινωνικές
επιχειρήσεις στη χώρα μας, δηλαδή τις Κοινωνικές Συνεταιριστικές
Επιχειρήσεις (ΚΟΙΝΣΕΠ)
και τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς Περιορισμένης
Ευθύνης (ΚΟΙΣΠΕ)
, ψηφίστηκε το 2011. Τρία χρόνια μετά, τα προβλήματα
παραμένουν, με τους πολίτες που θέλουν να «επενδύσουν» στην κοινωνική
οικονομία να αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια.

Όπως μας επισήμανε η δρ Σοφία Αδάμ, «το σημαντικότερο πρόβλημα είναι
ότι πρέπει να ανακαλύπτουν τον τροχό σε κάθε τους βήμα. Ειδικά η νομική
μορφή των ΚΟΙΝΣΕΠ (Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση) δεν είναι ακόμα
γνωστή στις διάφορες υπηρεσίες (ασφαλιστικά ταμεία, ΔΟΥ, τράπεζες), με
αποτέλεσμα να χρειάζεται να εξηγούν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι τον νόμο
σε κάθε τους βήμα. Πέρα από αυτό, το γεγονός ότι δεν έχουν συγκροτηθεί
μηχανισμοί χρηματοδότησης, εγκλωβίζει τα εγχειρήματα σε χαμηλού κόστους
επενδύσεις, οι οποίες αναπαράγουν την παραδοσιακή δομή της ελληνικής
οικονομίας (βλ. εστιατόρια, καφενεία – μπαρ) με κίνδυνο κορεσμού και
επισφαλούς βιωσιμότητας στο μέλλον. Δηλαδή κινδυνεύουμε να
μετασχηματίσουμε απλώς τις υπάρχουσες μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε
συλλογικά μεν, αλλά μη καινοτόμα παραγωγικά εγχειρήματα, χωρίς
ταυτόχρονα να δημιουργούμε αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας».

Τα σοβαρά προβλήματα που απορρέουν από το έλλειμμα ενημέρωσης και την
απουσία μηχανισμών χρηματοδότησης, γιγαντώνονται και από την απουσία
υποστήριξης από τις αρμόδιες αρχές που εδώ και τρία χρόνια διατηρούν τον
σχετικό νόμο σε κατάστασης ύπνωσης. Όπως υπογραμμίζει η δρ Σοφία Αδάμ,
«η πολιτική ηγεσία στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έλλειμμα οράματος και
σχεδιασμού αναφορικά με το ζήτημα της κοινωνικής οικονομίας. Αφενός
προσπαθεί να περιχαρακώσει τις πρακτικές της κοινωνικής οικονομίας στην
αντιμετώπιση της εγγεγραμμένης ανεργίας και αφετέρου εμφανίζει μια
ασυνέχεια στην έμπρακτη υποστήριξή τους». Η δρ Αδάμ, έχοντας μελετήσει
καλά το θεσμικό πλαίσιο και παρακολουθώντας την εφαρμογή του, μας έδωσε
σειρά χαρακτηριστικών παραδειγμάτων μη εφαρμογής του νόμου: «Θα αναφερθώ
ενδεικτικά στα ακόλουθα παραδείγματα: οι αρχικά προβλεπόμενες
φοροαπαλλαγές για τα πλεονάσματα των ΚΟΙΝΣΕΠ έχουν αποσυρθεί και τελικά
οι ΚΟΙΝΣΕΠ φορολογούνται όπως οι άλλες επιχειρήσεις, η Ειδική Υπηρεσία
για την Κοινωνική Ένταξη και Κοινωνική Οικονομία είχε προσωρινά
ανασταλεί στο πλαίσιο των διαρθρωτικών αλλαγών στη δημόσια διοίκηση, ο
κεντρικός μηχανισμός υποστήριξης έχει μεν δημιουργηθεί, αλλά παραμένει
χωρίς αντικείμενο καθώς οι περιφερειακοί μηχανισμοί υποστήριξης δεν
έχουν ακόμα προκηρυχθεί. Το στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη του τομέα
της κοινωνικής επιχειρηματικότητας δεν έχει υλοποιηθεί, το πλαίσιο για
τη διενέργεια προγραμματικών συμβάσεων ανάμεσα σε φορείς του δημόσιου
τομέα και ΚΟΙΝΣΕΠ δεν έχει διαμορφωθεί, με αποτέλεσμα ο χώρος να είναι
έκθετος σε φαινόμενα διαπλοκής ή ορισμένες συνεργασίες που έχουν ήδη
προχωρήσει να είναι νομικά έωλες όπως δείχνουν οι πρόσφατες απορρίψεις
προγραμματικών συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η διυπουργική
επιτροπή για τη διαμόρφωση ενός σχεδίου για τις δημόσιες συμβάσεις
κοινωνικής αναφοράς δεν έχει ακόμα λειτουργήσει, με αποτέλεσμα να μην
υπάρχει πλαίσιο για την προώθηση των ΚΟΙΝΣΕΠ ως προνομιακών προμηθευτών
του Δημοσίου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις».

Έξω πάνε καλά

Σε αντίθεση με τη χώρα μας, στην υπόλοιπη Ευρώπη η κοινωνική οικονομία
βρίσκεται σε τροχιά ανόδου με πάνω από 14,5 εκατομμύρια εργαζομένους,
που αντιστοιχούν στο 6,5% του ενεργού πληθυσμού της Ε.Ε.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, υπάρχουν
4.200 συνεταιριστικές πιστωτικές τράπεζες με 63.000 υποκαταστήματα, 50
εκατομμύρια μέλη και 181 εκατομμύρια πελάτες με μερίδιο αγοράς γύρω στο
20%. Παράλληλα, δραστηριοποιούνται 3.200 καταναλωτικοί συνεταιρισμοί που
απασχολούν 400.000 άτομα και έχουν 29 εκατομμύρια μέλη. Μια από τις
χώρες που είναι στην πρωτοπορία της κοινωνικής οικονομίας είναι η
Βρετανία, με κάπου 68.000 κοινωνικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν
ετήσιο κύκλο εργασιών περί τα 24 δισ. λίρες και 800.000 εργαζόμενους. Η
Βρετανία είναι η χώρα που επενδύει τα μεγαλύτερα κεφάλαια στον τομέα της
κοινωνικής οικονομία αφού υπολογίζεται ότι κατά το 2013 επένδυσε
περισσότερα από 250 εκατομμύρια ευρώ.

Η άνθιση της κοινωνικής οικονομίας δεν έγινε τυχαία, αλλά μέσα από τη
σταθερή στήριξη των δομών και μέσα από την ανάδειξη των φορέων
εκπροσώπησης σε ισότιμους συνομιλητές. Όπως μας επισήμανε η δρ Σοφία
Αδάμ, «στο εξωτερικό υπάρχουν συλλογικοί φορείς εκπροσώπησης της
κοινωνικής οικονομίας για όλες τις πρακτικές που αναδύονται και για όλες
τις νομικές μορφές που υιοθετούνται, οι οποίοι συνομιλούν, διαμορφώνουν
την ατζέντα και διεκδικούν αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, στις σχέσεις με
τον δημόσιο και τον ιδιωτικό κερδοσκοπικό τομέα. Ανάλογα με την
πολιτική στόχευση των οργανώσεων αυτών αλλά και την ατζέντα της
πολιτικής ηγεσίας, αυτές οι σχέσεις εκτείνονται από έναν κλασικό
κορπορατισμό (Γαλλία) μέχρι πραγματικά συμμετοχικούς τρόπους για την
άσκηση της πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης (Βραζιλία). Από εκεί
και πέρα, έχουμε να μάθουμε πολλά ως προς επιμέρους ζητήματα, όπως οι
ηθικές τράπεζες που διευκολύνουν τον δανεισμό σε εγχειρήματα της
κοινωνικής οικονομίας».
 
Οι ανεμογεννήτριες των παιδιών
 
Ο Μπερνάρντ Ντελβίλ είναι από τις πλέον εμβληματικές μορφές του
κινήματος της κοινωνικής οικονομίας. Πρωτοπόρος στον τομέα των
συνεταιρισμών και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τα τελευταία χρόνια
έχει απασχολήσει τη διεθνή κοινή γνώμη με την πρωτοβουλία του «Η
ανεμογεννήτρια των παιδιών». Στόχος του Ντελβίλ ήταν η προώθηση των ΑΠΕ
και των αρχών της κοινωνικής οικονομίας να γίνει μέσα από ένα πρότζεκτ
όπου παιδιά θα ήταν οι ιδιοκτήτες του συνεταιρισμού πράσινης ενέργειας.
Το σχέδιο του Ντελβίλ έλαβε σάρκα και οστά στο χωριό Μενίλ Εγκλίζ του
Βελγίου, όπου σήμερα ιδιοκτήτες μιας ανεμογεννήτριας που παράγει ρεύμα
για τις ανάγκες των κατοίκων είναι οι πιτσιρικάδες του χωριού σε ποσοστό
95% αφού οι γονείς τους συμμετείχαν στο σχέδιο αγοράζοντας μερίδια για
τα παιδιά τους. Η ανεμογεννήτρια των 800 kW μέχρι σήμερα έχει συνολική
παραγωγή 8 εκατομμύρια κιλοβατώρες καθαρής – πράσινης ενέργειας.

Οι πιτσιρικάδες έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην ανεμογεννήτρια αφού
η βάση της έχει τα ονόματά τους αλλά και τα αποτυπώματα των χεριών
τους.

Ο Ντελβίλ, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να ενημερώσει και να
ευαισθητοποιήσει τα παιδιά στο θέμα της πράσινης ενέργειας, έχει
δημιουργήσει και την «Ακαδημία του Ανέμου», στην οποία οι λιλιπούτειοι
επενδυτές μαθαίνουν τα πάντα για τον Αίολο και τις δυνατότητες που
μπορεί να προσφέρει.
 
Το παράδειγμα του Χαλανδρίου
 
Μια από τις επιτυχημένες προσπάθειες κοινωνικής οικονομίας είναι το 1ο
Συνεταιριστικό Φροντιστήριο που λειτουργεί για δεύτερο χρόνο στο
Χαλάνδρι. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία του Συνεταιρισμού Γονέων
Χαλανδρίου
και ομάδας έμπειρων εκπαιδευτικών που ένωσαν τις δυνάμεις
τους και διατύπωσαν μια διαφορετική πρόταση από εκείνη που βλέπει τους
μαθητές ως «πελάτες», τους γονείς ως «μηχανή κοπής χρημάτων» και τους
καθηγητές ως «ανειδίκευτους εργάτες».

Όπως μας είπε ο φυσικός κ. Καρακωσταράκης, αυτήν τη στιγμή φοιτούν 45
μαθητές με δίδακτρα πολύ πιο κάτω από τον μέσο όρο των «συμβατικών»
φροντιστηρίων. Το εγχείρημα έχει αγκαλιαστεί και λειτουργεί παρά τα
σοβαρά γραφειοκρατικά προβλήματα που αντιμετώπισαν στη δημιουργία του
συνεταιρισμού.

Το μοντέλο λειτουργίας και διοίκησης του Συνεταιριστικού Φροντιστηρίου στηρίζεται σε δύο βασικούς άξονες:

■  Είναι αποδεσμευμένο από το επιχειρηματικό κέρδος και από τη λογική
της «αγοράς» και έτσι μπορεί να επιτύχει ταυτόχρονα τα χαμηλότερα
δίδακτρα που υπάρχουν για τους γονείς και αξιοπρεπείς αμοιβές για τους
καθηγητές που εργάζονται σε αυτό, συνδυάζοντας το χαμηλό κόστος με την
υψηλή ποιότητα εκπαίδευσης.

■  Διοικείται από τους γονείς του συνεταιρισμού και από τους
εργαζόμενους καθηγητές. Οι καθηγητές του φροντιστηρίου είναι υπεύθυνοι
για τα εκπαιδευτικά θέματα και συμμετέχουν από κοινού και ισότιμα στη
λήψη των αποφάσεων ενώ οι γονείς έχουν τον κύριο λόγο για τα θέματα που
αφορούν τη λειτουργία του φροντιστηρίου.

Ποιοι φοβούνται την κοινωνική οικονομία;

αναδημοσίευση από topontiki.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;