Το ρεπορτάζ, της δημοσιογράφου Νεκταρίας Σταμούλη για το Politico, καταγράφει με ανθρώπινες ιστορίες και σκληρά δεδομένα την επόμενη ημέρα της Θεσσαλίας μετά τον κυκλώνα Ντάνιελ: χωριά μισοεγκαταλελειμμένα, οικογένειες σε καθεστώς «προσφυγιάς του κλίματος», μια αγροτική οικονομία που παλεύει ανάμεσα σε πλημμύρες και ξηρασία και ένα κράτος που ακόμη μελετά αν πρέπει να ανοικοδομήσει ή να μετεγκαταστήσει ολόκληρες κοινότητες.
(άρθρο της Νεκταρίας Σταμούλη για το Politico)
Σε ένα στριμωγμένο διαμέρισμα με δύο υπνοδωμάτια ζει ο Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου με τη σύζυγο, τα δύο παιδιά του και τη μητέρα του. Το παλιό τους σπίτι στο χωριό Μεταμόρφωση είναι ένα άδειο κέλυφος: μούχλα στους σοβάδες, το ίχνος της πλημμύρας σαν βρώμικος δακτύλιος πάνω από την πόρτα.
Δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Δύο χρόνια αφού ο κυκλώνας Ντάνιελ μετέτρεψε την αγροτική ζώνη της Ελλάδας σε θάλασσα, η Μεταμόρφωση είναι ένα από τα δεκάδες χωριά που παραμένουν μισοεγκαταλελειμμένα.
Οι οικογένειες που έφυγαν λένε ότι ανήκουν στους πρώτους κλιματικούς πρόσφυγες της Ευρώπης: εκτοπισμένοι από ακραία καιρικά φαινόμενα, αδυνατούν να αντέξουν τα ενοίκια στις γύρω περιοχές και έχουν εγκλωβιστεί σε ένα γραφειοκρατικό κενό, καθώς η κυβέρνηση μελετά αν —και πού— θα ανοικοδομήσει ολόκληρες κοινότητες.
«Από το σπίτι μας έχουν απομείνει μόνο οι τοίχοι και τα παράθυρα», λέει ο κ. Παπαϊωάννου. «Είναι αδύνατο να το ξαναχτίσουμε από την αρχή». Το ενοίκιο του διαμερίσματος επιδοτείται από το κράτος, αλλά οι πληρωμές καθυστερούν και τα χαρτιά είναι βουνό. Η επιδότηση λήγει σύντομα και η οικογένεια ελπίζει σε παράταση. Η κυβέρνηση υποσχέθηκε τη μετεγκατάσταση του χωριού σε ασφαλέστερο σημείο· δύο χρόνια μετά, οι κάτοικοι λένε ότι οι μελέτες μετεγκατάστασης παραμένουν ημιτελείς.
Για την 70χρονη μητέρα του, Ζωή Παπαϊωάννου, η εγκατάλειψη του σπιτιού της είναι ένα τραύμα. «Οι οικογένειες με μικρά παιδιά δεν γυρίζουν στα χωριά. Αν ζούσε ο άντρας μου, θα είχαμε επιστρέψει. Εκεί γεννήθηκα και θέλω εκεί να πεθάνω. Αλλά θα πάω όπου πάνε τα παιδιά μου».
Η περιοχή αντιμετωπίζει πλημμύρες εδώ και δεκαετίες. Η ηλικιωμένη κα Παπαϊωάννου θυμάται ότι στα δύο της την είχαν σηκώσει σε βάρκα στη διάρκεια πλημμύρας, αλλά αυτό που συνέβη το βράδυ της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, όταν τα νερά έφτασαν στα κεραμίδια, ήταν κάτι άλλο. Άρπαξε μια εικόνα της Παναγίας, ένα πιεσόμετρο και το βιβλιάριο υγείας πριν οι συγγενείς τη βγάλουν έξω. Μετανιώνει που δεν έσωσε τις οικογενειακές φωτογραφίες.
Πίσω στη Μεταμόρφωση, ο 60χρονος Κωνσταντίνος Τσιούκας λέει ότι με τη σύζυγό του πρόλαβαν να σώσουν μόνο τα στέφανα του γάμου τους. «Δεν θέλουμε να επιστρέψουμε εδώ. Θα φοβόμαστε πάντα την πλημμύρα. Γιατί να ξαναπεράσω αυτό το δράμα; Γιατί να το κάνω αυτό στα παιδιά μου;»
Υπολογίζει ότι περίπου 40 οικογένειες έχουν επιστρέψει στο χωριό, παρότι κανένας κρατικός υπάλληλος δεν έχει ελέγξει την ασφάλεια των σπιτιών. Όσοι γύρισαν το έκαναν επειδή αντιμετώπισαν προβλήματα με τα ενοίκια. Ο ίδιος πηγαινοέρχεται στη Μεταμόρφωση για να φροντίζει τα κτήματά του — διαδρομή δύο ωρών — όμως ούτε εκείνος ούτε τα παιδιά του θέλουν να ασχοληθούν με τη γεωργία.
«Δεν αξίζει τον κόπο», λέει. «Θέλω να πεινάσουν τα παιδιά μου; Όχι».
Στο καφενείο του χωριού, το μοναδικό κατάστημα που ήταν αρκετά λιγότερο κατεστραμμένο ώστε να ξανανοίξει, η 55χρονη Φάνη Ντάντου λέει ότι η κίνηση έχει πέσει σε μερικές δεκάδες ανθρώπους για καφέ, τσίπουρο ή μεζέ. «Αν ήμουν 30, θα φεύγαμε. Θα πηγαίναμε στη Γερμανία να πλένουμε πιάτα», λέει. «Ήταν ζωντανό χωριό, με τρία-τέσσερα καφενεία. Τώρα έχουμε μόνο κηδείες».
Μια περιφέρεια κάτω από το νερό
Ο κυκλώνας Ντάνιελ έριξε μέσα σε λίγες ώρες βροχή μεγαλύτερη από ενός έτους στην κεντρική Ελλάδα. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή υπηρεσία Copernicus, περίπου 750 τετραγωνικά χιλιόμετρα — όσο η έκταση της Νέας Υόρκης — της θεσσαλικής πεδιάδας πλημμύρισαν, μεγάλο μέρος των οποίων ήταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Η πεδιάδα παράγει το 25% της αγροτικής παραγωγής της χώρας, με μεγάλο μέρος του σιταριού, του κριθαριού, των ρεβιθιών, των φακών και των φιστικιών να καλλιεργούνται εκεί.
«Δεν υπήρξε απολύτως κανένας σχεδιασμός», λέει ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας. Δείχνει τρεις χάρτες στο γραφείο του στη Λάρισα, όπου αποτυπώνονται τα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας που έχει υποσχεθεί η κυβέρνηση — παρεμβάσεις σε κοίτες ποταμών και φράγματα στα ορεινά — κανένα από τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί.
«Το παρόν σύστημα μπορεί να διαχειριστεί μόνο περίπου το 40% του υδάτινου όγκου του κυκλώνα Ντάνιελ», λέει ο κ. Κουρέτας.
Για να γίνει ακόμη χειρότερο, η κλιματική αλλαγή φέρνει όχι μόνο πλημμύρες — αλλά και ξηρασία. Τα πιο ξηρά καλοκαίρια, σε συνδυασμό με την υπεράντληση των υπόγειων υδάτων, έχουν οδηγήσει σε σημαντικές ελλείψεις. Στα χωριά, οι αγρότες συγκρούονται για το πώς θα μοιραστεί το νερό.
«Τον χειμώνα δουλεύουμε για να συντηρούμε τα αναχώματα για να μη μας πνίξει το νερό», λέει ο 77χρονος αγρότης Κωνσταντίνος Τασιόπουλος, που άφησε τις πλημμυρικές ζώνες και μετακόμισε στην Καρδίτσα μετά τον Ντάνιελ. «Το καλοκαίρι δεν έχουμε αρκετό νερό για άρδευση. Σε λίγο δεν θα έχουμε ούτε να πιούμε. Θα γίνει έρημος».
Η πλημμύρα του 2023 σκότωσε επίσης περίπου 100.000 ζώα, πρόβλημα που επιδεινώθηκε από τη σφαγή δεκάδων χιλιάδων προβάτων και αιγών μετά την εκδήλωση ταχέως εξαπλούμενων ασθενειών.
«Εδώ έσφυζε από ζωή, υπήρχαν πάντα χιλιάδες χοίροι», λέει ο Γιώργος Διδάγελος, χοιροτρόφος στο χωριό Κοσκινά και πρόεδρος του ελληνικού συνδέσμου κτηνοτρόφων, που έχασε 6.600 χοίρους από τον κυκλώνα. «Ακόμα βλέπω εφιάλτες από εκείνη τη νύχτα».
Ήταν τόσο δύσκολο να βρεθεί βοήθεια για την απομάκρυνση των νεκρών ζώων, που τα υπολείμματα των πνιγμένων χοίρων εξακολουθούν να φαίνονται στη —πλέον εγκαταλελειμμένη— μονάδα αναπαραγωγής του Διδάγγελου.
Να ξαναχτίσουμε ή να φύγουμε;
Ενώ οι κάτοικοι παραμένουν διασκορπισμένοι στην περιοχή, μερικοί συζητούν αν είναι προτιμότερο να ανοικοδομήσουν ή να μετεγκατασταθούν. Πριν από την πλημμύρα, το Βλοχό είχε περίπου 400 κατοίκους. Σήμερα έχει επιστρέψει λιγότερο από το ένα τρίτο.
Ένα πρόσφατο δημοψήφισμα για τη μετεγκατάσταση δίχασε την κοινότητα, με αποτέλεσμα κάποιοι να μη μιλιούνται μεταξύ τους. Παρότι το 65% του πληθυσμού δήλωσε ότι θέλει να φύγει, οι αρχές απάντησαν ότι αυτό δεν αρκεί.
«Μας λένε ότι αν θέλουμε μετεγκατάσταση, πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι. Αλλά αυτό είναι αδύνατο», λέει ο πρόεδρος του χωριού, Βασίλης Καλογιάννης.
«Είναι σαν οικογένεια — σπάνια υπάρχει ομοφωνία. Οι γονείς αποφασίζουν. Μια απόφαση πρέπει να τη λάβει το κράτος», προσθέτει ο προκάτοχός του, Ιωάννης Κούκας, 52 ετών.
Ο Βασίλης Γαλάνης, 54 ετών, τεχνίτης και ζωγράφος, ζει πλέον στην Καρδίτσα με τη σύζυγο και τα τρία παιδιά του. Λέει ότι, αν δεν προχωρήσει η μετεγκατάσταση, σκέφτεται να φύγει από τη χώρα.
«Δεν πρόκειται να επενδύσω μια περιουσία εδώ για να τη χάσω ξανά. Τα παιδιά μου έτσι κι αλλιώς δεν θα μείνουν».