16.4 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΠονάνε μωρέ τα παλικάρια; Του Θοδωρή Αρβανίτη

Πονάνε μωρέ τα παλικάρια; Του Θοδωρή Αρβανίτη

 
 
Πονάνε μωρέ τα παλικάρια; Του Θοδωρή Αρβανίτη
 
 
… μου’λαχε ο κλήρος”και πρέπει να την γράψω …
 
 
 
 
 
Συνέχεια Νο 2:
 
 
—–Πονάνε μωρέ τα παλικάρια ;
 
Εμείς είχαμε καβάτζα την οικοδομή.
 
Την είχαμε μάθει καλά, δουλεύαμε εργολαβικά, αναπαλαιώσεις παλαιών κτηρίων – ξερολιθιές – επενδύσεις – τζάκια – πλακοστρώσεις κλπ, πολύ ωραίες δουλειές, καλλιτεχνικές και με λεφτά.
 
Την οικοδομή την δούλεψα 16 χρόνια, πολύ μου άρεσε, δεν κοίταξα ποτέ το ρολόι, πότε θα περάσει η ώρα να φύγω … έτσι αισθάνομαι τυχερός !
 
Δύο δουλειές έκανα στην ζωή μου, τις πιο βαρειές, και οι δύο μ’άρεσαν !
 
Μπορώ πλέον να πω με βεβαιότητα ότι οι δουλειές δεν χωρίζονται σε βαρειές κι’ελαφριές, αλλά σε δουλειές που σ’αρέσουν και σε δουλειές που δεν σ’αρέσουν !!!
 
Τις πρώτες τις είχα μάθει στο χωριό από τον πατέρα.
 
Ο πατέρας, εκτός από γεωργός και κτηνοτρόφος, ήτανε και οικοδόμος και μας έπαιρνε κοντά από μικρά και τον βοηθούσαμε … αλλά μαθαίναμε κι’όλας ...
 
Βέβαια, άλλη η οικοδομή του χωριού και άλλη της Αθήνας και, όπως φάνηκε πολύ γρήγορα, άλλο πράμα αγρότης την δεκαετία του 70 στο χωριό και άλλο πράμα αγρότης την δεκαετία του 90 κοντά στην πόλη.
 
Στα χωριά τα δικά μας που ήτανε φτωχά και ορεινά, όπως και στ’ άλλα τέτοια χωριά της χώρας, οι αγρότες πιο πολύ δουλεύανε για την αυτάρκεια και λιγότερο για να πουλήσουν, τα δε προϊόντα ήταν λίγα και συγκεκριμενα : στάρια – κριθάρια – τριφύλλια και αραποσίτια για τα ζωα … και ντομάτες – κολοκύθια – φασόλια – πατάτες – λαχανίδες – μαρούλια – κουκιά, λίγα αγγούρια. Τα υπόλοιπα κηπευτικά τα είδα πρώτη φορά όταν ήρθα στην Αθήνα, σε μια λαϊκή, όπως καρότα – μπρόκολα – πράσα – αρακά κλπ.
 
–Και ήρθε η επόμενη χρονιά και, παρά την πρώτη απογοήτευση από τις πωλήσεις της πρώτης χρονιάς, και ‘μείς αλλά κι ο πατέρας είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε με περισσότερο πείσμα.
 
Έπρεπε όμως να γίνουν κάποιες επενδύσεις υποδομών … να φτιαχτεί το μοτέρ και να γίνει το δίκτυο άρδευσης.
 
Η αντλία ήτανε “προπολεμική”, οι σωλήνες μεταλλικές και οι συνδέσεις από κομμάτια σαμπρέλας και πανιά, τα οποία σπάγανε συνέχεια και παντού, από την πίεση του νερού.
 
Ο πατέρας έβριζε τον παλιό ιδιοκτήτη, λέγοντας συνέχεια “και τι έχουνε οι σωλήνες ρε που τις έδεσες με πανιά ;
 
Πονοκέφαλο ;”
 
–Πονοκέφαλος είχε γίνει και για μας η γκρίνια του, και πήγα σ’ενα φίλο γεωπόνο, τον Αλέκο τον Πούλο (μακαρίτης τώρα, έφυγε νέος), είχε μαγαζί στο Μαρούσι με γεωργικά εφόδια.
 
Πράγματι, ο Αλέκος ήρθε στο κτήμα, είδε την κατάσταση και πρότεινε να πάρουμε καινούργια αντλία και χοντρά πλαστικά λάστιχα, τα οποία και έφερε τις επόμενες μέρες με το αυτοκίνητό του.
 
Μου’δειξε κάποια πράγματα βασικά, πώς θα τ’απλώσουμε, διότι ήτανε 2 τεράστιες κουλούρες με 3 μέτρα περίπου διάμετρο, πώς θα μπούνε η σέλες κλπ, μας έκανε και καλές τιμές κι έφυγε.
 
Ήταν Μεγάλη Βδομάδα και είχα έρθει στην Ελλάδα για Πάσχα, είχα δε να δουλέψω κάνα δυο μήνες, ξεκούραστος δε, αλλά όχι σε καλή φυσική κατάσταση μ’αυτό που έπαθα ανήμερα το Πάσχα το πρωϊ, όταν αποφάσισα ν’απλώσουμε τα χοντρά λάστιχα.
 
Έπρεπε να σηκώσουμε την κουλούρα όρθια και να την τσουλάμε αργά – αργά, σαν τεράστια ρόδα, προσεχτικά να μην τσακίσει και τρυπίσει.
 
Είμαστε τρεις, ο πατέρας, ο γαμπρός κι’εγώ, ο αδελφός που ήτανε δυνατός αλλά και της δουλειάς έλειπε.
 
Ο πατέρας είχε περάσει τα 60, δεν τραβαγε, ο γαμπρός, άνθρωπος του γραφείου, το ζόρι ήρθε σε μένα, σηκώσαμε την κουλούρα, πηγαίναμε 2 με 3 μέτρα, μας έπεφτε, πότε δεξιά, πότε αριστερά.
 
Τα’χω πάρει στο κρανίο με τον πατέρα και τον γαμπρό, διότι δεν βοηθάγανε όσο έπρεπε, τον έβαλα τον ένα από την μια μεριά να κρατάει μην πέσει, τον άλλο από την άλλη για αντίσταση, παίρνω φόρα και αρχίζω να σπρώχνω με όση δύναμη είχα, πέτυχε το κόλπο, η κουλούρα ξετυλιγώτανε μέχρι τέλος … αλλά εγώ απόκαμα !!!
 
Δεν μπορώ να περιγραψω ακόμα το πώς ένοιωσα !
 
–Σταματήσαμε και κάτσαμε να φάμε, λίγο έφαγα, δεν είχα όρεξη.
 
Άρχισα να μην αισθάνομαι καλά, ίδρωνα – ξείδρωνα, ανέβασα και λίγο πυρετό, αλλά το πιο σοβαρό που έπαθα ήτανε ότι φούσκωσαν οι μυς μου, οι φλέβες πετάχτηκαν έξω … έγινα σαν αυτούς που βλέπαμε στα περιοδικά με τα τεράστια μπράτσα και πλάτες !!!
 
Δεν έδωσα και πολύ σημασία και φύγαμε όλοι για τα Μελίσσια, που μέναμε.
 
Όταν έφτασα στο σπίτι … δεν θυμάμαι αν πήγα να ξαπλώσω … και πήγα δίπλα σ’ένα φίλο επίσκεψη.
 
Ήπια ένα ουϊσκάκι … μπορεί και δεύτερο … και λέγαμε τα δικά μας, πέρασε η ώρα … Γιώργο, του λέω, πάω να φύγω, δεν αιστάνομαι και πολύ καλά, έκανα μια δουλειά στο κτήμα και κουράστηκα … ακόμα δεν είχα καταλάβει τι μου’χε συμβεί !
 
Πήγα στο σπίτι, έμενε κι’ο πατέρας όταν ερχόταν από το κτήμα – η μάνα και η αδελφή, με την οικογένειά της, μένανε 500 μέτρα πιο πάνω … ο αδελφός πρέπει να’τανε στην Ιταλία.
 
Ξάπλωσα να κοιμηθώ, είχα “ξεφουσκώσει” αρκετά, αλλά πάλι δεν αιστανόμουνα καλά …
 
Δεν θυμάμαι πόσες ώρες κοιμήθηκα – όχι πολλές όμως – ώσπου ξυπνάω με φρικτούς πόνους στο στήθος !
 
Κοιτάζω το ρολόι, ήταν 2 και μισή.
 
Πονάνε μωρέ τα παλικάρια ; … είπα, και, δυστυχώς το λέω ακόμα … να ξημερώσει και βλέπουμε … αλλά ήταν τόσο αφόρητοι οι πόνοι που, όταν κοίταξα το ρολόι νομίζοντας ότι κοντεύει να ξημερώσει, είχαν περάσει μόνο 10 λεπτά !
 
Δεν μπορούσα να κουνηθώ … βογκούσα συνέχεια και νόμιζα ότι αν σηκωθώ θα έμενα επί τόπου !!!
 
Τηλέφωνο δεν είχαμε σ’αυτό το σπίτι, να πάρω … την μάνα θα έπαιρνα πρώτα …
 
Είπα αμάν να ξημερώσει, νόμισα πως πέρασε ένας αιώνας … φώναξα τον πατέρα και τον έστειλα να πάει να φέρει την μάνα … αυτός στην κοσμάρα του … αργούσε … έτσι τουλάχιστον νόμιζα … αφού του κατέβασα κάτι καντήλια, πήγε.
 
Ήρθε η μάνα, με βοήθησε να σηκωθώ και κατεβήκαμε στον δρόμο να πάρουμε ταξί για το νοσοκομείο που δούλευε, στου Μπόμπολα που ήτανε και κοντά … ήτανε δεν ήτανε 500 μέτρα … αλλά φοβόμουνε να πάω με τα πόδια, νόμιζα πως θα μείνω στο δρόμο από τους πόνους στο στήθος, νόμιζα πως είχα πάθει έμφραγμα!
 
Πέρασε ένα ταξί μπήκα μέσα βογγώντας … ο ταξιτζής σημασία δεν έδωσε και ψάρευε πελάτες στο δρόμο … στην κοσμάρα του … φτάσαμε στο νοσοκομείο με το πάσο του, του’δωσα 3 κατοστάρικα για 500 μέτρα και βγήκα – η ελάχιστη διαδρομή τότε ήτανε 210 δραχμές – τα υπόλοιπα μπουρμουάρ, για την “γρήγορη εξυπηρέτηση” του είπα … αυτός αντί να μου πει ευχαριστώ άρχισε να φωνάζει … το δεκάρικο, ρε, μου λέει, θα μου το φας ; …
 
Δεν ήξερα πως έπρεπε να του δώσω το δώρο του Πάσχα που ήτανε 100 δραχμές !
 
Καλά ξεκίνησε, λέω, η βδομάδα του Πάσχα …
 
–Το ευχάριστο ήτανε ότι το νοσοκομείο είχε εφημερία, δούλευε και η μάνα εκεί, τους ήξερε και την ήξεραν όλοι … θα με προσέξουνε, σκέφτηκα.
 
Μπήκα στα εξωτερικά κι’εκεί ακούω το απίστευτο από μια νοσοκόμα, γνωστή δε και της μάνας : Δεν έχει έρθει κανένας γιατρός !
 
Ελλάς το μεγαλείο σου !!!
 
Να πας, μου λέει, σε κάποιο άλλο, στο κέντρο, εκεί θα’χει γιατρούς !
 
Εκεί τα παίρνω στο κρανίο και αρχίζω ν’απειλώ θεούς και δαίμονες … ότι θα φωνάξω τα κανάλια και τον Τριανταφυλλόπουλο, που ήταν τότε το νούμερο ένα για τον κάθε πικραμένο.
 
Οι απειλές έπιασαν, μ’έβαλαν σ’ένα κρεβάτι και ξάπλωσα … δεν πέρασε πολλή ώρα και σκάσανε μύτη τρεις με άσπρες μπλούζες !
 
Μου κάνανε γρήγορα ένα καρδιογράφημα, επειδή πονούσα στο στήθος, και το κοιτάζανε και δεν μου λέγανε τίποτα, μου πήρανε δε αίμα και ούρα.
 
Εγώ συνέχισα να βογγάω από τους πόνους … ώσπου έρχεται ο ένας από τους τρεις και με ρωτάει πόσο χρονών είμαι !
 
Ωχ, λέω, ενώ έχουν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια … 30, απαντάω !
 
Φέρνουν ένα καρότσι να με πάνε κάπου … δεν πειράζει, λέω, μπορώ να περπατήσω … όχι, λέει, δεν γίνεται αυτό … μόλις με βάλανε στο καρότσι δεν άντεξα, έβαλα τα κλάματα … πώς κατάντησα, λέω, από την μια μέρα στη άλλη … μέχρι εδώ ήμουνα !
 
–Με το καρότσι και στο ασανσέρ και την ψυχολογία μου να καταρρέει με πήγανε σ’ένα μηχάνημα, μάλλον υπέρηχος, μου βάλανε κι’ένα υγρό παχύρευτο πάνω, πέσαν και οι τρεις πάνω μου με κάτι ακροαστικά, κοιτάζανε και το μηχάνημα .. κοντέψανε να με σκάσουνε από την πίεση … εγώ, χεσμένος, κρεμώμουνα από τα χείλη τους και προσπαθούσα να καταλάβω κάτι από τις εκφράσεις τους … αλλά συμπέρασμα δεν έβγαζα, αυτοί, δε, ανέκφραστοι.
 
Ώσπου κάποια στιγμή, δεν μπορώ να υπολογίσω, – είχα χάσει την αίστηση του χρόνου – άκουσα τον ένα να λέει : Η καρδιά δουλεύει ρολόι !
 
Όταν τ’άκουσα μου έφυγε γρήγορα ο φόβος, παρά τους αφόρητους πόνους … αφού, είπα μέσα μου, από καρδιά πάμε καλά, ό,τι και να είναι θα περάσει, θα ζήσω.
 
Στην ερώτηση και τι έχω γιατρέ ; … δεν πήρα καμιά απάντηση … το πιθανότερο δεν ξέραν τίποτα !
 
Μάλλον εγώ έπρεπε να το βρω, όπως κι’έγινε !
 
Έτσι με ξανάβαλαν στο καρότσι και με πήγαν πάλι κάτω στο κρεβάτι.
 
Εγώ συνέχισα να βογγάω, ώσπου κάποια στιγμή έρχεται ο ένας από τους τρεις, ο πιο μικρότερος, ήτανε δεν ήτανε 35ντάρης και, αποριμμένος, με ρωτάει: Τόσο πολύ πονάς ;
 
Ναι γιατρέ, του λέω, πεθαίνω !
 
Μα η καρδιά σου είναι ‘ντάξει, μου λέει, βγήκανε και οι εξετάσεις από το αίμα και τα ούρα, δεν δείχνουν απολύτως τίποτα !
 
Τότε το συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να πω στο γιατρό τι συνέβη την προηγούμενη μέρα στο κτήμα και ότι εκεί πρέπει να’παθα την ζημιά.
 
Μ’αυτά που του είπα, στρόφαρε γρήγορα, βγάζοντας και την διάγνωση :
 
-Επώδυνο μυοσκελετικό σύνδρομο λέγεται, μου λέει, αυτό που έπαθες, με σιγουριά !!!
 
–Θα πρέπει να είναι πολύ σοβαρό γιατρέ, του λέω, για να πονάω τόσο πολύ.
 
–και βέβαια είναι, μου λέει και αρχίζει να μου εξηγεί επιστημονικά το τι συνέβη στο σώμα και στους μυς, κάτι με το γαλακτικό οξυ και κάποιους άλλους όρους που δεν καταλάβαινα … δεν τα καταλαβαίνω και πολύ αυτά γιατρέ, πιο απλά δεν γίνεται ; Πώς δεν γίνεται ; μου απαντάει : χτύπησες μπιέλα !
 
Ο οργανισμός σου ξεπέρασε τα όρια αντοχής του … θα μπορούσες να μείνεις και ανάπηρος !!! Αυτό το κατάλαβα … κι’έτσι έκοψα τις πολλές μαγκιές και παλικαριές.
 
Τότε μου’ρθε στο μυαλό μια αθλήτρια μαραθωνίου από την Ελβετία ονόματι Ντέκερτ σε κάποιους Ολυμπιακούς αγώνες την δεκαετία του 80 … μπήκε τρίτη στο στάδιο, έπρεπε να κάνει και τον τελευταίο γύρο αλλά δεν είχε δυνάμεις, και έπεφτε και σηκωνώτανε μέχρι να τερματίσει, εισπράττοντας πολύ περισσότερα χειροκροτήματα και ζητωκραυγές κι’από την πρώτη, από τον κόσμο … παρά τις παραινέσεις κάποιων γιατρών που έλεγαν σταματήστε την, είναι πολύ επικίδυνο !!!
 
Εγώ βέβαια δεν ήθελα να πάρω κάποιο μετάλλειο, ένα λάστιχο ήθελα ν’απλώσω να ποτίζουμε εύκολα το χωράφι.
 
 
–Και τι κάνουμε τώρα γιατρέ ; θα μου δώσετε θεραπεία ;
 
–Δεν υπάρχει θεραπεία, μου απαντάει, πάρε κάνα παυσίπονο και ό,τι κάνει, το μόνο που χρειάζεται είναι ξε-κού-ρα-ση, καμιά δεκαπενταριά μέρες μέχρι να σου περάσει …
 
Πράγματι, ο πολύς ο πόνος πέρασε, έκατσα κάνα δυο μέρες, τον έγραψα κανονικά το γιατρό, και την τρίτη μέρα πήγα οικοδομή και τ’απογεύματα στο κτήμα.
 
Τότε είχα τόσο πολλή ενέργεια που αν δεν δούλευα 12 ώρες τουλάχιστον την ημέρα σκληρή δουλειά δεν πήγαινα για ύπνο … εγώ έπρεπε να εκτονωθώ, τα χρέη έπρεπε να βγουν, το κτήμα έπρεπε να γίνει και το “ταμείον”να μην ειναι μείον !!!
 
Ακόμα, δε, έπρεπε να εκπληρώσω και τις ερωτικές μου υποχρεώσεις … τόσο τις δικές μου … όσο και της συντρόφισσας, που γκρίνιαζε κι’αυτή ανηλεώς !!!
 
Το αποτέλεσμα, γνωστόν.
 
Το Ταμείον της Προσωπικής Ζωής, μείον …
 
–Κοντολογής, οι γκάφες, η αστοχία υλικού, οι αφλογιστίες, οι κρίσεις εφυϊας και οι χυλόπιτες ένθεν και ένθεν … δεν έλειψαν !
 
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;