Αξιωματικοί των ελληνικών υπηρεσιών επιβολής του νόμου στα χερσαία σύνορα με την Τουρκία, στην περιοχή του νοτιοανατολικού Έβρου, τακτικά επιστρέφουν αιτούντες άσυλο και μετανάστες με συνοπτικές διαδικασίες, δήλωσε σήμερα η Human Rights Watch. Οι αξιωματικοί σε ορισμένοι περιπτώσεις καταφεύγουν στη βία και συχνά κατάσχουν και καταστρέφουν τα προσωπικά αντικείμενα των μεταναστών.
«Άτομα που δεν έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα κρατούνται, κακοποιούνται και απελαύνονται από την Ελλάδα χωρίς καμία μέριμνα για τα δικαιώματα ή την ασφάλειά τους,» είπε σήμερα ο Todor Gardos, ερευνητής της Human Rights Watch για την Ευρώπη. «Οι ελληνικές αρχές οφείλουν να διερευνήσουν αμέσως τους επανειλημμένους ισχυρισμούς για παράνομες απωθήσεις.»
Η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από 26 αιτούντες άσυλο και άλλους μετανάστες στην Ελλάδα το Μάιο και τον Οκτώβριο και Νοέμβριο στην Τουρκία. Προέρχονται από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Μαρόκο, το Πακιστάν, τη Συρία, την Τυνησία και την Υεμένη και περιλαμβάνουν οικογένειες που ταξιδεύουν με παιδιά. Περιέγραψαν 24 περιστατικά απωθήσεων στον ποταμό Έβρο από την Ελλάδα προς την Τουρκία.
Τα περισσότερα περιστατικά έλαβαν χώρα μεταξύ Απριλίου και Νοεμβρίου. Όλοι όσοι παραχώρησαν συνέντευξη ανέφεραν εχθρική ή βίαιη συμπεριφορά από την ελληνική αστυνομία και από αταυτοποίητες δυνάμεις που φορούσαν στολή και μάσκες χωρίς διακριτικά σήματα.
Δώδεκα είπαν ότι η αστυνομία ή εκείνες οι αταυτοποίητες δυνάμεις που συνόδευαν την αστυνομία πήραν οτιδήποτε είχαν στην κατοχή τους, συμπεριλαμβανομένων των χρημάτων και των δελτίων ταυτότητάς τους, τα οποία συχνά κατέστρεφαν. Επτά είπαν ότι η αστυνομία ή οι αταυτοποίητες δυνάμεις τούς πήραν τα ρούχα ή τα παπούτσια και τους ανάγκασαν να επιστρέψουν στην Τουρκία με τα εσώρουχά τους, μερικές φορές μέσα στη νύχτα με εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες.
Η κακοποίηση συμπεριλάμβανε ξυλοδαρμό με τα χέρια και με γκλομπ, λακτίσματα και, σε μία περίπτωση, τη χρήση συσκευής που μάλλον ήταν όπλο αναισθητοποίησης. Σε άλλη περίπτωση, ένας Μαροκινός είπε ότι ένας άνδρας με μάσκα τον έσυρε από τα μαλλιά, τον ανάγκασε να γονατίσει στο έδαφος, του έβαλε μαχαίρι στο λαιμό και τον υπέβαλε σε εικονική εκτέλεση. Άλλοι απώθησαν ακόμα και μία 19χρονη έγκυο από το Αφρίν της Συρίας, και μία Αφγανή είπε ότι οι ελληνικές αρχές πήραν τα παπούτσια των δύο μικρών παιδιών της.
Από τον Απρίλιο αυξανόμενοι αριθμοί μεταναστών, συμπεριλαμβανομένων των αιτούντων άσυλο, επιχείρησαν να διασχίσουν τον ποταμό Έβρο, που αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) κατέγραψε 13.784 αφίξεις δια ξηράς, σχεδόν τετραπλάσια αύξηση σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρσι.
Στις αρχές Ιουνίου, η Τουρκία μονομερώς ανέστειλε όλες τις επιστροφές δυνάμει μίας διμερούς συμφωνίας επανεισδοχής, που έβαλε τέλος στις συντονισμένες επιστροφές μέσω των χερσαίων συνόρων. Σε μία επιστολή προς την Human Rights Watch, ο Αστυνομικός Διευθυντής Γεώργιος Κοσσιώρης αναγνώρισε ότι υπάρχει “οξύ πρόβλημα” αναφορικά με τις νέες αφίξεις και τους μετανάστες που συλλαμβάνονται στην περιοχή, το οποίο δημιουργεί συνωστισμό σε ορισμένες εγκαταστάσεις και απάνθρωπες συνθήκες σε αστυνομικούς σταθμούς και κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης, όπως είχε καταγράψει η Human Rights Watch.
Οι μαρτυρίες που συγκέντρωσε η Human Rights Watch συνάδουν με ευρήματα άλλων μη κυβερνητικών ομάδων, διακυβερνητικών φορέων καθώς και με αναφορές στα ΜΜΕ.
Η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ (UNHCR) έχει εκφράσει παρόμοιες ανησυχίες. Σε έκθεση του Ιουνίου, η Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης ανέφερε ότι είχε λάβει «αρκετούς επαναλαμβανόμενους και αξιόπιστους ισχυρισμούς απωθήσεων με σκάφος από την Ελλάδα προς την Τουρκία στα σύνορα του Έβρου από μασκοφόρους της Ελληνικής Αστυνομίας και της συνοριοφυλακής ή από (παρα-)στρατιωτικούς καταδρομείς.»
Το Νοέμβριο, ο Επίτροπος Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης κάλεσε την Ελλάδα να διερευνήσει τους ισχυρισμούς, εν όψει πληροφοριών που υπεδείκνυαν μία «παγιωμένη πρακτική».
Η Human Rights Watch σε επιστολή προς τον επικεφαλής της συνοριακής φύλαξης της Ελληνικής Αστυνομίας στις 6 Δεκεμβρίου 2018, ενημέρωσε για τα ευρήματά της. Στην απάντησή του, ο Κοσσιώτης διέψευσε κατηγορηματικά ότι η Ελληνική Αστυνομία διεξάγει αναγκαστικές συνοπτικές επιστροφές. Είπε ότι όλες οι διαδικασίες κράτησης και ταυτοποίησης των μεταναστών που εισέρχονται στην Ελλάδα διεξήχθησαν σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία και ότι «διερευνούν διεξοδικά» τυχόν περιστατικά παραπτώματος ή παραβίασης των δικαιωμάτων των μεταναστών και των αιτούντων άσυλο.
Οι ελληνικές αρχές έχουν συστηματικά διαψεύσει τις πρακτικές απωθήσεων, συμπεριλαμβανομένου υψηλόβαθμου αστυνομικού στελέχους σε συνάντησή του με την Human Rights Watch τον περασμένο Ιούνιο. Επί μία δεκαετία, η Human Rights Watch καταγράφει συστηματικές απωθήσεις από Έλληνες αξιωματούχους των υπηρεσιών επιβολής του νόμου στα χερσαία σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία.
Οι ελληνικές αρχές οφείλουν αμελλητί να διερευνήσουν κατά διαφανή, ενδελεχή και αμερόληπτο τρόπο, τους επανειλημμένους ισχυρισμούς ότι η ελληνική αστυνομία και οι συνοριοφύλακες συμμετέχουν σε συλλογικές απελάσεις, χωρίς να προηγείται δίκη, στην περιοχή του Έβρου. Οι αρχές οφείλουν να διερευνήσουν τους ισχυρισμούς περί χρήσης υπερβολικής βίας.
Η διάπραξη τέτοιων παράνομων ενεργειών από οποιουσδήποτε αξιωματικούς πρέπει να επισύρει πειθαρχικές κυρώσεις και κατά περίπτωση, ποινική δίωξη, για τους ίδιους και τους διοικητές τους. Όποιος αιτείται διεθνούς προστασίας πρέπει να έχει την ευκαιρία να υποβάλει αίτηση για άσυλο και οι επιστροφές πρέπει να ακολουθούν διαδικασία που επιτρέπει πρόσβαση σε αποτελεσματικά μέσα παροχής προστασίας και ασφαλιστικές δικλείδες κατά της επαναπροώθησης – επιστροφή σε χώρα όπου είναι πιθανό να διατρέχουν τον κίνδυνο διωγμών και κακομεταχείρισης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που παρέχει χρηματοοικονομική στήριξη στην ελληνική κυβέρνηση για τον έλεγχο της μετανάστευσης περιλαμβανομένης της περιοχής του Έβρου, οφείλει να παροτρύνει την Ελλάδα να βάλει τέλος στις συνοπτικές επιστροφές των αιτούντων άσυλο στην Τουρκία, να πιέσει τις αρχές να διερευνήσουν ισχυρισμούς βίας και να κινήσει νομικές διαδικασίες κατά της Ελλάδας για την παραβίαση της νομοθεσίας της Ε.Ε..
«Παρά τις διαψεύσεις της κυβέρνησης, φαίνεται ότι η Ελλάδα σκόπιμα και με απόλυτη ατιμωρησία, κλείνει την πόρτα σε πολλούς ανθρώπους που θέλουν να φτάσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των συνόρων στον Έβρο,” είπε ο Gardos. «Η Ελλάδα οφείλει να παύσει άμεσα τις συνοπτικές επιστροφές και να αντιμετωπίζει τους πάντες με αξιοπρέπεια και σεβασμό για τα θεμελιώδη δικαιώματά τους.”
Η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από 26 άτομα από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Μαρόκο, το Πακιστάν, τη Συρία, την Τυνησία και την Υεμένη, που περιλάμβαναν επτά γυναίκες, δύο από τις οποίες ήταν έγκυες κατά το χρόνο που επεστράφησαν με συνοπτικές διαδικασίες στην Τουρκία μέσω του ποταμού Έβρου. Σε επτά περιπτώσεις, απωθήθηκαν οικογένειες, συμπεριλαμβανομένων παιδιών.
Στην Ελλάδα, η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από άτομα που κατόρθωσαν να επανεισέλθουν στην ελληνική επικράτεια μετά από απώθηση, στο κέντρο προαναχωρησιακής κράτησης Φυλακίου και στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης Φυλακίου, καθώς και στον καταυλισμό στα Διαβατά για τους αιτούντες άσυλο στη Θεσσαλονίκη. Στην Τουρκία, εκείνοι που παραχώρησαν συνέντευξη βρίσκονταν στο κέντρο απομάκρυνσης του Edirne και σε αστικές τοποθεσίες στην Κωνσταντινούπολη.
Όλα τα ονόματα των ατόμων που παραχώρησαν συνέντευξη έχουν αλλαχθεί για την προστασία της ιδιωτικότητας και της ασφάλειάς τους. Οι συνεντεύξεις διεξήχθησαν κατ΄ ιδίαν και εμπιστευτικά, στη μητρική γλώσσα των ατόμων ή σε γλώσσα που μιλούσαν με ευχέρεια, μέσω διερμηνέων. Όσοι παραχώρησαν συνέντευξη μοιράστηκαν οικειοθελώς τις μαρτυρίες τους, χωρίς αμοιβή, και συναίνεσαν στην καταγραφή και δημοσίευση της μαρτυρίας τους από την Human Rights Watch.
Απωθήσεις στον Έβρο
Τα 24 περιστατικά που περιγράφησαν καταδεικνύουν την ύπαρξη μοτίβου που υποδεικνύει μία παγιωμένη και καλά συντονισμένη πρακτική απώθησης. Τα περισσότερα περιστατικά έχουν τρία κοινά βασικά χαρακτηριστικά: αρχική σύλληψη από τις περιπολίες της τοπικής αστυνομίας, κράτηση στα αστυνομικά τμήματα ή σε άτυπους χώρους κοντά στα σύνορα με την Τουρκία και παράδοση από τις ταυτοποιήσιμες υπηρεσίες επιβολής του νόμου σε αταυτοποίητους παραστρατιωτικούς που αναλαμβάνουν το έργο της απώθησης στην Τουρκία μέσω του ποταμού Έβρου, ενίοτε και με τη χρήση βίας. Σε εννέα περιπτώσεις, μετανάστες είπαν ότι ένστολοι αστυνομικοί προέβησαν σε σωματική κακομεταχείρισή τους πριν ή κατά τη διάρκεια της απώθησης.
Οι μαρτυρίες υποδεικνύουν στενό και επανειλημμένο συντονισμό μεταξύ της αστυνομίας και των αταυτοποίητων, συχνά μασκοφόρων, ανδρών, οι οποίοι ενδέχεται να είναι ή όχι αξιωματικοί των υπηρεσιών επιβολής του νόμου. Το Μάιο στο πλαίσιο συνέντευξης με την Human Rights Watch, η Σοφία Λαζοπούλου, υπαστυνόμος Β’ στο τμήμα συνοριακής φύλαξης στο Νέο Χειμώνιο, είπε ότι αστυνομικοί που φορούν σκούρες μπλε στολές ήταν υπεύθυνοι για τις υπηρεσίες στο αστυνομικό τμήμα και εκείνοι που φορούν στρατιωτικές στολές παραλλαγής ήταν αξιωματικοί περιπολίας, υπεύθυνοι για την πρόληψη και αναχαίτιση των παράτυπων μεταναστών που διέρχονται στην Ελλάδα.
Όσοι παραχώρησαν συνέντευξη είπαν ότι άνθρωποι που έμοιαζαν με αστυνομικούς ή στρατιώτες, καθώς και ορισμένοι αταυτοποίητοι άνδρες με μάσκα, έφεραν εξοπλισμό όπως πιστόλια, χειροπέδες, ασυρμάτους, σπρέι και γκλομπ, ενώ άλλοι είχαν τακτικό εξοπλισμό όπως επιχειρησιακά γάντια, κιάλια και μαχαίρια, καθώς και στρατιωτικά όπλα, όπως τυφέκια.
Η επαναλαμβανόμενη φύση των απωθήσεων και το γεγονός ότι εκείνοι οι αξιωματικοί που τις επιτελούσαν ήταν σαφώς εν ώρα υπηρεσίας, υποδεικνύει ότι οι διοικητές τους γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν όσα συνέβαιναν.
Ο Ferhat G., ένας Σύριος Κούρδος μεταξύ σαράντα και πενήντα ετών, είπε ότι δύο αξιωματικοί της αστυνομίας συνέλαβαν τον ίδιο, τη σύζυγό του και τα τρία παιδιά του, ηλικίας 12, 15 και 19 ετών, σε εγκαταλελειμμένο σταθμό τρένου στις 19 Σεπτεμβρίου. Κρατήθηκαν σε ένα μεγάλο περιφραγμένο χώρο στην αυλή του αστυνομικού τμήματος μαζί με δεκάδες άλλα άτομα επί πέντε ώρες. Ο Ferhat δεν μπορούσε να πει πού βρισκόταν ο σταθμός τρένου ή το αστυνομικό τμήμα:
Μας έβαλαν όλους, 60 με 70 άτομα, σε ένα βαν. Καταδρομείς με ολόμαυρη περιβολή και μάσκα που κάλυπτε το πρόσωπό τους μας οδήγησαν πίσω στο ποτάμι. Ήμασταν πολύ φοβισμένοι … Είδα κι άλλα άτομα εκεί, κυρίως νέους άνδρες που φορούσαν μόνο εσώρουχο και κανένα άλλο ρούχο. Το αίμα μας πάγωσε από το φόβο. Όταν άνοιξαν την πόρτα του φορτηγού, αρχίσαμε να βγαίνουμε. «Σταθείτε σε μία γραμμή, ένας-ένας,» είπαν και χτύπησαν κάποιον. Μας έβαλαν δέκα-δέκα σε μία μικρή βάρκα, την οποία οδηγούσε ένας Έλληνας στρατιώτης. Έκλαιγα από την ταπείνωση.
Ο τρόπος δράσης ήταν λίγο-πολύ ίδιος, με κάποιες παραλλαγές, στις άλλες περιπτώσεις που κατέγραψε η Human Rights Watch.
Σύλληψη
Είκοσι ένας από εκείνους που παραχώρησαν συνέντευξη είπαν ότι συνελήφθησαν από περιπολίες της τοπικής αστυνομίας σε πόλεις και χωριά κοντά στα σύνορα ή σε χωράφια. Δύο είπαν ότι η αστυνομία τους κατέβασε από λεωφορείο ή τρένο λίγο μετά την αναχώρησή του. Τρεις είπαν ότι δεν μπορούσαν να ταυτοποιήσουν τους άνδρες που τους είχαν συλλάβει και τους οδήγησαν αμέσως πίσω στα σύνορα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους, μεταφέρθηκαν με αστυνομικά αυτοκίνητα, ημιφορτηγά, λευκά βαν χωρίς παράθυρα ή σήμανση ή μεγαλύτερα φορτηγά πράσινου χρώματος ή με καμουφλάζ που έμοιαζαν με στρατιωτικά φορτηγά.
Ο Karim L., 25 ετών, από το Μαρόκο, είπε ότι αστυνομικοί τον κατέβασαν από το τρένο προς την Αλεξανδρούπολη στις 8 Νοεμβρίου. Λίγο μετά την προγραμματισμένη αναχώρησή του από την Ορεστιάδα, στις 12.37 μ.μ., αστυνομικοί άρχισαν να ζητούν από επιβάτες που έμοιαζαν με αλλοδαπούς να επιδείξουν τα διαβατήριά τους και κατέβασαν τον Καρίμ και πέντε ή έξι άλλους συνεπιβάτες από το τρένο. Η αστυνομία τους οδήγησε σε ένα κοντινό αστυνομικό τμήμα και τους κράτησε εκεί επί δύο νύχτες. Στη συνέχεια, τέσσερις άνδρες που φορούσαν αστυνομικές στολές και μαύρες μάσκες, τους οδήγησαν με ένα βαν στα σύνορα. Είπε ότι υποβλήθηκε σε σωματική βία και εικονική εκτέλεση και στη συνέχεια απωθήθηκε στην Τουρκία. Δεν τον φωτογράφησαν ούτε πήραν τα δακτυλικά του αποτυπώματα, ούτε του δόθηκε κάποιο χαρτί να διαβάσει ή να υπογράψει, ούτε ενημερώθηκε με κάποιο άλλο τρόπο για τους λόγους της σύλληψής του. Είπε ότι άλλα άτομα, συμπεριλαμβανομένων οικογενειών με παιδιά, κρατούνταν επίσης στα τρία κελιά του αστυνομικού τμήματος.
Η Mahsa N., Αφγανή, είπε ότι ένστολοι αστυνομικοί κατέβασαν την ίδια, το σύζυγό της, τα τρία παιδιά της ηλικίας 5, 9 και 11 ετών, και δύο άλλους Αφγανούς από ένα λεωφορείο, 15 λεπτά μετά την αναχώρησή του από την Αλεξανδρούπολη, κατά τα μέσα Σεπτέμβρη, κατά την τρίτη προσπάθειά τους να εισέλθουν στην Ελλάδα. Τους απώθησαν στην Τουρκία την ίδια μέρα, με την αστυνομία που τους συνέλαβε να τους οδηγεί μέχρι τον ποταμό Έβρο, όπου ήδη κρατούνταν άλλα άτομα, προκειμένου να επιστραφούν με σκάφος.
Η Dila E, Σύρια 25 ετών, περιέγραψε την εμπειρία της λίγη ώρα αφότου διέσχισε τον ποταμό Έβρο στα τέλη Απριλίου. Είπε ότι ήταν μαζί με επτά άλλα άτομα, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων παιδιών, όταν άνδρες με μάσκες που δεν μπορούσε να ταυτοποιήσει, τους απώθησαν στην Τουρκία καθώς περπατούσαν σε μία μικρή πόλη κοντά στα σύνορα:
Ήρθαν με αυτοκίνητο και μας πήραν. Μας επιβίβασαν σε ένα λευκό βαν. Δεν μπορούσες να δεις τίποτα από μέσα. Μας οδήγησαν απευθείας στον ποταμό και μας ανάγκασαν να διασχίσουμε τον ποταμό σε μία φουσκωτή βάρκα. Πήραν τα κινητά τηλέφωνα όλων μας, ρούχα, ακόμα και τα χρήματα ορισμένων ατόμων.
Ο Malik N., 26 ετών Μαροκινός, είπε ότι ένστολοι αστυνομικοί τον σταμάτησαν μαζί με άλλους τρεις άνδρες στις 13 Νοεμβρίου κοντά σε βενζινάδικο στο Διδυμότειχο, μία πόλη που απέχει δύο χιλιόμετρα από τα σύνορα. Είπε ότι ένας αστυνομικός έκανε ένα τηλεφώνημα και μετά από 15 λεπτά, κατέφθασε ένα λευκό βαν. Δύο άνδρες που δεν μπορούσε να ταυτοποιήσει οδήγησαν τον ίδιο και δύο άτομα από την ομάδα του σε μία τοποθεσία που περιέγραψε ως στρατώνα: «Μας έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο, που ήταν πολύ καλής κατασκευής, σκοτεινό στο εσωτερικό και χωρίς καθίσματα. Δεν έφερε διακριτικά. …[Στον στρατώνα] υπήρχε μία φοβερή δυσωδία, και οι αξιωματικοί φορούσαν τις μάσκες τους ….Υπήρχαν περίπου 30 άτομα εκεί.»
Μασκοφόροι άνδρες τον οδήγησαν στα σύνορα το επόμενο βράδυ:
Μετά την άφιξή τους, οι μασκοφόροι άρχισαν να μας φωνάζουν και να μας χτυπούν έναν-έναν στην πόρτα με τα γκλομπ. Υπήρχαν περίπου οχτώ άτομα έξω από το στρατώνα και κάθε άτομο έφερε ένα χοντρό πλαστικό γκλομπ. Σε χτυπούσαν καθώς περπατούσες προς το αυτοκίνητο. Φώναζαν «Να γαμηθεί το Ισλάμ.» Επιβίβασαν 30 από εμάς στο βαν. [Δεν υπήρχαν] καρέκλες. Αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω, δεν υπήρχε αέρας. Όταν φτάσαμε στον ποταμό, μας ζήτησαν να γδυθούμε και να μείνουμε με το εσώρουχό μαςMΜου πήραν τα τηλέφωνά μου, τα χρήματά μου, 1500 ευρώ και τα γυαλιά μου και τα έσπασαν.
Ο Sardar T., 18 ετών από το Αφγανιστάν, είπε ότι ένστολοι αστυνομικοί συνέλαβαν τον ίδιο και τα άτομα με τα οποία ταξίδευε σε στάση λεωφορείου στο Διδυμότειχο στις 23 Απριλίου. Είπε ότι η αστυνομία κατέφθασε με λευκό βαν, αλλά αργότερα ήρθε ένα μεγάλο αυτοκίνητο, που έμοιαζε με στρατιωτικό φορτηγό με καμουφλάζ πράσινου χρώματος. Ερευνητές της Human Rights Watch είδαν ένα όχημα που έμοιαζε με αυτό που περιέγραψε ο Sardar, σταθμευμένο στην αυλή του τμήματος συνοριακής φύλαξης στο Νέο Χειμώνιο, καθώς και λευκά βαν χωρίς διακριτικά της αστυνομίας. Ο Sardar είπε ότι οι αξιωματικοί που τους απώθησαν στην Τουρκία φορούσαν αστυνομικές στολές και μάσκες που έκρυβαν τα πρόσωπά τους εκτός από τα μάτια τους.
Κράτηση
Δεκατρείς από εκείνους που παραχώρησαν συνέντευξη ανέφεραν ότι κρατήθηκαν σε επίσημους και ανεπίσημους χώρους κοντά στα σύνορα για περίοδο που κυμαινόταν από λίγες ώρες έως και πέντε μέρες. Πέντε είπαν ότι τους οδήγησαν σε αστυνομικό τμήμα, ενώ οχτώ περιέγραψαν κτίρια στα περίχωρα κοντινών χωριών και πόλεων, ή σε αγροτικές εκτάσεις που είπαν ότι χρησιμοποιούνταν ως σημείο συγκέντρωσης των συλληφθέντων μεταναστών. Κανένα από τα άτομα που παραχώρησαν συνέντευξη, περιλαμβανομένων εκείνων που κρατήθηκαν σε αστυνομικά τμήματα, δεν ταυτοποιήθηκαν και καταχωρήθηκαν με το δέοντα τρόπο, και η κράτησή τους φαίνεται να έγινε αυθαίρετα και σε συνθήκες απομόνωσης.
Ομάδες μερικών δεκάδων έως εκατό ατόμων κρατούνταν κάθε φορά, χωρίς φαγητό, νερό και εγκαταστάσεις υγιεινής και μετά οδηγούνταν στον ποταμό Έβρο και επέστρεφαν στην Τουρκία. Όσοι παραχώρησαν συνέντευξη περιέγραψαν τα δωμάτια στα αταυτοποίητα κτίρια σαν «φυλακές» και «αποθήκες», με ελάχιστα στρώματα και μόνο μία βρώμικη τουαλέτα. Είπαν ότι γυναίκες και οικογένειες με παιδιά είτε κρατούνταν μαζί με άνδρες μη συγγενείς, ή μερικές φορές σε παρακείμενα δωμάτια.
Η Mahsa, μία Αφγανή που επεστράφη με συνοπτικές διαδικασίες στην Τουρκία τρεις φορές, είπε ότι η ίδια και η οικογένειά της κρατήθηκαν επί πέντε μέρες, μαζί με άνδρες μη συγγενείς τους που είχαν επίσης συλληφθεί, σε ένα δωμάτιο χωρίς κρεβάτια ή θέρμανση πριν από την τελευταία απώθησή τους στα τέλη Αυγούστου. Δεν τους δόθηκε φαγητό. Τα προσωπικά τους αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων των χειμερινών παλτών των μικρών παιδιών της και ενός αγαπημένου σακιδίου και κούκλας δεν επιστράφηκαν ποτέ. Μέχρι 10 φύλακες με ζώνες που έμοιαζαν να φέρουν πιστόλια, γκλομπ και σπρέι πιπεριού, έλεγχαν τα άτομα και κλείδωναν την πόρτα, χωρίς όμως να παρέχουν πληροφορίες. Είδε φύλακες να χτυπούν άνδρες που έμεναν στο ίδιο δωμάτιο: «Φορούσαν μπλε στολή που στο πίσω μέρος είχε κάτι γραμμένο στα ελληνικά με μεγάλα γράμματα. Μας αποκάλεσαν βρώμα.»
Η Azadeh B., μία 22χρονη Αφγανή που ταξιδεύει με το σύζυγο και τα παιδιά τους, ηλικίας 2 και 4 ετών, είπε ότι τους απώθησαν δύο φορές από την Ελλάδα και πέρασαν πέντε ημέρες υπό κράτηση προτού επιστραφούν τη δεύτερη φορά, στις αρχές Οκτωβρίου. Είπε ότι τους πήγαν σε ένα δωμάτιο εντός μίας δομής που βρισκόταν επί αγροτικής γης:
Δεν μπορούσαμε να δούμε ή να ακούσουμε τίποτα. Δεν μας ζήτησαν να υπογράψουμε κάτι ούτε μας είπαν τίποτα. Οι φύλακες έκλεισαν την πόρτα και την κλείδωσαν. Όταν οι οικογένειες ζήτησαν νερό, γέμισαν βρώμικα μπουκάλια και τα πέταξαν μέσα στο δωμάτιο από την πόρτα. Μας πήραν τα πάντα, ακόμα και το Κοράνι. Ζητήσαμε να μας επιστρέψουν τα παπούτσια των παιδιών, αλλά δεν το έκαναν. Όλα αυτά τα κάνουν επειδή δεν θέλουν να επανέλθουμε. Εάν κάτι έχει αξία, το κρατάνε, εάν όμως κάτι δεν τους αρέσει, το πετούν στα σκουπίδια.
Είπε ότι έδωσαν λίγα μπισκότα μόνο στα παιδιά ενώ κρατούνταν σε ένα δωμάτιο περίπου 40 τετραγωνικών μέτρων μαζί με περίπου 80 άτομα, τα οποία πίστευε ότι ήταν επίσης μετανάστες.
Ο Hassan I., Τυνήσιος μεταξύ τριάντα και σαράντα ετών, είπε ότι προτού τον απωθήσουν μαζί με τέσσερις φίλους στις αρχές Αυγούστου, πέρασαν μία μέρα υπό κράτηση. Είπε ότι η τοποθεσία έμοιαζε με στρατιωτική βάση επειδή είδαν στρατιωτικά οχήματα, συμπεριλαμβανομένων φορτηγών και τανκ, σταθμευμένων κοντά στο δωμάτιο στο οποίο κρατούνταν. Ήταν σε απόσταση 15 λεπτών από την Ορεστιάδα, όπου τους είχαν σταματήσει και συλλάβει εκείνο το πρωινό δύο αστυνομικοί με μπλε στολές που επέβαιναν σε Ι.Χ. αυτοκίνητο.
Οι αστυνομικοί τους οδήγησαν στην τοποθεσία, όπου φύλακες τους έσπρωξαν σε έναν τοίχο, τους έψαξαν και τους χτύπησαν. «Πρώτα, μας ζήτησαν τα τηλέφωνά μας και μετά χρήματα,» είπε ο Hassan. Φώναζαν «μαλάκα». Σοκαρίστηκα. Αισθάνθηκα ταπεινωμένος. Όταν προσπαθήσαμε να ζητήσουμε ο,τιδήποτε, όπως τις κάρτες μας sim ή μνήμης, αμέσως μας χτύπησαν.»
Έβαλαν τον Hassan και τους φίλους του σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε με αποθήκη. Σε διπλανό δωμάτιο, άκουγαν τις φωνές οικογενειών με παιδιά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Hassan, μέχρι τις 9 μ.μ. όταν τους οδήγησαν στα σύνορα με φορτηγά, υπήρχαν περίπου 80 άνδρες στο δωμάτιο των περίπου 24 τ.μ., όπου υπήρχαν μόνο λίγες καρέκλες, μία τουαλέτα και μία βρύση.
Η Zara Z., 19 ετών και τεσσάρων μηνών έγκυος, από το Αφρίν της Συρίας, είπε ότι κατά τα μέσα Μαΐου, άνδρες με στολές παραλλαγής σταμάτησαν την ίδια και το σύζυγό της και τους κράτησαν τη νύχτα σε ένα δωμάτιο χωρίς κρεβάτι ή έπιπλα, μαζί με άλλες οικογένειες μεταναστών και χωρίς τρόφιμα ή νερό. Την επόμενη μέρα, τους μετέφεραν με βαν στον Έβρο, τους έβαλαν σε βάρκα και τους απώθησαν στην Τουρκία.
Απωθήσεις μέσω του Ποταμού Έβρου
Όλοι όσοι παραχώρησαν συνέντευξη είπαν ότι μεταφέρθηκαν στα σύνορα με την Τουρκία σε ομάδες των 60 ή 80 ατόμων, σε στρατιωτικά οχήματα ή βαν χωρίς διακριτικά. Σε όλες τις περιπτώσεις πλην τριών, οι επιχειρησιακοί φορούσαν μάσκες, μαύρο παντελόνι ή παραλλαγής, που καθιστούσε αδύνατη την αναγνώριση ή ταυτοποίησή τους. Στις άλλες τρεις περιπτώσεις, είπαν ότι η αστυνομία, φορώντας την κανονική μπλε στολή και στολή παραλλαγής, τους μετέφερε στον ποταμό. Δέκα από τα 26 άτομα που παραχώρησαν συνέντευξη είπαν ότι είχαν κακοποιηθεί σωματικά ή είχαν δει άλλους να κακοποιούνται κατά τη διάρκεια της επιχείρησης απώθησης.
Ο Karim, 25χρονος Μαροκινός, είπε ότι η ελληνική αστυνομία τον παρέδωσε σε μασκοφόρους που φορούσαν αστυνομικές στολές αφότου τον συνέλαβαν στην Ελλάδα στις 10 Νοεμβρίου και τον απώθησαν στην Τουρκία. Αφού τον διέταξαν να βγάλει ρούχα και παπούτσια, δύο από τους μασκοφόρους αξιωματικούς τον κλώτσησαν μέχρι να πέσει στο έδαφος και τον χτύπησαν με γκλομπ, και στη συνέχεια ένας από αυτούς τον υπέβαλε σε εικονική εκτέλεση. Τον έσυραν από τα μαλλιά και τον ανάγκασαν να γονατίσει στο έδαφος, ενώ ο μασκοφόρος αξιωματικός κρατούσε ένα μαχαίρι στο λαιμό του και είπε σε σπαστά Αγγλικά, «Όποιος επιστρέψει στην Ελλάδα, θα πεθάνει.» Ο Karim είπε ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί τη νύχτα και έβλεπε συνεχώς εφιάλτες.
Ο Hassan, Τυνήσιος που απωθήθηκε μαζί με τέσσερις φίλους του στις 10 ή 11 Αυγούστου, είπε ότι μασκοφόροι άνδρες με μαύρα ρούχα τους κακομεταχειρίστηκαν αφότου τους οδήγησαν στα σύνορα με φορτηγό. Ένας από τους άνδρες χρησιμοποίησε όπλο αναισθητοποίησης στη μέση του Hassan, προκαλώντας εγκαύματα που ήταν ορατά πάνω από δύο μήνες αργότερα. Παρείχε βίντεο με τους τραυματισμούς της ομάδας, το οποίο είπε ότι κατέγραψε την ημέρα μετά το περιστατικό και το ανάρτησε σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης στις 12 Αυγούστου, όπου φαίνονται αρκετοί μώλωπες ως αποτέλεσμα των χτυπημάτων στην πλάτη, στη μέση καθώς και στα άκρα τους. «Την επόμενη φορά που θα σε δω,» του είπε στα Αγγλικά ένας άνδρας με μάσκα, «θα σε σκοτώσω.» Κατά το χρόνο της συνέντευξης, ο Hassan κοιμόταν σε πάρκα στην Κωνσταντινούπολη, αφού του είχαν κατάσχει όλα τα προσωπικά αντικείμενα στην Ελλάδα.
Ο Amir B., ένας Τυνήσιος μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών, απωθήθηκε στην Τουρκία στο τέλος Σεπτεμβρίου αφότου εισήλθε στην Ελλάδα και κρυβόταν επί έξι ημέρες. Είπε ότι τον επέστρεψαν από ένα σημείο κοντά στην Αλεξανδρούπολη στα σύνορα, μέσα σε ένα από δύο στρατιωτικά φορτηγά, τα οποία μαζί μετέφεραν περίπου 80 άτομα στα σύνορα, συμπεριλαμβανομένων περίπου 30 γυναικών και λίγων παιδιών. Ο Amir είπε ότι μασκοφόροι άνδρες έσπρωχναν τα άτομα καθώς έβγαιναν από τα φορτηγά και κατόπιν τα έσπρωχναν προς τον ποταμό, διατάζοντάς τα να μην μιλάνε. Οι επιχειρησιακοί κατόπιν χώρισαν την ομάδα σε μικρότερες ομάδες των 10 και τους διέταξαν να βγάλουν τα παπούτσια τους. Οι γυναίκες αναγκάστηκαν να παραδώσουν τα παλτά τους, ενώ ορισμένοι άνδρες έμειναν μόνο με το εσώρουχό τους. Έβαλαν φωτιά στο τζιν παντελόνι του Amir, όπου φύλαγε τα χρήματά του. Όταν κατέφθασε ένα μαύρο ημιφορτηγό με μία μικρή βάρκα, οι φύλακες έλεγξαν την αντίπερα όχθη του ποταμού με κιάλια, και στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τη μικρή βάρκα για να μεταφέρουν απέναντι μία-μία τις ομάδες των 10 ατόμων.