Είναι 9 το πρωί στο καράβι για Λέσβο. Πριν λίγες μέρες αποφάσισα να φύγω από την Κρήτη και να πάω να δω με τα ίδια μου τα μάτια το μεγαλύτερο μεταναστευτικό ρεύμα μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Δεν μου αρκεί να διαβάσω στα media, ξέρω από πρώτο χέρι οτι τα περισσότερες ειδήσεις είναι αλλοιωμένες.
Θέλω να ξέρω.
Κάθομαι στο σαλόνι του πλοίου και κάνω δουλειά στο λάπτοπ, ο ήλιος μπαίνει γλυκός και ζεστός από το παράθυρο, ενα ελαφρό ρεύμα με χτυπάει στο σβέρκο και με αναγκάζει να βάλω μπουφάν. Κάνει λίγο ψύχρα σκέφτηκα.
Συνεχίζω ακάθεκτος την δουλεία μου πίνοντας παράλληλα τον ζεστό καφέ μου και έχοντας μπροστά μου άλλες 2.5 ώρες. Άντε να φτάσω, βαρέθηκα εδώ μέσα. Ξαφνικά στα αριστερά μου αρχίζει να φαίνεται η Χίος και εγώ καρφώνω το βλέμμα μου στο παράθυρο και μετά σκέφτομαι, ας συνεχίσω την δουλειά να τελειώνω.
Μετάαπό λίγη ώρα σηκώνομαι να ξεπιαστώ και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Στο βάθος έναμαύρο φουσκωτό γεμάτο ασφυκτικά με ανθρώπους ζωσμένους με πορτοκαλί σωσίβια έχει σταματήσει στην μέση του πελάγους. Πάγωσα. Έμεινα εκεί να κοιτάω, άφησα τον καφέ μου να παγώνει το λάπτοπ ανοιχτό και ξέχασα με μιας το αεράκι που με πάγωνε. Που είμαι εγώ και που είναι αυτοί οι άνθρωποι και το σημαντικότερο από που ήρθαν.
Στο λιμάνι τις Χίου είχαν ήδη φτάσει άλλες δυο βάρκες και οι Σύριοι πρόσφυγες ήταν καθισμένοι στο πάτωμα. Παιδιά να τρέχουν ολόγυρα και πεταμένα πορτοκαλί σωσίβια παντού. Για λίγο -αφελώς- προσπάθησα να βάλω τον εαυτό μου στην θέση τους. Θυμήθηκα τα ταξίδια μου και πως κοιμόμουν στο πάτωμα, την ταλαιπωρία μου από μέρος σε μέρος και τα αποφάγια που έτρωγα γιατί δεν είχα λεφτά. Πολύ γρήγορα επανήλθα στην πραγματικότητα. Το ένα δεν έχει καμία σχέση με το άλλο.
Αυτοί οι άνθρωποι ξεριζώθηκαν απ’ τα σπίτια τους, είδαν δικούς τους
ανθρώπους να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια τους, τις γειτονίες που
μεγάλωσαν να καταστρέφονται, κάθε τι που τους θύμιζε το παρελθόν τους
καταστράφηκε μπροστά στα μάτια τους και με τα πόδια ξεκίνησαν για να φύγουν να γλιτώσουν τις ζωές των παιδιών τους.
Περπάτησανατέλειωτα χιλιομετρά χωρίς φαγητό,
τους εκμεταλλεύτηκαν σε κάθε στάση, πείνασαν, κοιμήθηκαν στο παγωμένο
χώμα, στο κρύο στην βροχή, έφτασαν στα παράλια της Τουρκίας και μπήκαν
στο Αιγαίο, με την ελπίδα ότι ίσως δεν πνιγούν και τα καταφέρουν να φτάσουν στην Ελλάδα χωρίς να ξέρουν καν τι θα αντιμετωπίσουν από κει και πέρα.
Μια ζωή διαλυμένη χωρίς μέλλον ούτε για αυτούς ούτε για τα παιδιά τους με μόνο όπλο το ένστικτο της επιβίωσης.
Ντροπή μου, μόνο και μόνο που για μια στιγμή σκέφτηκα ότι μπορεί να μοιάζει το ένα με το άλλο. Ντροπή.
Κατεβαίνοντας στην Μυτιλήνη δεν ένιωσα ότι βρίσκομαι σε μια
κατάσταση ανάγκης. Ήταν μια πανέμορφη μέρα και μόλις έφτασα
σε ένα πανέμορφο νησί. Συνάντησα την επαφή μου και φύγαμε κατευθείαν για
το κτίριο που άλλοτε στεγάζονταν το ΠΙΚΠΑ.
Φτάνοντας αντίκρισα σκηνές,
κούτες με ρούχα και ανθρώπους να τρέχουν πάνω κάτω, εκεί όμως που έπεσε
το μάτι μου με μιας ήταν 10 μικρά παιδιά κάτω από 10 ετών που
όλα μαζί έπαιζαν και ζωγράφιζαν.
Στο παλιό ΠΙΚΠΑ Μυτιλήνης, πολίτες με
ιδιωτική πρωτοβουλία έστησαν μια “κατασκήνωση” που δέχεται οικογένειες
προσφύγων και ορφανά παιδιά που φτάνουν στην ακτή.
Μίλησα με την Κωνσταντίνα και την Διονυσία, δυο εθελόντριες που
τρέχουν τα πάντα εκεί και
μου περιέγραψαν πως χρειάζονται χέρια.
Εκεί φτάνουν σχεδόν όλα τα ρούχα
και μερικά τρόφιμα που Έλληνες (πάλι από ιδιωτική πρωτοβουλία)
στέλνουν από όλη την Ελλάδα.
Μου εξήγησαν πόσο ανάγκη έχουν από παιδικά,
βρεφικά, γυναικεία και αντρικά εσώρουχα και κάλτσες. Παρόλο που
στέλνουμε όλοι πράγματα που μας περισσεύουν θα πρέπει να σκεφτόμαστε
λίγο ποιοι άνθρωποι τα παραλαμβάνουν. Τακούνια, κοντές φούστες,
μπουστάκια και καλοκαιρινά δεν χρησιμεύουν πουθενά.
Υπάρχει μάλιστα το Pikpa lesvou όπου μπορούμε να διαβάζουμε τι χρειάζονται και να στέλνουμε ανάλογα.
Είχε ήδη πάει αργά και αποφάσισα να μείνω στο αυτοκίνητο. Πάρκαρα
στην παραλία λίγο έξω από την πόλη εκεί που υποτίθεται θα έφταναν
κάποιες βάρκες τα μεσάνυχτα. Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου γινόταν η
σύνοδος των G20 και έτσι το πέρασμα σταμάτησε για μία μέρα. Δεν άφηναν
να φύγει τίποτα. Αργότερα έμαθα πως κάποιες βάρκες έφυγαν. Αυτή
την φορά όμως η χρέωση ήταν 2500 δολάρια ανα ενήλικο ή ανα δυο μικρα
παιδιά. Ένα για τους δουλέμπορους και 1.5 για να λαδωθούν οι αρχές.
Την επόμενη μέρα ξεκίνησα για την Συκαμιά ή Σκαμιά όπως λένε οι
ντόπιοι. Σε περίπου 50 χιλιόμετρα από την Μυτιλήνη και διασχίζοντας αυτό
το υπέροχο νησί έφτασα στην κατηφόρα που οδηγούσε στην παραλία
της Συκαμιάς. Η μέρα ήταν καλή, χωρίς αέρα με ήλιο, παρόλα αυτά τα
λάστιχα του αυτοκινήτου γλιστρούσαν από την υγρασία στο δρόμο μέρα
μεσημέρι.
Σιγά σιγά εμφανίστηκε η θάλασσα και χωρίς καμιά αναβλητικότητα η
κατάσταση της μετανάστευσης μου εμφανίστηκε “στο πιάτο”. Από ψηλά
έβλεπα ήδη πέντε βάρκες γεμάτο πρόσφυγες. Κατέβηκα όσο πιο γρήγορα
μπορούσα.
Έφτασα λίγο πριν φτάσουν στην ακτή δύο βάρκες. Εκεί βρισκόταν
άνθρωποι (διασώστες) όπου με ιδιωτική πρωτοβουλία έχουν οργανωθεί
και υποδέχονται τους πρόσφυγες, υπάρχει ιατρείο και ζεστό τσάι και
σούπα. Επίσης υπάρχει αποθήκη ρούχων και έτσι οι άνθρωποι αλλάζουν
κατευθείαν σεκάτι μη βρεγμένο.
Παρουσία επίσης έχει και ο ερυθρός
σταυρός. Έτσι λοιπόν, άνθρωποι σαν τον Άλεξ τον Δημήτρη και άλλους,
βλέπουν με τα κιάλια τους και περιμένουν την επόμενη βάρκα, κρατάν ψηλά
πορτοκαλί σωσίβια από προηγούμενους, ώστε ο “οδηγός” της βάρκας να τους
βλέπει και να φτάνει στο σωστό σημείο.
Οι βάρκες είναι πάντα γεμάτες ασφυχτικά με κόσμο. Άντρες, γυναίκες,
παιδιά και μωρά όλων τον ηλικιών από 2 μηνών έως 82 (που λένε και στα
επιτραπέζια). Έχουν πληρώσει γύρω στα χίλια δολάρια ανά άτομο. Η τιμή
πάει ανάλογα με τον καιρό και τις συνθήκες.
Σε μέρες φουρτούνας οι
Τούρκοι δουλέμποροι χρεώνουν 800-850 και όποιος θέλει μπαίνει μέσα στο
λυσσασμένο πέλαγος με τεράστιο κίνδυνο να πνιγεί και ελάχιστες
πιθανότητες να βγει από την άλλη. Αλλά είναι πιο φτηνά και έτσι
μετανάστες από το Αφγανιστάν, Ιράν, Πακιστάν που κάνουν το ταξίδι σχεδόν
χωρίς λεφτά το ρισκάρουν.
Οι μηχανές από τις βάρκες είναι κινέζικες,
σχεδόν ψεύτικες και πολλές φορές σταματάνε να δουλεύουν στην μέση της
διαδρομής (2.5 ώρες με καλό καιρό) και έτσι οι πρόσφυγες είναι
αναγκασμένοι να τραβήξουν κουπί. Τα σωσίβια είναι ψεύτικα. Πορτοκαλί
πανί, μη αδιάβροχο, μέσα, αφρώδες υλικό απορροφητικό σαν σφουγγάρι. Αυτό
πρακτικά σημαίνει ότι αν πέσεις “μέσα” σε ελάχιστα λεπτά το σωσίβιο σου
έχει γίνει το εισιτήριο για τον θάνατο τους.
Το λιμενικό θεωρητικά δεν μπορεί να επέμβει διότι, οι άνθρωποι αυτοί
θεωρούνται παράνομοι μετανάστες και πρέπει να τους στείλει πίσω στην
Τουρκία. Εκτός εάν οι πρόσφυγες δουν ότι έρχεται λιμενικό, σκίσουν την
βάρκα και έτσι θεωρουντε ναυαγοί και πηγαίνουν στα καμπς υποδοχής με
τους υπόλοιπους που πέρασαν.
Πώς όμως σκίζεις μια βάρκα γεμάτη ανθρώπους
και παιδιά που πιθανότατα δεν έχουν δει ποτέ θάλασσα στην ζωή τους; Το
νομικό αυτό παραθυράκι το γνωρίζουν οι δουλέμποροι και ενημερώνουν τους
ανθρώπους, όμως υπήρχαν περιστατικά που ψαράδες πήγαν κοντά να
βοηθήσουν, οι πρόσφυγες νόμιζαν ότι είναι λιμενικό και έσκισαν την βάρκα
και κατά συνέπεια οι περισσότεροι πνίγηκαν.
Η πρώτη βάρκα έφτασε, οι εθελοντές χειροκροτάνε και οι πρόσφυγες
πανηγυρίζουν που τα κατάφεραν. Μικρά μωρά έχουν πλαντάξει στο κλάμα,
σοκαρισμένα. Οι εθελοντές φτιάχνουν ανθρώπινη αλυσίδα για να βγάλουν
πρώτα έξω τα παιδιά και μετά τις γυναίκες. Όλοι σκεπάζονται με
ισοθερμικά για να ζεσταθούν και οδηγούνται στο πρώτο stage. Ιατρική
βοήθεια, τσάι, σούπα και αλλαγή ρούχων.
Εγώ βλέποντας την εικόνα αυτή ένιωσα ένα κόμπο στο λαιμό μου,
κοιτούσα άπραγος για δευτερόλεπτα χωρίς να μπορώ να το συλλάβω. Γιατί να
συμβαίνει αυτό; Γρήγορα “χαστούκισα τον εαυτό μου” και μου είπα, ωραίος
ο ρομαντισμός και οι σκέψεις άλλα στέκεσαι άχρηστος στην μέση και δεν
κάνεις τίποτα, ξεπέρασε το και τρέξε να βοηθήσεις.
Οι βάρκες συνέχισαν να έρχονται, κάθε φορά τα ίδια. Από την ώρα που
έφτασα μέχρι και 3 ώρες μετά είχαν φτάσει 5 βάρκες γεμάτες κόσμο.
Σωσίβια πεταμένα παντού, σκασμένες βάρκες και “κοράκια” τρέχουν να
αδράξουν την ευκαιρία ώστε πάρουν τις μηχανές και τα ξύλα από τις
βάρκες. Από την μία κοράκια, από την άλλη αν δεν τα έπαιρναν και αυτοί
απλά θα έμεναν μέσα στην θάλασσα μέχρι κάποιος να τα μαζέψει. Οπότε ίσως
καλύτερα.
Μετά από το stage 1 οι πρόσφυγες μεταφέρονται με βαν στο stage 2 όπου
και διαχωρίζονται οι οικογένειες και μένουν εκεί για το βράδυ. Το
επόμενο πρωί μεταφέρονται είτε στο Καρά Τεπέ είτε στην Μόρια και από κει
περνούν τα χαρτιά τους για να μπορούν να φύγουν “νόμιμα” πλέον με το
πλοίο για Πειραιά και να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
(Ο μικρος έφτασε σοκαρισμένος στην ακτή. Εφαγε, αλλαξε και μετα
απο λίγο έπαιζε ανέμελος στην παραλία πετώντας πέτρες στην θάλασσα)
Έφτασε το βράδυ και πήγα δίπλα στην παραλία σε μια μικρή άλλα υπέροχη
ταβερνούλα να φάω κάτι. Εκεί βρήκα κάποιους διασώστες και εθελοντές να
τρώνε και να ξεκουράζονται ένω η αλλη βάρδια παραμόνευε στην παραλία.
Παρόλο που αυτή η κατάσταση είναι λυπηρή, οι άνθρωποι που είναι εκεί και
βοηθάνε έχουν πολύ θετική στάση, γελάνε, γνωρίζονται μεταξύ τους και
γενικά υπάρχει ένα ευχάριστο και φιλικό κλίμα. Σε τέτοιες καταστάσεις
πάντα οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά.
Μετά από περίπου μια ώρα ο ασύρματος βούιξε “Έχουμε βάρκα”… όλοι με
μιας παράτησαν τα πιάτα τους και έτρεξαν στην παραλία. Είναι βράδυ και
τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα, για τους ανθρώπους που περνάνε το
Αιγαίο αλλά και για τους εθελοντές που δυσκολεύονται να εντοπίσουν τις
βάρκες μέσα στο σκοτάδι. Φακοί με μεγάλες δέσμες ψάχνουν και όλοι κάνουν
ησυχία να ακούσουν αν κάνεις φωνάζει βοήθεια (στα αγγλικά).
Ο
Αμπντουλ ήταν και αυτός κάποτε πρόσφυγας και τώρα δουλεύει στο κέντρο
προσφύγων στα εξαρχία. Τον γνωρίζω γιατί του είχα κάνει συνέντευξη για
τους σύριους πρόσφυγες 1 χρόνο πριν Ο Αμπντούλ λοιπόν είναι εκεί στην
πρώτη γραμμή και μεταφράζει στα αραβικά, κατευθύνει τις βάρκες και
βουτάει ο ίδιος μέσα να πιάσει τα μωρά παιδιά.
Είναι πίσα σκοτάδι λοιπόν και η βάρκα φτάνει, μικροί και μεγάλοι
σοκαρισμένοι προσπαθούν να βγουν στην στεριά, παιδιά, πολλά παιδιά σε
αυτήν εδώ. Εθελοντές κρατάνε φακούς και φαναράκια για να βρουν οι μάνες
τα παιδιά τους. Φανταστείτε να έχεις κάνει ένα ταξίδι 2.5 ωρών μέσα στην
παγωνιά χωρίς να βλέπεις κυριολεκτικά τίποτα, χωρίς να ξέρεις αν πας
σωστά. Είναι τεράστιο σοκ. Ενώ οι διασώστες προσπαθούν να βγάλουν τα
παιδιά, μια κυρία θεώρησε σωστό να έχει ανοιχτό ένα μεγάλο led φακό και
να τραβάει βίντεο.
Κάπου εδώ θέλω να μιλήσω λίγο για τον “Τύπο”. Η κάθε καρυδιάς καρύδι
(ένας από αυτούς και εγώ) φτάνει εκεί προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την
κατάσταση και να δημοσιευτεί. Τρέχουν και μπαίνουν μπροστά απο τους
διασώστες εμποδίζουν και κάνουν το έργο τους πιο δύσκολο. Καταλαβαίνω
ότι είναι σημαντικό να υπάρχουν ντοκουμέντα, να γράφεται η ιστορία και
ότι αυτές οι εικόνες έφεραν εμένα και άλλους εδώ,μας ευαισθητοποίησαν να
κάνουμε κάτι. Δεκτό.. Άλλωστε εγώ πρέπει να τα καταλαβαίνω πρώτος αυτά
μιας και είναι η δουλειά μου.
Από την άλλη όμως όλο αυτό έχει και κάποια
όρια. Την ημέρα πες είναι ΟΚ για υπάρχει φως και όλοι βλέπουν τι
κάνουν. Το βράδυ όμως είναι ένα χάος. Οι άνθρωποι βγαίνουν σοκαρισμένοι
και εσύ τρέχεις και τους πετάς τα φώτα στα μούτρα για να βγάλεις βίντεο
και μάλιστα είσαι στην μέση και πέφτουν πάνω σου οι διασώστες με τα
μωρά. Έχουν βγει φωτογραφίες, υπάρχουν εκατοντάδες βίντεο, κάνε την
δουλειά σου αλλά διακριτικά, χωρίς να ενοχλείς και πάνω από όλα χωρίς να
εμποδίζεις. Όρια.
Ήρθαν τρεις βάρκες το βράδυ. Ευτυχώς όλοι ήταν καλά Δεν μπορώ ούτε
καν να φανταστώ όμως τα βράδια με ανέμους στο Αιγαίο. Μετά τις 11
συνήθως υπάρχει μια άτυπα συνεννοημένη ανακωχή στα περάσματα και από την
μία και από την άλλη πλευρά.
Τώρα επικρατεί ησυχία, είναι σκοτεινά. Κάποιοι πήγαν για ύπνο και
κάποιοι πίνουν μια μπίρα μέχρι το επόμενο πρωί να σηκωθούν και να
συνεχίσουν να βοηθούν σε αυτή την ατέλειωτη ιστορία που ξετυλίγετε
μπροστά στα μάτια τους, μια σκιερή ατέλειωτη γραμμή που κανείς δεν ξέρει
πότε θα τελειώσει.