21 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΣτο Ναρκοπέδιο του ονόματος "Μακεδονία": Γεωγραφία και Γεωπολιτική εναντίον Ιστορίας | Του...

Στο Ναρκοπέδιο του ονόματος “Μακεδονία”: Γεωγραφία και Γεωπολιτική εναντίον Ιστορίας | Του Κλεάνθη Γρίβα

ΣΤΟ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»: 

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Κλεάνθης Γρίβας

18/01/2018

Ανεξάρτητα από τις όποιες -δικαιολογημένες ή όχι- συναισθηματικές αντιδράσεις, η επίλυση της διαφοράς με τη γειτονική χώρα με την αποδοχή από την πλευρά της Ελλάδας μιας σύνθετης ονομασίας της που θα περιέχει το όνομα «Μακεδονία», εναρμονίζεται (για λόγους που αναλύονται παρακάτω) με τα –διαφορετικά– γεωπολιτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της πΓΔΜ αλλά και της Ελλάδας, για την οποία είναι, προτιμότερο να υπάρχει στα βόρεια σύνορά της ένα μικρό αλλά σταθερό κράτος (η οικονομία του οποίου εξαρτάται εν πολλοίς από την Ελλάδα) θωρακισμένο κάπως από την συμμετοχή του στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΝΑΤΟ, παρά ένα ασταθές και σαθρό «κράτος» που θα είναι έρμαιοενός επιθετικού αλβανικού εθνικισμού, ο οποίος αποσκοπεί στη δημιουργία μιας «μεγάλης Αλβανίας» με την πιθανή ενσωμάτωση του Κόσσοβου και της πΓΔΜ ως πρώτα θύματα και την Ελλάδα ως επόμενο στόχο, μιας «μεγάλης Αλβανίας» η οποία μαζί με την Τουρκία θα πιέζουν ασφυκτικά την Ελλάδα από τα βόρεια και από τα ανατολικά.

 

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

 

Στη διεθνή αρχιτεκτονική δομή της ισχύος που έχει πυραμιδικό σχήμα, όλες οι χώρες τοποθετούνται σε ένα ορισμένο επίπεδο με βάση τον πλούτο, τον πληθυσμό και τη γεωγραφική τους θέση.

Η Ευρώπη, ως σύνολο, βρισκόταν στην κορυφή αυτής της πυραμίδας επί 4 αιώνες (1492-1914), έχοντας κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Και, μέσα στα 31 χρόνια ενός ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου (1914-1945), μεταβλήθηκε σε μια κατακερματισμένη, κατεστραμμένη και κατεχόμενη ήπειρο.


ΑΠΟ ΤΟ 1792 ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ, 

μεγάλες δυνάμεις στην Ευρώπη ήταν:

Η Γαλλίααπό το 1792 μέχρι το 1940 (που καταλήφθηκε από τη ναζιστική Γερμανία).

Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία (Πρωσία πριν το 1870): από το 1792 μέχρι το 1945.

Η Ρωσία (τσαρική μέχρι το 1917 και σοβιετική από το 1917 μέχρι το 1991): το μοναδικό κράτος που ήταν μεγάλη δύναμη σε όλη την περίοδο από το 1792 μέχρι το 1990.

Η Αυστροουγγαρία (Αυστρία πριν το 1867): από το 1792 μέχρι τη διάλυση της το 1918.

Η Ιταλίαθεωρούνταν μεγάλη δύναμη από το 1861 μέχρι το 1943 (οπότε και κατέρρευσε).

Οι Ηνωμένες Πολιτείες: (που το 1898 βγήκαν στη διεθνή σκηνή) από το 1914 μέχρι το 2017.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1945-1990),

μεγάλες δυνάμεις στην Ευρώπη ήταν οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ρωσία.

Στην Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειοη Γαλλία και η Γερμανία ήταν μεσαίες δυνάμεις, δεδομένου ότι δεν διέθεταν τη στρατιωτική ισχύ που θα τους επέτρεπε να χαρακτηριστούν ως μεγάλες δυνάμεις (και, αντίστοιχα, στην Β.Α. Ασία, μεσαίες δυνάμεις ήταν η Κίνα και η Ιαπωνία).

 

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ (από το 1991 μέχρι το 2017),

μεγάλες δυνάμεις στη διεθνή σκηνή είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα.

 

Μετά τη λήξη της δεύτερης φάσης του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου (1945), η Ευρώπη έμοιαζε με ένα απέραντο νεκροταφείο με πάνω από εκατό εκατομμύρια νεκρούς, ερειπωμένες πόλεις, εκατοντάδες εκατομμύρια αμετάκλητα κατεστραμμένες ζωές, κατεχόμενη από δύο μεγάλες δυνάμεις(τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ρωσία) και έχοντας απωλέσει οριστικά τη δυνατότητα να ορίζει τη μοίρα της. Οι αποφάσεις για πόλεμο και ειρήνη ή για ζωή και θάνατο δεν παίρνονταν πια στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα.

Σ’ αυτές τις συνθήκες, εντελώς ιδιαίτερος είναι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίες, μετά την ολοκλήρωση της εσωτερικής τους επέκτασης και αφού επιβλήθηκαν ως αδιαμφισβήτητος ηπειρωτικός ηγεμόνας στο δυτικό ημισφαίριο, εξήλθαν στη διεθνή σκηνή κατά τον σύντομο αμερικανο-ισπανικό πόλεμο (1898).

Εκτοτε, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται, εξ’ αντικειμένου, στην κορυφή της πυραμίδας της ισχύος διεθνώς, εξαιτίας του ότι είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που πέτυχε να αναχθεί σε «ηπειρωτικό ηγεμόνα» (ένας όρος που υποδηλώνει την υπεροχή μιας χώρας στην ήπειρό της, απέναντι στην οποία δεν μπορούν να αντιταχθούν οικονομικά και στρατιωτικά οι άλλες χώρες της ηπείρου, είτε όλες μαζί είτε μεμονωμένα).[1] 

Αυτό δίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες το μέγιστο προνόμιο να μπορούν να λειτουργούν ως «παγκόσμιος ισορροπιστής» στο υφιστάμενο σύστημα της ισχύος και, συνεπώς, ο πάγιος στόχος και η βασική επιδίωξη της εξωτερικής πολιτικής τους είναι η αποτροπή κάθε προσπάθειας οποιασδήποτε χώρας,σε οποιαδήποτε ήπειρο και σε οποιεσδήποτε συνθήκες, να αναχθεί σε ηγεμόνα στην ήπειρό της, γιατί αυτό θα τις εξανάγκαζε να μοιραστούν μαζί της το μέγιστο προνόμιο του «παγκόσμιου ισορροπιστή», πράγμα που θα σήμανε το οριστικό τέλος του Αμερικανικού αιώνα.

Με εξαίρεση το δυτικό ημισφαίριο (στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αδιαμφισβήτητος ηπειρωτικός ηγεμόνας), σε όλες τις άλλες ηπείρους, η ισορροπία της ισχύος διαμορφώνεται ως ισορροπία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που υπάρχουν σε κάθε ήπειρο, υπό την άγρυπνη εποπτεία των Ηνωμένων Πολιτειών που φροντίζουν ώστε καμιά από αυτές να μην αναδειχθεί σε ηπειρωτικό ηγεμόνα.

Στην Ευρώπη, από το 1945 και μετά, το σύστημα ισχύος ήταν και παραμένει διπολικό. Διαμορφώνεται πρωτίστως από δύο μεγάλες διεθνείς δυνάμεις (ΗΠΑ και Ρωσία), οι οποίες επικαθορίζουν τις σχέσεις του βασικού τριγώνου των μεσαίων δυνάμεων μεταξύ τους (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία),ενώ οι μικρότερες χώρες (Ιταλία, Κάτω Χώρες, Σκανδιναβικές χώρες, χώρες της Κεντρική και Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων) προσπαθούν να επιβιώνουν αναπτύσσοντας ποικίλες σχέσεις (α) με τις δύο μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ και Ρωσία, (β) με τις τρεις μεσαίες δυνάμεις, Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία, και (γ) μεταξύ τους.

Σ’ αυτό το πλέγμα, ο ρόλος της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό σύστημα ισχύος είναι αποφασιστικός αλλά και περιορισμένος από το γεγονός ότι η Ρωσία αποτελεί περιφερειακή δύναμη ευρωπαϊκή και ασιατική συγχρόνως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να προβληθεί ως δυνητικός ηγεμόνας ούτε στο ευρωπαϊκό ούτε στο ασιατικό υποσύστημα ισχύος.

Στη Β.Α. Ασία, το σύστημα ισχύος είναι πολυπολικό, και διαμορφώνεται πρωτίστως από το βασικό τρίγωνο ΚίναςΙαπωνίας και Ινδίας και δευτερευόντως από τη Νότια και Βόρεια Κορέα, τη Σιγκαπούρη, την Ινδονησία, το Βιετνάμ, κ.α., χώρες οι οποίες προσπαθούν να ισορροπούν αναπτύσσοντας ποικίλες σχέσεις (α) με τις Ηνωμένες Πολιτείες, (β) με τα με τα μέλη του βασικού τριγώνου, και (γ) μεταξύ τους, υπό την άγρυπνη εποπτεία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Δεδομένου ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να επιτύχει παγκόσμια ηγεμονία, και δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κάνουν καθετί προκειμένου να αποτραπεί η ανάδειξη οποιασδήποτε χώρας σε «ηγεμόνα» στην ήπειρό της (γιατί τότε θα ήταν υποχρεωμένες να μοιραστούν μαζί της το μοναδικό προνόμιο τους, του «παγκόσμιου ισορροπιστή»), ο κόσμος είναι καταδικασμένος να βιώνει ένα διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων σε περιφερειακό-ηπειρωτικό επίπεδο, κυρίως.

Από την άποψη αυτή είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο στον Πρώτο όσο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν αναμείχθηκαν στη σύγκρουση των ευρωπαϊκών δυνάμεων παρά μόνο όταν κατέστη προφανές ότι δυτικές δυνάμεις (Γαλλία και Βρετανία) δεν ήταν ικανές να αποκρούσουν τη γερμανική προέλαση προς την ηπειρωτική ηγεμονία, οπότε μπήκαν οι ίδιες στον πόλεμο ρίχνοντας αποφασιστικά τα βάρος τους στη μεριά των δυτικο-ευρωπαϊκών χωρών. 

  • Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις το 1917. Εστειλαν τα πρώτα στρατιωτικά αγήματά τους στην Ευρώπη την Άνοιξη του 1918. Και τον Νοέμβριο 1918, ο πόλεμος έληξε με ήττα της Γερμανίας.
  • Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945) συνέβη το ίδιο: Ο Χίτλερ κήρυξε τον πόλεμο στις ΗΠΑ το Δεκέμβριο 1941 (μετά το Περλ Χάρμπορ). Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν τα πρώτα στρατιωτικά αγήματά τους στην Ευρώπη το 1943 (με την απόβαση στη Σικελία), τον κύριο όγκο των δυνάμεών τους τον Ιούνιο του 1944 (με την απόβαση στη Νορμανδία). Και τον Μάιο του 1945 ο πόλεμος έληξε με συντριβή της Γερμανίας.

Το λογικό συμπέρασμα από τη μέχρι σήμερα ασκούμενη εξωτερική πολιτική της μοναδικής δύναμης που είναι «ηπειρωτικός ηγεμόνας» και, ως εκ τούτου, «παγκόσμιος ισορροπιστής», είναι

(α) ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συρθούν σε πόλεμο μόνο εάν τεθεί υπό δραστική αμφισβήτηση η θέση τους ως «παγκόσμιου ισορροπιστή» με την εμφάνιση ενός δυνητικού «ηπειρωτικού ηγεμόνα» σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, και

(β) ότι σε κάθε άλλη περίπτωση, θα επιδιώκουν ισορροπιών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του κάθε ηπειρωτικού συστήματος.

Αυτό ερμηνεύει τη συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι σ’ εκείνες τις χώρες της Ευρώπης και της Βορειο-ανατολικής Ασίας που θα μπορούσαν κάποια στιγμή να προβληθούν ως δυνητικοί ηπειρωτικοί ηγεμόνες στην περιφέρειά τους.

 

ΕΙΔΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΕΥΡΩΠΗ

Στην Ευρώπη, η Γερμανία προσπάθησε ανεπιτυχώς δύο φορές στο παρελθόν να επιβληθεί ως ηπειρωτικός ηγεμόνας με τα όπλα: 1914-1918 και 1939-1945.

Για να προβάλλει μία χώρα αξιώσεις δυνητικού ηπειρωτικού ηγεμόνα πρέπει να εξασφαλίζει δύο προϋποθέσειςοικονομική ισχύ και πληθυσμό.

Η Γερμανία κατέκτησε την πρώτη προϋπόθεση (οικονομική ισχύς) κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1945-1990), όντας διασπασμένη και κατεχόμενη, και τη δεύτερη προϋπόθεση (πληθυσμός) με την επανένωσή της (3 Οκτωβρίου 1990). Πράγμα, που σε συνδυασμό με την κατάρρευση της σοβιετικής Ρωσίας, είχε ως αποτέλεσμα ο χάρτης της Ευρώπης από το 1991 αρχίζει να μοιάζει εντυπωσιακά (και απειλητικά) με τον χάρτη της Ευρώπης του Μεσοπολέμου (1919-1939), που είναι γνωστό πού οδήγησε.[2]

Μετά το 1990, η Γερμανία ήταν σε θέση να λειτουργήσει ως υποψήφιος ηπειρωτικός δυνητικός ηγεμόνας, μέσω της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» υπό γερμανικό σχεδιασμό και έλεγχο, δηλαδή, επιδιώκοντας να αναχθεί σε ηπειρωτικό ηγεμόνα, για τρίτη φορά, όχι πια με τα όπλα, αλλά με οικονομικά μέσα.

Κι αυτό, αφενός βρίσκεται σε αντίθεση με τις βασικές επιδιώξεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και αφετέρου ερμηνεύει τον εξελισσόμενο οικονομικό πόλεμο μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Γερμανίας.

Στην Ευρώπη, η κατάσταση εμφανίζεται ιδιαίτερα περιπεπλεγμένη από το γεγονός ότι η Γερμανία, κατέχει το κέντρο της ηπειρωτικής Ευρώπης και, συνεπώς, η επέκτασή της προς βορρά περιορίζεται από ένα θαλάσσιο τείχος (τη Βαλτική θάλασσα και τη Βόρεια θάλασσα), ενώ η επέκτασή της προς νότο από ένα ορεινό τείχος (την οροσειρά των Άλπεων), με αποτέλεσμα η όποια επέκτασή της να είναι δυνατή είτε προς δυσμάς (Γαλλία) είτε προς ανατολάς (Ρωσία).

Και ακριβώς για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο του ανοίγματος της Γερμανίας προς Ανατολάς (πράγμα που έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν με το ΄Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν, στις 23 Αυγούστου 1939), οι Ηνωμένες Πολιτείες οργανώνουν μια «ζώνη ασφαλείας» ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία, υπό τον έλεγχό τους, ενσωματώνοντας στο ΝΑΤΟ τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.

Με βάση αυτό τον προβληματισμό, κατά τη γνώμη μου, η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη αποσκοπεί πρωτίστως στην αποτροπή ενός ενδεχόμενο ανοίγματος της Γερμανίας προς ανατολάς (πράγμα που θα ανέτρεπε εκ βάθρων την υφιστάμενη ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη) και δευτερευόντως στην «περικύκλωση» της Ρωσίας (που είναι αδύνατο να «περικυκλωθεί», δεδομένου ότι εκτείνεται σε δύο ηπείρους).

Στην ευρωπαϊκή γεωπολιτική σκακιέρα, οι χώρες διατάσσονται σε τρία επίπεδα από άποψη βαρύτητας σε σχέση με την επίτευξη του βασικού στόχου της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αναφορικά με την ενδο-ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων.

Στο πρώτο επίπεδο, ανήκουν οι μεγάλες ρυθμιστικές δυνάμεις (ΗΠΑ και Ρωσία), από τις σχέσεις και τις αποφάσεις των οποίων εξαρτάται η μοίρα της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Στο δεύτερο επίπεδο, ανήκουν οι «μεγάλες» ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία), οι οποίες πρέπει να βρίσκονται σε τέτοια ισορροπία μεταξύ τους, ώστε καμιά να μην καταστεί ικανή να αναδειχθεί σε υποψήφιο «ηπειρωτικό ηγεμόνα». Για να επιτευχθεί αυτό, οι χώρες που συνασπίζονται έναντι ενός δυνητικού ηγεμόνα είναι υποχρεωμένες να αναπτύσσουν κατάλληλες σχέσεις τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και μεταξύ τους.

Στο τρίτο επίπεδο, ανήκουν οι «μικρο-μεσαίες» (Ιταλία) και οι «μικρές» δυνάμεις (Κάτω Χώρες, χώρες της Σκανδιναβίας, της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων), που είναι υποχρεωμένες να αναπτύσσουν κατάλληλες επιβιωτικές σχέσεις (α) με τις Ηνωμένες Πολιτείες, (β) με τις τρεις «μεγάλες» ευρωπαϊκές δυνάμεις και (γ) μεταξύ τους.

Όλες οι χώρες, ανεξάρτητα από το επίπεδο στο οποίο ανήκουν, μπορούν να ασκούν μια εξωτερική πολιτική που λειτουργεί υποχρεωτικά είτε υποστηρικτικά είτε, υπονομευτικά σε σχέση με τον επιδιωκόμενο βασικό στόχο του υπερπόντιου «ισορροπιστή». Και, όπως είναι ευνόητο, η δεύτερη επιλογή είναι εξόχως δύσκολη και εν πολλοίς, επικίνδυνη για κάθε μικρή χώρα.

Εάν για τις μεγάλες χώρες η επιλογή είναι δύσκολη και πολύπλοκη, για τις μικρότερες χώρες και, ιδιαιτέρως για την Ελλάδα, οι δυσκολίες είναι από τεράστιες έως αξεπέραστες.

Πρώτο, η Ελλάδα έχει σοβαρές διαφορές με μια χώρα, την Τουρκία, με την οποία ανήκει στην ίδια στρατιωτική συμμαχία (το ΝΑΤΟ). Οι διαφορές αυτές εκτείνονται από το ζήτημα της τουρκικής εισβολής και κατοχής ενός μέρους της Κύπρου μέχρι την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου, η οποία εξυπηρετεί εδαφικές, γεωπολιτικές και οικονομικές (υποθαλάσσιος πλούτος) επιδιώξεις της Τουρκίας.

Δεύτερο, η Ελλάδα έχει ένα ανοικτό ζήτημα με ένα βόρειο γείτονά της (την πΔΓΜ) ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που είναι αδύνατο χωρίς τη συγκατάθεση της Ελλάδας.  

 

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑ

Η διεκδίκηση του ονόματος «Μακεδονία» από τη γειτονική χώρα:

(α) Από ιστορική άποψη είναι αβάσιμη <

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;