17.7 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΣυνταγματική αναθεώρηση, ιδεοληψίες και διαβούλευση | Του Γιώργου Κουτσαντώνη

Συνταγματική αναθεώρηση, ιδεοληψίες και διαβούλευση | Του Γιώργου Κουτσαντώνη

«Η αιώνια ιδεοληψία του Δον Κιχώτη», έργο του Leon Darwin από το FineArtAmerica

Δυστυχώς ο «διάλογος» για τη συνταγματική αναθεώρηση κυριαρχείται από τις γνωστές ιδεοληψίες των ειδικών και των επαγγελματιών της πολιτικής. Αυτές οι ιδεοληψίες συχνά συνδυάζονται με έναν πατερναλισμό, αλλά και μια απροκάλυπτη υποτίμηση, τόσο των πολιτών, όσο και της δημοκρατίας. Το φαινόμενο και ο βαθμός της νοσηρότητάς του, είναι ζητήματα «αρχαίας κοπής». Είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που είναι ολιγαρχικών πεποιθήσεων και αυτούς που έχουν δημοκρατική αντίληψη. Είναι, θα λέγαμε, η αιώνια πάλη ανάμεσα σε αυτούς που κυριαρχούν και σε αυτούς που κυριαρχούνται. Ανάμεσα στους κατεστημένους (ειδικούς) και στους αποκλεισμένους (πολίτες). Ακόμη και σε τούτες τις συνθήκες γενικευμένης διάλυσης και χρεοκοπίας, πολλοί ειδικοί εμμένουν στην «προστασία της κοινωνίας από τον εαυτό της» και στη λεγόμενη αποτροπή της «τυραννίας της πλειοψηφίας».

Χαρακτηριστική είναι η οπτική του Γ. Γεραπετρίτη (δείτε σχετικό απόσπασμα από την εκπομπή ΕΡΤ FOCUS του Πάνου Χαρίτου στην ΕΡΤ1) αλλά και άλλων του ακαδημαϊκού χώρου (όπως η Ι. Καμτσίδου) όπου προτάσσει τα ατομικά δικαιώματα (που αποτελούν τον κορμό του φιλελευθερισμού) απέναντι στον κοινοβουλευτισμό (ο οποίος μπορεί να προβλέπει και δημοψηφίσματα), και ξεκάθαρα επιλέγει τα δικαιώματα. Στην πραγματικότητα ο κ. Γεραπετρίτης συγχέει δύο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, δηλαδή μια ιδεολογία (τον φιλελευθερισμό) με ένα πολίτευμα (το κοινοβουλευτικό). Αυτό φαίνεται όταν αναφέρει τα δύο παρακάτω παραδείγματα με τα οποία στην πραγματικότητα αυτοεγκλωβίζεται στην ιδεοληψία του. Μας λέει λοιπόν ότι η συνταγματική απαγόρευση ανέγερσης οποιουδήποτε τεμένους στην Ελβετία (άσχετα εάν στην πραγματικότητα η απόφαση των Ελβετών αφορά την απαγόρευση χορήγησης νέων αδειών ανέγερσης) και η απαγόρευση του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου στην Καλιφόρνια, είναι, κατά τη γνώμη του, λανθασμένες αποφάσεις. Το ότι τις θεωρεί λανθασμένες διαφαίνεται όταν μας ρωτάει «το θέλουμε αυτό;». Δηλαδή με άλλα λόγια μας ρωτάει εάν θέλουμε τα δημοψηφίσματα που μας οδηγούν σε λανθασμένες αποφάσεις. Ανεξάρτητα από την άποψη του καθενός μας περί σωστού και λάθους και την ηθική βάση αυτής του της άποψης, ο καθηγητής εδώ υποστηρίζει ότι το πολίτευμα, μέσω του Συντάγματος, πρέπει να θέτει τα όρια. Τα ερωτήματα που προκύπτουν εδώ είναι τα εξής: Πρώτον ποιος τα θέτει αυτά τα όρια; Και δεύτερον, εάν για τις συγκεκριμένες κοινωνίες αυτές οι αποφάσεις ληφθούν δημοκρατικά (ως αποτέλεσμα της βούλησης της πλειοψηφίας στην Ελβετία και την Καλιφόρνια) δεν θέτουν και αυτές κάποια όρια; Kαι μάλιστα με δημοκρατικό τρόπο;

Εδώ όμως προκύπτουν και άλλα βασικά ερωτήματα. Μόνο τα παραπάνω θέματα είναι ουσίας στην πολιτική, ώστε να αναφερθούν ως παραδείγματα «κακής χρήσης» των δημοψηφισμάτων; Οι αποφάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος που λήφθηκαν για παράδειγμα στην Καλιφόρνια εξαιτίας των δημοψηφισμάτων (αλλαγές που οι αιρετές αρχές δεν επιθυμούσαν λόγο της εμπλοκής τοπικών οικονομικών παραγόντων), γιατί δεν πρέπει να αναδειχθούν ως παραδείγματα «καλής χρήσης» του δημοψηφίσματος; Kαι μάλιστα για ένα μεγάλης σημασίας ζήτημα, όπως η προστασία του περιβάλλοντος; Εάν δεχτούμε ότι οι κοινωνίες πρέπει όντως να προστατεύονται από τον ίδιο τους τον εαυτό, μήπως τουλάχιστον το πώς, θα πρέπει να μπορούν να το αποφασίσουν από μόνες τους; Επίσης ποιος είναι αυτός που μπορεί να εγγυηθεί ότι η ίδια η κοινωνία αύριο δεν θα ψηφίσει το πλέον αντιδημοκρατικό, αντικοινοβουλευτικό και μισαλλόδοξο κόμμα δίνοντάς του εντολή να κυβερνήσει; Πρέπει μήπως η κοινωνία να προστατευτεί a priori και από κάποια μελλοντική «λανθασμένη» ψήφο της; Μέχρι πού φτάνει αυτή η προστασία; Σήμερα είναι προστατευμένη η κοινωνία από την «τυραννία της μειοψηφίας» που συνθέτει για παράδειγμα η κομματική και οικονομική ελίτ; Τελικά θέλουμε μια κοινωνία απλό θεατή των αντιπαραθέσεων και του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων ελίτ, ή μια κοινωνία που συνεργάζεται ώστε να περιορίσει την κυριαρχία τους;

Στο σημείο αυτό δεν θα γίνει περαιτέρω ανάλυση των επιμέρους συμπερασμάτων που βγαίνουν από τον «διάλογο» στην ΕΡΤ1. Ακόμη και εάν υπάρχουν κάποιες αναπάντεχα ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις, το συνολικό «πνεύμα» της τηλεοπτικής κουβέντας, δεν κινείται προς μια θετική κατεύθυνση, δηλαδή προς την κατεύθυνση της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων. Περισσότερο κινείται στα όρια της πολιτικής ειρωνείας και αναπαράγει τη «λογική» ότι εκτός από το σωστό ακόμη και το λάθος είναι αποκλειστικό «δικαίωμα» και «προνόμιο» των ολίγων επαγγελματιών της πολιτικής. Όσο καταστροφικό και εάν είναι το λάθος πρέπει να μπορεί να επαναληφθεί μόνο από τους εκλεκτούς και τους ολίγους.

Αξίζει πάντως να τονιστεί ότι για τους αρχαίους Έλληνες μια από τις πιο λαμπρές αρετές της Δημοκρατίας (εκτός από την πραγματική κυριαρχία του Δήμου) ήταν η ικανότητά της να μαθαίνει από τα λάθη της και να αλλάζει τις αποφάσεις της, πράγμα που σήμερα με τον κοινοβουλευτισμό μοιάζει να έχει ξεχαστεί.

Η εφαρμογή ηλεκτρονικής διαβούλευσης μοιάζει περισσότερο με δημοσκόπηση που όπως κάθε δημοσκόπηση είναι προκατασκευασμένη και εδώ έρχεται να ικανοποιήσει μόνο τυπικά το λαϊκό αίσθημα και την ανάγκη ενός ανοιχτού διαλόγου με την κοινωνία. Οι συνταγματολόγοι και οι άλλοι ειδικοί στα τηλεοπτικά πάνελ και στα ΜΜΕ γενικότερα, συνομιλούν μεταξύ τους δημιουργώντας συνθήκες μιας «εικονικής» κουβέντας και μιας αντιπαράθεσης που στόχο της έχει κυρίως τη δημιουργία εντυπώσεων. Για την κοινωνία, και από την κοινωνία, στην ουσία, δεν παράγεται καμία ουσιαστική πρόταση ως προϊόν πραγματικού διαλόγου μεταξύ πολιτών. Ο ρόλος της Κυβέρνησης και της Βουλής στην αναθεωρητική διαδικασία, θα έπρεπε να είναι η παροχή τεχνογνωσίας, αλλά κυρίως η προτροπή των πολιτών να συμμετέχουν, η ανάδειξη του ζητήματος και ο συντονισμός της συλλογικής προσπάθειας. Διότι η κοινωνία των πολιτών, μέσα από τη συμμετοχή της, θα έπρεπε να είναι ο πρωταγωνιστής, ενώ τα συμπεράσματα πάνω στις αναγκαίες συνταγματικές αλλαγές θα έπρεπε να κυρωθούν με δημοψήφισμα. Ασφαλώς το γεγονός ότι άνοιξε μια τέτοια κουβέντα μπορεί να θεωρηθεί κάτι το θετικό, με την έννοια ότι προβληματίζει κάποιους πολίτες και ενδεχομένως θα μπορούσε, έστω και ευκαιριακά, να «ανακινήσει» το πολιτικό status. Ακόμη και εάν αυτή κουβέντα δείχνει ότι άνοιξε εξυπηρετώντας κομματικά και μικροπολιτικά συμφέροντα και την συνηθισμένη προβολή ορισμένων καθηγητών και πολιτικών προσώπων.

Φυσικά πρέπει να αναφέρουμε ότι η συμμετοχή των πολιτών, ως προς τη μαζικότητά της, δεν δείχνει ενθαρρυντική. Επίσης οι σχετικές πρωτοβουλίες πολιτών δεν είναι ιδιαίτερα ενεργές. Αυτό γιατί δεν έχει δοθεί η απαραίτητη δημοσιότητα στο θέμα, ενώ παράλληλα κάποιοι πολίτες αδιαφορούν (ίσως δικαίως) και/ή αισθάνονται (και είναι) αποκλεισμένοι από τις τελικές αποφάσεις. Άλλωστε η περιορισμένη δημοσιότητα μαζί με τον αποκλεισμό, είναι ίσως οι πιο αποτελεσματικές γραμμές άμυνας κάθε κατεστημένου πολιτικού συστήματος, ειδικά όταν αυτό έχει έντονα ολιγαρχικά χαρακτηριστικά. Έτσι οι άνθρωποι δεν πρέπει να συμμετέχουν στην πολιτική, γιατί είναι ανίκανοι να διαχειριστούν τα κοινάκαι ρέπουν προς την οχλοκρατία. Είναι εγωιστές από τη φύση τους και η μόνη «ασφαλής» λύση είναι να αποτραβηχτούν από τη δημόσια σφαίρα. Όμως θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουμε ότι ακριβώς αυτός ο αποκλεισμός είναι που συμβάλει στον εγκλεισμό μας στην ιδιωτική σφαίρα διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο της απάθειας των πολιτών και της ασυδοσίας των αιρετών.

Για ιστορικούς λόγους θα αναφέρουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Π. Αργυρόπουλου «Δημοτική διοίκησις εν Ελλάδι», 2η έκδ, εν Αθήναις: εκ της Φιλολάου Τυπογραφίας, Τυπογραφείον Δ. Αθ. Μαυρομμάτη, 1843 – 1859, σελ. 68.

«Συνελεύσεις της ολομέλειας των πολιτών δεν πρέπει να γίνωνται […] τοιαύται συνεδριάσεις είναι επί τό πολύ τό στάδιον των χαμερπεστάτων παθών και της ιδιοτελείας, καί έκ των τοιούτων συζητήσεων προερχόμεναι αποφάσεις είναι τόσω μάλλον ανίσχυροι προς επαύξησιν της δημοτικής ευδαιμονίας, καθ΄όσον λείπει είς τούς μετέχοντας η ευκαιρία του να αποκτήσουν τας απαιτουμένας ακριβείς και βασίμους γνώσεις των συζητηθησομένων διοικητικών υποθέσεων»

Το ελληνικό κράτος πλησιάζει τα 200 χρόνια ζωής, και αξίζει να σημειωθεί ότι μια από τις πρώτες νομοθετικές του πράξεις (με το Νόμο «Περί σχηματισμού και διαιρέσεως των Δήμων» του 1833, άρθρο 38 παρ.3) ήταν να απαγορεύσει τις συνελεύσεις των πολιτών.

«Συνέλευσις δέ της ολομέλειας των δημοτών, προς σύσκεψιν και απόφασιν περί δημοτικών ή άλλων υποθέσεων δεν επιτρέπονται».

Στην Ελλάδα διαχρονικά η πολιτική ελίτ φαίνεται να φοβάται την συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική, τόσο επειδή παρουσιάζεται διστακτική στο να μοιραστεί την εξουσία, όσο και επειδή προωθεί μια αρνητική ανάγνωση της ιστορικής εμπειρίας. Το πολιτικό μας σύστημα ήταν και παραμένει ένα ερμητικά κλειστό και πατερναλιστικό σύστημα. Μάλιστα υπάρχουν και κάποιοι που υποστηρίζουν ότι σε μια τόσο δυσμενή συγκυρία, η καλύτερη αναθεώρηση είναι να μην γίνει καθόλου αναθεώρηση (βλ. σχετικό άρθρο στην efsyn). Φυσικά κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πότε οι καιροί θα είναι «ώριμοι», πότε θα είναι πολιτικά εφικτό, όπως και δεν μπορεί να ξέρει πότε οι πολίτες θα είναι -με τρόπο μαγικό προφανώς- «έτοιμοι». Ωστόσο τα παραπάνω, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, φέρνουν τη χώρα μας χαμηλά στην κατάταξη των χωρών της ΕΕ που διαθέτουν θεσμούς άμεσης συμμετοχής, όπως τα δημοψηφίσματα (σε τοπικό και εθνικό επίπεδο).

Καταλήγοντας, το παρόν κείμενο -σε καμία περίπτωση- δεν έχει ως στόχο του να καλέσει σε μη συμμετοχή στην πλατφόρμα συμμετοχής στο διάλογο μέσω ηλεκτρονικής διαβούλευσης.  Θέλει ωστόσο να επισημάνει ότι, επί της ουσίας, ο «διάλογος» για τη συνταγματική αναθεώρηση, δεν δείχνει να διεξάγεται με τρόπο ώστε να επιφέρει το αναμενόμενο και επιθυμητό πολιτικό αποτέλεσμα. Δηλαδή να ανοίξει ένα πραγματικά δημόσιο πεδίο συζήτησης και συμμετοχής με στόχο την αυτονομία των πολιτών η οποία, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να ενισχυθεί και μέσα από τον εκδημοκρατισμό του Συντάγματος.

Γιώργος Κουτσαντώνης

Συνταγματική αναθεώρηση, ιδεοληψίες και διαβούλευση | Του Γιώργου Κουτσαντώνη
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;