Σχεδόν 100 εκατομμύρια χρόνια νωρίτερα από ό,τι πίστευαν έως τώρα οι επιστήμονες, εμφανίσθηκαν τα πρώτα φυτά της ξηράς, σύμφωνα με νέες βρετανικές εκτιμήσεις, που τοποθετούν το αρχικό πρασίνισμα του πλανήτη μας πριν από τουλάχιστον 500 εκατομμύρια χρόνια.
Τα πρώτα αυτά φυτά έπαιξαν ζωτικό ρόλο στην αύξηση του οξυγόνου που σήμερα αναπνέουμε, στην εξέλιξη όλων των ζώων και στην αλλαγή του κλίματος της Γης οδηγώντας σε μείωση της θερμοκρασίας.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Μπρίστολ και του Κάρντιφ, καθώς και του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, με επικεφαλής τη δρα Τζένιφερ Μόρις της Σχολής Γεωεπιστημών του Μπρίστολ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), συνδύασαν γενετικές τεχνικές (τη μέθοδο του «μοριακού ρολογιού») και τη μελέτη των φυτικών απολιθωμάτων για να δημιουργήσουν μια νέα εξελικτική χρονολόγηση.
Στη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων δισεκατομμυρίων ετών της ύπαρξής του, ο πλανήτης μας δεν είχε άλλες μορφές ζωής πέρα από τα μικρόβια. Έως τώρα -με βάση τα αρχαιότερα απολιθώματα που έχουν βρεθεί- θεωρείτο ότι τα πρώτα φυτά της ξηράς εμφανίσθηκαν πριν από περίπου 420 εκατ. χρόνια, αποτελώντας μετεξέλιξη φυτών που ζούσαν μέσα στο νερό.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι οι ηλικίες των πρώτων απολιθωμάτων υποεκτιμούν την προέλευση των φυτών της ξηράς και γι’ αυτό τα σχετικά εξελικτικά μοντέλα πρέπει να αναθεωρηθούν» δήλωσε η Μόρις.
«Το αρχείο των απολιθωμάτων είναι πολύ σποραδικό και ελλιπές για να αποτελέσει αξιόπιστο οδηγό, όσον αφορά την χρονολόγηση των φυτών της ξηράς» δήλωσε ο ερευνητής Μαρκ Πούτικ. «Αντί να εξαρτιόμαστε μόνο από τα απολιθώματα», πρόσθεσε, «χρησιμοποιήσαμε το ‘μοριακό ρολόι’ για να συγκρίνουμε τις διαφορές στα γονίδια ανάμεσα στα ζωντανά είδη των φυτών και μετά να μετατρέψουμε αυτές τις γενετικές διαφορές σε χρονολογήσεις, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις ηλικίες των απολιθωμάτων. Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι ο πρώτος πρόγονος των φυτών της ξηράς ζούσε στη μέση Κάμβρια περίοδο, είχε δηλαδή ηλικία παρόμοια με τα πρώτα γνωστά ζώα».
H επιστημονική δημοσίευση εδώ:www.pnas.org
Παύλος Δρακόπουλος – ΑΠΕ-ΜΠΕ