Το μίσος είναι ένα ισχυρό συναίσθημα. Ένας προεδρικός υποψήφιος έλαβε πρόσφατα 56% στις εκλογές καλπάζοντας στο άλογο του μίσους.
Η οργή κινεί τον κόσμο και ο Χαβιέρ Μιλέι -που ορκίστηκε χθες Πρόεδρος της Αργεντινής- το γνωρίζει πολύ καλά. Τους τελευταίους μήνες έβλεπα τις προεκλογικές του συγκεντρώσεις, τόσο επιθετικές, και ένιωθα φόβο. Έλεγα στον εαυτό μου: πώς γίνεται μια σώφρων χώρα να ψηφίσει έναν άνθρωπο που αφρίζει και θέλει να κατακτήσει την εξουσία κραδαίνοντας ένα αλυσοπρίονο;
Έκανα λάθος: νίκησε ακριβώς χάρη σ’ αυτό. Χάρη στην αγριότητά του. Χάρη στην επίσημη νομιμοποίηση της βίας.
Σε αυτή την αποθέωση της φρενίτιδας υπάρχουν φυσικά κι άλλα συστατικά. Στην περίπτωση της Αργεντινής, σημαντικό ρόλο έπαιξε η αποτυχία του περονισμού και η ευθύνη ανθρώπων όπως η Κριστίνα Κίρσνερ, που καλλιεργούν εδώ και χρόνια την επιθετικότητα. Υπάρχει όμως ένα ακόμη στοιχείο σε όλα αυτά, κάτι που δεν αφορά μόνο την Αργεντινή, κάτι που σπρώχνει τους πολίτες να κάνουν το θανάσιμο άλμα προς το αλυσοπρίονο. Και είναι η παγκόσμια διεκδίκηση της οργής, της αδιαλλαξίας, του μίσους, ως στοιχείων που εξασφαλίζουν τη συνοχή ενός έθνους και το κάνουν υπερήφανο.
Αυτό που εννοώ είναι πως την εποχή αυτή είναι της μόδας να φωνάζεις. Κρίμα, γιατί μέχρι πριν από λίγο καιρό κυριαρχούσαν οι αντίθετες αξίες: η συγκράτηση της βίας, η αναζήτηση άλλων τρόπων για την επίλυση των συγκρούσεων, η καταπολέμηση των πρωτόγνωρων ενστίκτων προς όφελος του κοινού συμφέροντος. Το έγραψα σε ένα προηγούμενο άρθρο μου: το να είσαι πολιτισμένος απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Οι φόροι, για παράδειγμα, προϋποθέτουν το να δίνεις ένα μέρος των χρημάτων σου όχι μόνο για να αποκομίσεις ο ίδιος οφέλη, αλλά και για να βοηθήσεις τους πιο ευάλωτους να αποκομίσουν κι εκείνοι ανάλογα οφέλη.
Γιατί όμως να βοηθήσεις τους πιο φτωχούς, αναρωτιέται ο φωνακλάς της εποχής μας. Είναι κλέφτες, είναι τεμπέληδες, είναι παράνομοι μετανάστες που έρχονται να πιούν το αίμα μας σαν τα βαμπίρ. Τα επιχειρήματα αυτά είναι λανθασμένα, και αποδεικνύεται εύκολα ότι είναι λανθασμένα, αλλά ο φωνακλάς δεν ενδιαφέρεται για τις αποδείξεις. Υποβοηθούμενος από τα δίκτυα, που του δείχνουν μόνο τις γνώμες και τα fake news που τροφοδοτούν τις ιδέες του, κλείνεται στον μικρόκοσμό του. Και πόσο του αρέσει να πάψει να είναι πολιτισμένος, να σταματήσει να καταστέλλει τα βασικά του ένστικτα και να τα εντάσσει στην οργή της αγέλης!
Ζούμε δύσκολους καιρούς. Το μέλλον μάς τρομάζει. Το παρόν μάς κακομεταχειρίζεται. Πολλοί άνθρωποι που έγιναν φτωχότεροι με την τελευταία κρίση πιστεύουν ότι κανείς δεν τους προστατεύει, ότι αυτή η δημοκρατία δεν τους εκπροσωπεί. Οι κριτικές αυτές είναι θεμιτές. Το λάθος είναι να νομίζει κανείς ότι η σωτηρία θα έρθει από ανθρώπους εκτός του συστήματος, όπως ο Μπολσονάρο, ο Τραμπ ή ο Μιλέι. Το λάθος αυτό είναι ολέθριο: εγώ, που γεννήθηκα και έζησα σε μια δικτατορία, ξέρω καλά ότι μια δημοκρατία, όσο ατελής κι αν είναι, είναι καλύτερη από οποιοδήποτε τυραννικό ή δογματικό σύστημα, όσο ελκυστικό κι αν μοιάζει.
Είναι όμως δύσκολο να πείσεις ανθρώπους που υποφέρουν να εξακολουθούν να καταστέλλουν τα πιο ταπεινά τους ένστικτα, να προσπαθούν να γίνουν λίγο πιο πολιτισμένοι. Γιατί το μίσος και η βία είναι πρωτόγονες μεν, αλλά πολύ αποτελεσματικές παρηγοριές. Τα δημαγωγικά κόμματα, που στερούνται προγράμματος και σκέψης, αρκούνται να δημιουργούν εχθρούς που οι οπαδοί τους να τους μισούν. Το μίσος ενώνει περισσότερο από την αγάπη. Σε αυτόν τον κόσμο που είναι γεμάτος με μοναχικές και χαμένες ψυχές, πόσο αδελφωμένοι νιώθουν όσοι μισούν τους ίδιους ανθρώπους!
(*) Η Ρόσα Μοντέρο είναι αρθρογράφος της El Pais
(Πηγή: El Pais) – ΑΠΕ-ΜΠΕ